Κοινωνιολογική αυτοεκτίμηση

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ (από το βιβλίο 'Η αυτοεκτίμηση και η μέτρησή της' Εκδόσεις Ατραπός 2004, όπου περιλαμβάνεται η κλίμακα μέτρησης της αυτοεκτίμησης)

Η προσωποκεντρική διάσταση της αυτοεκτίμησης στηρίζεται στο αξίωμα ότι η έννοια του εαυτού είναι μια αυτούσια οντότητα, μια αυθύπαρκτη, σαφώς διαχωρισμένη μονάδα με σαφή όρια και επεκτάσιμες δυνατότητες, αλλά παρόλα αυτά διακεκριμένη από τους υπόλοιπους ανρθρώπους και το περιβάλλον. Τα γνωστικά, συναισθηματικά και πραξιακά χαρακτηριστικά του ατόμου προσαρμόζονται ανάλογα με τα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα, ώστε να διατηρούν σταθερή ή να επαυξάνουν την αυτοεκτίμηση. Όλα, ακόμα και τα άλλα πρόσωπα, αξιολογούνται είτε ως απειλή είτε ως ουδέτερα είτε είτε ως αρωγοί , αναφορικά με την αντίληψη του εαυτού και κατά συνέπεια η συμπεριφορά προς αυτά τίθεται υπό συνεχη διαπραγμάτευση. Η σχέση, για παράδειγμα του νεαρού, φιλόδοξου επιχειρηματία με τους συνεργάτες του μπορεί να εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική, οπότε όλοι οι μηχανισμοί διατήρησης της αυτοεκτίμησης επιστρατεύονται, αποτρέποντας πιθανές ή φανταστικές μειώσεις και ματαιώσεις. Αντίθετα, οι αλληλεπιδράσεις του ίδιου φερέλπιδος και πολυάσχολου μονομάχου της νέας οικονομίας με έναν γνωστό του, που θεωρείται αυθεντία στη μουσική, μπορεί να παραμένουν ανέφελες και αρμονικές, εφόσον οι δεξιότητες και τα τάλαντα του δευτέρου δεν υπονομεύουν την αυτοεικόνα του πρώτου. Η ίδια αναλογία και συσχετισμός δυνάμεων μπορεί να παρατηρηθεί σε ένα ερωτικό ζευγάρι, σε μια φιλική παρέα, αλλά ακόμα και σε επίπεδο οικογένειας. Κάθε φορά η αγάπη, η αναγνώριση, η αποδοχή, η φήμη, η εξουσία, ο πλούτος μπορούν, αναλόγως της συνεισφοράς τους στην αυτοεκτίμηση του ερώντος, να μετατραπούν σε μήλο της έριδος μεταξύ συντρόφων, αδελφών, συναδέλφων, ακόμα και αγνώστων.
Η διαπίστωση αυτή μας αναγκάζει να παραδεχτούμε ως αληθή τα ακόλουθα:
• Σκοπός του ανθρώπου στις ατομοκεντρικές κοινωνίες είναι να διατηρεί αναλλοίωτη ή να επαυξάνει την αυτοεκτίμησή του, παραλλάσοντας ανάλογα τα γνωστικά και συναισθηματικά του χαρακτηριστικά, ώστε να προστατεύει και να διαδηλώνει την ιδιαιτερότητά του στο περιβάλλον και τους συνανθρώπους του.
• Όσο περιπλοκότερο είναι το σύστημα στο οποίο ανήκει και δρα το άτομο, δηλαδή σε όσα περισσότερα υποσυστήματα, ομάδες, γλωσσικές κοινότητες, συνεταιρισμούς, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μορφώματα μπορεί να ανήκει, τόσο λιγότερο εξαρτά τους αυτοπροσδιορισμούς του από αυτά και τόσο το αίσθημα ένταξής του μειώνεται. Παράλληλα, αυξάνεται η ατομική συνείδηση, με έντονη διαφοροποιητική αξία και δημιουργούνται πολλαπλοί εαυτοί, ανάλογα με την περίσταση και την ομάδα, των οποίων η ενοποίηση σε όλον στηρίζεται στην υπέρμετρη ανάπτυξη μιας ατομιστικής αυτοεκτίμησης.
• Η αλματώδης ανάπτυξη των επικοινωνιακών τεχνικών, των μέσων μεταφοράς και του διαδικτύου, πριμοδοτεί την συνθετότητα των κοινωνικών ομάδων, φέρνοντας σε αθέλητη πολλές φορές επαφή ετερόκλητα σύνολα με δυσδιάκριτα όρια και αντικρουόμενους στόχους. Αυτό εξαναγκάζει το άτομο να επεξεργάζεται πληθώρα ερεθισμάτων, να αισθάνεται δέος ή σύγχυση μπροστά στον βομβαρδισμό των πληροφοριών και να προστρέχει ενίοτε σε πιο μονήρεις μορφές ενασχόλησης, που άλλοτε καταλλήγουν στον απομονωτισμό ( ηλεκτρονικά παιχνίδια, ίντερνετ) και άλλοτε στο ναρκισσισμό (η αυτοεικόνα, για να φανεί επαρκής εμπλουτίζεται με νέα προσωπεία, πολλά από τα οποία είναι ιδεατά ή ψεύτικα). Στα χρόνια που έρχονται η εικονική πραγματικότητα θα είναι το απόλυτο καταφύγιο της τραυματισμένης από τις διογκούμενες απαιτήσεις αυτοεκτίμησης, δεδομένου ότι το άτομο θα μπορεί πλέον να επιλέγει τις εικονικές ιδιότητές του και να ελέγχει την έκβαση και τις συνέπειες των αποφάσεών του. Η αυτοεκτίμηση σε αυτά τα ψηφιακά περιβάλλοντα θα είναι φαντασιακή, υποβοηθούμενη και τελείως ανίκανη να επιβιώσει σε πραγματικές συνθήκες.
• Όσο πιο απλό είναι το σύστημα στο οποίο ανήκει και δρα ένα άτομο, τόσο η ανάγκη για ένταξη στην ομάδα πολλαπλασιάζεται και τόσο ενισχύονται οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα προς αυτήν, εφόσον η δεοντολογία και οι αξίες της εσωτερικεύονται ευκολότερα. Η εικόνα του εαυτού είναι ελλιπής κάθε φορά που αποκόπτεται από τη δυναμική της ομάδας και τις αλληλεξαρτήσεις των μελών της. Συγκεκριμένα, στις αγροτικές και ημιαστικές κοινωνίες η συνοχή των ομάδων είναι τόσο ισχυρή και η απαίτηση για συμμετοχικότητα τόσο καθοριστική, που η αυτοεκτίμηση αναδύεται όχι μόνο από τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά από την ποιότητα των σχέσεών του με την κοινότητα, με την συμφωνία των πράξεών με την ηθική της και την ισορροπία μεταξύ προσωπικής δράσης και συλογικής συνεισφοράς.
• Ειδικότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα το άτομο έχει να αντιμετωπίσει ένα παράδοξο φαινόμενο: Η κοινωνική δομή είναι πολυεπίπεδη και απαρτίζεται από συστήματα, που προέκυψαν αβίαστα μέσω της ιστορικής συνέχειας, από στοιχεία που αναδείχτηκαν ως κυρίαρχα μέσω της αναφομοίωτης αποδοχής αλλότριων προτύπων, απο παραδοσιακά κατάλοιπα και από την επίδραση δύο αντιθετικών τάσεων της παγκόσμιας κουλτούρας, της ατομοκεντρικής και της συλλογικής. Στις μεγάλες πόλεις τα συστήματα έχουν απότομα μετουσιωθεί σε ατομοκεντρικά, οπότε ως μέγιστο αγαθό νομίζεται η αυτονομία, η επιτυχής δράση και η προσωπική καταξίωση, ενώ λίγο πιο έξω στις αγροτικές περιοχές η φιλοσοφία παραμένει συλλογική και η αυτοεκτίμηση καθορίζεται από τις πατροπαράδοτες αρχές. Η Ελλάδα ενσωματώνει επιρροές από τον δυτικό και τον ανατολικό πολιτισμό και αυτό διαχέεται στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης. Ο εαυτός πρέπει να αποτελεί ταυτόχρονα ανεξάρτητη οντότητα, αλλά και να θυσιάζεται προς χάριν της ομαδικής αποδοχής, περιορίζοντας την ατομική δραστηριότητα. Ο συνδυασμός της ραγδαίας εξέλιξης και της καθήλωσης στο παραδοσιακό πολλές φορές οδηγεί στο φαινόμενο της διάσπασης και του επιμερισμού της αυτοεκτίμησης. Το άτομο πρέπει να ταλαντευτεί ανάμεσα στην προσωπική ευημερία και στον επίπονο αγώνα της τήρησης των ομαδικών κανονιστικών αρχών.
• Στις ατομοκεντρικές κοινωνίες το άτομο οφείλει να επεκτείνει και να εξασκεί τις προσωπικές γνωστικές και συναισθηματικές ικανότητες, ώστε να είναι ανταγωνιστικό. Οι προσωπικές σχέσεις νοηματοδοτούνται από την δυνατότητά τους να ενισχύουν την επιτυχία και την αναγνώριση. Διαθέτουν χαλαρή, κατά το εφικτό μη περιοριστική δομή, είναι επιφανειακές και η απώλειά τους δεν πλήττει την αυτοεκτίμηση και την επίδοση σε μη αναστρέψιμο βαθμό. Ο γάμος, η φιλία, η δέσμευση βρίσκονται σε κρίση και αμφισβήτηση, εξαιτίας του πνεύματος της εποχής και των στόχων του πολιτισμικού περιγύρου, ο οποίος προωθεί τη ναρκισσιστική αυτοδιάθεση. Αντίθετα, στις κοινωνίες με συλλογικό χαρακτήρα τα ερεθίσματα οργανώνονται και αναλύονται με το φίλτρο των πολυπληθών σημαντικών άλλων. Υπάρχουν περιπτώσεις μη λειτουργικών ή συμβατικών σχέσεων, οι οποίες διατηρούνται, για να μην απειληθεί η αυτοεκτίμηση από την αποδοκιμασία των υπολοίπων μελών.
• Στο δυτικό πολιτισμό η αυτοαξιολόγηση έχει υψηλή συνάφεια με την αυτοεκτίμηση, ενώ στον ανατολικό πιο σημαντική είναι η αξιολόγηση της εσω-ομάδας και των σημαντικών άλλων. Στους μεικτούς πολιτισμούς, όπως ο ελληνικός, όπου ετερογενή στοιχεία έχουν εξίσου βαρύνουσα σημασία, η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται και από τα δύο είδη αξιολογήσεων. Οποιοδήποτε θεραπευτικό πρόγραμμα παραγνωρίζει την πραγματικότητα αυτή, δίνοντας μονόπλευρη έμφαση στη μια ή στην άλλη, είναι ημιτελές. Οι παρεμβάσεις ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης πρέπει να έχουν ως στόχο την ενδυνάμωση της αυτονομίας και της ιδιαιτερότητας, την παροχή πολλαπλών επιλογών και εναλλακτικών λύσεων, την τόνωση των δεξιοτήτων, την εξάσκηση στον έλεγχο του περιβάλλοντος και της πρόβλεψης των συνεπειών της συμπεριφοράς, αλλά παράλληλα να εξασκούν την ευαισθησία στις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων, τη δόμηση σταθερών σχέσεων, τη διασάφηση των αλληλεπιδράσεων με τα μέλη της κοινότητας και να καλλιεργούν την αίσθηση του ανήκειν και της συμμετοχής στα κοινά.
• Οι πηγές της αυτοεκτίμησης στις ατομοκεντρικές και συλλογικές κοινωνίες δεν είναι αλληλοαναιρούμενες. Είναι δυνατόν να συνυπάρχουν έντονες συμμετοχικές διαδικασίες σε ατομοκεντρικούς πολιτισμούς και απαιτητικές διαδικασίες επίδοσης σε συλλογικούς. Αυτό που κάθε φορά διαφέρει είναι το φίλτρο με το οποίο διυλίζονται οι καταστάσεις, οι εμπειρίες και τα πρόσωπα. Εξάλλου, και το ίδιο το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του εξαρτά την αυτοεκτίμησή του άλλοτε από αναπαραστάσεις προσωπικής αξίας και άλλοτε από βιώματα συντροφικής και ομαδικής δράσης.

Η προσωπική αυτοεκτίμηση διαμορφώνεται από την γνωστική και συναισθηματική επεξεργασία των εμπειριών και των ερεθισμάτων στον ακαδημαικό ή επαγγελματικό τομέα, την ερωτική αποδοχή, το οικογενειακό περιβάλλον και την κοινωνικότητα, σε λανθάνουσα μορφή, αλλά πάντα παρούσα, είναι η συλλογική αυτοεκτίμηση με τις παντοειδείς αναβαθμίδες της:

• Η αυτοεκτίμηση των κοινωνικών ομάδων, στις οποίες ανήκει το άτομο.
• Η αυτοεκτίμηση της οικογένειας καταγωγής.
• Η αυτοεκτίμηση του έθνους.
• Η αυτοεκτίμηση του γένους ή του είδους.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι ομάδες αυτές πρέπει να εκλαμβάνονται ως συστήματα, δηλαδή οντότητες διαρκώς εξελισσόμενες, που μπορούν να διατηρούν τη συνοχή τους, αντιστεκόμενα σε εξωτερικές ή εσωτερικές αλλαγές. Στα μορφώματα αυτά το όλον δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων τους, ούτε καν το σύνολο των αλληλεπιδράσεών τους. Όσο περίπλοκο κι αν φαίνεται, το τελικό αποτέλεσμα, που προκύπτει από την ενοποίηση των μερών, είναι εντελώς διαφορετικό από αυτά, όσον αφορά την ποιότητα, τις ιδιότητες και τελικά την ουσία. Μια οικογένεια δεν είναι κατ’ αυτήν την έννοια μια ομάδα που απαρτίζεται από διάφορα μέλη με βιολογική ή εξ αγχιστείας συγγένεια, αλλά ούτε και το άθροισμα των σχέσεων τους. Αυτό που προκύπτει είναι μια διαφορετική οντότητα, που εσωτερικεύεται και συμβολοποιείται μέσω των δράσεων της και επηρεάζει τον ψυχισμό των μελών. Το άθροισμα των νευρώνων του μυαλού μπορεί να σχηματίζει τον εγκέφαλο, αλλά το σύνολο των διασυνδέσεών τους ενοποιείται σε κάτι καθολικά διαφορετικό ως προς την ουσία, ακόμα και την ύλη, δηλαδή τη συνείδηση, με τον ίδιο τρόπο που ο άρτος και ο οίνος μετασχηματίζεται σε Σώμα και Αίμα κατά την μετάληψη. Τα συστήματα διέπονται από νόμους, οι οποίοι επηρεάζουν την εξέλιξη της αυτοεκτίμησης, όσων υπάγονται σε αυτά (σημειώνουμε ότι οι νόμοι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς, που περιγράφονται από τη γενική θεωρία των συστημάτων):

• Το αίτιο και το αποτέλεσμα, όπως έχει περιγραφεί από την αριστοτελική λογική και τη μεθοδολογία της κλασικής φυσικής, έχει νόημα σε στατικά συστήματα. Στα ανοιχτά και εξελισσόμενα κάθε επιμέρους στοιχείο μπορεί να είνα αίτιο και αποτέλεσμα οποιουδήποτε άλλου υπό ορισμένες συνθήκες, δεδομένου ότι η δυαδική αυτή σχέση επηρεάζει και όλες τις υπόλοιπες αλληλεπιδράσεις. Επομένως ένα φαινομενικά μη συσχετιζόμενο με την αυτοεκτίμηση γεγονός μπορεί να την επηρεάσει καθοριστικά, επενεργώντας αιτιακά σε κάποιο τρίτο, μεταβάλλοντας έτσι τις μετέπειτα πιθανές αλληλεπιδράσεις.

• Η εξέλιξη των συστημάτων δεν στερείται σκοπού, ούτε διαμορφώνεται αποκλειστικά από τη δοκιμή και πλάνη, (βλ. Γενική θεωρία των συστημάτων και δαρβίνειες απόψεις). Αντίθετα καθοδηγείται από την τελονομία. Αν και ο σκοπός σπάνια είναι διακριτός, όσο ένα σύστημα καθοράται εκ των έσω, μόλις αποστασιοποιηθεί κάποιος από αυτό μπορεί να ανιχνεύσει μια αφάνταστα ενεργή βούληση, η οποία διέπει κάθε δραστηριότητα. Ο σκοπός του συστήματος διαφέρει από τους σκοπούς των επιμέρους μελών του, τα οποία δεν μπορούν από μόνα τους να καθορίσουν την τελική έκβαση και τις επιπτώσεις των πράξεών τους.

• Φαινομενικός σκοπός κάθε συστήματος είναι η σταθεροποίηση και η διατήρησή του στο χρόνο, αν και τελικά αυτή είναι και η αιτία της θνησιγένειάς του. Τα ‘πετυχημένα’ συστήματα γίνονται αυτάρκη, αυτοαναφερόμενα, κλειστά στην αλλαγή και συνθλίβονται από το βάρος της στασιμότητάς. Η έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον τα οδηγεί στη φθορά και την αποτελμάτωση. Πραγματικός σκοπός ενός συστήματος είναι να μετεξελιχθεί σε μια περιπλοκότερη μορφή, να αποκτήσει συνθετότερες ιδιότητες, να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του και να επιδράσει σε πιο ποιοτικό επίπεδο με το πλαίσιο, στο οποίο αναπτύσσεται. Εάν θεωρήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ως σύστημα και την αυτοεκτίμηση ως κίνητρο για δράση, τότε στόχος του ατόμου και πραγματική λειτουργία της αυτοεκτίμησης είναι η ανέλιξή του σε διαρκώς ανώτερες μορφές ύπαρξης και η ολοένα πιο βελτιωμένη προσαρμογή και επικοινωνία του με τους συνανθρώπους του.

• Τα ανθρώπινα συστήματα, τα κίνητρα, οι συμπεριφορές και τα φαινόμενα, που αναπτύσσονται σε αυτά, όπως η αυτοεκτίμηση, δεν μπορούν να περιγραφούν με γραμμικά εξηγητικά μοντέλα, αλλά με δυναμικές συστηματοποιήσεις παραγόντων και χαοτικές παραμέτρους, οι οποίες αν και είναι απρόβλεπτες, όταν ενοποιούνται, αποκτούν νόημα και σκοπό.

• Η περιπλοκότητα ενός συστήματος και των φαινομένων του, όπως η αυτοεκτίμηση, εξαρτάται από τον αριθμό των αλληλεπιδράσεων του και από το ρυθμό με τον οποίο οι σχέσεις αυτές υπόκεινται σε αλλαγή.

• Σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον, όπως αυτό του σύγχρονου πολιτισμού, κάθε νέα συμπεριφορά που κάνει πιο λειτουργική την προσαρμογή του ατόμου αυξάνοντας την αυτοεκτίμησή του, αυτόματα αναιρεί ή υποβαθμίζει τη σημασία των προηγουμένων σχημάτων δράσης του και θέτει εν αμφιβόλω την αξία των μέχρι τώρα παγιωμένων μορφών συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποτυχημένες προσπάθειές του. Επομένως, στα δυναμικά συστήματα η πρόβλεψη, ως επανάληψη της κανονικότητας του παρελθόντος, πολλές φορές διαιωνίζει τις αδόκιμες αντιδράσεις και αποπροσανατολίζει τις ενέργειές του. Ο άνθρωπος σήμερα οφείλει να ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό του και να ενσωματώνει τις νέες εμπειρίες ανεξάρτητα από το αναπτυξιακό του στάδιο, εάν θέλει να διατηρεί αλώβητη την αυτοεκτίμησή του. Οι μηχανιστικές και επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις αντιμετωπίζουν τον κόσμο στατικά και μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο αλλαγές ελεγχόμενης ταχύτητας και φοράς με διακριτές παραμέτρους.

• Τα μέλη ενός συστήματος συμπεριφέρονται διαφορετικά, όταν είναι μόνα και αλλίως, όταν δρουν ομαδικά. Είναι απαραιτητος, λοιπόν, ο διαχωρισμός της αυτοεκτίμησης σε προσωπική και κοινωνική. Παρόλα αυτά η μελέτη ενός επιμέρους στοιχείου ή μιας εξειδικευμένης διαδικασίας είναι ανούσια, δεδομένου ότι αποκτούν σημασία μόνο εξεταζόμενα μέσα στο δυναμικό πλαίσιο, στο οποίο εξελίσσονται.

• Τα άτομα είναι επιλεκτικά στα ερεθίσματα που δέχονται από την ομάδα και προσπαθούν να διατηρήσουν τη σταθερότητα της αυτοεκτίμησής τους καθορίζοντας το είδος επικοινωνίας με το σύνολο, περιορίζοντας την ποικιλία των πιθανών μορφών της, οριοθετώντας τα στοιχεία εκείνα, που είναι περισσότερο επιρρεπή στην αλλαγή και διαπραγματευόμενα συνεχώς την ιεραρχία τους. Η αίσθηση του ελέγχου είναι η πηγή της αυτοεκτίμησής τους και η διευθέτηση των συγκρούσεων η αιτία της μετάλλαξής της.

• Τέλος, η εξέταση των φαινομένων, που λαμβάνουν χώρα σε ένα σύστημα, πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής διαστάσεις: τις διόδους επικοινωνίας με το περιβάλλον, δηλαδή τα ερεθίσματα που δέχεται το άτομο ή η ομάδα στην οποία ανήκει από την κοινωνία, τους τρόπους μετασχηματισμού τους, νοητικούς, συναισθηματικούς και πραξιακούς, τις ενισχύσεις, θετικές και αρνητικές, τα υποσυστήματα και υπο-ομάδες στις οποίες μετέχει και που λειτουργούν παράλληλα με το σύστημα, τα όρια, δηλαδή τα πλαίσια που διαχωρίζουν μια ομάδα από άλλη ομάδα, από το περιβάλλον και από τα υποσυστήματα και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίζεται η στοχοθεσία της.







1.6.1 Αυτοεκτίμηση των κοινωνικών ομάδων

Η ανάγκη του ανθρώπου να σχηματίζει και να εντάσσεται σε ομάδες συσχετιζόταν επί χιλιετίες με την επιβίωση. Στις μέρες μας τα ένστικτα, δηλαδή οι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες πράξεις, που στοχεύουν στην διατήρηση του είδους, είναι περισσότερο μαθημένες συμπεριφορές και έχουν μεταλλαχθεί, δεδομένου ότι η κυριαρχία του είδους μας στον πλανήτη είναι ολοκληρωτική. Αν κάποτε η εξασφάλιση της τροφής, η αναζήτηση καταλύματος και η αναπαραγωγή ήταν τα ζητούμενα, σήμερα δεν νοείται ανθρώπινη προσωπικότητα, που να μην έχει ταυτίσει την εξέλιξή της με τα πλαίσια την κοινωνικότητα. Το γεγονός αυτό εξ ορισμού εμπερικλείει την υπέρβαση από την ψυχολογία της ατομικότητας σε αυτήν του κοινωνικού βίου με όλα τα επακόλουθα και το τίμημα, που πρέπει να εξοφληθεί.
Παρόλο που η συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα είναι πλέον μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, σε γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο ένα πλήθος αλληλοσυσχετιζόμενων διεργασιών λαμβάνουν χώρα συνειδητά ή ασυνείδητα με κριτήριο, αλλά και αποδέκτη την προσωπική αυτοεκτίμηση. Η επιλογή της ομάδας γίνεται βάσει του βαθμού συμφωνίας της με τους αυτοπροσδιορισμούς , τα ατομικά χαρακτηριστικά και τον απολογισμό των κερδών του υποψήφιου μέλους και πολλά από τα πραγματικά ή νομιζόμενα συστατικά της αξιολογούνται πολλαπλά. Οι κανόνες και οι αρχές, που διέπουν τη λειτουργία της, οι υποχρεώσεις και τα πλεονεκτήματα, που απορρέουν από τις βαθμίδες της ιεραρχίας, η δυνατότητα ανέλιξης, η ταυτότητα και η δημοκρατικότητα του ηγετικού ρόλου, οι σχέσεις των μελών, η εσωστρέφεια και η εξωστρέφειά της, η πιθανότητα παράλληλης συμμετοχής σε ομοειδή ή ετερόκλητα μορφώματα, οι συμμαχίες και η αντιπαλότητές της, η ιδεολογία της και τέλος η αυτοεκτίμηση, που αυτόματα προσάπτεται στο άτομο και μόνο με την ένταξή του σε αυτήν, όλα περνούν από το φίλτρο της επιλογής και της επιτακτικής ανάγκης του ‘ανήκειν’. Η διαδικασία αυτή είναι αμφίδρομη, ούτως ώστε και η ομάδα να έχει την ευκαιρία να ελέγχει το δυναμικό των νεοεισερχόμενων μελών και να αποφαίνεται για τη θέση τους σε αυτή, πριν μεταβιβάσει σε αυτά τις ιδιότητές της. Με την ‘δανεική’ ή ‘ καταχρηστική’ αυτή αυτοεκτίμηση ο άνθρωπος πολλαπλασιάζει τις δυνατότητές του, εμπεδώνει ένα πλαίσιο αναφοράς και σταθερότητας, μεταλαμβάνει γνωρισμάτων, που ενδεχομένως ο ίδιος να κατέχει ή και όχι, ενισχύει την αυτοεικόνα του, αναμορφώνει τη στοχοθεσία του και σταδιακά οικοδομεί ένα προσωπείο, που εφόσον είναι λειτουργικότερο, το προβάλλει προς την κοινωνία και τους οικείους, ολοένα και περισσότερο, μέχρι αυτό να καλύψει το αρχικό πρόσωπο. Η μεταμφίεση της αυτοεκτίμησης και η ατομική αίσθηση της αξίας παραπέμπει με το χρόνο τόσο πολύ στην ομαδική, που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα όριά της, εάν δεν εξεταστούν ταυτόχρονα οι συμμεταβλητές των αποκτηθέντων ρόλων, που πολλές φορές βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Έτσι δημιουργείται ένα πεδίο γνωστικής ασυμφωνίας και ενδοατομικών ή διατομικών συγκρούσεων, που αναιρείται με την επιπλέον ενίσχυση της ομαδικής αυτοεκτίμησης και την ενσωμάτωση στις δομές της.
Με την υιοθέτηση της αυτοεκτίμησης της ομάδας και την εκμετάλλευση του κύρους της το άτομο θεωρεί ότι ανά πάσα στιγμή πρέπει να επαληθεύει την επιλογή του, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα της στον εαυτό του, ενισχύοντας τα με θεωρητικό υπόβαθρο και αποδεικνύοντας στους υπολοίπους την αρμονική εσωτερίκευση των χαρακτηριστικών της ομάδας. Τούτο μάλιστα επιτείνεται από τη διαπίστωση ότι οι άλλοι εύκολα μπορούν να ελέγξουν την αλήθεια της και να βασίσουν τις προσδοκίες τους σε αυτήν. Για παράδειγμα ένας αστυνομικός, μέσω υπεργενίκευσης, εξαρτά την αξία του ως ανθρώπου, όταν έχει αφομοιώσει τις ιδιότητες του επαγγέλματός του, έχει ενστερνιστεί τις αρχές του και ταυτόχρονα, όταν η εξωτερική και μετρήσιμη συμπεριφορά του βρίσκεται σε συμφωνία προς την έννοια, που αποδίδεται από την κοινωνία στον όρο ‘αστυνομικός’. Το γνωστικό σχήμα, που δημιουργείται διατρανώνεται από τις συναισθηματικές σχέσεις, που αναπτύσσει με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, εδραιώνεται με την επιλεκτική πρόσληψη απόψεων, πεποιθήσεων και εμπειριών από αυτά και γιγαντώνεται με την απόρριψη των προγενέστερων στάσεων ή την αρνητική αντίδραση προς τις ενάντιες ενδείξεις. Τελικά η αυτοεκτίμηση της ομάδας σηματοδοτεί τη φιλοσοφία ζωής του ατόμου και προάγεται σε πρίσμα, με το οποίο φιλτράρονται όλες οι αναλύσεις του.
Πρέπει να τονιστεί ότι η συμμετοχή ή η απόρριψη μιας ομάδας είναι μια δυναμική και μεταβαλλόμενη διαδικασία, που προσδιορίζεται από τις ανάγκες του ανθρώπου ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο, στο οποίο βρίσκεται ή και από τις καθηλώσεις του σε αυτά. Σε συνάφεια με τη λειτουργικότητά τους διάφοροι ρόλοι και συστήματα αναβιβάζονται σε κυρίαρχα ή πρωτεύοντα συνοδευόμενα από αμυντικούς μηχανισμούς, που περιγράφονται από την ψυχανάλυση και τις θεωρίες αλλαγής των στάσεων.
Πολλοί στοχαστές, όπως ο Ντυρκαίμ, είχαν διαμορφώσει την κοινωνιολογική τους θεωρία μέσα σε καθαρά οργανικό – λειτουργικές διαστάσεις. Η λειτουργική αφετηρία της σκέψης ξεκινάει από την υπόθεση ότι όλοι οι θεσμοί, όλα τα μέρη του κοινωνικού συστήματος, συμβάλλουν στην διατήρηση της κοινωνικής τάξης (κοινωνικής δομής) και της κοινωνικής συνοχής. Η βασική ιδέα της λειτουργικής συλλογιστικής είναι η αλληλεξάρτηση των μερών, μέσα από την οποία δημιουργείται η ισορροπία του βιολογικού οργανισμού ή του κοινωνικού συστήματος. Ο Ντυρκαίμ θα τονίσει την αποφασιστική σημασία των ιδεών και των ηθικών αξιών για την συνοχή και εξέλιξη των κοινωνιών. Θα διακρίνει την περιοριστική, κανονιστική λειτουργία των ιδεών σε ατομικό επίπεδο, θεωρώντας αυτές όμως ως πηγή της κοινωνικής συνοχής σ΄ ένα ευρύτερο επίπεδο. Στις ηθικές αξίες θα δει τις εξισορροπητικές εκείνες δυνάμεις που συντελούν στην διατήρηση και σταθερότητα του κοινωνικού συστήματος. Θα αντιληφθεί τους ηθικούς κανόνες, με την μορφή της συλλογικής βούλησης και της συλλογικής συνείδησης, να λειτουργούν σαν δυνάμεις ελέγχου στο επίπεδο των κοινωνικών ομάδων.
Ηθικές αξίες και κοινωνικοί κανόνες κλείνουν μέσα τους την δύναμη της ίδιας της κοινωνίας, που τους παράγει. Σύμφωνα με τον Ντυρκαίμ η κοινωνική πραγματικότητα λειτουργεί με «συλλογικές παραστάσεις», δηλαδή καθώς τα άτομα συνυπάρχουν, σκέπτονται και συνεργούν στην διαμόρφωση κοινών κατηγοριών σκέψης και δράσης. Όταν οι συλλογικές παραστάσεις μιας κοινωνίας ή ομάδας αποκρυσταλλωθούν σ΄ ένα σύστημα γενικής αποδοχής, τότε διαμορφώνουν την συλλογική συνείδηση, δηλαδή πλάθουν τον μέσο όρο ή τη συνισταμένη του συνειδησιακού συντονισμού των αποδεκτών πίστεων και κανόνων που οριοθετούν τον βίο των μελών τους. Τα κοινωνικά ιδεώδη συνθέτουν την συλλογική συνείδηση που υπάρχει ανεξάρτητα από τις ατομικές αντιλήψεις. Οι αξίες αποτελούν εκδηλώσεις της συλλογικής συνείδησης και οι ηθικοί κανόνες αποσκοπούν στην τιθάσευση και τον έλεγχο όλων των πιθανών αντικοινωνικών συμπεριφορών, έτσι ώστε να παράγεται συνοχή και τάξη στην κοινωνία.
Μέσα από αυτό το ολιστικό κανονιστικό πρίσμα, ο Ντυρκαίμ θα υπερτονίσει και θα εξυψώσει το συλλογικό στοιχείο (κοινωνία) σε σχέση με το ατομικό στοιχείο. Θα θεωρήσει ότι το άτομο ενεργεί σ΄ ένα κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο υπάρχει πέρα και πάνω από αυτό. Το άτομο μέσα σ΄ αυτό τον περιβάλλον έρχεται αντιμέτωπο με ένα σύστημα κανονιστικό, που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρόποι συμπεριφοράς που επιβάλλονται στο άτομο, οι οποίοι δεν είναι μόνο εξωτερικοί ως προς αυτό, αλλά εμπεριέχουν και μια εξωτερική δύναμη υποταγής και εξαναγκασμού. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι ξεχωριστή και ιδιότυπη ,που δεν πρέπει να συγχέεται με τα άτομα. Το συλλογικό στοιχείο χρειάζεται να αποτελέσει αντικείμενο ριζικά διαφορετικής θεώρησης από εκείνη που χρησιμοποιείται για την μελέτη των ατομικών φαινομένων. Η κοινωνία και η κάθε κοινωνική ομάδα είναι κάτι περισσότερο από τα άτομα και εμφανίζουν χαρακτηριστικά που λείπουν από τα άτομα, που τις συγκροτούν. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική πραγματικότητα λειτουργεί αυτόνομα και υπερατομικά είτε επιτάσσοντας την δική της βούληση είτε επιτρέποντας συγκεκριμένες μόνο επιλογές στα άτομα.

Η διαμόρφωση της δομολειτουργικής θεωρίας του Τάλκοτ Πάρσονς βασίστηκε τόσο στην έννοια της κοινωνικής συνοχής του Ντυρκαίμ όσο και στην έννοια της κοινωνικής δράσης του Βέμπερ. Ο Πάρσονς μελετώντας την κοινωνική δράση στην αρχή θα τονίσει τον εθελοντικό της χαρακτήρα. Θα ορίσει ως κοινωνική δράση, την δράση που είναι προσανατολισμένη στην επίτευξη σκοπών μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις (κοινωνικές συνθήκες), με την βοήθεια κανονιστικά καθορισμένης απώλειας ενέργειας. Κάθε δράση, θα υποστηρίξει ο Πάρσονς, εμπεριέχει ως συστατικά της στοιχεία τα εξής: Κάποιο υποκειμενικό τέλος η σκοπό, ένα κίνητρο, μια κατάσταση και ένα κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς. Με την προσπάθεια του φορέα της δράσης επιτυγχάνεται το τέλος ή ο σκοπός, ενόψει της κατάστασης του περιβάλλοντος, που συνιστά το εθελοντικό στοιχείο της δράσης. Ως αποτέλεσμα αυτής της εθελοντικής προσπάθειας, η κατάσταση που επικρατεί μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει δυο ειδών στοιχεία: τα υπάρχοντα μέσα και τις επικρατούσες συνθήκες. Τα μέσα έχουν σχέση με τις υλικές πήγες, που ο φορέας της δράσης μπορεί να ελέγχει, ενώ οι συνθήκες αναφέρονται στα υλικά στοιχεία, που δεν βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του φορέα της δράσης. Ανάμεσα στα μέσα και στους σκοπούς υπάρχουν κανόνες που ελέγχουν την προσπάθεια του φορέα της δράσης. Έτσι παρατηρούμε ότι η κατάσταση εμπεριέχει στοιχεία που βρίσκονται και εκτός του ελέγχου του δρώντος υποκειμένου. Αν και η κατάσταση προσδιορίζεται με τρόπο υποκειμενικό από την μεριά του δρώντος, εντούτοις βρίσκεται πέρα από την δύναμη και τον έλεγχο του. Δεν μπορεί το άτομο που δρα να αλλάξει την κατάσταση, ούτε να την προσαρμόσει προς τους σκοπούς που επιδιώκει. Με αυτήν την έννοια ο φορέας της δράσης δεν προσδιορίζει την κατάσταση, απλώς την κατανοεί.
Ο Πάρσονς στηρίζει την έννοια της δράσης πάνω σε δυο βασικά αξιώματα. Το πρώτο αναφέρεται στον ισχυρισμό των ωφελιμιστών που θέλει τα άτομα σε κάθε κοινωνική κατάσταση να ενεργούν με σκοπό την μεγιστοποίηση του οφέλους τους. Το δεύτερο προέρχεται από την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα άτομα και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένα να δρουν. Ο Πάρσονς θεωρεί ως δεδομένο ότι οι καταστάσεις προσδιορίζονται από πολιτιστικά δομημένα πρότυπα συμπεριφοράς, με την έννοια των κοινωνικών προσταγών. Τα πολιτιστικά πρότυπα κοινωνικής δράσης και οι κώδικες συμπεριφοράς περιορίζουν την οποία ανθρώπινη παρέμβαση. Οι κοινωνικές προσταγές, ο καταναγκαστικός δηλαδή χαρακτήρας τους, συντελούν στην αποτροπή των συγκρούσεων ανάμεσα στα άτομα. Και στην ομαλή προσαρμογή στο σύστημα. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την υπεροχή του συστημικού (κανονιστικού) στοιχείου έναντι της ανθρώπινης δράσης, αναιρείται ο εθελοντικός χαρακτήρας της κοινωνικής δράσης, τον οποίο είχε τονίσει στην αρχή του έργου του (Η δομή της κοινωνικής δράσης, 1937).
Ο Πάρσονς θα αναφερθεί σε τέσσερα είδη συστημάτων: το βιολογικό – φυσικό, το σύστημα της προσωπικότητας, το κοινωνικό σύστημα και το σύστημα του πολιτισμού. Θα ορίσει ως κοινωνικό σύστημα, το σύστημα αλληλεπίδρασης διαδικασιών μεταξύ δρώντων ατόμων. Κάθε κοινωνικό σύστημα, από το απλό έως το πολυσύνθετο, πρέπει να ασχοληθεί με τέσσερις βασικές λειτουργίες οι οποίες είναι οι εξής: προσαρμογή, η επίτευξη σκοπών, η διατήρηση προτύπων και η ολοκλήρωση ή ενσωμάτωση. Οι δυο πρώτες είναι εξωτερικές, αναφέρονται κυρίως στις σχέσεις του συστήματος με το περιβάλλον του, ενώ οι υπόλοιπες δυο είναι εσωτερικές, αφορούν εσωτερικά το σύστημα. Στο εσωτερικό του κάθε συστήματος μπορεί να αναπτύσσονται μικρότερα υποσυστήματα, τα οποία εξυπηρετούν τις λειτουργίες που τα βοηθούν να επιβιώνουν και παράλληλα επιτελούν και μια σειρά λειτουργιών που συμβάλλουν στην διατήρηση του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος. Για παράδειγμα το κοινωνικό σύστημα συντίθεται από τέσσερα υποσυστήματα: το οικονομικό υποσύστημα, το υποσύστημα της πολιτικής, το υποσύστημα της συντήρησης και το νομικό, θρησκευτικό υποσύστημα. Για τον Πάρσονς βασικά στοιχεία του κοινωνικού συστήματος θεωρούνται οι έννοιες της δομής και της θεσμοποίησης. Αυτό διαφαίνεται από την αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας, που προσπαθεί να κάνει, εκλαμβάνοντας τις κοινωνικές θέσεις και τους αντίστοιχους κοινωνικούς ρόλους ως δομικά και θεσμικά διαρθρωμένα στοιχεία. Το δρών υποκείμενο γίνεται προσάρτημα μιας θέσης η ενός ρόλου που κατέχει εντός των συστημικών πλαισίων. Το σημαντικό είναι ο κάτοχος της θέσης, ο οποίος μετατρέπεται σε δομικό στοιχείο, να συνεισφέρει θετικά στην λειτουργικότητα του συστήματος. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από την σημαντική διαδικασία της κοινωνικοποίησης (της ενσωμάτωσης δηλαδή του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο μέσω της αφομοίωσης των προτύπων δράσης και σκέψης). Αν δεν επιτύχει αυτό τότε επεμβαίνει κατασταλτικά και ρυθμιστικά ο κοινωνικός έλεγχος ο οποίος επαναφέρει το άτομο στην τάξη. Η κάθε εκτροπή ενός ατόμου από τα συγκεκριμένα πλαίσια δράσης του θεωρείται ότι λειτουργεί ως φθορά των προτύπων. Ο Πάρσονς θα αναφερθεί στις έννοιες της σταθερότητας, της εξισορρόπησης (συστημικής ισορροπίας) της συνοχής και της συναίνεσης ως βασικά στοιχεία και ιδιότητες των κοινωνικών συστημάτων. Έτσι αυτή η προσήλωση του Πάρσονς σε συστημικούς όρους έχει ως αποτέλεσμα η κοινωνία (το σύστημα) να τοποθετείται πάνω και πέρα από το άτομο.
Ο Πάρσονς ασχολήθηκε με την έννοια της επικοινωνίας όχι όμως στο ατομικό επίπεδο αλλά στο επίπεδο του συστήματος. Έτσι η επικοινωνία για τον Πάρσονς αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο της λειτουργίας ενός συστήματος, επειδή συνδέει τα διάφορα συστήματα και υποσυστήματα μεταξύ τους. Στον βαθμό που δεν εντοπίζονται δυσλειτουργίες αποτελεί μια σχετικά απλή διαδικασία μετατροπής δεδομένων σε πληροφορίες, οι οποίες γίνονται κατανοητές χωρίς ιδιαίτερα σημασιολογικά προβλήματα και εξυπηρετούν τις ανάγκες του συστήματος. Και στην ευρύτερη συστημική θεώρηση η επικοινωνία εκλαμβάνεται ως μια συγκεκριμένη λειτουργία. Τα μηνύματα αντιμετωπίζονται ως ιδιότητες που επηρεάζονται από τον χώρο και από τον χρόνο και υπάρχουν ανεξάρτητα από τα άτομα που τα εκπέμπουν η τα αποδέχονται. Γι΄ αυτό η συμβολή της επικοινωνίας επικεντρώνεται στην αναμετάδοση και στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της. Επιτυχημένη επικοινωνία είναι εκείνη που αναπέμπει στις ίδιες έννοιες και εικόνες στο μυαλό των αποδεκτών με εκείνες που κατασκεύασε στο μυαλό του ο εκπέμπων το μήνυμα (πομπός). Οι εκφραστές της συστημικής θεωρίας υιοθετούν στην πλειονότητα τους, το υπόδειγμα επικοινωνίας των Shannon και Weaver: πηγή πληροροφορίας – πομπός – θόρυβος – δέκτης – προορισμός. Και αυτό, γιατί η δομή του μοντέλου αυτού προσφέρεται για να καλύψει τόσο την τεχνική διαβίβαση των μηνυμάτων όσο και την συμπεριφορική αντίληψη περί ερεθίσματος/ αντίδρασης από τον πομπό και το δέκτη.
Ο Βέμπερ προσπάθησε να χαράξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανθρώπινη δράση και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της πρώτης είναι ότι φέρει μια εκδοχή του ίδιου του υποκειμένου σχετικά με τις προϋποθέσεις και τις συνέπειές της, είναι δηλαδή ενσωματωμένη με ένα υποκειμενικό νόημα. Αντίθετα στο επίπεδο της συμπεριφοράς ο άνθρωπος θεωρείται ότι απλώς αντιδρά σε εξωτερικά ερεθίσματα. Ωστόσο ο διαχωρισμός ανάμεσα στην δράση και στην εκδήλωση της συμπεριφοράς δεν είναι πάντα εύκολος.
Ο Βέμπερ χρησιμοποιεί ως όρους αντιδιαστολής το λογικό και το φυσικό, δείχνοντας έτσι ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στη δράση που ενέχει νόημα και στην απλή συμπεριφορά παραπέμπει σε άλλο βαθύτερο διαχωρισμό ανάμεσα στο έλλογο και το μη-λογικό ή φυσικό2. Έτσι, το ότι εκφέρονται νοήματα μέσα από την ανθρώπινη δράση, ο Βέμπερ το θεωρεί ως ένδειξη ενός καθοδηγητικού λόγου, ενώ στη συμπεριφορά δεν βρίσκει παρά τα αποτελέσματα της επέμβασης ενός πλέγματος ψυχολογικών ή φυσικών παραγόντων.
Άρα συμπεριφορά που στερείται υποκειμενικού νοήματος, ανήκει στο περιθώριο και όχι στο κέντρο του κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος. Αυτή η έμφαση στον υποκειμενισμό ήταν επόμενο να προκαλέσει σύγχυση, όσον αφορά τα όρια ανάμεσα στην κοινωνιολογική και την ψυχολογική πλευρά της ανθρώπινης δράσης. Εδώ όμως ο Βέμπερ είναι απόλυτα ξεκάθαρος. Η κοινωνιολογική ανάλυση δεν προσεγγίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, μόνο με κριτήριο τον καθοριστικό ρόλο των κινήτρων του ατόμου, όπως κάνει η ψυχολογία. Η ανθρώπινη συμπεριφορά προσεγγίζεται με βάση ένα σύστημα διαντίδρασης στο οποίο η συμπεριφορά του ενός καθορίζεται από το πρότυπο των κινήτρων του άλλου. Αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που κάνει την κοινωνιολογική ερμηνεία να διαφέρει από την ψυχολογική ερμηνεία.
Η αιτία που ο Βέμπερ αποφαίνεται κατ’ αυτό τον κατηγορηματικό τρόπο, εξοβελίζοντας μια πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς από το πεδίο της έρευνάς του και συγκρατώντας μόνο τη γνωστική, είναι ακριβώς ότι θέλει ο ανθρωπισμός του να εδραιώνεται στον λόγο.
Για τον Βέμπερ η ατομική δράση που κατευθύνεται προς τα άλλα άτομα αποβαίνει σε κοινωνική δράση. Αυτό που προσδιορίζει την κοινωνική δράση είναι η δυνατότητα αναγνώρισης από το άτομο της ύπαρξης άλλων ατόμων, καθώς και η δυνατότητα να κατανοηθεί η συμπεριφορά τους. (Ως δράση ορίζεται κάθε ανθρώπινη στάση ή συμπεριφορά, εφόσον και στο βαθμό που το δρων υποκείμενο της προσδίδει ένα υποκειμενικό νόημα, ενώ κοινωνική δράση είναι εκείνη η δράση που σύμφωνα με το υποκειμενικό νόημα που της προσδίδει το δρων υποκείμενο, συνεπάγεται στάσεις και δράσεις άλλων υποκειμένων προς τα οποία κατευθύνεται αυτή). Η συμπεριφορά είναι κοινωνική δράση εφόσον και στο βαθμό που το άτομο παίρνει υπόψη του τη συμπεριφορά των άλλων και προσανατολίζεται ανάλογα. Ο προσανατολισμός του φορέα της δράσης στην περίπτωση αυτή, είναι ανάλογος με το τι προσδοκά από το περιβάλλον του και από τι συμπεριφορά των άλλων. Για τη διαμόρφωση του προσανατολισμού της δράσης μεσολαβούν οι ευσυνείδητες πεποιθήσεις, οι αξίες, τα συγκεκριμένα αισθήματα, καθώς και οι προσωπικές συνήθειες που το άτομο έχει αποκτήσει στη ζωή του. Δεν θα πρέπει πάντως να θεωρηθεί μια δράση ως κοινωνική, αν αυτή απλώς αποτελεί το αποτέλεσμα της επιρροής μιας ομάδας ή ενός πλήθους πάνω στο άτομο, μια πράξη μίμησης για παράδειγμα, δεν είναι κατά τον Βέμπερ κοινωνική αν δεν υπονοεί έναν προσανατολισμό προς τους άλλους σε όρους νοήματος, δηλαδή αν δεν πηγάζει από μια απόπειρα κατανόησης του νοήματος της συμπεριφοράς των άλλων. Επομένως για να καταστεί κοινωνική η δράση, απαιτείται, πέρα από την αναγνώριση της παρουσίας των άλλων υποκειμένων, ο συνυπολογισμός των νοημάτων που εικάζεται ότι τα υποκείμενα αυτά αποδίδουν στη δράση τους. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο αντιλαμβάνεται με υποκειμενικά νοήματα τόσο τη δική του δράση όσο και των άλλων (διυποκειμενικότητα).
Ο Βέμπερ θα κατασκευάσει τέσσερις μορφές, ιδεατούς τύπους κοινωνικής δράσης:
• Ορθολογικότητα ως προς το σκοπό (Ο Βέμπερ διέβλεπε, ήδη από την εποχή του, ότι η ορθολογικότητα ως προς το σκοπό (ορθολογική δράση) θα αποτελούσε την κυρίαρχη μορφή δράσης που θα επικρατούσε στη σύγχρονη καπιταλιστική (βιομηχανική) κοινωνία.)
• Ορθολογικότητα ως προς τις αξίες
• Παραδοσιακή δράση
• Συναισθηματική δράση

τους οποίους θα μελετήσει ως αποκλίσεις ή συγκλίσεις από μια ιδεατή μορφή (η οποία θεωρείται η ορθολογικότητα, ως προς το σκοπό). Η συναισθηματική όπως και η παραδοσιακή δράση αποτελούν υπολειμματικές κατηγορίες, αποκλίσεις από την καθαρά ορθολογική δράση, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι ότι κατευθύνεται σε ένα σύστημα σαφώς καθορισμένων στόχων και ότι σταθμίζει ορθολογικά τα διαθέσιμα μέσα για την επίτευξη των στόχων αυτών. Η ορθολογικότητα ως προς τις αξίες προσιδιάζει σε δράσεις που από άποψη τόσο των σκοπών, όσο και μέσων συναρτώνται με ορισμένες αξίες. Εδώ οι αξίες αντιμετωπίζονται ως δεδομένα της δράσης, λαμβάνουν δηλαδή τον χαρακτήρα στόχων, τεκμηριώνοντας έτσι τον νοηματικό χαρακτήρα της δράσης.
Ο Βέμπερ με την ίδια συλλογιστική θα αναφερθεί και στο θέμα των κοινωνικών σχέσεων. Θεωρεί ότι οι κοινωνικές σχέσεις αναφέρονται σε προσδοκίες και προσανατολισμούς μεμονωμένων ατόμων που δρουν λαμβάνοντας υπόψη τη δράση άλλων μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων ατόμων. Δεν θεωρεί ότι οι κοινωνικές σχέσεις αναπτύσσονται αντικειμενικά, δηλαδή εξωτερικά προς τα άτομα. Τα κοινωνικά φαινόμενα αναφέρονται σε υποκειμενικά κατανοήσιμες πορείες δράσης.
Σε μια κοινωνική σχέση το Άλλο μπορεί να παρουσιάζεται σαν εξωτερικό προς το Εγώ, αλλά δεν πρόκειται για κάποιο υπερανθρώπινο γεγονός. Αυτές οι κοινωνικές σχέσεις, συνήθως, αν όχι πάντα, στηρίζονται σε κοινά αποδεκτές αξίες, που αποτελούν τα προσδιοριστικά πλαίσια αναφοράς για τη συμπεριφορά των φορέων της δράσης. Συχνά όμως, η έννοια και η σημασία που αποδίδεται σε μια σχέση από κάποιο φορέα δράσης δεν είναι κοινά αποδεκτή από τρίτα άτομα. Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για σχέσεις που χαρακτηρίζονται «ασυμμετρία». (Η υποκειμενική έννοια δεν είναι ανάγκη να ήταν κοινή για όλα τα μέρη σε μια κοινωνική σχέση). Κοινωνικές σχέσεις όπου οι στάσεις αυτών που συμμετέχουν συμπίπτουν απόλυτα, αποτελούν εξαίρεση. Έτσι σύμφωνα με το Βέμπερ, οι κοινωνικές σχέσεις απαιτούν από τους συμμετέχοντες σ’ αυτές μόνο την ικανότητα να προβλέπουν την πιθανή δράση των άλλων, με τη βοήθεια των αποθηκευμένων γνώσεων που μοιράζονται με τους άλλους.
Ο Βέμπερ παράλληλα με την έννοια της δράσης και την ερμηνεία που της έδωσε, τάχθηκε ενάντια και σε κάθε οργανική ιδέα του όλου, με την έννοια του συστήματος. Παραδέχεται πως οι σχέσεις των πραγμάτων γίνονται κατανοητές μόνο μέσα στις κοινωνικές συλλογικότητες, επιμένει όμως ότι μόνο το ατομικό είναι πραγματικό. Η συλλογικότητα δεν αποτελεί κάποια ανεξάρτητη ή αυτόνομη πραγματικότητα, αλλά είναι απλώς το αποτέλεσμα της οργάνωσης συγκεκριμένων πράξεων από μεμονωμένα άτομα, αφού τα άτομα είναι οι μόνοι φορείς που εκτελούν υποκειμενικά κατανοητές πράξεις. Στην ουσία των κοινωνικών φαινομένων βρίσκεται το υποκείμενο με την ατομική του δράση και την προσωπική του παρέμβαση.
Ο Βέμπερ θεωρούσε ότι η συστημική λογική υπερτόνιζε φανταστικά σύνολα (συστήματα και υποσυστήματα) και παρέβλεπε τη σημασία των επιμέρους μονάδων, δηλαδή των ατόμων. Με το περιορισμένο κλειστό πλέγμα εννοιών, κατηγοριών και νοημάτων που συνθέτουν τη συστημική ιδέα είναι αδύνατο, υποστήριξε ο Βέμπερ, να αναπαράγουμε την πολύμορφη και σε πολλά σημεία, αντιφατική πραγματικότητα. Έτσι η κοινωνία για τον Βέμπερ δεν είναι ένα υλικό πράγμα, ένα αντικείμενο ή μια αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά πρόκειται για μια ιδιόμορφη κοινωνική συλλογικότητα, με βασικό στοιχείο την υποκειμενικά δοσμένη δράση και αντίδραση των ατόμων που την απαρτίζουν. Με αυτό τον τρόπο ο Βέμπερ θα τονίσει την υπεροχή του ατόμου σε σχέση με το σύστημα (κοινωνία).
Ο Βέμπερ, ως ένας από τους σημαντικότερους Κλασσικούς Θεωρητικούς της Κοινωνιολογίας, εστίασε το επιστημονικό του ενδιαφέρον στη μελέτη της κοινωνικής δράσης. Για να παρουσιάσει την έννοια της κοινωνικής δράσης, αναφέρθηκε πρώτα στην έννοια της ατομικής δράσης την οποία διαχώρισε σαφώς από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το ειδοποιό χαρακτηριστικό που διακρίνει αυτές τις δυο πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς (συμπεριφορά και δράση ) είναι ότι από τη μια πλευρά η δράση είναι συμπεριφορά που ενέχει νόημα, δηλαδή το δρων άτομο της προσδίδει υποκειμενικό νόημα, τη νοηματοδοτεί, ενώ από την άλλη πλευρά η συμπεριφορά περιλαμβάνει όλες εκείνες τις στάσεις, κινήσεις και εκφράσεις του ατόμου που δεν ενέχουν νόημα και που πολλές φορές είναι ασυνείδητες.
Ο Βέμπερ, στηριζόμενος στην έννοια της ατομικής δράσης προχώρησε στην έννοια της κοινωνικής δράσης, της δράσης δηλαδή που έχει υποκειμενικό νόημα και που κατευθύνεται προς άλλα άτομα, προκαλώντας ανάλογες στάσεις και δράσεις από αυτά τα άτομα. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ο Βέμπερ προσέγγιζε την κοινωνική πραγματικότητα, μελετώντας την κοινωνική δράση των ατόμων, τα οποία θεωρούσε ως τους μοναδικούς πραγματικούς φορείς δράσης μέσα στην κοινωνία.

Μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις αναφορικά με την σημασία της ομάδας στην αυτοεκτίμηση:

• Αν και σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσωπική αξία είναι ο λόγος της ιδεολογίας της ομάδας προς την εσωτερίκευση της επί την συμφωνία της ατομικής συμπεριφοράς με αυτήν ( προσωπική αξία= ιδεολογία ομάδας / εσωτερίκευση ιδεολογίας Χ συμφωνία επαληθεύσιμης συμπεριφοράς προς την ιδεολογία), εντούτοις ο τύπος αυτός δεν είναι καθολικός. Σε πολλές περιπτώσεις η αξία είναι μια εντελώς προσωπική παράμετρος, που δεν επηρεάζεται από την επιβεβαίωση των άλλων. Για παράδειγμα τα άτομα, που ανήκουν σε ολιγοπληθείς, κλειστές, παράνομες ή συνομωτικές ομάδες, δεν ενδιαφέρονται να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους, ούτε επιδιώκουν πολλές φορές την κοινωνική συγκατάβαση, επειδή δρουν παρασκηνιακά. Όμως, διατηρούν έντονη την αίσθηση της αξίας, η οποία εκπορεύεται μερικώς από την αποδοχή των ‘ σημαντικών άλλων’, δηλαδή από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, αν τυχαίνει να γνωρίζονται μεταξύ τους. Η αξία αντλείται κυρίως από την ενίσχυση της ιδιαιτερότητας και το ‘υπόγειο’ περιβάλλον συσκέψεων και δράσεων τονώνει την παραίσθηση αυτή.

• Η γνωστική και εννοιολογική εσωτερίκευση της ιδεολογίας δεν είναι απαραίτητη προυπόθεση για την απόκτηση της ομαδικής αυτοεκτίμησης. Μέλη πολλών ομάδων μέρη μόνο της φιλοσοφίας της κατανοούν και μάλιστα αποσπασματικά και αποκομμένα από το κοινωνικό πλαίσιο. Πολλοί μάλιστα παρερμηνεύουν τελείως το θεωρητικό περιεχόμενο, αλλά προβαίνουν σε τεράστιες ψυχικές επενδύσεις, επειδή η επιλογή της ομάδας έγινε με συναισθηματικά και όχι γνωστικά κριτήρια ή απλώς η συμμετοχή τους ήταν κληροδότημα προηγούμενων γενεών. Είναι αμφίβολο αν ο περισσότεροι χριστιανοί καταλαβαίνουν το συμβολισμό της Αγίας Γραφής, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να είναι πιστοί και ένθερμοι υποστηρικτές. Το ίδιο και με τους θιασώτες του κομμουνισμού, οι οποίοι ενδεχομένως ποτέ στην ζωή τους δεν διάβασαν ούτε γραμμή από το ‘Κεφάλαιο’ του Μαρξ, αλλά αυτό δεν τους αποτρέπει από το να αγωνίζονται κατά του καπιταλισμού, αγνοώντας ότι ματαιοπονούν, εφόσον σύμφωνα με τα πιστεύω τους θα αυτοκαταστραφεί. Είναι προφανές και στην περίπτωση αυτή ότι η αυτοεκτίμηση της ομάδας, όπως και η προσωπική, δεν συσχετίζεται με τη νοητική επεξεργασία των αρχών, των κανόνων και των λειτουργιών, καθώς και των ικανοτήτων που απαιτούνται, αλλά στην αξιολόγηση του συναισθηματικού τους αντίκτυπου στον ψυχισμό του ατόμου. Πολύ σημαντικό είναι να τονιστεί και εδώ ότι άσχετα από τη γνώση, η αίσθηση της ιδιαιτερότητας, που καθορίζει την ψυχική φόρτιση, είναι ανάλογη με το πόσο κλειστή ή ανοιχτή είναι η ομάδα, από τη δυσκολία εισαγωγής σε αυτή και από την κεντρικότητα της στη ζωή του ατόμου.

• Πολλές φορές η πίεση για συμμόρφωση από την ομάδα είναι τόσο ισχυρή και η επιβεβαίωση των συμπεριφορών συμφωνίας προς αυτήν τόσο έντονη και άμεση ( π.χ. στα στενά πλαίσια μιας επαρχιακής πόλης), που η ένταξη και η αποδοχή επιτυγχάνεται όχι μόνο με τις ικανότητες του ατόμου για προσαρμογή, αλλά μέσω της προσποιητής κατοχής τους ή της υιοθέτησης επιπρόσθετων και εναλλακτικών ρόλων. Όσο πιο εσωστρεφής είναι μια κοινωνική ομάδα και όσο πιο ελέγξιμη η συμπεριφορά των μελών της, τόσο πιθανότερη γίνεται η διαμόρφωση μιας επιθετικής φαινομενικής αυτοεκτίμησης, που όταν απειληθεί με μη αναστρέψιμο τρόπο, μπορεί να οδηγήσει στην νεύρωση, στην περιθωριοποίηση ή στην καταφυγή σε παράλληλες υπο-ομάδες ,με συμπληρωματική προς την κύρια, κουλτούρα. Για παράδειγμα, η επιβεβαίωση της αυτοεκτίμησης μέσω της επίδειξης του ανδρισμού μπορεί να γίνει τόσο πιεστική στις μικρές κοινωνίες και τόσο αμφισβητίσιμη, που πολλοί καταφεύγουν στη μυθοπλασία ή στην παράλληλη εκτόνωσή της μέσω της ενασχόλησης με παρακμιακές καταστάσεις πορνείας. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, στο ίδιο αποτέλεσμα φαινομενικής αυτοεκτίμησης καταλήγει και η αδυναμία ελέγχου των συμπεριφορών, όπως συμβαίνει στις μεγάλες πόλεις, όπου ο καθένας μπορεί να είναι ό,τι δηλώσει. Κοινό στοιχείο σε όλα αυτά είναι ότι η αυτοεκτίμηση πρέπει να διασωθεί με κάθε τρόπο και η ομάδα, που δεν είναι ικανή να την εξασφαλίσει και να την εξελίξει, απορρίπτεται. Αυτό επιτυγχάνεται με την σταδιακή αποστασιοποίηση, τον πειραματισμό με εναλλακτικές μορφές ομαδικότητας, με την αποποίηση των μηνυμάτων και των αρχών της, με την αλλαγή του επικοινωνιακού κώδικα και σε ακραίες περιπτώσεις με την περιθωριοποίηση ή την ριζοσπαστική δράση εναντίον της. Όταν η ομάδα αρνείται ή αδυνατεί να διασφαλίσει την αυτοεκτίμηση των μελών της, τότε οι ενέργειές τους στρέφονται απευθείας κατά της συνοχής της.

• Πολλές φορές, όταν η μετάβαση από μια κοινωνική ομάδα σε μια άλλη έχει ολοκληρωθεί, το άτομο αντλεί την αυτοεκτίμηση του διατηρώντας και τονίζοντας την αυτοεικόνα και τις εμπειρίες, που είχε στην προηγούμενη, ειδικά αν αυτές δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν. Έτσι ο φοιτητής, που έχει σπουδάσει στο εξωτερικό και έχει επιστρέψει, ο μετανάστης, που επαναπατρίστηκε, οι αποφυλακισμένοι ή οι φαντάροι που απολύθηκαν, οι τέως αναρχικοί που ενέδωσαν στο δέλεαρ του καταναλωτισμού κι έχουν γίνει αξιοσέβαστοι πολίτες ή ακόμα και τα επιτεύγματα της νεότητας και οι προηγούμενες σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν ανεξάντλητες πηγές εξιδανικευμένης, φαινομενικής αυτοεκτίμησης και αφηγήσεων, αρκεί να βρεθούν ευήκοα ώτα.


• Χωρίς να μπορεί να αναχθεί σε κανόνα, είναι φανερό ότι ενίοτε άτομα με χαμηλή προσωπική αίσθηση της αξίας έχουν υψηλή κοινωνική αυτοεκτίμηση, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει αναγκαστικά.

• Ακόμα κι αν η ευρύτερη κοινωνική ή εθνική ομάδα κάτω από την πίεση της ιστορικής συγκυρίας αποδιοργανωθεί και αποσταθεροποιηθούν οι δομές της, η αυτοεκτίμηση των μελών τους δεν χάνεται, αλλά μένει σταθερή, για να εξασφαλίσει την επιβίωση. (Η παρατήρηση αυτή φαίνεται καθαρά στην εμπειρική έρευνα με παλιννοστούντες στο τρίτο μέρος του βιβλίου). Μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που δέχεται το μέλος αυτής της κατεστραμμένης κοινωνίας από τις νέες συνθήκες, τόσο αυξάνεται η αυτοεκτίμηση και η συσπείρωση γύρω από αναμφισβήτητες και διαχρονικές αξίες της παλιάς ομάδας. Η αυτοεκτίμηση τότε στηρίζεται στην ανάμνηση και τη νοσταλγία.

• Αν επιχειρούσαμε να ανασκευάζαμε τον τύπο της αξίας, που προαναφέραμε, βάσει των παραπάνω παρατηρήσεων, θα καταλήγαμε στο εξής:
• Εσωτερικευμένη αίσθηση ‘ομαδικής’ αξίας= ιδεολογία ομάδας / συναισθηματική εσωτερίκευση ιδεολογίας Χ συμφωνία επαληθεύσιμης ή μη συμπεριφοράς Χ εξασφάλιση αίσθησης ιδιαιτερότητας.
• Η κοινωνική σύγκριση με μέλη μιας σημαντικής έσω-ομάδας συνήθως έχει σημαντικότερες συνέπειες πάνω στην αυτο-αξιολόγηση απ’ ότι η κοινωνική σύγκριση με μέλη μιας έξω-ομάδας ( Major, Sciacchitano & Crocker, 1993. Miller & McFarland, 1988. Cf. Brewer & Weber, 1994 ). Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολυάριθμοι, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: τα μέλη μιας έσω-ομάδας είναι πιο πιθανό να θεωρηθούν ως όμοια πρότυπα και συνεπώς πιο κατατοπιστικά πρότυπα για σύγκριση ( Goethals & Darley, 1977 ), συνήθως τα άτομα ορίζουν τις ικανότητες τους με γνώμονα τα κριτήρια της έσω-ομάδας ( Miller & Prentice, 1997 ) και τέλος τα άτομα αισθάνονται ένα συναισθηματικό δέσιμο με τα μέλη της έσω-ομάδας ( Brown, Novick, Lord & Richards, 1992 ). Οι ποικίλοι παράγοντες που συνήθως θεωρούν την έσω-ομαδική σύγκριση πιο σημαντική από την έξω-ομαδική διατυπώνονται με την αντίληψη του Tesser για την «ψυχολογική εγγύτητα ». Αυτή η αντίληψη δημιουργείται όταν το άτομο και οι άλλοι θεωρούνται ως τα δυο μέρη μιας σχέσης όπου οι δυο γίνονται ένα ( Heider, 1958 ), με αποτέλεσμα ένα άτομο να είναι ενωμένο με το άλλο κατά την διάρκεια της διαδικασίας της αυτό-αξιολόγησης.
• Ο Tesser ( 1986, 1988 ) μέσα από το μοντέλο συντήρησης της αυτό-αξιολόγησης υποστήριξε ότι μέσω της ψυχολογικής εγγύτητας το άτομο μπορεί να οδηγηθεί σε δυο διαφορετικές διαδικασίες αξιολόγησης : τη διαδικασία σύγκρισης και τη διαδικασία αντικατοπτρισμού – απεικόνισης. Κατά την πρώτη, τα άτομα, που είναι γύρω από τον εαυτό χρησιμοποιούνται ως πρότυπα σύγκρισης για την αξιολόγηση του εαυτού. Αυτό προκαλεί αντιτιθέμενες επιπτώσεις πάνω στην αυτό- αξιολόγηση ανάλογα με το εάν πρόκειται για σύγκριση με άτομα, που κάποιος θεωρεί ότι είναι‘κατωτέρου επιπέδου’ από αυτόν, οπότε και βιώνει θετικά συναισθήματα , ενώ όταν πρόκειται για σύγκριση με άτομα, που εκλαμβάνονται ως ‘ανωτέρου επιπέδου’ το άτομο βιώνει αρνητικά συναισθήματα –αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι τους. Συνεπώς, όταν η διαδικασία σύγκρισης ενεργοποιείται, τα άτομα τείνουν να συνάπτουν στενές σχέσεις με όσους θεωρούν ότι υστερούν απέναντί τους, έτσι ώστε να δημιουργείται μια θετική αντίθεση. Στην διαδικασία αντικατοπτρισμού – απεικόνισης, αυτοί που βρίσκονται γύρω από το άτομο δεν θεωρούνται σαν πρότυπα αξιολόγησης του εαυτού αλλά σαν αντικατοπτρισμός του εαυτού διαμέσου των πράξεων τους. Η διαδικασία αντικατοπτρισμού – απεικόνισης έχει αφομοιωτική επίπτωση πάνω στην αυτό – αξιολόγηση, δεδομένου ότι το άτομο αισθάνεται δικαιωμένο, όταν συγκρίνεται με άτομα που τα θεωρεί αξιόλογα, ενώ νιώθει μειονεκτικά, όταν γίνεται σύγκριση με άτομα κατωτέρου επιπέδου. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η δημιουργία θετικής συνάφειας ανάμεσα στον εαυτό και στα πρότυπα συμπεριφοράς.





1.6.2 Αυτοεκτίμηση της οικογένειας καταγωγής

Η οικογένεια αποτελεί το προπύργιο της αυτοεκτίμησης και το κέλυφος μέσα στο οποίο θα μεταλαμπαδευθούν, θα διαμορφωθούν και θα οριστικοποιηθούν τα συστήματα αξιών, οι κανονιστικοί κώδικες και τα κριτήρια επιτυχίας. Είναι το μέτρο της αυτοπραγμάτωσης και το πλαίσιο διαρκούς αναφοράς, που είτε κατέχοντας προεξέχουσα θέση είτε υποβάλλοντας παρασκηνιακά τα κελευσματά της, έχει τη δύναμη να απογειώνει ή να τελματώνει την αίσθηση της προσωπικής αξίας και ολοκλήρωσης. Η έλλειψή της στιγματίζει και η ύπαρξή της καθορίζει την αυτοεικόνα. Οι άνθρωποι ενηλικιώνονται συναισθηματικά μόνο μετά το θάνατο των γονέων, ενώ τα βιώματα από το οικογενειακό περιβάλλον είναι τόσο έντονα και διηνεκή, που οριοθετούν συνειδητά ή ασυνείδητα τις μελλοντικές αποφάσεις και ενέργειες του ατόμου. Μέσα σε αυτό βιώνονται και εσωτερικεύονται οι έννοιες της αγάπης, της αποδοχής, της ιεραρχικής διαστρωμάτωσης, του καθήκοντος, της κοινωνικότητας και της εκπαίδευσης, που σηματοδοτούν την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η οικογένεια ως μικρογραφία της κοινωνίας και ως αποδέκτης των μεταλλάξεών της, διυλίζει τις ικανότητες και τις αρετές, που κρίνουν την αυτοεκτίμηση και προσδιορίζουν τα όριά της.
Τα οικογενειακά συστήματα είναι πολύ ανθεκτικά στην αλλαγή. Κάθε μέλος κατακτά ένα ρόλο, τον οποίο διαιωνίζει κάθε φορά που βρίσκεται στο πλαίσιο της οικογένειας. Όμως τις περισσότερες φορές ο ρόλος αυτός και η επίδρασή του στην προσωπική αυτοεκτίμηση είναι τόσο εμπεδωμένος, και τόσο πολύ υποσυνείδητα ακολουθεί το άτομο σε όλη την πορεία του, που σχεδόν κάθε επιτυχία στους υπόλοιπους τομείς δεν αρκεί για να μεταβάλλει το αυτοσυναίσθημα και την αυτοεικόνα, αν δεν εγκριθεί πρώτα από τα σημαντικά πρόσωπα της οικογένειας. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές σε κοινωνίες ‘ οικογενειοκεντρικές’, όπως η ελληνική. Οι οικογενειακοί θεραπευτές υποστηρίζουν ότι, όταν ένα μέλος μιας δυστυχισμένης οικογένειας γίνει καλά, τότε ένα άλλο μέλος γίνεται χειρότερα, εννοώντας ότι η παθολογία της οικογένειας είναι ένα είδος νοσηρής ισορροπίας, που , αν διαταραχθεί προς όφελος κάποιου μέλους, επηρεάζει αρνητικά τα υπόλοιπα, γιατί μεταβάλλει αθέλητα τις μαθημένες συμπεριφορές. Τα πρόσωπα μιας οικογένειας συχνά να παγιδεύονται σε μια «διπλή δέσμευση», όπου ο ‘θύτης’ χρειάζεται απόλυτα το θύμα, του οποίου την αυτοεκτίμηση δυναστεύει και όπου οι σχέσεις φαίνονται επίπλαστα συμμετρικές, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξαρτήσεις υποτέλειας. Πολλές μορφές ‘αμυντικής’ αυτοεκτίμησης ή χαμηλού αυτοσυναισθήματος έχουν τις ρίζες τους σε τέτοιες καταστάσεις και βιώματα.
Αποτελεσματική αλλαγή θα επέλθει, όταν τα μέλη βρεθούν έξω από το σύστημα και δουν την αυτοαναιρούμενη φύση των κανόνων, πάνω στους οποίους έχουν στηρίξει τους αυτοπροσδιορισμούς τους. Η διαδικασία αλλαγής ονομάζεται «επανασχηματισμός». Ο επανασχηματισμός μοιάζει με το ξύπνημα από ένα άσχημο όνειρο. Κατά την διάρκεια του εφιάλτη, μπορεί κάποιος να τρέξει, να κρυφτεί, να πολεμήσει, να πηδήξει πάνω σε μια απότομη πλευρά του βράχου, ή να δοκιμάσει χιλιάδες άλλα πράγματα για να επιφέρει το ποθητό αποτέλεσμα, όμως στην πραγματικότητα τίποτα δεν αλλάζει. Η ανακούφιση έρχεται όταν βγει αυτός που ονειρεύεται έξω από το σύστημα του ονείρου.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η βιολογική ενηλικίωση διαφέρει χρονικά από την κοινωνική, κυρίως λόγω της στρέβλωσης των εργασιακών συνθηκών και της ανεργίας. Ενώ στην Ευρώπη ο έφηβος από πολύ νωρίς και σχεδόν αναγκαστικά δέχεται την ανεξαρτησία του, στην Ελλάδα παραμένει για πολύ ακόμη εξαρτημένος οικονομικά και συναισθηματικά από τους δικούς του, η οποίοι αναλαμβάνουν να τον στηρίξουν σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς του και κυρίως στην εύρεση κατοικίας. Έτσι, ενώ αλλού η μορφή της οικογένειας είναι πυρηνική και σε μεγάλο ποσοστό μονογονεική, στη χώρα μας εμφανίζεται ένα ιδιότυπο φαινόμενο, η αναβίωση μιας εκτεταμένης δομής οικογένειας κυρίως στα αστικά κέντρα. Πολλές συγγενικές οικογένειες ζουν στην ίδια πολυκατοικία ή σε γειτονικά διαμερίσματα, επειδή τα νεώτερα μέλη τους αδυνατούν να πληρώσουν το τίμημα του αποχωρισμού. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις του γεγονότος αυτού και η επίδρασή του στην αυτοεκτίμηση των νέων είναι σημαντικές. Η μείωση της αυτονομίας, ο επιμερισμός της λήψης αποφάσεων ανάμεσα στην οικογένεια καταγωγής και στο νέο ζευγάρι με αντάλλαγμα οικονομικές παροχές, επιδρούν στη διαιώνιση των παλαιοτέρων στάσεων , αρχών και κριτηρίων επιτυχίας. Η αυτοεκτίμηση στηρίζεται στην συμμόρφωση προς συντηρητικότερες αντιλήψεις ή με την σύμπλευσή προς μορφές δράσης, που θεωρούνται καταξιωμένες και λειτουργικές, αλλά είναι ελάχιστα καινοτόμες. Οι γονείς αναπαράγουν για πολλά χρόνια ακόμη το ρόλο τους ως φορείς της εξουσίας και νοηματοδοτούν την αυτοεικόνα τους, έχοντας ενεργό συμμετοχή στην ανατροφή των παιδιών και στη διαχείριση των υποθέσεων.
Πρόκειται για έναν ευφυέστατο μηχανισμό κοινωνικής αυτοσυντήρησης και αντίστασης στην επιδείνωση της οικονομίας, ο οποίος όμως, δεν είναι άμοιρος προβλημάτων. Ο συνδυασμός της ψυχολογικής στασιμότητας σε οικογενειακό επίπεδο με την ταχύτατη μετεξέλιξη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων παγκοσμίως είναι η γενεσιουργός αιτία πολλών συγκρουσιακών καταστάσεων, από τις οποίες η αυτοεκτίμηση, ειδικά των νέων, δεν βγαίνει αλώβητη. Καλούνται λειτουργώντας σε ένα ασταθές περιβάλλον να συμβιβάσουν τις εξωγενείς αντινομίες και να ανακαλύψουν τη χρυσή τομή ανάμεσα σε μια οικογενειακή δυναμική, που είναι ακόμα κατά βάση παραδοσιακή και σε ένα ανταγωνιστικό περίγυρο, που απαιτεί δεξιότητες σύγχρονες και διαρκώς ανανεούμενες
Η μονογονεϊκή οικογένεια αποτελεί σήμερα ένα εξελικτικό στάδιο της πυρηνικής οικογένειας.Ο όρος μονογονεϊκή οικογένεια περιλαμβάνει πολλούς τύπους οικογενειακής οργάνωσης, όπως οικογένεια με ένα γονέα, διαφορετικών ηλικιών με διαφορετική αιτία μονογονεϊκότητας. Μία πρώτη μορφή μητρότητας εκτός γάμου είναι η ανύπαντρη μητέρα. Η ανύπαντρη μητέρα μπορεί να είναι έφηβη, μαθήτρια, νεαρή εργαζόμενη ή άνεργη από οποιοδήποτε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Όσον αφορά ένα συγκεκριμένο αριθμό γυναικών, η επιλογή της μητρότητας εκτός γάμου ορισμένες φορές αποτελεί συνειδητή επιλογή του μονογονεϊκού της ρόλου. Ωστόσο, από την άλλη μεριά υπάρχουν και οι ανύπαντρες μητέρες που είχαν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και στη συνέχεια αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί και να το μεγαλώσουν μόνες τους.(Παπαζήση,1995)
Τα γενικά χαρακτηριστικά των ανύπαντρων μητέρων είναι η αδυναμία να ανταποκριθούν στον κοινωνικό τους ρόλο λόγω έλλειψης κοινωνικά υποστηρικτικών συστημάτων. Η ανύπαντρη μητέρα βιώνει έντονη μοναξιά, απομόνωση και απόρριψη από το περιβάλλον της στο οποίο ζει. Νιώθει ενοχή και έντονες φοβίες, ανασφάλεια, αβεβαιότητα, απογοήτευση και χαμηλή αυτοεκτίμηση.(Παπαζήση,1995)
Την πενταετία 1975-1979, στην Ελλάδα, οι ανύπαντρες μητέρες είναι γυναίκες ηλικίας από 16-21 ετών και με σταδιακή αύξηση του ποσοστού των εφήβων/μητέρων.Είναι έντονα τα στοιχεία της ανωριμότητας στον χαρακτήρα τους, της ανευθυνότητας, του χαμηλού αυτοελέγχου και έλλειψη θετικής ταυτότητας.Είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, χωρίς επαγγελματική εκπαίδευση ή εξειδίκευση με αρνητικές οικογενειακές εμπειρίες. Η σχέση της μητέρας με τον πατέρα του παιδιού είχε μικρή διάρκεια και δεν είναι ικανοποιητική.(Κουσίδου,1983)
Η ανύπαντρη μητέρα στην Ελλάδα, αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα των μόνων μητέρων, ενώ βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση οικονομικά και κοινωνικά.Το 1983, στην Ελλάδα αυξάνεται ο αριθμός των ανύπαντρων μητέρων που κρατούν τα παιδιά τους, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής.(Κουσίδου,1983)Επίσης το ποσοστό της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ιδίως της εφηβικής, βρίσκεται στην χώρα μας σε υψηλό επίπεδο που οφείλεται κυρίως στην άγνοια και στην κακή ενημέρωση για την σωστή πρόβλεψη των εφήβων.Οι λόγοι της εφηβικής εγκυμοσύνης είναι οι αλλαγές στα ήθη, η επίδραση της φτώχειας και των χαλαρών οικογενειακών δεσμών, το χαμηλό επίπεδο εκπαιδευτικής επιτυχίας, η ανυπαρξία στόχων και σταθερών αξιών, η επιθυμία για στοργή και η χαμηλή αυτοεκτίμηση.(Chilman,1979).
Απαραίτητη προϋπόθεση για τις ανύπαντρες μητέρες θεωρείται η συμπαράσταση από το οικογενειακό και από το φιλικό τους περιβάλλον. Η μητρότητα εκτός γάμου, δημιουργεί έντονα προβλήματα αργότερα στην μητέρα όπως η δυσκολία εύρεσης μόνιμης εργασίας και στέγης, η αδυναμία διατήρησης των απαραίτητων οικονομικών πόρων, έντονα προσωπικά προβλήματα και έλλειψη βασικών αναγκών. (Παπαζήση,1995)
Η αδυναμία αυτή της ανύπαντρης μητέρας να ανταποκριθεί κατάλληλα στις πολλαπλές ανάγκες που δημιουργούνται έχει αρνητικές επιπτώσεις αργότερα στη δημιουργία μια σωστής σχέσης με το παιδί της. Επικρατεί η αντίληψη ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα με την μητέρα τους συχνά εμφανίζουν ιδιαίτερα προβλήματα συμπεριφοράς και έντονες δυσκολίες στην προσωπική τους ζωή.(Παπαζήση, 1995)
Σήμερα, όλο και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να κρατήσουν τα παιδιά τους έξω από τα πλαίσια ενός γάμου σε σύγκριση με το παρελθόν. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η ύπαρξη κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής με σκοπό την στήριξη των ανύπαντρων μητέρων και τη δημιουργία κατάλληλων μέτρων για την παροχή φροντίδας των μελών της μονογονεϊκής οικογένειας και την αντιμετώπιση της κρίσης της οικογένειας και των καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού των ανύπαντρων μητέρων.Απαραίτητοι θεωρούνται οι κατάλληλοι μηχανισμοί που να διασφαλίζουν την πληρωμή διατροφής από την πλευρά του πατέρα με στόχο την συμμετοχή του στις οικογενειακές του υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά του.(Κογκίδου,1995)
Οι άγαμες μητέρες, μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα των παιδιών τους. Το παιδί που γεννήθηκε έξω από τα πλαίσια του γάμου, παίρνει το επώνυμο της μητέρας του, αλλά μπορεί να αποκτήσει και το επώνυμο του πατέρα με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ως μοναδικό επώνυμο, ύστερα από την συναίνεση της μητέρας. Τα παιδιά εκτός γάμου έχουν δικαίωμα για διατροφή και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1506 όσον αφορά το επώνυμο των παιδιών αυτών, η κατάλληλη ρύθμιση μπορεί να γίνει πριν από την αναγνώριση του παιδιού, μετά τον επιγενόμενο γάμο των γονέων και μετά την δικαστική αναγνώριση του παιδιού.(Κογκίδου, 1995)
Τα παιδιά των ανύπαντρων μητέρων έχουν άμεση προτεραιότητα για την εισαγωγή τους και την φύλαξή τους σε κρατικούς παιδικούς σταθμούς κατά τις εργάσιμες ώρες. Τους παρέχεται πλήρης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και όλες οι παροχές που δικαιούνται και οι έγγαμοι εργαζόμενοι. Τα παιδιά που γεννιούνται έξω από τα πλαίσια του γάμου έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με το παιδιά που γεννήθηκαν με γάμο των γονέων του.(Κογκίδου 1995)
Η ανύπαντρη μητέρα αποκτά αμέσως την γονική μέριμνα του παιδιού της, μόνο σε περίπτωση αδυναμίας της μητέρας, ύστερα από συναίνεσή της, μόνο τότε ο πατέρας αποκτά την γονική μέριμνα του παιδιού, ύστερα από δικαστική απόφαση. Η μητέρα δικαιούται διατροφή μόνο αν βρίσκεται σε αδυναμία, όπου η διατροφή μπορεί να παρέχεται για ένα χρόνο. Τα παιδιά εκτός γάμου έχουν δικαίωμα για διατροφή.(Κογκίδου 1995)
Ο δεύτερος τύπος μόνου-γονέα αφορά την χωρισμένη μητέρα, σύμφωνα με την θεωρία της κρίσης, το διαζύγιο αποτελεί μια διαδικασία όπου το κάθε μέλος βιώνει μια συναισθηματική κρίση, η οποία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, ενώ προσφέρει ταυτόχρονα μια μοναδική ευκαιρία στο άτομο για προσωπική ανάπτυξη και ολοκλήρωση.Υπάρχουν δύο μοντέλα τα οποία δίνουν μια εικόνα της αναδιοργάνωσης της οικογένειας μετά τη συζυγική ρήξη. Το πρώτο μοντέλο αναφέρει ότι το διαζύγιο θεωρείται ως ένα σημείο ρήξης της οικογενειακής συνέχειας. Η συζυγική ρήξη επιφέρει και την διάλυση της πυρηνικής οικογένειας όπου ο μόνος γονέας με το παιδί προσπαθεί να ξαναδημιουργήσει μια νέα οικογένεια που θα λειτουργεί ως υποκατάστατο.(κογκίδου,1995) Η οικογενειακή σταθερότητα είναι μια σταθερότητα που επαναδημιουργείται μετά το διαζύγιο με την δημιουργία μιας νέας οικογένειας, της οποίας τα μέλη αποτελούν οικογένεια.(Duberman,1975)
Το δεύτερο μοντέλο αναφέρει ότι το διαζύγιο θεωρείται ως μια μεταβατική φάση στην ιστορία της οικογένειας, πρόκειται για μια αναδιοργάνωση της αρχικής οικογένειας, μετά το διαζύγιο. Η συζυγική ρήξη δεν αποτελεί αιτία διάλυσης των δεσμών της οικογένειας.(Ahrons,1984).
Η χωρισμένη μητέρα βιώνει έντονα συναισθήματα όπως η απώλεια, ο θυμός , η κατάθλιψη και η αποδοχή του νέου της ρόλου. Παράλληλα, η διαδικασία του διαζυγίου δίνει τη δυνατότητα για προσωπική ανάπτυξη και ωρίμανση καθώς επανακαθορίζονται νέοι ρόλοι και δημιουργείται ένας νέος τρόπος ζωής.Το διαζύγιο αποτελεί παράγοντα κινδύνου που μπορεί να οδηγήσει την οικογένεια σε κρίση .(Κογκίδου,1995)
Ωστόσο, δεν έχει γίνει η ανάλογη προετοιμασία τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες για να γίνουν μόνοι-γονείς.Οι μόνες μητέρες χρειάζονται την δυνατή υποστήριξη από το συγγενικό τους περιβάλλον, από τις προσωπικές τους φιλίες, μέσα από νέα κοινωνικά δίκτυα και χρειάζεται να εργάζονται με σκοπό να βελτιώσουν την αυτοεικόνα τους. Πολλοί διαζευγμένοι μόνοι γονείς μαθαίνουν να ζουν με μειωμένο εισόδημα, βρίσκουν αποδεκτούς τρόπους για να ασχοληθούν με τα παιδιά τους και να καλυτερέψουν τις σχέσεις μεταξύ τους.(Stephen Dukan)
Η λύση του γάμου μέσω του διαζυγίου προσφέρει την δυνατότητα στον μόνο γονέα να ζήσει μόνος του επιφέροντας μείωση των εντάσεων, της εχθρότητας και της έντονης διαφωνίας που υπήρχε στην οικογένεια πριν από το διαζύγιο. Επίσης αυξάνεται η οικογενειακή συνοχή και αλληλεγγύη. Επίσης, ο μόνος γονέας μπορεί να έχει μεγαλύτερη ευκαμψία στο να σχεδιάζει τον χρόνο του με τα παιδιά, ύστερα από το διαζύγιο, μέσα από την διαπραγμάτευση ενός ελάχιστου προγραμματισμού. (S.Dukan)
Είναι γεγονός ότι τα παιδιά των χωρισμένων οικογενειών έχουν πρόσθετο στρες αλλά έχουν βρει τρόπους να προστατεύονται και να αναπτύσσονται. Τονίζεται, η κριτική επιρροή της δυναμικής της οικογένειας στην περίοδο της εφηβείας του παιδιού.Όπως παρατηρούμε, η διατήρηση της οικογένειας με ένα γονέα είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση, ωστόσο με τα κατάλληλα εφόδια και την υποστήριξη της ατομικότητας, οι μονογονεϊκές οικογένειες μπορούν να υποστηριχθούν ως υγιείς οικογένειες μέσα στις οποίες τα νέα άτομα θα αναπτυχθούν(Barbara Wursel,)
Η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου είναι καθήκον και των δύο γονέων, σε περίπτωση διαζυγίου, η άσκηση γονικής μέριμνας ασκείται από το δικαστήριο όπου μπορεί να ανατεθεί στον ένα από τους δύο γονείς ή αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο μαζί από κοινού. (Παπαζήση,1995)
Σύμφωνα με το νέο Οικογενειακό Δίκαιο υπάρχουν δύο τύποι διαζυγίου : α) το συναινετικό και β) το διαζύγιο εξαιτίας ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Το συναινετικό διαζύγιο εκδίδεται εφόσον συμφωνούν και οι δύο σύζυγοι.Χρειάζεται ο γάμος να έχει διάρκεια πάνω από ένα χρόνο και να έχει κατατεθεί στο δικαστήριο έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των παιδιών και την επικοινωνία με αυτά. (Κογκίδου,1995)
Το διαζύγιο εξαιτίας ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης εκδίδεται μετά από σύνθετη διαδικασία. Η κατάθεση γίνεται σε πολυμελές δικαστήριο και χρειάζονται αποδείξεις και να εξεταστούν οι μάρτυρες. Σύμφωνα με το άρθρο 1442 του Α.Κ. αν ο ένας από τους συζύγους δε μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του μπορεί να ζητήσει διατροφή από τον πρώην σύζυγο. Κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει διατροφή εφόσον λόγω ηλικίας δε μπορεί να αρχίσει να εργάζεται, επίσης λόγω έλλειψης επαγγελματικής εξειδίκευσης αδυνατεί να βρει μια σταθερή εργασία. Επίσης, όταν η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει να συνεχίσει κάποια εργασία και αν του δοθεί η επιμέλεια των παιδιών δεν έχει την δυνατότητα να εργαστεί. Τέλος, κρίνεται αναγκαία κάθε περίπτωση που το δικαστήριο για λόγους επιείκειας κρίνει ότι χρειάζεται να δοθεί διατροφή. Η διατροφή, συνήθως, προκαταβάλλεται κάθε μήνα και δεν ισχύει σε περίπτωση που ο άλλος σύζυγος ξαναπαντρευτεί.(Κογκίδου,1995)
Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό όπου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ικανοποίηση του αισθήματος της αγάπης μεταξύ του γονέα και του παιδιού και η αποφυγή της αποξένωσής του.(Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη,1990)

Οι δυναμικές της δομής του νοικοκυριού κατά το γεγονός του θανάτου του πατέρα.

Στις μέρες μας, το φαινόμενο της διάλυσης του γάμου δεν είναι καινούργιο, ωστόσο μόνο οι αιτίες άλλαξαν. Παλαιότερα, η χηρεία ήταν η μοναδική αιτία δημιουργίας οικογένειας με ένα γονιό και υποχρέωναν την σύζυγο που ζούσε να ξαναοργανώσει το νοικοκυριό του, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός των παιδιών που γίνονταν ορφανά.(V.Poopel-2001)
Σε περίπτωση χηρείας, το μέλλον του νοικοκυριού εξαρτάται από το φύλο του απόντα συζύγου. Ο θάνατος του πατέρα έχει απαραίτητα σαν αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στις ζωές τόσο της συζύγου όσο και των παιδιών που έμεναν πίσω. Οι επιπτώσεις ενός τέτοιου γεγονότος μπορεί να ποικίλλουν, παρόλαυτά εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά των οικογενειών μιας κοινωνίας. Από τις πρώτες κοινωνίες γνωρίζουμε ότι ο πατέρας ήταν το κύριο μέλος που παρείχε τα αγαθά στο νοικοκυριό με αποτέλεσμα ο θάνατος του να υποχρεώνει τα άλλα μέλη της οικογένειας να αναπτύξουν καινούργιες στρατηγικές για να ξεπεράσουν τον ξαφνικό χαμό του συζύγου -πατέρα.(J.Naud -2001)
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, τα ποσοστά θανάτων των χηρών σχετικά με αυτά των παντρεμένων γυναικών έχουν αυξηθεί σημαντικά. Οι χήρες γυναίκες είχαν μικρότερη σημαντικά διάρκεια ζωής από τις παντρεμένες γυναίκες της ίδιας ηλικίας.( Frans Van Poppel-Inez Joung)Στα μέσα του 18ου αιώνα, οι χήρες είχαν πολλές επιλογές, είτε να ξαναπαντρευτούν είτε να μεταναστεύσουν ή να οδηγηθούν σε αναδιοργάνωση των οικονομικών υποθέσεων. Η χήρα γινόταν ο αρχηγός του σπιτικού και έπρεπε να παρέχει στην οικογένειά της την κάλυψη βασικών αναγκών είτε μέσα από τη δουλειά του συζύγου ειδικά αν αυτός ήταν στο εμπόριο ή με το να θέτει τα μεγαλύτερα παιδιά της σε εξωτερικές εργασίες. Μία άλλη δυνατότητα ήταν να ξαναπαντρευτεί που γινόταν πιο συχνά ανάμεσα σε νεαρές ηλικιακές ομάδες καθώς και μία ακόμη πιθανότητα ήταν για την χήρα και τα νεαρότερα παιδιά της να είναι εξαρτημένα από ένα ενήλικο παιδί ή συγγενή. Στις μεγαλύτερες γυναίκες η ξαναπαντρειά ήταν λιγότερο κοινή όπου η ηλικία συνδέεται αρνητικά με την πιθανότητα της ξαναπαντρειάς μεταξύ των χήρων.(Charbonneau, H ,1975)
Ο θάνατος του πατέρα οδηγεί απαραίτητα σε μεγάλες αλλαγές στις ζωές των επιζώντων μελών της οικογένειας. Πρώτον η πυρηνική οικογένεια επικρατούσε με την δημιουργία νέων οικογενειών μέσα από καινούργιους γάμους. Δεύτερον, το σπιτικό διατήρησε κάποιο τύπο αυτονομίας μετά το θάνατο του πατέρα, που ήταν ο κύριος προμηθευτής της οικογένειας όπου η χήρα γινόταν ο αρχηγός της οικογένειας. Σημαντικές υποστηρικτικές ομάδες για τις χήρες στο παρελθόν ήταν το συγγενικό περιβάλλον, η Εκκλησία και η γειτονιά.(J.Legare,2001)
Στα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα, η θνησιμότητα των παντρεμένων γυναικών ήταν μεγαλύτερη από αυτή των χηρών όπου η κατάσταση της ζωής στη χηρεία αλλοιώθηκε προοδευτικά σε σημείο που μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι χήρες παρουσίαζαν ποσοστά θνησιμότητας που ήταν 70% πιο πάνω από αυτά των παντρεμένων γυναικών(Van Poopel and Joung-2001).Τα ποσοστά θνησιμότητας των αντρών χηρών ακολούθησαν κατά κάποιο τρόπο μια παρόμοια τροχιά. Έτσι η θέση τους σχετικά με παντρεμένους άντρες αλλοιώθηκε αλλά σε μικρότερο βαθμό και με μικρότερη συχνότητα.(V.Poopel,2001)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η θνησιμότητα των χηρών αντρών ήταν 11% υψηλότερη, και αυξήθηκε με ποσοστό 22% υψηλότερο στα τέλη του 19ου αιώνα.Μέχρι τη δεκαετία του 1960, ήταν μόλις 60% υψηλότερη όπου σύμφωνα με αυτά τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν ένα μέσο όρο θνησιμότητας που ζουν σε διάφορες ηλικίες.( I.Joung,2001)
Ένα συχνό χαρακτηριστικό του φαινομένου της θνησιμότητας για την εργαζόμενη κοινωνική τάξη, στις αρχές του 19ου αιώνα, δείχνει ότι οι νέες χήρες, που βρίσκονται σε ηλικία κάτω των 35 χρόνων, υποφέρουν από υψηλά ποσοστά θνησιμότητας.Το 1891 και το 1900, στο Λονδίνο και στη Σουηδία, η θνησιμότητα των νεαρότερων χηρών γυναικών ήταν πολύ υψηλή.(Sunborg,1908)
Οι παράγοντες που μπορεί να ευθύνονται για τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας ήταν κοινωνικοί παράγοντες, υλικοί και ψυχολογικοί που ευθύνονται επίσης για την ενίσχυση της υγείας των παντρεμένων ζευγαριών και οδηγούν στην αποδυνάμωση της υγείας των χήρων. Τα μέτρα που υπάρχουν για την θνησιμότητα είναι συγγενικά που σημαίνει ότι η θνησιμότητα των ανύπαντρων, των διαζευγμένων και των χήρων μετριέται σε σχέση με την θνησιμότητα των ανθρώπων του ίδιου φύλου. Μετά το 1860, υπήρχε αυξανόμενη πίεση πάνω στους άντρες για την σωστή κάλυψη του οικογενειακού τους εισοδήματος εξαιτίας της αύξησης του ημερήσιου μισθού τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, γίνονται προσπάθειες για την βελτίωση της δημόσιας υγείας και τη μείωση της μητρικής θνησιμότητας όπου μεταξύ του 1935 και του 1950 η θέση του χήρου άντρα σταδιακά άλλαξε καθώς το ψυχολογικό στρες της χηρείας εντείνεται με αποτέλεσμα η ηλικία της χηρείας να αυξάνεται, αυξάνοντας παράλληλα και την διάρκεια της ζωής ενώ τα δίκτυα υποστήριξης αποδυναμώνονται καθώς μειώνεται και η γονιμότητα.(Poopel-Joung,2001)
Στην προβιομηχανική Αγγλία, οι σύζυγοι κατανάλωναν το 50% των πόρων του σπιτικού από αυτά που ήταν διαθέσιμα στις γυναίκες. Τα δίκτυα υποστήριξης των χήρων είχαν αποδυναμωθεί με την πτώση της γονιμότητας.(Wall-Rowntree.B.S).Στην Αγγλία το κύριο πρόβλημα είναι ότι η αξία της περιουσίας του αποθανόντος που μεταφέρεται δεν συμπεριλαμβάνει όλους του τύπους περιουσιών όπως για ελεύθερη ιδιοκτησία και αγαθά μέσα στο σπίτι που θεωρούνται ως προσωπικά από τα επιζόντα μέλη και αξίες που συχνά υπολογίζονταν(Moore.J.1976)(The goods and chattels of our fourfathers)
Το γυναικείο επίπεδο ζωής άλλαξε κατά τη χηρεία όπου η χήρα μπορεί να διοικεί καλύτερα την περιουσία του άντρα της.(Sieder,R, Mitteraner,M(1983).Στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα,και στη Ν.Υόρκη στα τέλη του 19ου αιώνα το επίπεδο του εισοδήματος των γυναικών μειώθηκε σημαντικά κατά την χηρεία.(Rowntree) Στην νοτιοδυτική Αγγλία, οι χήρες των μισθωτών που έζησαν μέχρι και 60 χρόνων κατάφεραν να πετύχουν ένα εισόδημα που ήταν 72%από αυτό των παντρεμένων και 54% αυτό των παντρεμένων αντρών της ίδιας ηλικίας και κοινωνικής θέσης.(J.Henderson-R.Wall,1994).Όσον αφορά την πτώση του αντρικού επιπέδου εισοδήματος είχε σαν αποτέλεσμα την σημαντική μείωση του επιπέδου ανισότητας.
Σύμφωνα με το επίπεδο ζωής των χηρών γυναικών στην Ανατολική Αγγλία το 1796, οι περισσότερες μεγάλες πληρωμές μεταφέρθηκαν στις χήρες με εξαρτημένα παιδιά, οι κάπως μικρότερες πληρωμές μεταφέρθηκαν στις μοναχικές χήρες οι οποίες είχαν το δικό τους νοικοκυριό. Γενικά, τα νεαρά ανύπαντρα άτομα παίρνουν ακόμη λιγότερη πληρωμή.Η συνεισφορά αυτή στο εισόδημα σε συνδυασμό με την βοήθεια για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών είχε ως αποτέλεσμα το εισόδημα της χήρας να φτάσει σε ένα επίπεδο που ήταν μεταξύ 50%και 80% του εισοδήματος των παντρεμένων γυναικών.(Poor Law)
Συμπερασματικά στην Αγγλία δεν δημιουργήθηκαν ανισότητες στο εισόδημα μεταξύ των χηρών γυναικών και των παντρεμένων γυναικών. Ωστόσο, δημιουργήθηκαν νέες ανισότητες στα εισοδήματα των νοικοκυριών καθώς αυξήθηκαν οι ανάγκες των ατόμων με βάση την ηλικία, το φύλο και τις διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις του κάθε νοικοκυριού.(Hederson & R.Wall,1994)
Σήμερα, όμως οι διαλυμένοι γάμοι προκαλούνται κυρίως από διαζύγια και χωρισμούς. Ο αριθμός των χήρων αρχίζει να μειώνεται σημαντικά με αποτέλεσμα η χηρεία να μην αποτελεί την βασικότερη αιτία δημιουργίας οικογένειας με ένα γονέα. Οι χήρες βρίσκονται σε καλύτερη κοινωνική και οικονομική κατάσταση, έχουν σύνταξη, κινητή και ακίνητη περιουσία και καλύτερη κοινωνική ασφάλιση σε σύγκριση με τις άλλες κατηγορίες μόνων-μητέρων.Ωστόσο, νιώθει έντονα συναισθήματα μοναξιάς και εσωστρέφειας με αποτέλεσμα η χήρα-μητέρα να αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη συναισθηματική στήριξη στην υπόλοιπη ζωή της. Η μοναδική διαφορά της χήρας με τις υπόλοιπες μόνες-μητέρες είναι το γεγονός ότι βρίσκονται σε καλύτερη κοινωνική και αποδεκτή θέση από το υπόλοιπο περιβάλλον τους.(J-F.Naud-2001).


Τα χαρακτηριστικά ενός επιτυχημένου μόνου γονέα


Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι αρνητικές συνέπειες στα παιδιά είναι τεράστιες. Αυτό το γεγονός οδηγεί κάποιους μόνους γονείς στην απόφαση ότι είναι ελάχιστα αυτά τα οποία μπορούν να κάνουν ώστε να δημιουργήσουν μία επιτυχημένη οικογένεια. Αυτό, βέβαια δεν έχει ως αποτέλεσμα ότι όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή τους.(S.Dukan)
Όσον αφορά τις μοναδικές δυνάμεις των μόνων γονέων και την οδηγία τους στην επιτυχία, το πρώτο βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η αποδοχή των ευθυνών τους. Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς δέχονται τις ευθύνες και τις προκλήσεις της μονογονεϊκότητας. Οι μόνοι-γονείς δεν ελαχιστοποιούν ούτε υπερβάλλουν για τα προβλήματά τους αλλά πάντα επιδιώκουν τις κατάλληλες λύσεις. Αναγνωρίζουν τις δυσκολίες, όπως η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, η περιορισμένη κοινωνική ζωή, η μοναδική ευθύνη για πολλαπλές ανάγκες, το έντονο οικονομικό στρες.(B.Fiese)
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ενός επιτυχημένου μόνου γονέα είναι η δέσμευσή του με την οικογένεια. Για τους επιτυχημένους μόνους-γονείς, η οικογένειά τους αποτελεί την βασική τους προτεραιότητα. Επικεντρώνονται κυρίως στο γεγονός να γίνουν καλύτεροι μόνοι γονείς, το οποίο σημαίνει ότι τοποθετούν τις ανάγκες των παιδιών τους πάνω απ’όλα. Είναι αυθεντικοί και απολαμβάνουν την ζωή τους με τα παιδιά τους, θυσιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους, τα χρήματά τους και την ενέργειά τους για χάρη των παιδιών τους. Προσπαθούν να γίνουν υποστηρικτικοί, υπομονετικοί και να παρέχουν την κατάλληλη βοήθεια στα παιδιά τους με σκοπό να τα καταφέρουν στις δυσκολίες.Όπως και οι περισσότεροι γονείς προσπαθούν να είναι αποτελεσματικοί, συνεπής και όχι τιμωρητικοί έτσι και οι μόνοι γονείς προσπαθούν να δώσουν την δυνατότητά στα παιδιά τους να χρησιμοποιήσουν τις φυσικές και λογικές τους συνέπειες με σκοπό να προωθούν την οργάνωση. (S.Dukan)
Ένα τρίτο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ανοιχτή επικοινωνία. Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς προωθούν την ανοικτή επικοινωνία, ενθαρρύνουν την καθαρή και ανοικτή έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων τους μέσα στην οικογένεια ως ένα κλειδί για να διατηρηθούν ειλικρινείς και εμπιστευτικές οι σχέσεις. Οι μόνοι γονείς αναλαμβάνουν την διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών τους μέσα σε ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον καθώς και την διαμόρφωση της ανεξαρτησίας του κάθε μέλους της οικογένειας αναπτύσσοντας ατομικά ενδιαφέροντα που να στηρίζονται στις προσωπικές τους ικανότητες.(S.Dukan)
Η επιτυχημένη οργάνωση του σπιτιού αποτελεί το τέταρτο χαρακτηριστικό. Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς καταφέρνουν να ικανοποιήσουν πολύ καλά τις ανάγκες του σπιτιού τους. Προσπαθούν να γίνουν πολύ οργανωμένοι, ανεξάρτητοι και να εργάζονται σκληρά συντονίζοντας το πρόγραμμά τους. Οι μόνοι γονείς περηφανεύονται για τις χρηματικές τους ικανότητες μέσα από τις οποίες συντηρούν την οικογένειά τους, ωστόσο τα οικονομικά τους εξακολουθούν να είναι ένας συνεχής αγώνας.(S.Dukan)
Το πέμπτο χαρακτηριστικό για τους μόνους γονείς είναι η φροντίδα του εαυτού τους. Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς χρειάζεται να φροντίζουν τον εαυτό τους, γνωρίζοντας ότι αυτό το ενδιαφέρον για τον εαυτό τους είναι πολύ σημαντικό για τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που διαθέτουν. Προσπαθούν να τα καταφέρουν μέσω συναισθηματιών, πνευματικών, κοινωνικών και φυσικών τρόπων και πιστεύουν ότι είναι απαραίτητη η ψυχολογικά και συναισθηματική υποστήριξή τους από τους ειδικούς.(S.Dukan)
Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς διατηρούν την θρησκεία και την παράδοσή τους σε στιγμές οικογενειακές ή σε γιορτές. Η παράδοση είναι ένα γεγονός με ξεχωριστή σημασία για την οικογένεια και η διατήρηση των παραδόσεων αποτελεί μια σταθεροποιητική δύναμη για τις οικογένειες με ένα γονέα, είναι κάτι στο οποίο μπορούν να εξαρτηθούν.(S.Dukan)
Το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη της θετικής εικόνας. Οι επιτυχημένοι μόνοι γονείς έχουν μια θετική συμπεριφορά ανάμεσα στην γονεϊκότητα και στη ζωή γενικά. Αυτοί βλέπουν την θετική όψη της στρεσσογόνας κατάστασης και νιώθουν ότι τα έχουν καταφέρει παρόλα τα εμπόδια. Όλες οι οικογένειες, συμπεριλαμβάνοντας και τις μονογονεϊκές οικογένειες, έχουν δυνάμεις που μπορούν να τους οδηγήσουν στην επιτυχία. Είναι γεγονός ότι κάθε οικογένεια μπορεί να προσφέρει την σωστή ποιότητα της οικογενειακής ζωής.(Stephen Dukan).

Λύσεις για τους μόνους γονείς.
Η γονεικότητα είναι συνήθως συνώνυμη με την ενοχή. Η ενοχή ωστόσο επιδρά αρνητικά στην προσωπικότητα του μόνου γονέα, ξοδεύει την ενέργεια του μόνου γονέα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί στην σκέψη πραγμάτων που συνήθως δεν μπορούν να ελεγχθούν. Επομένως οι μόνοι γονείς χρειάζεται να σταματήσουν να νιώθουν ένοχοι για την κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί αλλά πρέπει να δεχτούν την τωρινή τους κατάσταση ως φυσιολογική.(S.Dukan)
Επίσης, ο μόνος γονέας πρέπει να προχωρήσει σε πιο παραγωγικά πράγματα και να γίνει περισσότερο υπομονετικός με τα παιδιά του. Οι ευθύνες και οι απαιτήσεις του μόνου γονέα είναι τεράστιες, ωστόσο δεν πρέπει αυτή η κατάσταση να μεταφέρεται στα παιδιά. Είναι απαραίτητο ο μόνος γονέας να βρει ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό του και να ασχοληθεί με την προσωπική του ζωή. Δεν πρέπει ο μόνος γονέας να αφήνει τις προσωπικές του ανάγκες τελευταίες αλλά να κάνει πράγματα που είναι σημαντικά για τον ίδιο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.(S.Dukan)
Το άγχος που κυριεύει τους μόνους γονείς θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά ώστε να καλυτερέψει τη ζωή των μόνων γονέων. Η αίσθηση του χιούμορ αποτελεί πολύ καλή λύση για το στρες και συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη των φυσικών και πραγματικών ρόλων των γονέων απέναντι στα παιδιά. Απαραίτητη θεωρείται η ενημέρωση του μόνου γονέα με σκοπό την σωστή πληροφόρηση για την γονεϊκότητα και την κατάλληλη υποστήριξη των παιδιών καθώς και η ανάπτυξη δεξιοτήτων.(S.Dukan)
Κρίνεται αναγκαία η ψυχολογική υποστήριξη τόσο για τον μόνο γονέα όσο και για τα παιδιά του. Η παιδική ηλικία είναι η πιο καθοριστική ηλικία για την διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευπάθεια σε στρεσσογόνα γεγονότα , όπως το διαζύγιο ή ο θάνατος ενός γονέα. Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά στις μονογονεϊκές οικογένειες αντιμετωπίζουν εκτός από τα οικονομικά προβλήματα, προβλήματα μοναξιάς και απομόνωσης, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μειωμένη αυτοεκτίμηση στα άτομα αυτά. Επομένως η συμμετοχή του μόνου γονέα σε ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης αποτελεί την καλύτερη λύση.(S.Dukan)
Όπως παρατηρούμε, η πολλαπλότητα των ρόλων που αναλαμβάνει ο μόνος γονέας είναι πολύ μεγάλη προσπάθεια και χρειάζεται συνεχής επιβράβευση.(Stephen Dukan).


Οι μοναδικές δυνάμεις των μόνων γονέων

Στις μέρες μας είναι συχνό το φαινόμενο να μιλάμε για τα προβλήματα των μόνων γονέων που εστιάζονται συνήθως στα μειονεκτήματα των παιδιών. Στατιστικές αναφέρουν ότι τα παιδιά των μόνων γονέων κατά μέσο όρο, τείνουν να τα καταφέρουν λιγότερο καλά με κάθε τρόπο σε σύγκριση με τα παιδιά των ολοκληρωμένων οικογενειών. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά των μόνων γονέων τα κατάφεραν πολύ καλά σε πολλούς τομείς της ζωής τους.(S.Dukan)
Σε αντίθεση, οι μόνοι γονείς που δεν είχαν την κατάλληλη βοήθεια για να γίνουν δυνατοί είχε ως αποτέλεσμα να εστιάζονται κυρίως στα προβλήματά τους και στις αδυναμίες τους. Οι μονογονεϊκές οικογένειες έχουν την δυνατότητα να βασίζονται πάνω στις δικές τους δυνάμεις και να συνειδητοποιούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σε αντίθεση με τις πραγματικές οικογένειες.(S.Dukan)
Οι μόνοι γονείς έχουν την δυνατότητα να προσεγγίσουν περισσότερο τις ανάγκες των παιδιών και να εφαρμόσουν κάποιους κανόνες. Ο μόνος γονέας μπορεί να έχει μεγαλύτερη ευκαμψία στο να σχεδιάζει τον χρόνο του με τα παιδιά μέσα από ένα σωστό προγραμματισμό.Οι μονογονεϊκές οικογένειες μπορεί να γίνονται περισσότερο ανεξάρτητες, ωστόσο, είναι ενωμένες για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους. Οι μόνοι γονείς εξαρτώνται περισσότερο από την αυθόρμητη συνεργασία των παιδιών τους μέσα από την οποία ενθαρρύνεται η συγκρότηση των οικογενειακών συμβουλίων από τη στιγμή που τα παιδιά συμμετέχουν για να παίρνονται οι αποφάσεις και να λύνουν προβλήματα.(S.Dukan)
Η μονογονεϊκότητα προωθεί πολλές ευκαιρίες για την συμμετοχή και την ανάπτυξη των μελών της. Οι μόνοι γονείς συχνά, χρειάζονται να αναπτύσσουν νέες δεξιότητες και να αποκτούν νέες γνώσεις εφόσον η επιδίωξη της ισορροπίας ανάμεσα στο χώρο της εργασίας και ανάμεσα στις πολλές ευθύνες που έχει το νοικοκυριό και ο ρόλος του μόνου γονέα δεν είναι εύκολος με αποτέλεσμα τα μέλη των μονογονεϊκών οικογενειών να γίνονται πιο δυνατά.(S.Dukan)
Τα παιδιά που προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες έχουν μεγαλύτερες εμπειρίες επειδή μπορούν να βρίσκονται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σφαίρες με έντονη επιρροή. Είναι γεγονός ότι κάθε μόνος γονέας έχει την δική του μοναδική επιρροή, αυτό μπορεί να αποτελεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τα παιδιά. Η συνεχόμενη επικοινωνία των μόνων γονέων μπορεί να προωθεί την υποστήριξη και η συμμετοχή των μόνων γονέων σε ομάδες αποτελεί μια πολύτιμη πηγή για δραστηριότητες, προσωπική δύναμη και δημιουργία νέων σχέσεων. Οι μονογονεϊκές οικογένειες δεν είναι απομονωμένες από την υπόλοιπη κοινωνία και υπάρχει έντονη υποστήριξη ανάμεσα στα μέλη της, συμμετέχοντας σε όλες τις δραστηριότητες του σπιτιού. Έτσι, η βοήθεια του κάθε παιδιού είναι απαραίτητη και ζωτικής σημασίας στην καθημερινή ζωή με αποτέλεσμα να νιώθουν περισσότερο χρήσιμα.(S.Dunkan)

1.6.3 Αυτοεκτίμηση του έθνους

Δεύτερη η αυτοεκτίμηση του έθνους, για την οποία πολλοί θα διαφωνήσουν, λέγοντας ότι είναι μια ιδεατή σύλληψη, ένα κοινωνικό εφεύρημα χωρίς ξεκάθαρα βιολογικά κριτήρια διαφοροποίησης και μέσο που διαιωνίζει την εχθρότητα των λαών. Θα ήταν αφελές να μην παραδεχτούμε την επίδρασή του ,όμως, στην αυτοεκτίμηση των πληθυσμών, ειδικά αν αναλογιστούμε τον παροξυσμό του όχλου, που πανηγυρίζει την αθλητική επικράτηση της εθνικής του ομάδας, την πολεμική νίκη και την ανασφάλεια, που αισθανόμαστε όταν βρισκόμαστε μακριά από αυτό. Το έθνος αναφέρεται στην γλωσσική, πολιτισμική και φυλετική ομοιομορφία, και καθορίζεται από κοινές αξίες, παραδόσεις, ήθη και προσδοκίες. Είναι φανερό ότι όλα αυτά είναι το πλαίσιο και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία θα πραγματωθεί και θα αναδυθεί η αυτοεκτίμηση. Στα δυτικά έθνη η ατομική εξέλιξη και η ανταγωνιστικότητα είναι το υπέρτατο αγαθό, το κριτήριο μέσω του οποίου καταχωρείται η αξία του ανθρώπου. Στις κοινωνίες αυτές η σύγκριση και η προσωπική ευημερία γίνεται στόχος ζωής. Δεν αρκεί να είσαι πετυχημένος, αλλά πρέπει να ξεπερνάς τους υπόλοιπους σε όλες τις εκφάνσεις της δραστηριότητας.
Στους ανατολικούς πολιτισμούς αυτά είναι αδιάφορα. Μέγιστη καταξίωση είναι η προσφορά στην ομάδα, η απαράβατη ιεραρχία, οι κοινωνικές σχέσεις, η υποταγή του εγώ στο ‘εμείς’, η ηρεμία ή ο φανατισμός ανάλογα με την εκάστοτε ερμηνεία των θρησκευτικών δογμάτων, η πεισματική προσήλωση στη μοίρα, που απαλλάσσει από τις ευθύνες και η χαλαρότητα της χρονικής αντίληψης. Τα αγχωτικά ανταλλάγματα του μεταβιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης εξοβελίζονται ως ακατανόητα και ανεπιθύμητα. Η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου μετρά περισσότερο από την φρενήρη εργασία, ακόμα κι αν αυτό προεξοφλεί χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Η παθητικότητα αντικαθιστά την πρωτοβουλία και το απόλυτο αγαθό αφήνει την ανθρώπινη συνείδηση αμέτοχη. Η ελευθερία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά καθορίζεται ανάλογα με τα συμφέροντα των κυβερνούντων.
Τέλος, σε άλλες εθνικές ομάδες κοινωνικά επιθυμητό είναι να μην υπερβαίνει ο άνθρωπος το μέσο όρο συμπεριφοράς των υπολοίπων και σε μερικές περιπτώσεις το επιδιωκόμενο είναι να φαίνεται κάποιος χειρότερος από αυτούς. Οι φαινομενικά αντικρουόμενες στάσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: παγκόσμια ανάγκη δεν είναι να κατέχει το άτομο κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, ανάλογες με τα ιδανικά του πολιτισμού μέσα στον οποίο αναπτύσσεται, αλλά να μεγιστοποιεί τα συναισθήματα της αξίας του εαυτού, άσχετα με τον τρόπο που επιτυγχάνεται τούτο.
Η δραματική ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών κατά τον εικοστό αιώνα- τουλάχιστον στις βιομηχανικές χώρες- συντέλεσε στην διατράνωση της επιχειρηματικότητας και έφερε σε επαφή συστήματα με ετερόκλητες δομές, στόχους, ήθη και οικονομίες. Το γεγονός αυτό, αλλά κυρίως ο καλπάζων ρυθμός, με τον οποίο επιβλήθηκε, και η μονομέρειά του, αποσυντόνισε την έννοια του έθνους, αλλά έπληξε πολύ περισσότερο την πολιτισμική ταυτότητα και αυτοεκτίμηση. Αποτέλεσμα, η εισαγωγή του όρου ‘παγκοσμιοποίηση’ στη φρασεολογία εκατομμυρίων ανυποψίαστων ανθρώπων, που υπέστησαν μια ισχυρότατη αποπληξία, αδυνατώντας να επαναπροδιορίσουν και να ανασκευάσουν την στοχοθεσία, τις πράξεις, τις παραδόσεις και την πορεία τους, υπό το πρίσμα της νέας πραγματικότητας. Τα αυθεντικά πρότυπα, αυτά δηλαδή που αναγορεύονται από την κοινωνική ομάδα, στην οποία ανήκουν και η σύγχυση, που επέφερε ο βομβαρδισμός από καινοφανή ερεθίσματα, επιτάχυνε την μεταβολή των δομών του συστήματος και αποπροσανατόλισε τους λιγότερο μυημένους. Η αστάθεια αντικατοπτρίζεται στην ανικανότητα των ανθρώπων να επιλέξουν τις αρχές και τις αξίες, με τις οποίες θα εναρμονίσουν τις προσωπικές τους συμπεριφορές, με συνέπεια η αυτοεκτίμηση να βασίζεται σε καθαρά υποκειμενικές κρίσεις, χωρίς κοινωνικό αντίκρυσμα. Το χειρότερο στην υπόθεση είναι ότι η ανεπάρκεια του αυτοπροσδιορισμού συντέλεσε στην αλόγιστη και άνευ όρων αποδοχή ενός αλλότριου και ξενόφερτου αξιολογικού μοντέλου και στην αχαλίνωτη αντιγραφή υπερεθνικών τρόπων ζωής. Η αυτοεκτίμηση της πλειοψηφίας σήμερα είναι δανεική.
Ο όρος ‘ παγκοσμιοποίηση’ αναφέρεται στην μεταβίβαση, προσαρμογή και ανάπτυξη ηθών, στάσεων, συμπεριφορών και γνώσης προερχόμενης από όλες τις χώρες του πλανήτη προς ένα κράτος, οργανισμό, εταιρεία ή άτομο και αντίστροφα. Περιλαμβάνει την δικτύωση των πληροφοριακών συστημάτων, τη διασύνδεση των μέσων μεταφοράς, την αλληλεξάρτηση της εμπορικής διακίνησης, την εξάπλωση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, την διαμόρφωση κοινών πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών προτύπων, το σχηματισμό συμμαχιών και ανταγωνισμού ανεξάρτητων από την τοπική εγγύτητα, και την καθιέρωση παγκοσμίων μέτρων σύγκρισης και ποιότητας. Αφορά τη διακίνηση του εργατικού δυναμικού και των αγαθών, καθώς και τον επιμερισμό της διοίκησης και ελέγχου.
Παρά τα εμφανή πλεονεκτήματα για όσες κρατικές οντότητες και οργανισμούς είχαν προβλέψει τις εξελίξεις και είχαν αποποιηθεί της εσωστρέφειας, οι παρενέργειες ήταν τόσο καταιγιστικές, που φαινόμενα όπως αυτά της Γένοβας είναι απόλυτα προδιαγεγραμμένα : Για πολλοστή φορά το μέσο είχε υπερβεί το δημιουργό του και η τεχνολογία είχε προσπεράσει την ικανότητα των εθνών να την ενσωματώσουν, ώστε να είναι λειτουργική, κοινοφελής, και όχι υποχείριο των ευρώστων.
Αν και οι αρχές της παγκοσμιοποίησης χαιδεύουν την ακοή και εξάπτουν τη φαντασία, ευαγγελιζόμενες την δημιουργία ενός ασύνορου και αδελφοποιημένου κόσμου, όπου τα εθνικά όρια θα αποτελούν νοσηρά κατασκευάσματα της καχυποψίας, το εγχείρημα αυτό είναι ανεδαφικά πρόωρο και η ανθρωπότητα ανέτοιμη να το υλοποιήσει. Η αληθής οικουμενική κοινωνία θα παραμένει όναρ φευγαλέο, όσο η ίση κατανομή των αγαθών και η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων δεν θα αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξύψωση του ανθρώπου και όσο η έννοια του αθέμιτου κέρδους και της εξουσίας δεν θα εξαλείφεται από τις φιλοδοξίες των ισχυρών του πλανήτη. Η πρόσκληση εκ μέρους των ευημερούντων προς τους ασθενέστερους λαούς να συμμεριστούν τα οράματά τους και να συνεργήσουν στις προοπτικές ομοιάζει με την παγίδα του Τάνταλου στους θεούς, μόνο που στην περίπτωση αυτή οι ένοχοι έχουν προεξοφλήσει την ατιμωρησία τους.
Ο πρωτοφανής βομβαρδισμός με πληροφορίες σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα επέφερε ένα καθολικό συναίσθημα κορεσμού και ανασφάλειας, προερχομένης από την αδυναμία αφομοίωσης και αξιοποίησης τους. Ο σημερινός πεπαιδευμένος είναι ο αστοιχείωτος του αύριο και η αυτοεκτίμηση, που αντλεί από την καλλιέργειά του, θα μεταβληθεί σύντομα σε αναχρονιστική έπαρση, εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασής του στις πηγές των πληροφοριών. Η ανικανότητα αυτή διαπερνά όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση και το πλέγμα των συσχετισμών της, επιβάλλοντας μια ισοπεδωτική εξομοίωση προς τα κάτω. Τόσο τα άτομα όσο και οι ομάδες επηρεάζονται εξίσου καθοριστικά και αντιδρούν είτε σπασμωδικά είτε συστηματικά, ανάλογα με το επίπεδο ωρίμανσής τους. Έτσι γίνονται διακριτές τέσσερις κατηγορίες αντιμετώπισης του φαινομένου:

• Υπάρχουν αυτοί που κωφεύουν στις εξελίξεις προσκολλημένοι στον εφησυχασμό, την υπνωτική αδράνεια και τον στρουθοκαμηλισμό της καθημερινότητάς τους. Τα άτομα αυτά ανακυκλώνουν την αυτοεκτίμηση, χωρίς να την προσαρμόζουν ή την αναζητούν σε πλαίσια, που έχουν πάψει να είναι λειτουργικά.

• Άλλοι καρπώνονται μέρος μόνο των αλλαγών και κυρίως όσες, κατευθυνόμενες από τις βιομηχανίες, εγείρουν το αισθητήριο της αγοράς, αναπτύσσοντας την ψευδή αυτοεκτίμηση του καταναλωτισμού.

• Πολλοί εκμεταλλευόμενοι την αστάθεια και την αμηχανία μπροστά στα νέα δεδομένα δράττονται της ευκαιρίας, για να αναβιώσουν επαναστατικά κελεύσματα και δράσεις από το παρελθόν. Οι άνθρωποι αυτοί κερδίζουν την αυτοεκτίμησή τους συμμετέχοντας σε ριζοσπαστικές ομάδες με εξωπραγματικά κατά κανόνα καταστατικά αρχών και επιδιώξεων.

• Τέλος υπάρχουν και αυτοί που, ευαισθητοποιημένοι στα σημεία των καιρών και κατέχοντας τις επιταγές της ιστορικότητας, κατανοούν ότι η πρόοδος είναι τελολογικά μη αναστρέψιμη και αγνοητέα, οπότε έχουν επιδοθεί σε προπαρασκευή για την ομαλή εξοικείωσή τους. Η αυτοεκτίμηση προέρχεται από την ταύτιση των αξιών με οικουμενικά πρότυπα προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες της τοπικής πραγματικότητας.


Η παγκοσμιοποίηση ως εφεύρημα της κοινωνίας των πληροφοριών είναι ο δούρειος ίππος για την άλωση της εθνικής και ατομικής αυτοεκτίμησης, αλλά ενδεχομένως και το κύκνειο άσμα των καιροσκόπων που προσπαθούν εναγωνίως να την προωθήσουν ως πανάκεια στις νόσους, που οι ίδιοι επέφεραν. Ο λόγος της πρόωρης κατάρρευσης του μύθου της εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν στηρίχτηκε σε ανθρωπιστικές, αλλά αποκλειστικά σε οικονομικές μεταβλητές και τα αγαθά, που προσφέρει, είναι τα προσχήματα για τη διεθνοποίηση των εξαγωγών των άχρηστων προιόντων του καπιταλισμού. Δυτικές εταιρείες και ανατολικά κακέκτυπά τους με αποικιοκρατική αντίληψη απομυζούν τις πρώτες ύλες του πλανήτη και παρέχουν DVD αντί για τροφή, κόκα κόλα αντί για υδάτινους πόρους, και conditioner για μαλλιά, που σύντομα θα πέσουν από τους καρκίνους, που προκαλεί η τοξικότητα των τεχνολογικών εξελίξεων και της νεοπλασικής κουλτούρας τους. Οι αξίες του κάθε πολιτισμού αντικαθίστανται από τηλεοπτικούς ήρωες και χολυγουντιανά ιδανικά, που με έμβλημα τον κρετινισμό και την ιλαρότητα, γεμίζουν με κόπρο του Αυγεία τα όνειρα και τις προσδοκίες εκατομμυρίων δύστηνων φερεφώνων. Έτσι οι Έλληνες πείθονται ότι ο Ηρακλής ανέκραξε το ‘ Η πόλις εάλω’ παρέα με τον συμπολεμιστή του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο Βουδισμός έχει τόση αξία, όση και οι ηθοποιοί που τον ασπάστηκαν, οι μωαμεθανοί είναι ωρολογιακές βόμβες και μύχια ελπίδα των εφήβων κοριτσιών να γίνουν μαζορέτες και λολίτες στο πορνείο των αμερικανότροπων ηθών. Οι τοπικές παραδόσεις παραμερίζονται από παρακμιακές και σχιζοειδείς τάσεις, οι γλώσσες και οι διάλεκτοι παραδίδονται αμαχητί στην παντοδυναμία της πιο ανεπαρκούς και μινιμαλιστικής μορφής επικοινωνίας και αντί για την φυσική συνέχεια των πολιτισμικών φαινομένων ένας ανευ προηγουμένου συναινετικός βιασμός τους προβάλλεται ως θεμιτός. Τα περισσότερα κράτη αδυνατούν να χαράξουν μια σταθερή πολιτική απέναντι στο επιδημικό αυτό φαινόμενο και οι αντιδράσεις τους στην καλύτερη περίπτωση ελέγχονται ως τυχάρπαστες και παθητικές. Οι κυβερνήσεις και τα κοπάδια των οπαδών τους υποθήκευσαν την αυτοεκτίμηση και την περηφάνεια τους αντί πινακίου φακής στους μυωπικούς ειδήμονες του διεθνούς νομισματικού ταμείου, που ξεπουλούν στην πρώτη ζήτηση τα ιερά και όσια των εθνών.
Η απώλεια της αυτοεκτίμησης συνδέεται πλέον με την αδυναμία των πολιτών να διαχειρίζονται και να προσαρμόζονται στις αλλαγές και στην ανικανότητα των διοικούντων να συγκρατήσουν την προεξοφλημένη πτώση των ειδώλων τους. Στον κοινωνικό τομέα οι πληθυσμιακές αγέλες έχοντας εφησυχαστεί σε μια παράδοξη μορφή διακυβέρνησης, ενός συνοθυλεύματος λαικής οχλοκρατίας και κυβερνητικής ολιγαρχίας, που βλάσφημα ή αφελώς αποκαλούν δημοκρατία, εκπλήττονται, καθώς διαπιστώνουν ότι τα κέντρα εξουσίας βρίσκονταν ανέκαθεν εκτός συνόρων και ότι τόσοι αιματηροί αγώνες εξανεμίστηκαν αναίμακτα και ευρηματικά από εξειδικευμένους παραχαράκτες της αξιοπρέπειας των μαζών. Η διαφήμιση έχει προ πολλού νικήσει την επαναστατικότητα και τα ιδεώδη, που κάποτε έπαλλαν τις καρδιές των νέων έχουν αντικατασταθεί από τους παλμούς της εκκωφαντικής μουσικής και της εθελούσιας αδιαφορίας. Μαζί με αυτά χάθηκε και η πολιτική αυτοεκτίμηση, αυτή που έθρεψε με ουτοπία τις γενεές των μαρτύρων της.



1.6.4 Αυτοεκτίμηση του γένους ή του είδους

Η αυτοεκτίμηση του γένους των ανθρώπων πηγάζει από την ανωτερότητα του είδους μας και τα επιτεύγματα της σκέψης. Η φύση, αν και πολλές φορές με το μένος της διακωμωδεί την αλαζονεία, έπαψε να είναι ο μεγάλος αντίπαλος. Ο άνθρωπος έχοντας περιγράψει και κατανοήσει τη νομοτέλεια, άρχισε πλέον να επεμβαίνει δυναμικά στη διαμόρφωσή της και, προχωρώντας ακόμα παραπέρα, βάλθηκε να αποστασιοποιηθεί και να αναμετρηθεί μαζί της προτάσσοντας την δική του εικονική πραγματικότητα. Στο άρθρο ‘Παριστάνοντας το Θεό’ ( περιοδικό Info-com Αύγουστος 2002 ,66, σ. 133) αναφέρεται:
‘ O ηλεκτρονικός υπολογιστής γίνεται ψηφιακός βιότοπος, καθώς νευρικά κύτταρα θα αντικαταστήσουν την ηλεκτρονική μνήμη. Ο επεξεργαστής ενός τέτοιου υπολογιστή μαθαίνει να εξελίσσεται, ενσωματώνοντας τις διαδικασίες της ζωής, με κανόνες και νόμους. Μέσα στο περιβάλλον του θα αναπτυχθεί μια νέα μορφή τεχνητής νοημοσύνης, η ψηφιακή ζωή..Ξεκινώντας από τα κυτταρικά αυτόματα συστήματα, ικανά να αναπαράγονται μόνα τους, και χρησιμοποιώντας απλούς κανόνες συμπεριφοράς, φτάνουμε στα νευρωνικά δίκτυα, μια προγραμματιστική προσομοίωση του ανθρώπινου εγκεφάλου, με δυνατότητα μάθησης με παραδείγματα. Τα προγράμματα θα γίνουν αυτόνομα, θα διδάσκονται από την εμπειρία, θα διορθώνουν τα λάθη τους και θα καθορίζουν το ψηφιακό τους οικοσύστημα. Κατόπιν θα εισέρχονται σε ένα δαρβινικό περιβάλλον εξέλιξης και θα ανταγωνίζονται για την επικράτηση του ισχυροτέρου.....Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σύντομα θα μεταβληθεί σε μια ζούγκλα ζωντανών ψηφιακών οργανισμών, όπου τίποτα δεν θα εμποδίζει τους πιο δυνατούς από αυτούς να γίνουν εξυπνότεροι από τον άνθρωπο, χωρίς καν να καταλάβουμε τη χρονική στιγμή, που συνέβη αυτό.’

Ο άνθρωπος μπορεί δικαιωματικά να επαίρεται για τα έργα του, την τεχνολογική του εξέλιξη, την ιατρική πρόοδο, την επανάσταση της πληροφορίας, αλλά η αυτοεκτίμηση και η περηφάνεια για το είδος μας απέχει παρασάγγας από την θριαμβολογία: Οι θαυμαστές αυτές ανακαλύψεις είναι απλώς τα μέσα, με τα οποία θα γινόταν εφικτός ο σκοπός, το νερό στην έρημο, που η σώφρων χρήση του θα φανέρωνε την γη της επαγγελίας. Είναι η οδός η άγουσα σε τέρματα ανεξιχνίαστα και σε προορισμούς αναπάντεχους. Προετοιμάστηκε καλά για την πορεία η ανθρωπότητα, φόρτωσε τα σακίδιά της μέχρι επάνω με εφόδια, όπως το μυαλό και το συναίσθημα, αλλά ξεχάσε την Ιθάκη. Η αποστολή έχει προ πολλού γίνει παρανάλωμα της λήθης, ρομαντική επωδός σε ‘αναχρονιστικές’ συζητήσεις και οχληρή υπενθύμιση περιθωριακών. Κανείς πια δεν ενδιαφέρεται για την αρχική ρότα, για τον πολικό που χάθηκε, αφήνοντάς μας στο έλεος της τρικυμίας. Γητεμένοι όλοι μεθοκοπούν σε παλάτια της Κίρκης και τυρβάζουν περί πολλά, εθελοτυφλώντας στην αλλοτρίωση και στην μαινόμενη αποκτήνωση. Κάθε πρόοδος του ανθρώπου, κάθε επίτευγμα και εφεύρεση ακυρώνεται και ωχριά μπροστά στη θέα του νεκρού συγγενή, που η ανεπάρκεια περίθαλψης τον άφησε αβοήθητο στους διαδρόμους οζόντων νοσοκομείων. Η κβαντομηχανική, τα νετρίνα, τα πάλσαρ, η κλωνοποίηση, οι μαύρες τρύπες, η θεωρία του χάους και η αξιοποίηση κάθε επιστημονικής έννοιας γίνεται ύποπτη, όσο και ο ανθρωπισμός των άστοχων έξυπνων όπλων και των δολοφόνων, που τα εκτοξεύουν. Κάθε σωτήριο φάρμακο μετατρέπεται σε δηλητήριο της συνείδησης νοθευμένο με τους γόους των πασχόντων, που δεν είχαν πρόσβαση σε αυτό. Το ίντερνετ, οι τηλεπικοινωνίες, ο μηδενισμός των αποστάσεων και η πληροφορική είναι όροι κενοί και κύμβαλα αλαλάζοντα , εφόσον η πλειονότητα του πληθυσμού έχει αποκλειστεί από την χρήση τους. Η αδιαφορία έχει περισσέψει σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί κάποτε η ανατροπή να θεριέψει όχι από φιλοσοφικά ή πολιτικά συστήματα, ούτε καν από τις ορδές των πεινασμένων της γης και των αδικουμένων, αλλά από κάποια άγνωστη περιφερειακή ομάδα, που θα ανδρωθεί αθέατη στις παρυφές του πολιτισμού και αφού προσυλητίσει τους απελπισμένους, σαν καρκίνωμα θα εξαλείψει την τάξη, ιδρύοντας το νέο ολοκληρωτισμό. Όσο οι λαοί γίνονται συνένοχοι στους ‘δημοκρατικούς’ πολέμους εκλέγοντας τους σηψαιμικούς και φθισήνορους ηγέτες τους, όσο εξακολουθούν να πληρώνουν αγόγγυστα τα αργύρια της υποτέλειας στους παγκόσμιους τελώνες της αξιοπρέπειας, τόσο η αυτοεκτίμηση του είδους μας θα μύρεται την απώλειά της. Κι όσο τα άτομα επιδιώκουν να εναρμονίσουν τη συμπεριφορά τους, ώστε να γίνονται αποδεκτά, με εμβόλιμα και ανοίκεια κοινωνικά ιδανικά, τόσο η φαινομενική αυτοεκτίμηση θα αντικαθιστά την γνήσια και αυθεντική, καλύπτοντας την ανισορροπία και τη σύγκρουση, που καιροφυλακτούν. Η αυτοεκτίμηση του γένους των ανθρώπων, που προκύπτει από τις συνέπειες των ενεργειών μας στον πλανήτη, στους συνανθρώπους και στον αυτοσεβασμό μας, οφείλει να είναι χαμηλή. Τουλάχιστον αυτό θα είναι μια ένδειξη ότι όλα δεν έχουν ακόμα αφανιστεί.

Η αυτοεκτίμηση είναι το φυλαχτό της ύπαρξης, αν και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με το εξελικτικό στάδιο του ατόμου. Η διατήρησή της μπορεί να γίνει αυτοσκοπός, ενώ η μείωσή οδηγεί στην ψυχοπαθολογία. Οι τρόποι και τα μέσα ανακύκλωσής της πολλοί. Είτε πρόκειται για φήμη, για επαγγελματική καταξίωση, απόκτηση μιας μηχανής δρόμου ή ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, δημιουργία οικογένειας ή συγγραφή πετυχημένου βιβλίου, διάπλαση καλλίγραμμου σώματος ή επιτυχία στο αντίθετο φύλο, αγορά ενός ρούχου της μόδας και σαρωτική νίκη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή ακόμα κι αν αφορά καταστάσεις περισσότερο φαντασιωμένες παρά πραγματικές, ο σκοπός είναι ένας και ιερός και καθαγιάζει όλα τα μέσα: είναι η ασυναίσθητη πάλη των ανθρώπων να αποδείξουν, γιατί είναι μοναδικοί στο σύμπαν και στην ιστορία. Η απόφαση για τις οδούς που θα ακολουθηθούν, για να επισπευστεί η απάντηση επαφίονται στην ιδιοσυγκρασία, τις οικογενειακές καταβολές την μόρφωση, το πολιτισμικό πλαίσιο, τη χρονική στιγμή, τις διαθέσιμες επιλογές και τις αρχές της κοινωνίας. Μόνο που αν δεν δεχτούμε ότι υφίστανται αξίες και αρετές, που είναι αντικειμενικές, άφθορες και υπεράνω της ιστορικότητας, και οι οποίες πρέπει να αναζητούνται, να διδάσκονται και να διαιωνίζονται από τους ανθρώπους, άσχετα από τις περιστάσεις και τις μεταβολές του βίου, τότε τα πρότυπα, πάνω στα οποία θα στηριχθεί η συλλογική και ατομική αυτοεκτίμηση, θα συντελούν στην αλλοτρίωσή της και θα την εξομοιώνουν με έπαρση και κενοδοξία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα