Αυτοεκτίμηση για εκπαιδευτικούς

Βίκυ Σίμου και Ευστράτιος Παπάνης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

Φωνές διαμαρτυρίας ακούγονται σε όλη τη χώρα σχετικά με την ανάγκη αλλαγών στην εκπαίδευση. Τονίζεται ότι οι προσπάθειες για ανασχηματισμό, ανασυγκρότηση και για καινοτομίες, πρέπει να ικα¬νοποιήσουν τις απαιτήσεις για την προαγωγή καλύτερα εκπαιδευμένων μαθητών. Από πολλές απόψεις, τα σχολεία κάνουν καλύτερη δουλειά συγκριτικά με το παρελθόν, ιδίως σ’ ότι αφορά την αναγνώριση των ατομικών διαφορών, αλλά και την αποφοίτηση ενός μεγαλύ¬τερου ποσοστού μαθητών από το Γυμνάσιο. Αλλά οι απαιτήσεις για ένα εργατικό δυναμικό πολύ υψηλότερα εκπαιδευμένο, προβάλλουν την ανάγκη για ακόμα ψηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα και προγράμματα σπουδών, που να σχετίζονται περισσότερο με το σημερινό κόσμο.
Ο κόσμος αλλά και οι μαθητές του έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι δάσκαλοι σήμερα έρχονται αντιμέτωποι με μαθητές, οι οποίοι δείχνουν ελάχιστα ενδιαφέρον για τη μόρφωση, που αισθάνονται ότι οι ενήλικες δεν τους καταλα¬βαί¬νουν, αλλά δεν κάνουν και καμιά προσπάθεια για να τους καταλάβουν, ενώ έχουν ελάχιστες ελπίδες για τον εαυτό τους και το μέλλον. Το οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών σήμερα, διαφέρει σημαντικά από εκείνο των 10 με 15 προηγούμενων χρόνων. Για παράδειγμα, 90% περίπου των παιδιών που πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο έχουν ήδη βιώ¬σει μία οικογενειακή αλλαγή (όπως διαζύγιο ή χωρισμό) και περισσότερο από το 50% (περίπου) προέρχεται από οικογένειες που η μητέρα εργάζεται έξω από το σπίτι. Επιπρόσθετα, λιγότερο από το 10% των μαθητών του Γυμνασίου προέρχονται από οικογένειες στις οποίες ο πατέρας προσφέρει την πρωταρχική πηγή εισοδήματος και η μητέρα φροντίζει τα παιδιά στο σπίτι.
Αυτή η αλλαγή στη δομή και της Ελληνικής οικογένειας, φαίνεται καλύτερα στο γεγονός ότι το 1970, περίπου το 90% των παιδιών είχαν παππούδες και γιαγιάδες που ζούσαν στο ίδιο σπίτι μ’ αυτά ή πολύ κοντά στη γειτονιά. Το 1990, υπολογίζεται ότι το λιγότερο από το 10% των παιδιών έχουν παππούδες και γιαγιάδες άμεσα διαθέσιμους.
Παράλληλα με τη μείωση της συμμετοχής σε οργανισμούς για νέους και την έλλειψη παρουσίας στην Εκκλησία, τα παιδιά σήμερα, βρίσκουν λιγότερες πηγές για κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη. Επιπρόσθετα, ένας αυξανόμενος αριθμός μαθητών βιώνει το συναισθηματικό τραύμα ενός χωρισμού, την αστάθεια που προκύπτει όταν ζει πρώτα με τον ένα από τους δύο γονείς κι έπειτα με τον άλλον, ή όταν μετακινείται από σχολείο σε σχολείο αλλά και τη μοναξιά, αποτέλεσμα της εξωτερικής εργασίας του ενός ή και των δύο γονιών για εκτεταμένες περιόδους στη διάρκεια της ημέρας.
Αποτέλεσμα τέτοιων αλλαγών είναι ότι πολλοί μαθητές είναι λειτουργικά ανίκανοι να συγκεντρωθούν στα σχολικά τους καθήκοντα και βιώνουν ψυχολογικό πόνο και πίεση. Μέχρι να ικανοποιηθούν οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών για ασφάλεια, ταυτότητα αλλά και η αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, είναι ανίκανα να λειτουργήσουν διανοητικά. Πολλά παιδιά δε μπορούν να θυμηθούν τι διδάχτηκαν στο σχολείο την προηγούμενη μέρα, επειδή είναι συγκεντρωμένα στις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες.
Η οικογένεια αναγνωρίζεται ότι είναι ο πρωταρχικά υπεύθυνος για την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών αλλά, εξαιτίας των σημερινών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, πολλές οικογένειες είναι ανίκανες να παρέχουν τις βασικές συνθήκες για την ευνοϊκότερη ανάπτυξη των παιδιών τους. Τα σχολεία, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν παρά ελάχιστη επιλογή στο να προσφέρουν κάποια συμπληρωματική υποστήριξη, όταν αυτή χρειάζεται. Αν θέλουμε οι μαθητές να λειτουργούν σε υψηλότερα διανοητικά επί¬πεδα, τότε πρέπει να παρέχονται στο σχολείο συνθήκες και εμπειρίες, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές να λειτουργούν σε τέτοια επίπεδα. Μπορούμε να βελτιώσουμε σημαντικά τις σχολικές συνθή¬κες, ώστε οι μαθητές να μπορούν να λειτουργούν περισσότερο αποτε¬λεσματικά, χωρίς όμως να θυσιάζουμε τη πρωταρχική μας ευθύνη, δηλ. την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής προόδου.
Σαν εκπαιδευτές βοηθάμε τους ανθρώπους να αναπτυχθούν. Οι αποτελεσματικοί δάσκαλοι πάντοτε ενδιαφέρονται για την ευημερία των μαθητών τους. Οι δάσκαλοι που μεταφέρουν ένα αίσθημα φροντίδας στους μαθητές τους, είναι γνωστό ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικοί. Αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να ενδιαφερόμαστε. Πρέπει να παρέχουμε εμπειρίες στα παιδιά, ώστε να κατανοήσουν τον εαυτό τους, ν’ αντιληφθούν ποιες επιλογές και εναλλακτικές λύσεις έχουν, πώς μπορούν ν’ αναπτύξουν επιτυχημένες κοινωνικές σχέσεις, αλλά και πώς ν’ αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή τους. Είναι δυνατό να καλυφθούν τέτοιες ανάγκες, χωρίς να υπάρξει μείωση της ακαδημαϊκής προόδου. Σημαντικές έρευνες στο εξωτερικό αποδεικνύουν ότι όλα τα σχολεία που έχουν αναγνωριστεί ως “αποτελεσματικά σχολεία”, οφείλουν την επιτυχία τους στην έμφαση που δίνουν στην Αυτοεκτίμηση και το σχολικό κλίμα. (Purkey & Aspey, 1958 / Thomas, 1991).
Όλο και περισσότερα σχολεία ανακαλύπτουν ότι η έμφαση στην αυτοεκτίμηση ενδυναμώνει το περιβάλλον της μάθησης, μειώνει τις συγκρούσεις μεταξύ των συμμαθητών και δημιουργεί περισσότερο επιθυμητές συνθήκες διδασκαλίας. Στην Καλιφόρνια το 94% των σχολείων έχουν υιοθετήσει προγράμματα για την ανάπτυξη των μαθητών τους. Τα περισσότερα σχολεία που έχουν επιλεγεί ως Διακεκριμένα Σχολεία στην Αμερική και την Ευρώπη, έχουν επίσης αναπτύξει προγράμματα για την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης του προσωπικού.


ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

Ο όρος “αυτοεκτίμηση” αρχίζει να γίνεται πλέον παγκόσμια κατανοητός. Συνήθως χρησιμοποιείται για ν’ αναφερθούν οι αξιολο¬γήσεις που οι άνθρωποι κάνουν, αλλά και συντηρούν σχετικά με τον εαυτό τους. Περιλαμβάνει διαθέσεις αποδοχής ή απόρριψης και το βαθμό που οι άνθρωποι νιώθουν αξιόλογοι, μοναδικοί και αποτελε¬σματικοί, στη καθημερινή τους ζωή.
Ο William James (1890), ίσως ο ιδρυτής της ψυχολογίας της αυτοεκτίμησης, είδε την αυτοεκτίμηση σαν την απόσταση ανάμεσα στον “ιδανικό εαυτό” και στον “αντιληπτό εαυτό”. Ο Nathaniel Branden (1983), όρισε την αυτοεκτίμηση ως “την (προ)διάθεση να βιώνει κανείς τον εαυτό του ως επαρκή για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, αλλά και ως άξιο να δεχτεί την επιτυχία και την ευτυχία”. Η Briggs ανέφερε ότι η αυτοεκτίμηση είναι “το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος έχει για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανο¬μένου του αυτοσεβασμού και της αυταξίας. Αυτά τα συναισθήματα, δήλωσε, βασίζονται στην πεποίθηση ότι το άτομο είναι: α) αξια¬γάπητο και β) αξίζει το κόπο - που σημαίνει ότι είναι αρκετά επαρκής ώστε να αντιμετωπίζει τον εαυτό του, αλλά και το περιβάλλον του, ενώ έχει κάτι να προσφέρει στους άλλους.
Οι Bean & Clemes εξισώνουν την αυτοεκτίμηση με το συναί¬σθημα της ικανοποίησης που προκύπτει όταν οι ατομικές ανάγκες ικανοποιούνται. Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που οι άνθρωποι χειρίζονται τον κόσμο ή τον επηρεάζουν μέσα από τις ικανότητες τους, αλλά και από τον τρόπο που επηρεάζονται από τον κόσμο ή το περιβάλλον τους. Οι Carothers & Gasten πιστεύουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι το τι πιστεύει και αισθάνεται κάποιος για την αυτοεικόνα του. Το “California Task Force” για την Προαγωγή της Αυτοεκτίμησης και της Προσωπικής και Κοινωνικής Υπευθυνότητας (1990) συμφώ¬νησε ότι η αυτοεκτίμηση ορίζεται ως “εκτιμώ τη δική μου αξία και σπουδαιότητα κι έχω τη διάθεση να είμαι υπόλογος για τον εαυτό μου και να ενεργώ υπεύθυνα απέναντι στους άλλους”.
Τον Ιούνιο του 1992, το Διοικητικό Συμβούλιο του “Εθνικού Συμβου¬λίου για την Αυτοεκτίμηση”, με το οποίο είναι συνδεδεμένο και το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ, συμφώνησε ότι αυτοεκτίμηση είναι “η εμπειρία του να είσαι ικανός να χειρίζεσαι τις προκλήσεις της ζωής και να αισθάνεσαι άξιος για την ευτυχία”. Ο ορισμός αυτός προκύπτει από την εγκεφαλική διαδικασία της αξιολό¬γησης του εαυτού και της συναισθηματικής διαδικασίας του να νιώθεις ότι “αξίζεις”.

Έξι περιοχές καθορίζουν αυτές τις διαδικασίες:

 Κληρονομικά χαρακτηριστικά, όπως ευφυΐα, εμφάνιση, σωματικές ικανότητες.
 Ηθική αρετή ή ακεραιότητα.
 Κατορθώματα ή επιτυχίες στη ζωή, όπως δεξιότητες, κεκτημένα υπάρχοντα, επιτεύγματα.
 Η αίσθηση ότι σε συμπαθούν και σε αγαπούν.
 Η αίσθηση ότι είσαι μοναδικός, αξίζεις το καλύτερο κι ότι αξίζεις το σεβασμό των άλλων.
 Η αίσθηση ότι εσύ ελέγχεις τη ζωή σου.

Σ’ αυτές τις διαδικασίες δεν υπονοείται ούτε έπαρση, ούτε αυτοϊκανοποίηση εις βάρος των άλλων. Η αυτοεκτίμηση δεν προ¬έρχεται από τον ανταγωνισμό με τους άλλους, ούτε αντιστοιχεί στις επιτυχίες ή αποτυχίες ενός ατόμου. Βασίζεται περισσότερο σ’ ένα αίσθημα επάρκειας κι αποτελεσματικότητας στην αντιμετώπιση του μέλλοντος, παρά στην ικανοποίηση που προκύπτει από προηγούμενα επιτεύγματα.
Η Αυτοεκτίμηση διαφέρει από την αυτοαντίληψη ή αυτοεικόνα, την εικόνα που κάποιος έχει για τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος έχει για τις πολλαπλές αυτοεικόνες του. Όταν μιλάμε για τον εαυτό, συνήθως το κάνουμε σα να είναι μία καθαρή, απλή σύλληψη. Ο William James (1890) αναγνώρισε τέσσερις όψεις του εαυτού: το φυσικό (σωματικό) εαυτό, τον κοινωνικό εαυτό, το γνωστικό εαυτό και το διανοητικό εαυτό. Έτσι η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου, επηρεάζεται ανάλογα με το ποια όψη του εαυτού λαμβάνεται περισσότερο υπόψη.
Ο Adler (1969) στήριξε την άποψή του για την αυτοεκτίμηση στο φυσικό αγώνα του ατόμου για ανωτερότητα, μέσα από την επίτευξη των στόχων του. Υποστήριξε ότι τα άτομα έρχονται στον κόσμο σε μία κατάσταση κατωτερότητας κι αγωνίζονται για την ανωτερότητα.
Το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς είναι η σκοπιμότητα ή κατευθύνεται από στόχους, όχι πάντα συνειδητούς, καθώς και τα άτομα αγωνίζονται να πετύχουν μία θέση ανωτερότητας ή τουλάχιστον να προστατέψουν το παρόν επίπεδο αυτοεκτίμησής τους. Έτσι η αυτοεκτίμηση είναι συνεχώς εξελισσόμενη και συνιστά το σύνολο των αντιλήψεων που διατηρούμε για τον εαυτό μας σε κάποια δεδομένη στιγμή.
Στη βιβλιογραφία, υπάρχει συμφωνία σχετικά με το ότι η αυτοεκτίμηση ενδυναμώνει όλες τις πλευρές της ζωής, αφού δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έχουν αυξημένη προσωπική παρα¬γωγικότητα και ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι που έχουν θετικά συναισθήματα για τον εαυτό τους, μπορούν καλύτερα να καθορίσουν τους στόχους και τις κατευθύνσεις τους, να σταθμίσουν αντικειμενικά τις δυνάμεις τους και να αντιμετωπίζουν αποτελεσμα¬τικά τα πισωγυρίσματά τους. Πρόσθετα δέχονται πρόθυμα τις συνέπειες των πράξεών τους. Βλέπουν τα “λάθη” τους ως απαραίτητα στη διαδικασία της ανάπτυξης κι έτσι δεν καταθλίβουν τον εαυτό τους. Νιώθουν ενδυναμωμένοι. Εμπλέκονται ελεύθερα σε πράξεις συνεργα¬σίας. Έχουν περισσότερο θετικές κοινωνικές σχέσεις και η ζωή τους έχει νόημα.


ΠΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ Η ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

Τα παιδιά αρχίζουν να μορφοποιούν τα πρώτα συναισθήματα αυτοεκτίμησης τις πρώτες έξι εβδομάδες τις ζωής τους, ανάλογα με το πώς εκτιμούν ότι ο κόσμος αντιδρά στις σωματικές και συναι¬σθηματικές τους ανάγκες. Καθώς διέρχονται τα ποικίλα στάδια της ανάπτυξης, η αυτοεκτίμησή τους τροποποιείται ανάλογα με το πώς αντιδρούν οι σημαντικοί γι’ αυτούς ενήλικες στις ανάγκες τους και το βαθμό που αυτές ολοκληρώνονται επιτυχώς σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο.
Ο Stanley Coopersmith (1967) αναγνώρισε τρεις βασικές συνθήκες που προάγουν την υψηλή αυτοεκτίμηση στο περιβάλλον της οικογένειας :

 Αγάπη και στοργή χωρίς όρους.
 Σωστά καθορισμένα όρια, που σταθερά εφαρμόζονται.
 Σεβασμός που δίνεται στα παιδιά φανερά, άμεσα και καθημερινά.

Η μορφοποίηση των διαθέσεων (τάσεων) αρχίζει ν’ αναπτύσ¬σεται καθώς τα παιδιά πλησιάζουν τους άλλους, απαιτούν κι αρχίζουν να περπατούν. Όταν αυτές οι προσπάθειες συναντούν θετικές αντιδράσεις κι ενθάρρυνση, τότε τα παιδιά αρχίζουν ν’ αναπτύσσουν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης. Εάν όμως, από την άλλη πλευρά, τα παιδιά υποβιβάζονται και οι απαιτήσεις - ανάγκες τους συναντούν θυμό ή αδιαφορία, τότε τα παιδιά τείνουν να αισθάνονται ότι δεν τα θέλουν ή ότι είναι λιγότερο σημαντικά. Η γονεϊκή αντίδραση στις πρώτες προσπάθειες του παιδιού να περπατήσει ή κατά τον έλεγχο των σφιγκτήρων, για παράδειγμα, έχει ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το παιδί έχει ήδη μάθει να είναι ευαίσθητο στα συναισθήματα τη μητέρας του ή του πατέρα του. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς φοβούνται ότι το παιδί θα πέσει όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, τότε το παιδί τείνει να είναι πολύ επιφυλακτικό και να φοβάται να ρισκάρει. Όταν ένα παιδί εκπαι¬δεύεται στον έλεγχο των σφιγκτήρων και δεν είναι έτοιμο για κάτι τόσο σημαντικό για τους γονείς, τότε το παιδί εισπράττει το αίσθημα ότι δεν ικανοποιεί τις γονεϊκές φιλοδοξίες.
Το στάδιο που κοινά αναφέρεται σαν “τα φοβερά 2χρονα”, είναι το πρώτο στάδιο που το παιδί αντιλαμβάνεται στην ατομική του δύναμη. Οι προσπάθειες του παιδιού να καθορίσει τι είναι “δικό μου” και τι αφορά “εμένα”, οδηγούν σ’ ένα αίσθημα ταυτότητας ως ένα μοναδικό άτομο, ξεχωριστό από τους άλλους.
Από τη στιγμή που τα παιδιά πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, τα βασικά στοιχεία της αυτοεκτίμησης βρίσκονται στη θέση τους και τα παιδιά με υψηλά ή χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης μπορούν εύκολα ν’ αναγνωριστούν. Τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση εμπλέκονται εύκολα με τους άλλους μαθητές, απολαμβάνουν νέες εμπειρίες, είναι περίεργα και κάνουν ερωτήσεις, προσφέρουν αυθόρμητα και ανταπο¬κρίνονται στις προκλήσεις. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται ν’ αποχωριστούν τους γονείς τους, είναι απόμακρα, εμπλέκονται σε δραστηριότητες όταν νιώθουν ασφαλή, παρακο¬λουθούν τους άλλους για ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν πριν δοκιμά¬σουν κάτι καινούργιο. Σπάνια κάνουν ερωτήσεις ή απαντούν παρορμη¬τικά, έχουν δυσκολία στο να μοιράζονται και τείνουν να σχετίζονται στενά μ’ έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών.
Μερικά παιδιά μπορεί να είναι από τη φύση τους ντροπαλά κι εσωστρεφή, έχουν όμως υψηλή αυτοεκτίμηση, ακόμη κι αν δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις ή δεν προσφέρουν αυθόρμητες απαντήσεις. Όμως το παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση εμφανίζει υψηλό βαθμό άγχους, φοβάται να ρισκάρει και δεν σχετίζεται θετικά με τα άλλα παιδιά.
Πολλά παιδιά περνάνε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους με ένα γονέα ή προέρχονται από οικογένειες όπου και οι δύο γονείς εργάζονται πολλές ώρες. Συχνά αυτοί οι γονείς έχουν πολλές ασχολίες και αγωνίζονται ν’ αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτά τα παιδιά ν’ αναπτύξουν ένα δυνατό αίσθημα ταυτότητας και να κατανοήσουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτά να πεισθούν ότι είναι σημαντικά άτομα που αξίζουν το σεβασμό και την ευτυχία. Οι μελέτες αποδεικνύουν ότι παιδιά που δε λαμβάνουν προσοχή ή ανατροφοδό¬τηση, τείνουν να έχουν φτωχότερη αντίληψη για τον εαυτό τους, από εκείνα που δέχονται θετική είτε αρνητική ανατροφοδότηση σε τακτική βάση. Είναι δηλαδή σαν τα παιδιά να εξισώσουν το συναίσθημα τού πόσο σημαντικά είναι με το σύνολο της προσοχής που λαμβάνουν.
Οι δάσκαλοι μπορούν να έχουν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση των μαθητών τους, μερικές φορές χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό στην περίπτωση των παιδιών που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες ή που δεν έχουν βιώσει ανατροφοδότηση ή κάποια θετική προσοχή. Οι δάσκαλοι της Α/βάθμιας εκπαίδευσης μπορούν εύκολα να αντιλη¬φθούν εκείνα τα παιδιά που χρειάζονται επιβεβαίωση και που μερικές φορές κάνουν τα πάντα προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του δασκάλου. Αν αυτά τα παιδιά καταλάβουν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν την προσοχή του δασκάλου μέσα από κάποιο επίτευγμα ή θετικό μέσο, τότε θα καταφύγουν στην ανάρμοστη συμπεριφορά, για να μην αγνοηθούν. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό, οι δάσκαλοι να μεταφέρουν ένα αίσθημα φροντίδας σε κάθε μαθητή, ειδικότερα σ’ εκείνους που δεν κάνουν εύκολα σχέσεις και οι οποίοι χρειάζονται αυτό το αίσθημα περισσότερο από τους άλλους.
Καθώς τα παιδιά πλησιάζουν την εφηβεία, οι παράγοντες που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στην αυτοεκτίμησή τους αρχίζουν να αλλάζουν. Από το να ευχαριστεί κανείς τους ενήλικες, τείνει να κερδίσει την αποδοχή των συνομηλίκων του. Για τα αγόρια, ηλικίας 11-14, η σωματική δύναμη και η δημοτικότητα στα κορίτσια, φαίνεται να είναι παράγοντες πρωταρχικής σημασίας. Για τα κορίτσια, η δημοτικότητα στα αγόρια είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία αφιερώνουν ένα σημαντικό ποσό χρόνου στο να περι¬ποιούνται την εξωτερική τους εμφάνιση, στο να ενημερώνονται για το ποιος είναι φίλος με ποιόν και στο να συμβαδίζουν με τον εφηβικό τους κόσμο. Το κοινωνικό στάτους σε σχέση με τους συνομήλικες γίνεται σημαντικό για τον έφηβο. Είναι όμως δυνατόν, μαθητές που είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση γιατί μπορούσαν να ικανοποιήσουν τους ενή¬λικες, τώρα να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση ή να απομονω¬θούν κοινωνικά. Οι μαθητές που δεν μπορούν να κερδίσουν την αποδοχή μέσα από τυπικά μέσα, μπορεί να κινδυνεύουν να αναπτύξουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Σ’ αυτή την περίπτωση αγωνί¬ζονται για να βρουν τρόπους με τους οποίους να αισθανθούν ση¬μαντικοί, έστω και με αποκλίνοντες τρόπους. Τέτοιοι μαθητές συνήθως είναι αυτοί που πίνουν αλκοόλ ή καταφεύγουν στα ναρκωτικά, καυχιούνται για τα σεξουαλικά τους επιτεύγματα ή ρισκάρουν επικίνδυνα.
Οι πρωταρχικοί παράγοντες στους οποίους βασίζεται η αυτο¬εκτίμηση συνεχώς αλλάζουν. Καθώς οι μαθητές πηγαίνουν στο Λύκειο, το άγχος των εξετάσεων αυξάνει και η σημασία της κοινωνικής δημο¬τικότητας μειώνεται. Δίνεται περισσότερη σημασία στην εκτίμηση του ατόμου για τις ικανότητές του. Η “καριέρα” απασχολεί ιδιαίτερα τον έφηβο σ’ αυτή την ηλικία. Με την έναρξη της ενηλικίωσης μεγα¬λύτε¬ρη σημασία δίνεται στην επιτυχία, στην επίτευξη και στο εισόδημα, ενώ λιγότερη σημασία αποδίδεται στους παράγοντες που ήταν τόσο σημαντικοί στην εφηβεία-αθλητικές επιτεύξεις, δημοτικότητα, κοι¬νωνική θέση.

Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να βοηθήσουν τους μαθητές σ’ αυτή τη διαδικασία;
 Πρώτον, μπορούν να παρέχουν ευκαιρίες ώστε τα παιδιά να κερ¬δίζουν την προσοχή και να αισθάνονται σημαντικοί με αποδεκτούς τρόπους.
 Δεύτερον, μπορούν να φροντίσουν ώστε κανένα παιδί να μην αισθάνεται απομονωμένο ή κοινωνικά απορριπτέο. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως να είναι απαραίτητο να διδαχτούν βασικές κοινωνικές δεξιότητες τα παιδιά που δεν έχουν ποτέ διδαχτεί, όπως το πώς να συναναστρέφονται τους άλλους, ώστε να κερδίζουν την αποδοχή.
 Τρίτον, είναι σημαντικό να τονίζουν στους μαθητές τη σημασία της εσωτερικής αίσθησης της αυτοεκτίμησης από το να βασίζονται σε εξωτερικές πηγές όπως: το να ευχαριστούν τους άλλους, την εμφάνιση, τη δημοτικότητα, την κοινωνική θέση. Οι εσωτερικές πηγές βασίζονται στη δυνατή αίσθηση της ταυτότητας ή της αντίληψης “του ποιος είναι κάποιος”, την ξεκάθαρη γνώση του ατόμου που “κάποιος θέλει να είναι” και τα πράγματα που “αυτός θέλει να πετύχει”.
 Τέταρτον, οι δάσκαλοι μπορούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά να έχουν διορατικότητα και σχετική πρόβλεψη του μέλλοντος, βοηθώντας τα να θέτουν στόχους για τον εαυτό τους και να χρησιμοποιούν κατάλληλα μέσα για να πετύχουν σ’ αυτούς τους στόχους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα