Ποιότητα ζωής

Ευστράτιος Παπάνης

Η ποιότητα ζωής είναι αμφίσημος και πολυδιάστατος όρος, που έχει γίνει αντικείμενο έρευνας και θεωρητικής διαμάχης, εξαιτίας του πολυσήμαντου χαρακτήρα του. Οι θεωρητικές αντινομίες δεν θα είχαν τόσο μεγάλη σημασία, εάν δεν είχαν επιπτώσεις στο σχεδιασμό της κοινωνικής πολιτικής και προγραμμάτων τοπικής ανάπτυξης και εάν δεν επηρέαζαν σε μέγιστο βαθμό το βίο των πολιτών. Οι ορισμοί που μέχρι στιγμής δόθηκαν εμπεριέχουν μια ποικιλία παραγόντων, των οποίων οι αλληλοσυσχετίσεις δημιουργούν ένα δύσκολα μετρήσιμο σύνολο. Θα υποστήριζε κάποιος ότι τα κριτήρια της ποιότητας ζωής κατανέμονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα υποκειμενικά και τα κοινωνικά. Στην πρώτη εντάσσονται οι ενδοατομικές και διατομικές διαφορές και αποκλίσεις, οι προσωπικές νοηματοδοτήσεις της περιρρέουσας κοινωνικής και φυσικής ατμόσφαιρας, οι προσδοκίες και τα ατομικά σχέδια ζωής των ανθρώπων, η αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση των κατοίκων μιας περιοχής, οι γενετικές προδιαθέσεις και γενικότερα η δυναμική των επιμέρους προσωπικοτήτων.
Στα κοινωνικά πρωτεύουσα σημασία έχουν η ιστορική συγκυρία, ο πολιτικός και κοινωνικός βίος, οι οικονομικές εξελίξεις, οι προοπτικές ανάπτυξης μιας περιοχής, οι κοινωνικές διαστάσεις του φυσικού περιβάλλοντος, τα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, η εθνική ταυτότητα, η υγειονομική κατάσταση και οι δυνατότητες βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης.
Η αλληλεπίδραση των υποκειμενικών και κοινωνικών παραγόντων σχηματίζει ένα χαοτικό άθροισμα, δύσκολα ελέγξιμο και τροποποιήσιμο, που ακυρώνει κάθε πολιτική βούληση για ανάπτυξη, εάν δεν προηγηθεί ενδελεχής έρευνα και απομόνωση του ελλειμματικού κεφαλαίου μιας περιοχής. Παρά το ρευστό εννοιολογικό υπόβαθρο, την αδυναμία ανθρώπινης παρέμβασης και την υποκειμενικότητα πολλών επιπέδων της ποιότητας ζωής, η επιστημονική τεκμηρίωση και ανάδειξη των κρίσιμων όρων βελτίωσης των συνθηκών ζωής μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο εργαλείο χάραξης πολιτικών.
Η δεύτερη παράμετρος που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά τη μελέτη της ποιότητας ζωής και του σχεδιασμού παρεμβάσεων βελτίωσής της, είναι η διάρκεια που θα αποσοβήσει την αποσπασματικότητα των προσπαθειών και το βραχυπρόθεσμο των μέτρων. Είναι γεγονός ότι η ποιότητα ζωής οφείλει να έχει μια σταθερότητα στην επιδίωξή της και μια διαρκή αυξητική τάση, που θα διασφαλίζει τη μακροβιότητα των αναπτυξιακών προοπτικών. Ενδεχομένως, σ’ αυτό το σημείο να έχουν αποτύχει πολλά παρόμοια προγράμματα του παρελθόντος. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής πρέπει να εκπορεύεται από τη ζωτικότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου ενός τόπου και όχι να είναι απόρροια κρατικών πολιτικών και επιδοτήσεων. Κάθε κάτοικος φροντίζοντας να εξασφαλίσει τα προσωπικά εχέγγυα της ποιότητας της ζωής του, δέον να καταβάλλει προσπάθειες, ώστε οι συνέπειες των πράξεων και των φιλοδοξιών του να εξαργυρώνονται σε τοπική αναβάθμιση. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει οι τοπικές αρχές να δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, οι οποίες όχι μόνο θα εντοπίζουν και θα αναδεικνύουν το ατομικό δυναμικό, αλλά θα δρουν πολλαπλασιαστικά στην αξιοποίησή τους. Σε ορισμένες περιοχές της γης τα άτομα είναι εγκλωβισμένα από τις τοπικές συνθήκες, από συνήθειες και τρόπους διαβίωσης, χωρίς ουσιαστικά καμιά δυνατότητα βελτίωσης της ζωής τους. Η βελτίωση, όμως, αυτή της ποιότητας ζωής των κατοίκων μιας συγκεκριμένης κοινότητας δύναται να οδηγήσει σε αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των πληθυσμών. Το πρόβλημα αυτό έχει απασχολήσει αρκετούς κοινωνικούς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και τον Stackhouse (2001), ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το φαινόμενο της φτώχειας πλήττει μεν τεράστιο αριθμό χωρών ανά την υφήλιο, είναι όμως λιγότερο έντονο στα μέρη, όπου τα άτομα έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή τους. Προσπάθειες από άλλους φορείς και κρατικές πρωτοβουλίες μπορούν ίσως να ενισχύσουν την προσπάθεια αυτή, δεν είναι όμως επαρκείς, για να μονιμοποιήσουν τη βελτίωση της ποιότητας ζωής σε χώρες του τρίτου κόσμου ή σε άλλα κράτη.
Αναφέρθηκε παραπάνω ο όρος ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι δυσκολίες που συνδέονται με την ερμηνεία του, αφορούν κυρίως την υποκειμενικότητα των νοηματοδοτήσεων αναφορικά με την αντίληψη της ποιότητας ζωής. Είναι αλήθεια ότι κάθε άνθρωπος είναι η συνισταμένη των εμπειριών του, των επιδιώξεών του και της εικόνας που έχει δημιουργήσει για τη θέση του μέσα στην κοινωνία και στον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια η ποιότητα ζωής συσχετίζεται με τη δημιουργία προσωπικής ταυτότητας. Για να επιτευχθεί αυτή η ταύτιση, πρέπει η κοινωνική δομή να δρα αντισταθμιστικά και εξισορροπητικά. Αυτό σημαίνει ότι η ποιότητα ζωής πρέπει να υποσκελίζει τις γενετικές και κοινωνικές ανισότητες, παρέχοντας μορφωτικά περιβάλλοντα που ευνοούν τη διοχέτευση των προσωπικών δυνατοτήτων. Επιπλέον, ο πολίτης πρέπει να εκμεταλλεύεται το υπάρχον κοινωνικό κεφάλαιο του τόπου, ώστε οι δεξιότητές του να έχουν αντικείμενο αναφοράς. Η ενοποίηση των ατομικών και κοινωνικών στοχοθετήσεων βελτιώνει την ποιότητα ζωής και δίνει τελολογική χροιά στις επιδιώξεις.
Στην παρούσα έρευνα ως ποιότητα ζωής ορίζεται: ο συγκερασμός των κοινωνικών και προσωπικών συνιστωσών που είναι υπεύθυνος για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων εξέλιξης των ανθρώπων. Συναφείς έννοιες είναι η πρόοδος, η ευημερία σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ούτε οι πολίτες ούτε η κοινωνική πραγματικότητα θεωρούνται στατικά μορφώματα, αλλά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως γίγνεσθαι. Σύμφωνα με τον Cutter (1985) η ποιότητα ζωής ορίζεται ως «η ευτυχία ή η ικανοποίηση που αισθάνεται ένα άτομο για τη ζωή ή το περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένων των επιθυμιών, αναγκών και των προτιμήσεων, αλλά και όλων των υπολοίπων υλικών ή πνευματικών προτιμήσεων. Όταν υπάρχει αλληλεπίδραση της ατομικής ποιότητας ζωής και της τοπικής κοινωνίας, ο όρος επεκτείνεται, για να συμπεριλάβει περιβαλλοντολογικούς παράγοντες, όπως το κλίμα, την τοπική οικονομία και τις διαφορετικές εκφάνσεις του πολιτισμού.»
Παρά την αοριστία που συνεπάγεται μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να τονιστεί ότι η έμφαση δίνεται στην τοπικότητα, δηλαδή στην προσεκτική αξιολόγηση των ιστορικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών συνθηκών μιας περιοχής σε συνδυασμό με την ψυχοσύνθεση, τις αξίες και προτεραιότητες των κατοίκων της.
Η ποιότητα ζωής, σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν είναι απλώς μια οικονομική διάσταση: τη συμπεριλαμβάνει, αλλά δεν αναλίσκεται σ’ αυτήν. Ποιότητα ζωής ανεξάρτητη από πολιτισμική αναβάπτιση δεν μπορεί να νοηθεί. Ο πολιτισμός είναι η ανώτερη εκδήλωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και αντανάκλαση του επιπέδου της ζωής τους.
Σύμφωνα με τον Townshed (2001), η αστικοποίηση συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής και την ψυχική υγεία, όπως άλλωστε έχει υποστηρίξει και ο Park (1925). Χαρακτηριστικά του αστικού χώρου, όπως για παράδειγμα η πυκνότητα του πληθυσμού, έχουν συσχετισθεί με αυξημένα ποσοστά ψυχολογικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, αλλά και με το αυξημένο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης
Παθογένεια στις συνθήκες διαβίωσης συνεπάγεται καταβαράθρωση του πολιτισμικού κεφαλαίου.
Τέλος, η βελτίωση της ποιότητας ζωής δεν μπορεί να αποτελεί μια ανεδαφική επιδίωξη, αλλά μια ρεαλιστική και συστηματική ευόδωση του μόχθου των κατοίκων. Για να επιτευχθεί αυτό, επιβάλλεται η συμπεριφοριστική ανάλυση της έννοιας της ποιότητας ζωής σε παράγοντες μετρήσιμους με ποσοτικό τρόπο. Οι κυριότερες θεωρίες περί ποιότητας ζωής αναλύονται στο επόμενο κεφάλαιο.

4.2) Η μέτρηση της ποιότητας ζωής: υποκειμενικοί και αντικειμενικοί δείκτες

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν δύο κοινές παραδοχές σχετικά με τη χρήση των δεικτών της ποιότητας ζωής (συχνά αναφέρονται στη βιβλιογραφία και ως παράγοντες ή κριτήρια). Η πρώτη, όπως υποστηρίζει και ο Maclaren (1996), περιλαμβάνει αντικειμενικούς δείκτες, οι οποίοι μετρούν συγκεκριμένες διαστάσεις του οικιστικού χώρου, όπως για παράδειγμα το φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η δεύτερη αναφέρεται σε υποκειμενικούς δείκτες, συνήθως προερχόμενους από αξιολογικές κρίσεις των πολιτών. Για παράδειγμα, οι στάσεις των κατοίκων μιας κοινότητας ως προς την εγκληματικότητα αποτελεί έναν υποκειμενικό δείκτη. Κάθε παράγοντας πρέπει να αντικατοπτρίζει τη σημαντικότητα και τα βασικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης διάστασης της ποιότητας ζωής. Η βάση της παραδοχής αυτής είναι ότι η ποιότητα ζωής, ως όρος, αποτελείται από διαστάσεις, οι οποίες, συνδυαζόμενες, συνιστούν την καθολική αντίληψη περί ποιότητας ζωής.
Μια από τις πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις είναι αυτή του Hancock et.al (1999), ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «η ευημερία των κατοίκων μιας κοινότητας εξαρτάται από την καλή λειτουργία της κοινότητας, περιλαμβάνει διεργασίες, όπως η υγεία, ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, ο βαθμός κοινωνικής συνοχής και το επίπεδο της πολιτικοποίησης». Σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, η ποιότητα ζωής τοποθετείται μέσα σε ένα τριθεματικό πλαίσιο, αυτό της κοινότητας, του περιβάλλοντος και της οικονομίας, το οποίο είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της κοινοτικής συνοχής και της ευημερίας. Στον ακόλουθο πίνακα αναφέρονται συνολικά οι δείκτες ποιότητας ζωής σύμφωνα με τον Hancock et.al (1999).


Πίνακας 1.
__________________________________________________
Α. Προσδιοριστικοί παράγοντες
Βιοτικό επίπεδο
Διατήρηση
Οικισμός
Χρήση ενέργειας Πυκνότητα πληθυσμού
Κατανάλωση ύδατος Αίσθημα ασφάλειας
Κατανάλωση ανακυκλούμενων μορφών ενέργειας Μεταφορές
Παραγωγή και μείωση λυμάτων Πεζοδρόμηση
Τοπική χρήση Ύπαρξη πρασίνου και ανοικτών χώρων
Ποιότητα οικοσυστήματος Ηχορύπανση
Ατμοσφαιρική ρύπανση
Βιωσιμότητα

Ποιότητα αέρα Ψυχαγωγία
Ποιότητα υδάτων Οικογενειακό αίσθημα ασφάλειας
Παραγωγή και χρήση τοξικών αποβλήτων Κοινωνικά δίκτυα στήριξης
Μόλυνση του εδάφους Δημόσιες υπηρεσίες
Φιλανθρωπικές δωρεές
Δημογραφικά στοιχεία
Αίσθημα «γειτονιάς»

Β. Διαδικασίες
Ισότητα Εκπαίδευση
Οικονομικές ανισότητες Ποιότητα εκπαίδευσης και σχολείου
Διακρίσεις και περιθωριοποίηση Αναλφαβητισμός ενηλίκων
Προσβασιμότητα σε θέσεις εξουσίας Πρόωρη παιδική ανάπτυξη
Οικονομικώς προσιτή στέγαση Δια βίου μάθηση

Ευημερία Διοίκηση

Διαφοροποιημένη οικονομία Εθελοντισμός
Τοπικός έλεγχος Κινητοποιήσεις πολιτών
Απασχολησιμότητα / Ανεργία Ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα
Ποιότητα απασχόλησης Εκλογική αποχή
Παραδοσιακοί οικονομικοί δείκτες Αντιλήψεις περί ηγετών και υπηρεσιών
Πολιτική υγείας

Γ. Επίπεδο υγείας

Ποιότητα ζωής
Ευημερία
Ικανοποίηση από τη ζωή
Ευτυχία
Αυτοεκτίμηση / συγκρότηση / άρτια εκμάθηση
Αναπηρία/ νοσηρότητα
Άγχος
Λοιποί δείκτες αναπηρίας / νοσηρότητας
Θνησιμότητα
Παιδική θνησιμότητα
Ποσοστά αυτοκτονιών
____________________________________________________________________________________________


Το μοντέλο του Brown (1977), το οποίο διαγραμματικά φαίνεται στο Σχήμα 2, περιλαμβάνει επίσης υποκειμενικούς και αντικειμενικούς δείκτες μέτρησης της ποιότητας ζωής. Το προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό περιβάλλον του ατόμου, καθώς επίσης και το θεσμικό και βιοφυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, διαμορφώνουν τις αντιλήψεις του. Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων αυτών και στις προσδοκίες που δημιουργούνται περί ποιότητας ζωής, παίζουν τα ατομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε ατόμου, οι οικογενειακές του καταβολές, η κουλτούρα στην οποία ανήκει, αλλά και οι «εξω-ομάδες» τις οποίες χρησιμοποιεί ως μέτρο σύγκρισης. Πρωτεύοντα ρόλο παίζει το ατομικό κεφάλαιο, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που κινητοποιούν τους πολίτες και καθορίζουν την ποιότητα ζωής τους. Αυτά είναι: τα υλικά αγαθά και τα χρήματα, τα κοινωνικά δίκτυα στήριξης, η πρόσβαση στην πληροφορία και οι ικανότητες που έχουν αποκτηθεί μέσω μάθησης.
Ο τελευταίος μετρήσιμος παράγοντας που συνδέεται με την ποιότητα ζωής είναι οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα άτομα προκειμένου να τη βελτιώσουν, όπως για παράδειγμα η αλλαγή τόπου κατοικίας, η επιπλέον κατάρτιση, η αλλαγή εργασιακού αντικειμένου ή ακόμα και ο εθελοντισμός.

Η καταλληλότητα ή όχι ενός δείκτη μέτρησης ποιότητας ζωής εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τα χαρακτηριστικά της κοινότητας που εξετάζεται κάθε φορά. Συμφωνώντας με την άποψη αυτή ο Schwab (1992) αναφέρει: «Η ποιότητα ζωής είναι η διαφορά μεταξύ της ιδανικής και της πραγματικής κατάστασης μιας κοινότητας, η διαφορά μεταξύ του στόχου και της αξιολογικής κρίσεως. Επομένως η ποιότητα ζωής μπορεί να οριστεί και ως η μέτρηση των παραγόντων ενός τόπου, πως αξιολογούνται αυτοί οι παράγοντες από τους κατοίκους και πόση σημασία προσδίδουν οι κάτοικοι στους παράγοντες αυτούς».
Μία περισσότερο ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη μελέτη της ποιότητας ζωής έχουν χρησιμοποιήσει οι Renwick & Brown (1996), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι για κάθε άτομο η ποιότητα ζωής γίνεται αντιληπτή μέσω χαρακτηριστικών, που σχετίζονται με την ύπαρξη, με το αίσθημα του «ανήκειν» και με τις δυνατότητες προσωπικής ολοκλήρωσης. Άλλοι ερευνητές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική ευημερία και στη δημιουργία κοινοτικών υποδομών αναφορικά με την υγεία, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία των πολιτών. Συγκεκριμένα, η υγεία των πολιτών – ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν σε μη προνομιούχες πληθυσμιακές ομάδες – επηρεάζεται από την ύπαρξη ή όχι τέτοιων υποστηρικτικών δομών. Το μοντέλο ποιότητας ζωής που ακολουθεί, επικεντρώνεται στη διαφύλαξη της φυσικής και ψυχολογικής υγείας. Η ποιότητα ζωής αποτελεί τη συνισταμένη εννέα παραγόντων. Η φυσική, ψυχολογική, και πνευματική ευεξία, καθώς επίσης και ο ελεύθερος χρόνος και οι δυνατότητες προσωπικής ανάπτυξης αποτελούν τους ατομικούς παράγοντες μέτρησης της ποιότητας ζωής, ενώ τα υλικά, κοινοτικά, κοινωνικά αγαθά, όπως επίσης και η λειτουργικότητα του περιβάλλοντος εντάσσονται στους κοινωνικό-περιβαλλοντικούς.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ποιότητα ζωής των πολιτών επηρεάζεται σημαντικά από το περιβάλλον μέσα στο οποίο βιώνουν την καθημερινότητά τους. Στο παγκόσμιο επίπεδο τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα περιλαμβάνουν την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και την καταστροφή του όζοντος, ενώ στο εθνικό/τοπικό επίπεδο τονίζεται συχνότερα η αλόγιστη χρήση χημικών και φυτοφαρμάκων και η διάβρωση του εδάφους. Στο επίπεδο των ατόμων, το περιβάλλον διαβίωσής ορίζεται από τους Cambell, Converse & Rodgers (1976) ως ο συνδυασμός των καταλυμάτων, της γειτονιάς και της κοινότητας στην οποία ανήκουν. Σύμφωνα με την Τέταρτη Έκθεση Φυσικού Σχεδιασμού της Ολλανδίας (1987-1988), υπάρχουν πέντε βασικά στοιχεία που διασφαλίζουν την καλή ποιότητα ενός οικισμού: το καθαρό περιβάλλον, η επάρκεια χώρου, η ασφάλεια του περιβάλλοντος, η ποικιλομορφία και η συχνή και επαρκής διατήρηση του περιβάλλοντος. Αναφορικά με το κατάλυμα, σημαντικότεροι παράγοντες είναι το κόστος (ενοικίασης, συντήρησης, κ.α.), η ύπαρξη βασικών ανέσεων, όπως και το μέγεθος των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Στους παράγοντες ποιότητας γειτονιάς περιλαμβάνονται ο θόρυβος, η δυσοσμία, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η συχνή συγκομιδή των οικιακών απορριμμάτων, η πυκνότητα πληθυσμού, το αίσθημα της γειτονιάς και η ύπαρξη κοινωνικών υπηρεσιών και αθλητικών υποδομών.
Όπως διαφαίνεται, ο όρος «περιβαλλοντολογική ποιότητα ζωής» περιέχει πληθώρα χαρακτηριστικών, τα οποία είναι ιεραρχικά κατανεμημένα στο επίπεδο της κοινότητας, της γειτονιάς και του καταλύματος. Εντούτοις, η ιεραρχία αυτή αποτελεί μόνο το πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η αμφίδρομη σχέση ατόμου-περιβάλλοντος. Η σχέση αυτή επηρεάζεται άμεσα από τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του ατόμου (για παράδειγμα την ηλικία, το φύλο, το κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο, τον τύπο και την ιδιοκτησία καταλύματος), αλλά και από τις περιβάλλουσες συνθήκες, οι οποίες συχνά προσλαμβάνουν τη μορφή χρόνιων αγχογόνων παραγόντων. Οι παράγοντες αυτοί διαφέρουν σύμφωνα με τους Evans & Cohen (1987) στα ακόλουθα σημεία: αντιληπτικότητα, ένταση, τρόπος διαχείρισης, βαθμός ελέγχου, βαθμός προβλεψιμότητας, αναγκαιότητα και σημαντικότητα της πηγής άγχους, διάρκεια και περιοδικότητα και συσχέτιση με ανθρώπινη συμπεριφορά. Ορισμένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν άμεση σχέση με τις διαφορές που συναντώνται μεταξύ των ατόμων, ενώ άλλα σχετίζονται περισσότερο με την περιβαλλοντική πηγή άγχους ή με την αλληλεπίδραση ατόμου και περιβάλλοντος.
Πίνακας 2. Παράγοντες ποιότητας ζωής σύμφωνα με τους Renwick και Brown ,1996.
Φυσική ευεξία Σωματική άσκηση, διατροφή, εμφάνιση
Ψυχολογική ευεξία Αυτονομία, αυτοεκτίμηση, ανεξαρτησία, έλλειψη άγχους
Πνευματική ευεξία Προσωπικές αξίες, αντιλήψεις, στάσεις
Υλικά αγαθά Ποικιλία και επάρκεια προϊόντων
Κοινοτικά αγαθά Προσβασιμότητα σε αγαθά και υπηρεσίες
Κοινωνικά αγαθά Διαπροσωπικές σχέσεις, οικογένεια, φιλικό περιβάλλον
Λειτουργικότητα περιβάλλοντος Κατοικία, σχολικά κτίρια, επαγγελματικές δραστηριότητες
Ελεύθερος χρόνος Δυνατότητες ψυχαγωγίας, αθλοπαιδιές
Ανάπτυξη Μόρφωση, βελτίωση ικανοτήτων και σχέσεων

O Massam (1999), πρότεινε μία διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο διερεύνησης της ποιότητας ζωής των ατόμων. Συγκεκριμένα, οι δείκτες ποιότητας ζωής αντικατοπτρίζουν, σύμφωνα με τον ερευνητή, τις προεκτάσεις του βίου, της αίσθησης του «ανήκειν» και της προσωπικής εξέλιξης του κάθε ατόμου και διαμορφώνονται μέσα από τα προσωπικά βιώματα του καθενός. Οι Rewnick & Brown (1996) βασιζόμενοι στις προτάσεις του Massam (1999) προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα συνολικό δείκτη βαθμολογίας της ποιότητας ζωής, συμπεριλαμβάνοντας επιπλέον τους τομείς από τους οποίους τα άτομα προσδοκούν βελτίωση και ενίσχυση, το βαθμό επίτευξης, αλλά και τις καλύτερες και χειρότερες αξίες που πρεσβεύει κάθε άτομο. Στο πλαίσιο αυτό, οι Massam, Prenzel, Thomas & Treitz (2000) επιχείρησαν να απεικονίσουν το συνολικό δείκτη ποιότητας ζωής γραφικά, χρησιμοποιώντας δύο βασικούς άξονες, τη σημαντικότητα που έχει κάποιος τομέας στην ποιότητα ζωής και το βαθμό κατά τον οποίο επηρεάζει τη ζωή του ατόμου. Οι ερευνητές κατάφεραν να αποτυπώσουν τρισδιάστατα τους δείκτες ποιότητας ζωής χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα γραφικής αναπαράστασης GIS, το οποίο επέτρεψε την καταγραφή των χρονικών αλλαγών που επέρχονται τόσο στο βαθμό επιρροής του δείκτη, όσο και στη σημαντικότητα που προσδίδει το άτομο στον παράγοντα αυτό.
Η έλλειψη ή η υποβάθμιση κάποιου παράγοντα μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των συνολικών επιπέδων ποιότητας ζωής, εφόσον αυτοί είναι αλληλένδετοι. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της έρευνας που διεξήχθη στην πόλη του Bristol, η οποία το 1995 προχώρησε στη διαμόρφωση τέτοιου είδους δεικτών, βάσει παραγωγικών και επαγωγικών μεθοδολογιών. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν ομαδοποιήθηκαν σε δεκατέσσερις θεματικές ενότητες: διαχείριση απορριμμάτων, ενέργεια, μεταφορές, προστασία περιβάλλοντος, βιοποικιλότητα, επαγγελματική και οικογενειακή στέγη, επιχειρησιακή ανάπτυξη, κοινοτική ασφάλεια, οικονομία, ελεύθερος χρόνος, πολιτισμός, τουρισμός, καλλιέργεια του εδάφους, εκπαίδευση, φτώχεια, και κοινωνικός αποκλεισμός. Η συλλογή των δεικτών πραγματοποιήθηκε σε εξαμηνιαία αλλά και σε ετήσια βάση, ενώ υπήρξε και χαρτογράφησή τους, γεγονός που επέτρεψε την παρακολούθηση των αλλαγών και την ενεργοποίηση της συλλογικής και ατομικής δράσης. Γενικότερα, το παράδειγμα της πόλης του Bristol κατέδειξε τα πλεονεκτήματα της χρησιμοποίησης δεικτών στη μέτρηση της ποιότητας ζωής, τα σημαντικότερα των οποίων ήταν η παρακολούθηση της κοινοτικής ανάπτυξης και της διανομής των υπηρεσιών, με τρόπο λιγότερο γραφειοκρατικό και περισσότερο ουσιώδη στην κοινότητα.
Σημαντική και συνεχής προσπάθεια για την κατασκευή ενός οργάνου μέτρησης της ποιότητας ζωής, προσαρμοσμένου στα ειδικά χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού, γίνεται από το Αυστραλιανό Κέντρο Ποιότητας Ζωής. Μετά την πέμπτη έκδοση της κλίμακας ComGol για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής, η οποία έχει επιδείξει σημαντικά στοιχεία εγκυρότητας και αξιοπιστίας μέσω της χρήσης τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κέντρο αποφάσισε να προχωρήσει στην έκτη έκδοση της κλίμακας, η οποία θα αντανακλά όλες τις δομικές και λειτουργικές αλλαγές που προέκυψαν κατά τη χρήση του οργάνου τα τελευταία χρόνια. Η έκτη έκδοση της κλίμακας, η οποία συνολικά ονομάζεται «Αυστραλιανή Κλίμακα Συνολικής Ευεξίας», περιλαμβάνει δύο υποκλίμακες, την ατομική και την εθνική, η οποία επικεντρώνεται στη μέτρηση εθνικών δεικτών, όπως για παράδειγμα είναι η ικανοποίηση από την οικονομική πρόοδο και το αίσθημα της ασφάλειας της χώρας.

Οι πολλαπλές προσεγγίσεις που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί στη μελέτη της ποιότητας ζωής, καταδεικνύουν τη σημαντικότητα που έχει δοθεί τόσο στη διασφάλιση ενός υγιούς και εύρυθμου κοινωνικού πλαισίου, όσο και στην προσπάθεια κοινοτικής ανάπτυξης που θα δίνει έμφαση στις πολιτικές παροχής και ενδυνάμωσης των δικαιωμάτων του πολίτη. Προς την κατεύθυνση αυτή το κράτος καλείται να αναλάβει ουσιαστικούς ρόλους ενίσχυσης των πολιτικών αυτών, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

4.3) Ποιότητα ζωής και κοινή ωφέλεια: Το κοινωνικό κράτος

Η ποιότητα ζωής των πολιτών μιας κοινότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές παροχές, οι οποίες περιλαμβάνουν τους τομείς υπηρεσιών, υποδομών και προνομίων. Στον τομέα των υπηρεσιών ανήκουν, μεταξύ άλλων, η υγεία και η εκπαίδευση, η ηλεκτροδότηση και υδροδότηση της κοινότητας, ενώ στον τομέα των υπηρεσιών ανήκει η πυροσβεστική και η αστυνόμευση. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ακόμα και η κυβέρνηση αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό, όταν βέβαια είναι εκλεγμένη με δημοκρατικές διαδικασίες. Όπως αναφέρει ο Whitfield (1992), η σύγχρονη ελεύθερη αγορά αδυνατεί να παράσχει στους πολίτες το σύνολο των κοινωνικών αγαθών, όπως είναι η τήρηση της τάξης, η εφαρμογή των νόμων του κράτους, η υγεία και η εκπαίδευση, λόγω της αυξημένης ζήτησης από τους πολίτες, αλλά και του δυσβάσταχτου κόστους παροχής των υπηρεσιών αυτών. Επομένως, το κοινωνικό κράτος «επιβαρύνεται» με την παροχή όλων εκείνων των υπηρεσιών που θα καλύπτουν τις αυξημένες ανάγκες των πολιτών στους τομείς αυτούς.
Για το σκοπό αυτό, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και η συλλογική κοινωνικο-πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών κρίνεται απαραίτητη. Η άνιση πρόσβαση στις παροχές του κοινωνικού κράτους και οι συνέπειες στην ποιότητα ζωής των πολιτών θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν μέσω της αλληλοβοήθειας και της άρσης των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των πολιτών (O’ Neil, 1994).
Το κοινωνικό κράτος καλεί τους πολίτες να συνάψουν συνεργασίες, συμμαχίες, να διαφωνήσουν, να διασκεδάσουν, και γενικά να μοιραστούν μία κοινή ταυτότητα, ένα συλλογικό αίσθημα ασφάλειας, χαράζοντας την πορεία τους προς το μέλλον. Παρόλα αυτά, τα άτομα διαφοροποιούνται αναφορικά με τους στόχους που θέτουν και τα μέσα που επιλέγουν, για να τους πραγματοποιήσουν. O Isaiah Berlin (1998) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το ανθρώπινο είδος δεν υπήρξε ποτέ στατικό ανά τους αιώνες, αφού κάθε άτομο χρησιμοποιεί ένα δικό του, υποκειμενικό τρόπο αντίληψης. Έτσι δημιουργήθηκε μία νέα έννοια, αυτή του ελεύθερου ατομικισμού, η οποία βασίζεται στην ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την υπομονή».
Σύμφωνα με την Strange (1996), τα τελευταία χρόνια σε πολλές κοινότητες η επιρροή των μη κρατικών οργανώσεων στη ζωή των πολιτών έχει ενισχυθεί και, ως συνέπεια αυτού, το κράτος δεν έχει πλέον τον πρώτο λόγο στην καθημερινότητά τους. Αυτό συμβαίνει, διότι οι πολίτες τείνουν να επιμερίζουν τις δραστηριότητές τους στο επίπεδο της κοινότητας και της οικογένειας. Ο Theobald (1997), υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, στην αποτελεσματική λήψη αποφάσεων και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των κατοίκων τέτοιων κοινοτήτων.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του επιτυχημένου κοινωνικού κράτους, σύμφωνα με τον Anderson (1983), είναι η ίση κατανομή πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και υποχρεώσεων μεταξύ των πολιτών, καθώς επίσης και ο σεβασμός των δικαιωμάτων πολιτών από τρίτες χώρες. Τα δύο αυτά συστατικά είναι απαραίτητα για την προώθηση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.

4.4) Το κράτος πρόνοιας

Το πρώτο βήμα στη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους που θα προωθεί τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων είναι η πρόοδος στον τομέα της πρόνοιας. Ο Myrdal (1960) υποστήριξε ότι ο σκοπός του κράτους πρόνοιας είναι να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση, παρακολουθώντας τις εθνικές και διεθνείς οικονομικές αλλαγές και συγχρόνως να γεφυρώνει το οικονομικό χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Σε μία κοινωνία με συνεχώς εναλλασσόμενες δομές το κράτος πρόνοιας πρέπει να δρα καινοτομικά και να βρίσκει διέξοδο σε διλήμματα που οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση, τα οποία με τη σειρά τους θα οδηγούν στην ενίσχυση του αισθήματος ανεξαρτησίας των κρατών, των κυβερνήσεων και των κοινοτήτων.
Τα διλήμματα αυτά διατυπώθηκαν από τον Giddens (1998). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο στοχαστή, η έννοια του «ατομικισμού» έχει εκτός από αρνητικές και θετικές εκφάνσεις. Ο όρος αυτός αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η κοινωνική συνοχή δεν μπορεί να επιτευχθεί από τα θεσμοθετημένα κέντρα εξουσίας, αλλά μέσα από τις διεργασίες που συντελούνται στη βάση του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, και η βελτίωση της ποιότητας ζωής θα πρέπει να βασιστεί στις κοινωνικές αυτές διεργασίες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη και το βαθμό της κοινωνικής συνοχής.
Εντούτοις, ορισμένοι τομείς, όπως η άμυνα της χώρας και η θέσπιση νόμων, ανήκουν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των κυβερνήσεων και δεν είναι δυνατή η άμεση παρέμβαση της βάσης του κοινωνικού συνόλου, αν και εσχάτως η πίεση των κοινωνικών ομάδων γίνεται περισσότερο αισθητή .
Η Επιτροπή Κοινωνικής Δικαιοσύνης της Μεγάλης Βρετανίας σε αναφορά της (1994) περιγράφει το «κοινωνικό κράτος δεύτερης γενιάς», το οποίο λειτουργεί πολυ-επίπεδα και σε διαφορετικούς τομείς. Το κράτος αυτό επικεντρώνεται στις εξής παραδοχές:
α) Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας. Οι τομείς απασχόλησης, εκπαίδευσης και στέγασης είναι εξίσου σημαντικοί με τη φορολογία και την πολιτική παροχών, όσον αφορά την προώθηση της οικονομικής ανεξαρτησίας των πολιτών.
β) Η αγορά εργασίας και η πολιτική για την οικογένεια είναι αλληλένδετα. Οι αλλαγές στο κοινωνικό – οικονομικό επίπεδο και στη ζωή των γυναικών οδηγούν στην ανάγκη αναπροσδιορισμού του γονεϊκού και εργασιακού ρόλου αντρών και γυναικών.
γ) Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την έξοδο από τη φτώχεια είναι η μισθωτή εργασία και η παροχή δίκαιης χρηματικής αμοιβής για αυτή. Για τον σκοπό αυτό, η πρόνοια θα πρέπει να αναμορφώσει τις λειτουργίες της, ούτως ώστε η εργασία να αποδίδει τα πρέποντα στους πολίτες.
δ) Το «έξυπνο κοινωνικό κράτος» αποτρέπει το φαινόμενο της φτώχειας, κυρίως μέσω της δημιουργίας δημοσίων υπηρεσιών, που επιτρέπουν στον πολίτη να συμμετέχει, να μαθαίνει και να ενδιαφέρεται για τα κοινά.
στ) Το κράτος πρόνοιας πρέπει να είναι ευέλικτο και να λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες των ατόμων αντί οι ζωές των πολιτών να διαμορφώνονται μέσα από τις παροχές του κράτους πρόνοιας. Με άλλα λόγια, το επιτυχημένο κοινωνικό κράτος θα πρέπει να προωθεί τις προσωπικές επιλογές, αλλά και την προσωπική ελευθερία των πολιτών.
Οι προσπάθειες αυτές, για να είναι επιτυχείς, πρέπει να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο κοινής πολιτισμικής ταυτότητας. Σύμφωνα με τον Griffiths (1996), αυτό αποτελεί τον μοναδικό τρόπο προώθησης του κοινωνικού κράτους και βελτίωσης της ποιότητας ζωής.

4.5) Εμπειρικές έρευνες για την ποιότητα ζωής

Αρκετές μελέτες έχουν γίνει αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής ιδιαιτέρως ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα μικρά παιδιά, οι έφηβοι και τα άτομα τρίτης ηλικίας. Οι Jirojanakul & Skevington,(2000) μελέτησαν την ποιότητα ζωής παιδιών από αστικές περιοχές χρησιμοποιώντας τριάντα δύο κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς δείκτες. Οι μετρήσεις περιελάμβαναν την καθαρότητα των δρόμων, τη ρύπανση, τις προοπτικές εκπαίδευσης, τα επίπεδα εγκληματικότητας, τις υπηρεσίες υγείας, το κυκλοφοριακό πρόβλημα, κ.α. Τα αποτελέσματα της ερευνάς τους έδειξαν ότι τα παιδιά που ζουν σε αστικές περιοχές απολαμβάνουν καλύτερη ποιότητα ζωής από ό,τι εκείνα που είναι κάτοικοι αγροτικών περιοχών. Σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων βρέθηκαν στους παράγοντες της ασφάλειας, της προστασίας, της οικογένειας, της ποιότητας υγείας, της κοινωνικής φροντίδας, της πρόσβασης σε πληροφορίες και της βελτίωσης των ικανοτήτων τους, της συμμετοχής στα κοινά, των ευκαιριών αναψυχής, του φυσικού περιβάλλοντος και των συγκοινωνιών.
Άλλη μία σημαντική μελέτη της ποιότητας ζωής των παιδιών έγινε από τους Jirojanakul, Skevinghton & Hudson (2003), σε δείγμα 498 παιδιών, ηλικίας 5-8 ετών, εκ των οποίων τα 220 κατοικούσαν σε αστικό χώρο και τα 278 ήταν παιδιά που εργάζονταν σε κατασκευαστικά έργα της Μπανγκόκ. Η πλειοψηφία του δείγματος της συγκεκριμένης έρευνας ήταν κορίτσια (57%). Τα περισσότερα παιδιά αστικών περιοχών ήταν σε νηπιαγωγεία και δημοτικά, ενώ το δείγμα των παιδιών που εργάζονταν σε κατασκευαστικά έργα βρέθηκε μέσω εταιρειών που απασχολούσαν από 10 έως 2401 άτομα. Επίσης, εξετάστηκαν και συγγενείς πρώτου βαθμού των παιδιών , από τους οποίους λήφθηκαν συνεντεύξεις σχετικά με το οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών. Τα αποτελέσματα της έρευνας, και ιδιαιτέρως το μοντέλο παλινδρόμησης, έδειξαν ότι ο καλύτερος δείκτης πρόβλεψης για την ποιότητα ζωής ήταν το εισόδημα του πατέρα, ενώ βρέθηκε ότι και τα χαρακτηριστικά του σπιτιού, του σχολείου, ο τρόπος μετακίνησης προς το σχολείο, όπως επίσης και το ποσοστό του ελεύθερου χρόνου που διατίθεται σε εξωσχολικές δραστηριότητες επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής. Συνολικά, οι παράγοντες που εξετάστηκαν στην έρευνα των Jirojanakul, Skevinghton & Hudson (2003), βρέθηκαν ικανοί να εξηγήσουν περί το 13- 22% της διακύμανσης της ποιότητας ζωής των παιδιών.
Η ποιότητα ζωής των παιδιών μελετήθηκε και από τους Drukker, Kaplan, Feron & Van Os (2003). Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υποκειμενικούς δείκτες μέτρησης του κοινωνικού κεφαλαίου, για να μελετήσουν την ποιότητα ζωής, και ιδιαιτέρως τον παράγοντα της υγείας παιδιών από το Μάαστριχ της Ολλανδίας. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα της έρευνάς τους προήλθαν από αντικειμενικές κοινωνικο-οικονομικές μετρήσεις σε επίπεδο γειτονιάς από οικογενειακές συνεντεύξεις, και από υποκειμενικούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου σχετικούς με την γειτονιά. Τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή ήταν ηλικίας 11-12 ετών που φοιτούσαν σε δημοτικά σχολεία. Επιπλέον, οι γονείς των παιδιών κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με την ποιότητα ζωής και τα οικογενειακά χαρακτηριστικά. Οι κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν αφορούσαν τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο και το βαθμό κοινωνικής συνοχής και εμπιστοσύνης. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν την επιρροή των κοινωνικο-οικονομικών μεταβλητών και του κοινωνικού κεφαλαίου στην ποιότητα ζωής των παιδιών και ιδιαιτέρως στην πνευματική τους υγεία. Ιδιαιτέρως, διεφάνη ότι το μικρό μέγεθος σε συνδυασμό με τη μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού συσχετίζονται με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Εντούτοις, η πνευματική υγεία συνδέεται με το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και οι διαφοροποιήσεις που εντοπίστηκαν διατηρήθηκαν και μετά τη πρόσθεση της μεταβλητής του κοινωνικού κεφαλαίου στην ανάλυση.
Η επίδραση του ολοένα αυξανόμενου αριθμού αυτοκινήτων και ατυχημάτων στην ποιότητα ζωής παιδιών 11-16 ετών μελετήθηκε από τη Mullan (2003). Τα παιδιά που κατοικούσαν σε περιοχές με αυξημένο κυκλοφοριακό πρόβλημα και έντονο πρόβλημα στάθμευσης είχαν λιγότερο θετικές αντιλήψεις για την ασφάλεια και τη φιλικότητα του περιβάλλοντός τους, όπως επίσης και για την ποιότητα των χώρων παιχνιδιού και άθλησης και της αλληλοβοήθειας που επιδεικνύουν οι άνθρωποι σε τοπικό επίπεδο. Ο παράγοντας της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης κάθε παιδιού δεν βρέθηκε να επηρεάζει τα παραπάνω ευρήματα.
Μία έρευνα που επικεντρώθηκε στην ποιότητα ζωής των ατόμων τρίτης ηλικίας, είναι αυτή του Koltyn (2001), ο οποίος μελέτησε τη σχέση της φυσικής άσκησης και της ποιότητας ζωής 135 ηλικιωμένων γυναικών που, είτε ζούσαν μόνες τους (70%) είτε είχαν κάποια φροντίδα προερχόμενη από τα παιδιά τους (30% του δείγματος). Οι ερωτήσεις που κλήθηκαν να απαντήσουν αφορούσαν κατά κύριο λόγο την κατάσταση της υγείας τους, τα επίπεδα φυσικής άσκησης και την ποιότητα της ζωής τους. Η κλίμακα μέτρησης υγείας εξέταζε το ενδεχόμενο καρδιακών δυσλειτουργιών, καρκίνου, διαβήτη, αρθριτικών, υπέρτασης, πνευμονολογικών προβλημάτων και των ασθενειών Parkinson ή Alzheimer. Μεταξύ των ερωτημάτων σχετικά με τη φυσική κατάσταση των ατόμων συμπεριλαμβάνονταν ερωτήσεις σχετικές με την αποφυγή της φυσικής άσκησης στην καθημερινή ζωή και το βαθμό απασχόλησής τους με οικιακές εργασίες. Οι ερωτήσεις που σχετίζονταν με την ποιότητα ζωής αφορούσαν τους ακόλουθους παράγοντες: ψυχική υγεία, φυσική κατάσταση, κοινωνικές σχέσεις και κοινωνικό περιβάλλον. Η ανάλυση των στοιχείων που συλλέχθηκαν έδειξε ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες που ζουν με κάποια φροντίδα παραμένουν σε μεγαλύτερο ποσοστό αδρανείς και εμφανίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό παθήσεις που σχετίζονται με την ακινησία. Υψηλότερα επίπεδα φυσικής άσκησης, υγείας και ευεξίας εμφανίζονται μεταξύ των γυναικών που είναι ανεξάρτητες και που συναναστρέφονται περισσότερο με τους γείτονές τους. Η ψυχική υγεία, οι κοινωνικές σχέσεις και η βίωση του κοινωνικού περιβάλλοντος ήταν καλύτερες για τις γυναίκες που δεν δέχονταν καθημερινά κάποια εξωτερική βοήθεια.
Η κατάσταση της υγείας, και κυρίως οι χρόνιες παθήσεις, φαίνονται να επηρεάζουν ιδιαίτερα το επίπεδο της ζωής των ατόμων τρίτης ηλικίας. Οι Alonso et.al. (2004) μελέτησαν την επίδραση των χρόνιων παθήσεων στην ποιότητα της ζωής. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι οι ηλικιωμένοι υποφέρουν συχνότερα από παθήσεις όπως η υπέρταση, οι χρόνιες πνευμονολογικές και καρδιολογικές παθήσεις, οι αλλεργίες, η αρθρίτιδα και ο διαβήτης. Εντούτοις, βρέθηκαν διαφοροποιήσεις στο βαθμό που κάθε πάθηση επηρεάζει τους παράγοντες προσωπικής ευμάρειας της ποιότητας ζωής. Συγκεκριμένα, η αρθρίτιδα- εξαιτίας της οποίας μειώνεται η σωματική κίνηση των ατόμων- καθώς και οι πνευμονολογικές και καρδιολογικές παθήσεις βρέθηκαν να συσχετίζονται με τη μείωση των δεικτών υγείας και κατά συνέπεια της ποιότητας ζωής, ενώ αντίθετα, μικρότερες ήταν οι επιδράσεις παθήσεων, όπως η υπέρταση και οι αλλεργίες. Τα ευρήματα αυτά αφορούν 8 διαφορετικές χώρες: Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Νορβηγία και Η.Π.Α. Ιδιαιτέρως η συχνότητα εμφάνισης διαβήτη, υπέρτασης, πνευμονολογικών και καρδιολογικών παθήσεων ήταν σχεδόν η ίδια μεταξύ όλων των χωρών. Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων της τρίτης ηλικίας εμφανίζουν πολλαπλές παθήσεις, ο συνδυασμός των οποίων επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητα και γενικότερα στο επίπεδο διαβίωσης.
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει μία διαμάχη μεταξύ των σχεδιαστών κοινωνικής πολιτικής που υποστηρίζουν το κλασικό βιοϊατρικό μοντέλο υγείας, και εκείνων που υποστηρίζουν τη συστημική προσέγγιση και προτάσσουν το ολιστικό μοντέλο. Η βιοϊατρική προσέγγιση δίνει έμφαση στη διάγνωση των παθήσεων και στη συγκεκριμένη απαλοιφή των συμπτωμάτων μιας ασθένειας,, ενώ το ολιστικό μοντέλο επικεντρώνεται στην ολική βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με πολλαπλές παθήσεις (Kaplan, 2003). Η χρήση του κλασικού μοντέλου της βιοιατρικής είναι χρήσιμη για τη διάγνωση και τη θεραπεία συγκεκριμένων ασθενειών, εντούτοις το έργο της πρόληψης καθίσταται δύσκολο λόγω της αβεβαιότητας, της ασάφειας και του μακρού χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της προληπτικής θεραπείας και μιας πιθανής εμφάνισης της ασθένειας.
Αντίθετα, το ολιστικό ή συστημικό μοντέλο εξετάζει την περίπτωση της ασθένειας ως ένα σύνολο, το οποίο στηρίζεται στην ύπαρξη των ακολούθων χαρακτηριστικών:
Ολότητα: Αν και δομικά ένα σύστημα αποτελείται από μια ομάδα υποσυστημάτων, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποτελούν ένα σύνολο, για να ισχύει ο όρος σύστημα. Οι Ackoff και Emery (1972) χρησιμοποίησαν τη φράση "ομάδα αλληλένδετων στοιχείων", ενώ ο Hare (1967) μίλησε για έναν "ολιστικό προσανατολισμό". Στο χώρο των υπηρεσιών για τους χρόνια πάσχοντες, για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν η εκπαίδευση υγείας και οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας συγκροτούν ένα μέρος του συνολικού συστήματος υπηρεσιών του ανθρώπου για όλες τις οικογένειες πασχόντων ή αν είναι μια σειρά χωριστών και πιθανόν ανταγωνιστικών συστημάτων.
Συνδεσιμότητα: Αν μια ομάδα πραγμάτων αποτελούν ένα σύνολο, φυσικά αυτά πρέπει να είναι συνδεδεμένα με ένα σημαντικό τρόπο. Το βασικό κριτήριο είναι η έννοια της συνδεσιμότητας ή της διασυνδεσιμότητας . Το γεγονός ότι ένα σύστημα περιλαμβάνει μια ομάδα αλληλένδετων στοιχείων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα σύστημα δε χαρακτηρίζεται μόνο από τη φύση τους, αλλά επίσης και από τις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις που συμβαίνουν ανάμεσα και μεταξύ αυτών των στοιχείων. Αυτό το δεύτερο χαρακτηριστικό, γνωστό ως η αρχή της μη-προσθετικότητας, είναι αυτό που εννοούμε, όταν ισχυριζόμαστε ότι το σύνολο είναι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του. Έτσι η συμπεριφορά του οικογενειακού συστήματος δεν περιορίζεται στις ενέργειες των μελών του, αλλά πρέπει να περικλείει και τις αλληλεπιδράσεις που συμβαίνουν ανάμεσα και μεταξύ τους.

Κλίμακα σταθερότητας: Σύμφωνα με τον Miller (1978) και τους Ramey, McPhee και Yates (1982), κάθε μεταβλητή μέσα σ' ένα σύστημα έχει μια γραμμή σταθερότητας, που διατηρείται σε ισορροπία κατά την αλληλεπίδραση του συστήματος και του περιβάλλοντός του. Αυτή η έννοια της ισορροπίας ή ορθότερα η σταθερή κατάσταση με τη σειρά της οδηγεί στην αρχή ότι ένα πετυχημένο σύστημα πρέπει να έχει ένα ρυθμιστικό μηχανισμό που να διαισθάνεται τις αλλαγές και για να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του. Οποιαδήποτε μεταβλητή πιέζει το σύστημα πέρα από αυτή την κλίμακα, αποτελεί έναν παράγοντα έντασης, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπιστεί, διαφορετικά το σύστημα διαλύεται. Ο βαθμός στον οποίο ένα οικογενειακό σύστημα είναι ικανό να αντιμετωπίσει επιτυχώς έναν ενδεχόμενο παράγοντα έντασης, όπως ένας άνθρωπος με χρόνιες παθήσεις, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Το ολιστικό /συστημικό μοντέλο βασίζεται στην ολοκληρωμένη εικόνα ενός ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη τα ατομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, το χαρακτήρα του, την αντοχή του στον πόνο και την αλληλεπίδραση των παθήσεων στο συνολικό επίπεδο ποιότητας της ζωής του. Κύριο μέλημα του συστημικού αυτού μοντέλου είναι ο ασθενής και η συνολική κατάσταση της υγείας του. Από τη στιγμή που κάθε θεραπεία μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες για έναν ασθενή με πολλαπλές παθήσεις, το ολιστικό μοντέλο προτείνει την εφαρμογή εκείνης της θεραπείας, η οποία θα έχει όχι τη μεγαλύτερη επιτυχία στην ανακούφιση συγκεκριμένης συμπτωματολογίας, αλλά τις λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική ποιότητα ζωής του ασθενή και φυσικά στην παραμονή του στη ζωή.
Η χρήση του ολιστικού μοντέλου στη δημόσια υγεία προϋποθέτει την παροχή ειδικών υπηρεσιών υγείας, καθώς και εξειδικευμένων προγραμμάτων, αρκετά συχνά όμως οι δημόσιες πηγές χρηματοδότησης είναι περιορισμένες. Στις περιπτώσεις αυτές η αλλαγή της νοοτροπίας των ίδιων των ασθενών επιβάλλεται, προκειμένου να ενισχυθεί η ενημέρωσή τους από τους ειδικούς αναφορικά με τις δυνατότητες θεραπείας που υπάρχουν, αλλά και τα εναλλακτικά οφέλη που θα έχουν στη συνολική ποιότητα της ζωής τους.
Τα άτομα που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις βλέπουν καθημερινά το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει. Η αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης σε συνδυασμό με τα συναισθήματα ανικανότητας που του δημιουργούνται, οδηγούν στην καταρράκωση της αυτοεκτίμησής τους. Η συνεχής φροντίδα που χρειάζονται από συγγενείς και φίλους, για να μπορέσουν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους μειώνει τόσο το δικό τους επίπεδο ποιότητας ζωής, όσο και των φροντιστών τους. Η Sales (2003), μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο η φροντίδα ατόμων με διαφορετικές χρόνιες παθήσεις οδηγεί στη μείωση του βιοτικού επιπέδου των ατόμων που αναλαμβάνουν τη χρόνια φροντίδα των ασθενών. Το μεγάλο προσδοκώμενο όριο ζωής, η γεωγραφική διασπορά των μελών μιας οικογένειας, η ανάπτυξη εξελιγμένων ιατρικών μέσων και η προώθηση της απο-ασυλοποίησης και επανένταξης στην κοινότητα είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην εκτεταμένη ανάγκη φροντίδας των χρονίως πασχόντων.
Το άχθος με το οποίο επιφορτίζεται η οικογένεια του χρονίως ασθενούς περιλαμβάνει αντικειμενικούς και υποκειμενικούς δείκτες. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φροντίδα του ασθενή, η αλλαγή στις οικογενειακές συνήθειες και στη ροή των εργασιών, οι οικονομικές δυσκολίες που παρουσιάζονται, όπως και η συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει μια ασθένεια, είναι λίγοι μόνο από τους παράγοντες που επιβαρύνουν την οικογένεια.
Σύμφωνα με τους Marsh & Johnson (1997), η παροχή βοήθειας, ο έλεγχος, η επιτήρηση, η οικονομική επιβάρυνση αλλά και οι εμπειρίες που αποκομίζουν τα άτομα που φροντίζουν κάποιον ασθενή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντικειμενικοί δείκτες της επιβάρυνσης που έχει μια οικογένεια με ένα χρονίως πάσχον μέλος. Στις εμπειρίες αυτές συγκαταλέγεται και η διατάραξη των οικογενειακών ή κοινωνικών σχέσεων και η αδυναμία ενασχόλησης με δραστηριότητες που ευχαριστούν το άτομο που έχει επιφορτιστεί με τη φροντίδα του ασθενούς. Ένας ορισμός που χρησιμοποιείται για την επιστημονική οριοθέτηση του ζητήματος είναι «ο χρόνος και η προσπάθεια που απαιτείται εκ μέρους κάποιου ανθρώπου προκειμένου να φροντίσει για την κάλυψη των αναγκών κάποιου άλλου». Οι πράξεις φροντίδας αυτές καθ’αυτές, η μεταφερόμενη συναισθηματική φόρτιση του ασθενή στο άτομο που τον φροντίζει, καθώς και η πολλαπλότητα των ρόλων του τελευταίου, αποτελούν τους τομείς στους οποίους επικεντρώνεται η μέτρηση των υποκειμενικών δεικτών.
Υπάρχουν επίσης και υποκειμενικοί δείκτες μέτρησης αναφορικά με τα οικογενειακά βάρη μιας οικογένειας που φροντίζει ένα άτομο με χρόνια πάθηση. Ο κυριότερος δείκτης αφορά το άγχος της καθημερινής ενασχόλησης με τον πάσχοντα. Το συναισθηματικό υπόβαθρο της οικογένειας συχνά διαταράσσεται εξαιτίας της σωματικής και ψυχολογικής φόρτισης του ατόμου που εξυπηρετεί τις ανάγκες του πάσχοντα. Στην περίπτωση ασθενών με ψυχικές παθήσεις, το άτομο που τον φροντίζει συχνά υποφέρει από ένα γενικευμένο αίσθημα απομόνωσης και ευθύνης και από έντονες γενικευμένες συναισθηματικές αντιδράσεις προς το οικείο του περιβάλλον. Η οικογένεια ενός χρονίως πάσχοντος ατόμου χρειάζεται οικονομική αλλά και συναισθηματική ενίσχυση, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες που της δημιουργεί η φροντίδα του ασθενή. Η δημιουργία κρατικών υπηρεσιών υποστήριξης χρονίως πασχόντων σε κάθε κοινότητα, οι οποίες θα στελεχώνονται από ειδικές διεπιστημονικές επιτροπές, κρίνεται σε αυτό το σημείο απαραίτητη.

4.6) Εμπειρικές περιβαλλοντολογικές έρευνες στην ποιότητα ζωής.

Πολλοί ερευνητές έχουν επικεντρώσει τις προσπάθειές τους στον εντοπισμό των περιβαλλοντολογικών παραγόντων που επηρεάζουν περισσότερο την ποιότητα ζωής των πολιτών. Επιπλέον, αρκετές κοινότητες έχουν διενεργήσει σημαντικές και εκτεταμένες έρευνες στον τομέα αυτό, προκειμένου να βελτιώσουν την υποδομή τους και να ανταποκριθούν στην ολοένα και αυξανόμενη υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος. Στη μελέτη των Davis, Fine-Davis & Meehan (1981), χρησιμοποιήθηκε μία τετραβάθμια κλίμακα προκειμένου να διερευνηθεί η ικανοποίηση των πολιτών από το κατάλυμα, τη γειτονιά τους, τις υπηρεσίες υγείας που προσέφερε η κοινότητα, και γενικά από τις συνθήκες διαβίωσης. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το μοντέλο παλινδρόμησης, για να εντοπίσουν τους παράγοντες με τη μεγαλύτερη προβλεπτική ικανότητα της ποιότητας ζωής των πολιτών. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι οι καλές σχέσεις με τους γείτονες ήταν ο σημαντικότερος προβλεπτικός παράγοντας της ποιότητας ζωής στο επίπεδο της γειτονιάς, ενώ ακολουθούσε η ικανοποίηση από τη δημοτική μαζική μεταφορά και τα χαμηλά επίπεδα βίας και θορύβου. Επιπλέον, η ικανοποίηση από το κατάλυμα σχετίζονταν περισσότερο με το μέγεθος του καταλύματος και την ύπαρξη βασικών ευκολιών (θέρμανση, ζεστό νερό, μπάνιο, κ.α.). Τα παραπάνω ευρήματα συνάδουν με τα αποτελέσματα της έρευνας των Jelincova & Pisec (1984) σε κατοίκους της Πράγας, τα οποία έδειξαν ότι η δυσαρέσκεια σχετικά με το κατάλυμα σχετίζεται περισσότερο με την ύπαρξη μικρών εσωτερικών χώρων, μικρών δωματίων και υψηλά επίπεδα θορύβου.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα μελέτη αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αντιλήψεις των κατοίκων για τη γειτονιά τους είναι αυτή των Gruber & Shelton (1987). Οι ερευνητές εντόπισαν κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας τρεις σημαντικούς παράγοντες βάσει των αξιολογήσεων ενός δείγματος 305 πολιτών:
Ύπαρξη και εύρυθμη λειτουργία δημοσίων υπηρεσιών, ύπαρξη υποδομών και ελκυστικότητα της γειτονιάς. Στο δεύτερο ερευνητικό στάδιο εντοπίστηκαν έξι επιπλέον παράγοντες:ευχάριστο/φιλικό περιβάλλον γειτονιάς, θόρυβος/κυκλοφοριακό πρόβλημα, ύπαρξη και διατήρηση χώρων στάθμευσης, προβληματικός/ ανεπαρκής φωτισμός, επαρκείς και ποιοτικοί χώροι αναψυχής και ύπαρξη στεγασμένων χώρων. Ο σημαντικότερος παράγοντας πρόβλεψης της ποιότητας ζωής στο επίπεδο της γειτονιάς βρέθηκε να είναι το ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον, παράγοντας στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν η φιλικότητα, οι καλές σχέσεις με τους γείτονες, η ασφάλεια , η αντίληψη περί καλού τόπου διαβίωσης, η άνεση, η ελκυστικότητα και η ομοιότητα του ατόμου με τους υπολοίπους κατοίκους.
Τα αποτελέσματα των ανωτέρω μελετών καταδεικνύουν με τρόπο σαφή ότι η μελέτη των περιβαλλοντολογικών επιδράσεων στην ποιότητα ζωής των πολιτών, τόσο στο επίπεδο του καταλύματος, όσο και της γειτονιάς, περιλαμβάνει πάμπολλους σχετικούς με τη διαβίωση παράγοντες μέτρησης. Εντούτοις, η αδυναμία εξεύρεσης κοινών κατηγοριοποιήσεων των χαρακτηριστικών της περιβαλλοντολογικής ποιότητας ζωής οφείλεται στη διαφορά των αντιλήψεων των πολιτών αναφορικά με τη σημαντικότητα των παραγόντων αυτών. Επιπλέον, οι ορισμοί των περιβαλλοντολογικών παραγόντων διαφέρει σε επίπεδο ενάργειας μεταξύ των διαφορετικών μελετών, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κοινή εφαρμογή της κλασικής ιεράρχησης σε επίπεδο καταλύματος-γειτονιάς-κοινότητας των παραγόντων που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής του περιβάλλοντος.
Συμπερασματικά, διαφαίνεται ότι κοινωνικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη υποστηρικτικών δημοσίων φορέων, περιβαλλοντικοί (μόλυνση, πρόσβαση σε πόσιμο νερό, κ.α.), οικονομικοί (προσβασιμότητα σε ενοικίαση ακινήτων, οικονομικές απολαβές, κ.α.) και ατομικοί παράγοντες (επίπεδο υγείας, εθελοντική προσφορά, κ.α.) επηρεάζουν εξίσου την ποιότητα ζωής των πολιτών. Οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν, ώστε τελικά να δημιουργείται στους πολίτες μία συνολική αίσθηση περί της ποιότητας της ζωής τους. Τα λειτουργικά και δομικά χαρακτηριστικά των ανωτέρω παραγόντων, που εξέτασε ο Parsons, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της άποψης αυτής. Η συστημική του προσέγγιση έγκειται στο νοητικό διαχωρισμό της κοινωνικής δομής σε τέσσερα βασικά υποσυστήματα, η συνεισφορά των οποίων επιτυγχάνει τη σύνθεση της ολότητας. Ο Parsons στην προσπάθειά του να αποτυπώσει γεωμετρικά τη κοινωνική πραγματικότητα με τις αμφίδρομες σχέσεις αλληλεπίδρασης, δίνει τη δυνατότητα να χαρτογραφηθούν οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής τονίζοντας τόσο τις οικονομικές, όσο και τις κοινωνικο-περιβαλλοντικές εκφάνσεις της.
Η τετραγωνική ορθολογικότητα του θεωρητικού μοντέλου μπορεί να προσομοιαστεί με τη σύνθεση ενός ψηφιδωτού. Η αρτιότητα του έργου συνίσταται στη συνεισφορά του κάθε κομματιού ξεχωριστά, εφόσον η απουσία έστω και ενός αλλοιώνει το αποτέλεσμα. Αναλόγως απεικονίζει και τη λειτουργία της κοινωνίας, που η πληρότητά της αποτελεί συνάρτηση του λόγου των υποσυστημάτων. Οι ενδο-συστημικές σχέσεις αλληλεπίδρασης που διαμορφώνονται, ώστε να επιτυγχάνεται η κοινωνική ευρυθμία, οφείλουν να είναι ισόρροπες, διαφορετικά η δυσαρμονία του ενός θα επηρεάσει και τη λειτουργία των υπολοίπων.
Συγκεκριμένα, το αρχιτεκτονικό μοτίβο του Parsons διαχωρίζει το κοινωνικό σύστημα σε τέσσερα βασικά υποσυστήματα:
1. Το «Φυσικο-Βιολογικό Υποσύστημα»
2. Το «Υποσύστημα της Προσωπικότητας»
3. Το «ΚοινωνικόΥποσύστημα»
4. Το «Πολιτιστικό Υποσύστημα»
Το κάθε ένα από τα τέσσερα υποσυστήματα πρεσβεύει μια βασική αρχή, η δε σύνθεσή τους ολοκληρώνει την άρτια λειτουργία της κοινωνικής ολότητας. Βασική αρχή και προτεραιότητα του πρώτου υποσυστήματος είναι η διατήρηση των προτύπων, ώστε να επιτυγχάνεται η διαιώνιση της πολιτισμικής κουλτούρας. Δομικό στοιχείο του κοινωνικού υποσυστήματος αποτελεί η ενσωμάτωση, μέσω της οποίας πραγματώνεται η κοινωνική συνύπαρξη, ενώ για το φυσικο- βιολογικό υποσύστημα κατευθυντήρια αρχή είναι η προσαρμογή του ατόμου, ώστε να διατηρείται τόσο η βιολογική, όσο και η φυσική του ισορροπία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα