Οι εξελίξεις στην εθνική και στις περιφερειακές αγορές εργασίας με έμφαση

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΟΝΤΟΣ
Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου(μέλος ΣΕΠ)
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου



1. ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Το πρόβλημα της εξασφάλισης της απασχόλησης ή με την αρνητική του πλευρά, το πρόβλημα της ανεργίας παίρνει μεγάλες διαστάσεις παγκοσμίως και προβλέπεται να αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες κοινωνικές μάστιγες του 21ου αιώνα. Το μέγεθος της ανεργίας σήμερα, αλλά κυρίως οι προβλεπόμενες τάσεις για την διόγκωση της στο μέλλον, δίνουν το δικαίωμα σε πολλούς να την αποδίδουν με τον όρο “Μαζική ανεργία” (Mass Unemployment).
Οι προβλέψεις για το μέγεθος της ανεργίας είναι πλέον απαισιόδοξες από μεγάλο αριθμό ερευνητών. Ο J. Rifkin (1994) προβλέπει ότι στο μέλλον τίποτε δεν θα θυμίζει τις σημερινές συνθήκες στις αγορές εργασίας.
Τονίζεται ότι, οι παραδοσιακές πολιτικές δεν φαίνεται να αποδίδουν, καθώς ούτε η οικονομική ανάπτυξη φαίνεται να επιδρά σημαντικά στην μείωση της ανεργίας, ούτε τα υπάρχοντα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και τα άλλα σχετικά κοινωνικά προγράμματα να την περιορίζουν (P. Meadows, 1996).
Στα πλαίσια αυτά η παρούσα εισήγηση στοχεύει να εξετάσει την απασχόληση και την ανεργία κάτω από την επίδραση των παραγόντων που την προσδιορίζουν σήμερα διεθνώς, να διερευνήσει τις πρόσφατες τάσεις στην Ελλάδα και στις περιφέρειες της Χώρας, να παρουσιάσει τις ομάδες υψηλού κινδύνου σε σχέση με την ανεργία και να σκιαγραφήσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις προοπτικές απασχόλησης στην Περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας.
Τα στατιστικά δεδομένα της εισήγησης προέρχονται από επίσημες στατιστικές της ΕΣΥΕ για την απασχόληση, την χρήση της τεχνολογίας των Η/Υ και των τηλεπικοινωνιών, το ΑΕΠ, κ.ά., ως και από πρωτογενή έρευνα που έγινε στην περίοδο 2003-04 στην Στερεά Ελλάδα στα πλαίσια του EQUAL με θέμα «Η κατάσταση και η προοπτική των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας στον τομέα του τουρισμού περιοχής Στερεάς Ελλάδος».
Για την ανάλυση των δεδομένων, πέραν της περιγραφικής στατιστικής, καταρτίστηκαν οικονομικοί και περιφερειακοί δείκτες, εφαρμόστηκε η ανάλυση παλινδρόμησης της εθνικής επί των περιφερειακών δεικτών ανεργίας ως και μη παραμετρική ανάλυση επί των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων τουρισμού και των εργαζομένων στην περιοχή Στερεάς Ελλάδας.

2. OΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Σημαντικό ερώτημα στην μελέτη των σχετικών θεμάτων αποτελεί η διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν, τις σύγχρονες οικονομίες, στην διόγκωση του προβλήματος της ανεργίας. Μεγάλη σημασία στην αύξηση της ανεργίας, αποτελούν διαρθρωτικοί παράγοντες που βιώνουν οι σύγχρονες κοινωνίες.Ως βασικοί διαρθρωτικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την απασχόληση, αναφέρονται στην διεθνή βιβλιογραφία οι εξής :
- Η μετάβαση προς την μεταβιομηχανική κοινωνία
- η διεθνοποίηση της οικονομίας, και
- η τεχνολογία
Ως βασική παράμετρος των διεθνών εξελίξεων θεωρείται η προϊούσα ταχύτατη τριτογενοποίηση της διεθνούς οικονομίας, η μετάβαση προς τη μεταβιομηχανική κοινωνία (P.Buigues and A. Sapir, 1993). Στα πλαίσια της μετάβασης αυτής προς την κυριαρχία των υπηρεσιών, της διεθνοποίησης αυτών και της ανάπτυξή τους ως προωθητικών κλάδων της ανάπτυξης, προβλέπονται μεγάλες διαρθρωτικές μεταβολές στην οικονομία των χωρών και πιθανώς μείωση της απασχόλησης.
Όσοι θεωρούν σημαντικό παράγοντα προσδιορισμού της περιφερειακής απασχόλησης την παγκόσμια τάση διεθνοποίησης της οικονομίας, ισχυρίζονται ότι η ανάπτυξη των εσωτερικών αγορών, η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, η συνεχής διερεύνηση των υπερεθνικών οργανισμών, κλπ., δίνουν νέους ρόλους στις περιφέρειες του κόσμου με ανεξέλεγκτες συνέπειες στην απασχόληση.
Οι τεχνολογικές μεταβολές, τέλος, συντελούν σε δραστικές μεταβολές μεταξύ των παραγωγικών κλάδων που οδήγησαν ως τώρα στην ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις που θέλουν να ξεφύγουν από την κρίση εφαρμόζουν στην παραγωγική διαδικασία νέες τεχνολογίες και αναζητούν νέα προϊόντα και αγορές. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σταθερά στην εγκατάλειψη εισροών που χρησιμοποιούσαν και περιοχών που ήταν εγκατεστημένες. Η πολιτική αυτή οδηγεί σταθερά σε διαδικασίες επανεγκατάστασης, δηλαδή εγκατάλειψη μιας περιοχής. Έτσι οδηγούμεθα σε μακροχρόνια ανεργία διαρθρωτικής μορφής, από την οποία πλήττονται κύρια οι νέοι, οι γυναίκες και όσοι μειονεκτούν εκπαιδευτικά (D. Lyon, 1994 : 65-85).
Γενικώς η εισαγωγή της τεχνολογίας μειώνει την απασχόληση. Στην αναπτυξιακή διαδικασία, όμως προβλέπεται και πρέπει να γίνεται προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις της εργασίας, που συνήθως είναι και υψηλότερου επιπέδου. Οι βασικές επιδράσεις της νέας τεχνολογίας προσδιορίζονται κυρίως από τις ακόλουθες διαδικασίες :
Ρομποτική γραμμή παραγωγής
Νέες βιομηχανικές σχέσεις
Εργασία στο σπίτι (τηλεματική)
Η είσοδος του “chip” στην παραγωγή δημιουργεί μηχανές οι οποίες έχουν τρομακτικές δυνατότητες υποκατάστασης της ανθρώπινης εργασίας. Επίσης, η κατασκευή expert systems στις κατασκευές και σε άλλους παραγωγικούς τομείς, περιορίζει την ανάγκη χρησιμοποίησης εξειδικευμένου και επιστημονικού δυναμικού περίπου στο μισό. Τέλος, η δυνατότητα εργασίας στο σπίτι, μέσω της ανάπτυξης δικτύων, όταν θα είναι πλήρως εφικτή η μαζική εφαρμογή της, θα δημιουργήσει τεράστιες μεταβολές στην απασχόληση και θα απαξιώσει μια σειρά επαγγελμάτων (βλέπε μεταφορές κλπ.). Η επίδραση της τηλεματικής στην απασχόληση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος και τη σύνθεση του εργατικού δυναμικού που θα ενταχθεί τελικά στο σύστημα αυτό εργασίας.
Γενικώς η απάντηση για το βαθμό που η τεχνολογία θα επηρεάσει την περιφερειακή απασχόληση διεθνώς, είναι δύσκολη και εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων, μερικούς των οποίων αναφέρουμε στη συνέχεια :
• Οι ρυθμοί ανάπτυξης. Αν οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλοί, οι αρνητικές επιδράσεις θα είναι μικρότερες.
• Οι ρυθμοί εισόδου νέων ομάδων πληθυσμού στην αγορά εργασίας (γυναίκες, απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κλπ.)
• Ο βαθμός και ο ρυθμός εισόδου της τεχνολογίας. Γενικά θεωρείται ότι παλιάς τεχνολογίας βιομηχανίες θα πληγούν πρώτες και σκληρότερα από τον αυτοματισμό (D. Lyon, 1994: 66-72).





3. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο πληθυσμός ηλικίας 14 ετών και πάνω αυξάνει κατά 1.069.826 στην περίοδο 1988-2002, ενώ στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα το εργατικό δυναμικό αυξάνει κατά 408.265 και οι εργαζόμενοι αυξάνουν κατά 291.548 (Πίνακας 1). Γενικά το εργατικό δυναμικό, ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, δεν ξεπερνά το 50 % με τάσεις μείωσης στην εξεταζόμενη περίοδο ( 48, 67 % το 2002). Κατ’ αυτό τον τρόπο οι οικονομικά μη ενεργοί αυξάνουν από 49,91 % το 1988, σε 51,91 % του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 14 ετών και πάνω, το 2002. Οι αυξημένες συνταξιοδοτήσεις, λόγω της προϊούσης γήρανσης του πληθυσμού, προσδιορίζουν την τάση αυτή. Γενικά το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού θεωρείται μικρό και προσδιορίζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως είναι οι σπουδές μεγάλου αριθμού των νέων στην Ελλάδα, η στρατιωτική θητεία, η μικρή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, κ.ά.. Το 88% των ατόμων ηλικίας 15-19 ετών βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί για τις επόμενες ομάδες ηλικιών 20-24 και 25-29 είναι αντίστοιχα 41,6 % και 16,5 %.
Οι παράγοντες αυτοί διαμορφώνουν και την ηλικιακή κατανομή του εργατικού δυναμικού της Ελλάδος (Πίνακας 2). Την πολυπληθέστερη ηλικιακή ομάδα του εργατικού δυναμικού αποτελεί αυτή των 30-44 ετών (39,89 %) και την αμέσως επόμενη αυτή των 45-64 ετών (34,13). Το πολύ μεγάλο μέγεθος της τελευταίας αυτής ομάδος (1.491.111 άτομα) και οι επερχόμενοι στην ομάδα αυτή τα επόμενα χρόνια ηλικίας 30-44 ετών (1.742.783 άτομα) καθιστούν το πρόβλημα της γήρανσης του εργατικού δυναμικού μείζον και την ανάγκη λήψης μέτρων επιτακτική.
Σχετικά με την ανεργία, ο αριθμός των ανέργων, σε απόλυτα μεγέθη, αυξάνεται από 303.390 το 1988 σε 523.374 το 1999. Μετά το έτος αυτό παρουσιάζει σταδιακή μείωση και το 2002 εμφανίζεται περιοριζόμενος κατά 103.000 περίπου, δηλαδή στα επίπεδα των 420.107. Ο δείκτης ανεργίας στην Ελλάδα προσεγγίζει το 12% και παρουσιάζει συνεχή ανοδική τάση από το 1990 μέχρι το 1999. Από το 2000 παρουσιάζει τάση αποκλιμάκωσης, περιοριζόμενος στο 9,62 το 2002 (Πίνακας 1). Στο σημείο αυτό τονίζεται η μεγάλη συμμετοχή των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο αυτών. Η κατηγορία αυτή που αποτελεί και την πλέον προβληματική στο θέμα της ανεργίας, ανέρχεται σε 229.840 το 2002, δηλαδή στο 54,7 % του συνόλου. (Πίνακας 3).

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ 1988 - 2002 ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ
ΕΤΗ ΣΥΝΟΛΟ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ 14 ΚΑΙ ΑΝΩ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΑΠΑΣΧΟ-ΛΟΥΜΕΝΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΩΣ % ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 14 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ (ΑΝΕΡΓΟΙ
ΣΤΟ
ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΑΣΧΟ
ΛΟΥΜΕ
ΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΩΝ) ΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΙ ΩΣ % ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 14 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ ΑΝΕΡΓΟΙ ΗΛΙΚΙΑΣ
14-29 ΩΣ % ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ
1988 7907405 3960745 3657354 303390 50,09 7,66 49,91 62,48
1989 7985930 3966816 3670894 295921 49,67 7,46 50,33 63,81
1990 8146005 4000213 3719056 281157 49,11 7,03 50,89 63,80
1991 8295778 3933536 3632437 301099 47,42 7,65 52,58 62,44
1992 8361146 4034329 3684501 349829 48,25 8,67 51,75 59,44
1993 8491620 4118379 3720179 398200 48,50 9,67 51,50 59,39
1994 8615605 4193390 3789609 403781 48,67 9,63 51,33 59,04
1995 8685478 4248528 3823809 424719 48,92 10,00 51,08 58,44
1996 8770149 4318302 3871923 446379 49,24 10,34 50,76 58,85
1997 8859430 4294405 3854055 440350 48,47 10,25 51,52 57,49
1998 8720200 4445700 3967200 478500 50,98 10,76 49,01 55,82
1999 8803526 4463166 3939791 523374 50,70 11,73 49,30 53,76
2000 8876258 4437353 3946274 491080 49,99 11,07 50,00 52,48
2001 8954147 4362211 3917499 444712 48,72 10,19 51,28 51,10
2002 8977231 4369010 3948902 420107 48,67 9,62 51,33 49,85
Πηγή : ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 1988 - 2002.
Στην επίσημη ανεργία που μετράται από την έρευνα Εργατικού δυναμικού που διενεργεί η ΕΣΥΕ, θα πρέπει να προστεθεί και η συγκεκαλυμένη ανεργία ως και η υποαπασχόληση που υποκρύπτεται σε κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι οι μη αμοιβόμενοι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση και οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό. Οι ανωτέρω κατηγορίες περιλαμβάνουν σε σημαντικό βαθμό, υποαπασχολούμενα άτομα, συνήθως γυναίκες, και σε πολλές περιπτώσεις ουσιαστικά άνεργους παρά την υπαγωγή τους, με βάση στατιστικούς ορισμούς, στους εργαζόμενους. Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν το 45 % των εργαζομένων, ενώ οι μισθωτοί αποτελούν μόλις το 55% αυτών, διάρθρωση που δείχνει ένα γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας, από το οποίο προκύπτουν πολλές δυσχέρειες στην άσκηση επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής. Επισημαίνεται εδώ ότι η εισαγωγή ελαστικών μορφών απασχόλησης, όπως η μερική απασχόληση, η απασχόληση με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η επιδοτούμενη απασχόληση ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα και γενικότερα η εισαγωγή της έννοιας της απασχολησιμότητας του εργατικού δυναμικού αντί της μόνιμης και πλήρους απασχόλησης στην αγορά εργασίας, περιορίζει ακόμη περισσότερο την αξία του δείκτη ανεργίας ως μέτρου του μεγέθους αυτής.


ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΑΤΆ ΟΜΑΔΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002
ΟΜΑΔΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ
14 ετών 0 0,00
15-19 ετών 70616 1,62
20-24 ετών 391256 8,96
25-29 ετών 567127 12,98
30-44 ετών 1742783 39,89
45-64 ετών 1491111 34,13
65+ ετών 106117 2,43
ΣΥΝΟΛΟ 4369010 100,00
Πηγή : ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, 2002

Στο σημείο αυτό θα σχολιαστεί η επίδραση των διαρθρωτικών παραγόντων στην ελληνική αγορά εργασίας, που σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ενότητα 2, είναι η μετάβαση προς την μεταβιομηχανική κοινωνία, η διεθνοποίηση της οικονομίας και η τεχνολογία.
Η επίδραση του πρώτου παράγοντα, δηλαδή η μετάβαση από την κυριαρχία της βιομηχανίας στην κοινωνία των υπηρεσιών, στην ανεργία της Ελλάδας φαίνεται να είναι σημαντική, καθώς είναι εμφανής η συγκέντρωση του κύριου όγκου των ανέργων της χώρας στην μεταποίηση (Κ.Ρόντος,1997) Οι διαρθρωτικές μεταβολές, προβλέπεται και από άλλους μελετητές, ότι θα πλήξουν χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα, για τη μετάβαση αυτή προς την κοινωνία των υπηρεσιών (P.Buigues and A. Sapir,1993).
Η επίδραση του δεύτερου παράγοντα στην ανεργία στην Ελλάδα, δηλαδή η τάση διεθνοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας και η αναδιανομή του καταμερισμού της παγκόσμιας δραστηριότητας, που συνδυάζεται και με τον πρώτο παράγοντα (τριτογενοποίηση της οικονομίας), δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς και ούτε είναι δυνατόν να γίνουν ακριβείς προβλέψεις. Διαφαίνεται πάντως, σύμφωνα με προηγούμενη ανάλυση, ότι η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, στον τουρισμό λόγω της πολιτιστικής, πνευματικής και ιστορικής της κληρονομιάς, του φυσικού της κάλλους και των δυνατοτήτων για αναψυχή, δεδομένα που θα πρέπει να αξιοποιήσει (Κ. Ρόντος,1995).


ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΝΕΡΓΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΤΆ ΗΛΙΚΙΑ ΕΤΟΥΣ 2002
ΟΜΑΔΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΥΝΟΛΟ Τώρα θα αρχίσει να αναζητά εργασία Λιγότερο από 1 μήνα 1 - 2 μήνες 3 - 5 μήνες 6 - 11 μήνες >12 μήνες ΝΕΟΙ
14 ετών 0 0 0 0 0 0 0 0
15-19 ετών 21175 275 1052 2432 1216 6518 9682 17902
20-24 ετών 97386 1048 3235 7551 15262 23322 46968 64385
25-29 ετών 90895 421 2467 6811 10968 19030 51198 44587
30-44 ετών 140827 600 4989 10611 21818 20556 82253 36061
45-64 ετών 69009 345 1955 4219 12202 11261 39027 5790
65+ ετών 815 0 0 0 104 0 711 0
ΣΥΝΟΛΟ 420107 2689 13698 31624 61570 80687 229840 168724
Πηγή : ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, 2002

Σχετικά με τον τρίτο παράγοντα, την τεχνολογία. Η επίδρασή της στην ανεργία φαίνεται ότι και στην Ελλάδα καθημερινά απαξιώνει παραδοσιακά επαγγέλματα ή στην καλύτερη περίπτωση μειώνει δραστικά τις θέσεις εργασίας. Από ειδική ποσοτική ανάλυση για την Ελλάδα, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν ανακοινωθεί (Κ. Ρόντος, 1997)), προκύπτει ότι με βάση ένα γραμμικό πολυμεταβλητό υπόδειγμα με σημαντική συνολική ερμηνευτική ικανότητα (ADJ R2=0,81), επίδραση στην εξέλιξη της ανεργίας ασκεί μόνο η ένταση της εισόδου νέων ομάδων πληθυσμού στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, ο βαθμός ανάπτυξης της οικονομίας και ο βαθμός εισόδου της τεχνολογίας δεν φαίνεται να επιδρούν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Το συμπέρασμα αυτό, βέβαια, θα πρέπει να θεωρηθεί ως αρχική ένδειξη της ερμηνευτικής ικανότητας των παραγόντων που προσδιορίζουν την επίδραση της τεχνολογίας στην ανεργία. Περαιτέρω ποσοτική διερεύνηση του θέματος απαιτείται ώστε να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, οι χρονικές υστερήσεις στις μεταβλητές, κλπ.


4. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Οι περιφερειακές αγορές εργασίας παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους και αντιδρούν διαφορετικά η κάθε μια στις εθνικές οικονομικές μεταβολές και στα μέτρα πολιτικής απασχόλησης.
Αρχικά, η περιφερειακή κατανομή του εργατικού δυναμικού χαρακτηρίζεται από έντονη συσσώρευση στις δύο μεγάλες μητροπολιτικές περιφέρειες της χώρας, στην Περιφέρεια Αττικής και στην Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, με βασικό πόλο την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Πράγματι, 2.451.806 από το εργατικό δυναμικό της Χώρας (56,11 % του συνόλου) είναι εγκατεστημένο στις δύο αυτές περιφέρειες το 2002 (Πίνακας 4). Η συσσώρευση συνεχίζεται ακόμη και την πρόσφατη δεκαετία 1992-2002, καθώς το 1992 η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού των δύο αυτών περιοχών στο σύνολο της χώρας ήταν 2.201.075 άτομα, δηλ. το 54,56 % του συνόλου.
Η εξέλιξη αυτή προκλήθηκε από θεωρητικές απόψεις και πολιτικές που κυριάρχησαν στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου διεθνώς στα πλαίσια της τεράστιας εξάπλωσης της βιομηχανικής ανάπτυξης. Το ενδιαφέρον για την εθνική αποκλειστικά ανάπτυξη και η παραμέληση της περιφερειακής διάστασης αυτής, οδήγησε μεταπολεμικά στη συγκέντρωση μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας του αναπτυσσόμενου δευτερογενή και τριτογενή τομέα στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα μαζικό κύμα μεταναστών σχεδόν από όλη την λοιπή Ελλάδα προς αυτήν. Δευτερευόντως η ροή αυτή κατευθύνθηκε και προς την Θεσσαλονίκη.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ 2002 ΚΑΤΆ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ 14 ΚΑΙ ΑΝΩ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥ
ΜΕΝΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΩΣ % ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 14 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ (ΑΝΕΡΓΟΙ
ΣΤΟ
ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥ
ΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΩΝ)
ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ 492177 243616 220195 23421 49,50 9,61
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1516810 722773 643038 79735 47,65 11,03
ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 230629 109203 94164 15039 47,35 13,77
ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ 584566 273550 245310 28240 46,80 10,32
ΗΠΕΙΡΟΥ 278787 123579 110136 13443 44,33 10,88
ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ 149445 69301 65147 4154 46,37 5,99
ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 530331 244750 218593 26157 46,15 10,69
ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 441903 190337 173182 17155 43,07 9,01
ΑΤΤΙΚΗΣ 3425996 1729033 1571576 157457 50,47 9,11
ΠΕΛΟΠΟΝ/ΣΟΥ
475755 227230 210820 16410 47,76 7,22
ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 171599 73438 66999 6439 42,80 8,77
ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 231588 122551 104363 18189 52,92 14,84
ΚΡΗΤΗΣ 447646 239649 225379 14270 53,54 5,95
ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ 8977232 4369010 3948902 420109 48,67 9,62
Πηγή : ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 2002.


Η εξέλιξη αυτή είχε τη βάση της στην επικράτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, θεωρητικών απόψεων, όπως η νεοκλασική σύμφωνα με την οποία η απρόσκοπτη κινητικότητα του πληθυσμού είναι επιθυμητή και αναγκαία για τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. (Isaac, 1947). Με τη θεωρία που ανέπτυξε ο Keynes στα 1935 (Keynes, 1955) απορρίπτεται η δυνατότητα ύπαρξης τέλειου ανταγωνισμού και γενικότερα όλο το κλασικό οικονομικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν και οι απόψεις τους για την περιφερειακή κατανομή του πληθυσμού. Παρόλα αυτά, σε ορισμένα μεταγενέστερα Κεϋνσιανά υποδείγματα, υιοθετείται η άποψη η άποψη ότι οι μεταναστευτικές ροές είναι πολύ πιθανό να αποτελούν εξισορροπητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση άρσης των περιφερειακών ανισοτήτων (Χατζημιχάλη Ντ. & Κ., 1979). Επιπλέον, θεωρήσεις της περιφερειακής επιστήμης και ιδιαίτερα η θεωρία των πόλων ανάπτυξης ευνόησαν τη δημιουργία μεγάλων συγκεντρώσεων πληθυσμού ( Darwent D. 1975) , ενώ και αντίθετες, με τις ανωτέρω απόψεις, προσεγγίσεις, όπως η μαρξιστική, δεν συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στις περιφερειακές πληθυσμιακές ανισότητες ( Palloit C., 1978, Madel E., 1963). Κάτω από την επίδραση των ανωτέρω απόψεων που επικράτησαν στις κυριότερες σχολές επιστημονικής σκέψης, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση συνίστανται στην παραμέληση της μεταβλητής «χώρος» ως αυτόνομης διάστασης στη μελέτη των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων, η έλλειψη προσοχής για την περιφερειακή κατανομή του πληθυσμού, ως πεδίου μελέτης, έχει έκδηλη αιτιολόγηση.
Τα χαρακτηριστικά των περιφερειών ως προς την ανεργία φαίνεται να διαφοροποιούνται κατά την τελευταία δεκαετία, κυρίως κάτω από την επίδραση των παραγόντων που έχουν ήδη συζητηθεί στην παρούσα εισήγηση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Αττική και η Στερεά φαίνεται να πλήττονται περισσότερο κάτω από την επίδραση της αποβιομηχάνισης και της προσπάθειας για αποκέντρωση της βιομηχανίας της δεκαετίας του ‘80. Οι νησιωτικές περιφέρειες λόγω του τουρισμού και οι μη μητροπολιτικές αγροτικές περιφέρειες παρουσιάζουν μικρότερη ανεργία. Σήμερα, η εικόνα αυτή φαίνεται να έχει αλλάξει (Πίνακας 4). Το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης και η εγκατάλειψη της περιφερειακής πολιτικής τόνωσης της ανάπτυξης των μη μητροπολιτικών περιφερειών πλήττει τη Μακεδονία και ιδιαίτερα τη Δυτική, τη Δυτική Ελλάδα αλλά και την περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου, όπου ο τουρισμός δεν αναπτύχθηκε σε γερές βάσεις και λιγότερο την Αττική και την Στερεά Ελλάδα, όπου αναπτύσσονται ταχύτερα οι υπηρεσίες. Χαμηλή ανεργία εξακολουθούν να παρουσιάζουν οι παραδοσιακές γεωργικές περιφέρειες της Πελοποννήσου και του Β. Αιγαίου και οι νησιωτικές της Κρήτης και των Ιονίων.
Η σχέση της εθνικής με την περιφερειακή ανεργία είναι ένα κρίσιμο ερώτημα στη μελέτη των σχετικών θεμάτων, που έχει απασχολήσει αρκετά τη διεθνή βιβλιογραφία (W. Black and D.G. Slatter, 1975, G.L. Clark, 1978). Η διερεύνηση της σχέσης αυτής επιχειρείται με τη βοήθεια ποσοτικών μεθόδων και υποδειγμάτων, όπως είναι οι Box - Jenkins techniques, OLS regression, κλπ. (R. J. Johnston, 1979).
Από την ποσοτική ανάλυση προκύπτει ότι αμφισβητείται αν μια εθνική πολιτική πλήρους απασχόλησης θα επηρέαζε θετικά, σε σημαντικό βαθμό, περιφέρειες που έχουν ήδη υψηλά επίπεδα ανεργίας και σε τελική ανάλυση πολλές μειονεκτικές περιφέρειες δεν μπορούν να επιτύχουν τα εθνικά επίπεδα πλήρους απασχόλησης (G.L. Clark, 1979).
Οι διαφοροποιήσεις στις εθνικές από τη μια και στις περιφερειακές - τοπικές από την άλλη τάσεις της ανεργίας, οδηγεί σε διαφοροποιήσεις και στην πολιτική που θα πρέπει να εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων προβλημάτων των περιφερειών και των πόλεων με στρατηγικές τοπικής ανάπτυξης ή ακόμη της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης.
Τα θέματα αυτά, θα καταβληθεί προσπάθεια να διερευνηθούν για την Ελλάδα σε τρόπο ώστε να προκύψουν συμπεράσματα χρήσιμα στην άσκηση περιφερειακής πολιτικής στην κατεύθυνση μείωσης της ανεργίας και ελαχιστοποίησης της επίδρασης των διαρθρωτικών μεταβολών που διαδραματίζονται διεθνώς σήμερα και διαμορφώνουν την κοινωνία και οικονομία του 21ου αιώνα.
Για την διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της περιφερειακής και της εθνικής ανεργίας, χρησιμοποιήθηκε η απλή γραμμική παλινδρόμηση με ερμηνευτική μεταβλητή τον εθνικό δείκτη ανεργίας και εξαρτημένη μεταβλητή τον αντίστοιχο δείκτη της κάθε περιφέρειας της χώρας. Επιπλέον εξετάζεται και η σχέση της εθνικής ανεργίας με αυτήν του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ). Συνολικά, καταρτίστηκαν 14 γραμμικές συναρτήσεις με πρωτογενή δεδομένα που καλύπτουν την περίοδο 1988-99.

Η γενική μορφή των υποδειγμάτων για κάθε περιφέρεια i είναι η εξής :
Υi = ai + bi X + e, όπου :
Yi = η ανεργία της περιφέρειας i ( δείκτης ανεργίας)
X = η εθνική ανεργία (δείκτης ανεργίας)
ai, bi = οι συντελεστές παλινδρόμησης
e = τα κατάλοιπα

Τα αποτελέσματα από την παραπάνω εφαρμογή αναλύονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τρόπο. Ο συντελεστής bi δείχνει την ευαισθησία της περιφερειακής-τοπικής ανεργίας στις αντίστοιχες μεταβολές σε εθνικό επίπεδο. Αν bi =1, τότε μια μεταβολή κατά μια ποσοστιαία μονάδα στην εθνική ανεργία οδηγεί σε μια ισόποση μεταβολή στην περιοχή i. Αν bi < 1, αυτό δείχνει ότι μια μεταβολή στην εθνική ανεργία προκαλεί μικρότερη μεταβολή στην περιοχή i. Αν bi > 1, τότε η περιοχή i αντιδρά πιο έντονα στις εθνικές μεταβολές. Συνεπώς ο συντελεστής bi δείχνει τη σχετική ευαισθησία /ευπάθεια της περιφερειακής-τοπικής ανεργίας στην αντίστοιχη εθνική. Σχετικά με το σταθερό όρο ai η ερμηνεία των τιμών που λαμβάνει είναι η ακόλουθη. Αν ai = 0, τότε δεν υπάρχει συσσώρευση της ανεργίας στην περιοχή i, σε σχέση με την εθνική κατάσταση. Αν ai  0, τότε σε ai >0 υπάρχει στην περιοχή συσσωρευμένη ανεργία και μάλιστα πάνω από το μέσο επίπεδο, ενώ αν ai<0, τότε η τοπική ανεργία είναι συσσωρευμένη κάτω από το μέσο επίπεδο.
Βασική κριτική στην παραπάνω μεθοδολογία αποτελεί η διαπίστωση ότι οι εθνικές σειρές ανεργίας δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητες από τα αντίστοιχα περιφερειακά -τοπικά μεγέθη, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν οι συγκεκριμένες εξισώσεις παλινδρόμησης. Αυτό ισχύει ειδικότερα όταν οι τελευταίες έχουν μεγάλη συμμετοχή στις εθνικές σειρές, όταν δηλαδή πρόκειται για μια μεγάλη πόλη / περιφέρεια σε σχέση με το εθνικό μέγεθος. Θεωρείται μάλιστα ότι οι εθνικοί οικονομικοί κύκλοι επηρεάζονται από τους αντίστοιχους περιφερειακούς (M.Chisholm et al, 1971).
Εν τούτοις, οι παραπάνω περιορισμοί δεν έχουν ληφθεί υπόψη σε μεταγενέστερες σχετικές εργασίες. Η εθνική τάση συνεχίζει να λαμβάνεται ως ανεξάρτητη μεταβλητή ξεχωριστά σε κάθε περιφέρεια, επειδή η μέθοδος αυτή δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τις τάσεις στις περιφερειακές αποκλίσεις της ανεργίας. Η χρησιμότητα του μοντέλου αυτού στον εντοπισμό σχέσεων μεταξύ της εθνικής και των τοπικών / περιφερειακών οικονομιών είναι σημαντική, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
Τα πρωτογενή δεδομένα εργατικού δυναμικού και ανέργων, με τα οποία καταρτίστηκε ο δείκτης ανεργίας (άνεργοι / εργατικό δυναμικό)100 ως και τα λοιπά στοιχεία απασχόλησης που αναφέρονται στην παρούσα εργασία προέρχονται από την έρευνα Εργατικού Δυναμικού των ετών 1988-99 που διενεργεί η ΕΣΥΕ.
Οι περιφέρειες της χώρας παρουσιάζουν, όπως και το εθνικό μέγεθος, αυξητικές τάσεις στην ανεργία διαχρονικά, αλλά διαφοροποιούνται αισθητά ως προς το μέγεθος του δείκτη τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με την εθνική ανεργία (K. Ρόντος 1997).
Η ανάλυση παλινδρόμησης της εθνικής επί της περιφερειακής ανεργίας, δείχνει ενδιαφέρουσες σχέσεις και επιβεβαιώνει τις περιφερειακές διαφοροποιήσεις στην Ελλάδα σχετικά με το εξεταζόμενο μέγεθος. Τα αναλυτικά αποτελέσματα της εφαρμογής των γραμμικών συναρτήσεων παλινδρόμησης για κάθε περιφέρεια παρουσιάζονται στον Πίνακα 5 και συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση στον Πίνακα 6.
Αρχικά, σε ορισμένες περιφέρειες η συνολική ερμηνευτική ικανότητα της εθνικής επί της περιφερειακής ανεργίας είναι μικρή ADJ R2 < 0,5. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι νησιωτικές περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου ως και η Πελοπόννησος. Βασικό εύρημα αλλά και επιτυχία του μοντέλου διερεύνησης της σχέσης μεταξύ εθνικής και περιφερειακής ανεργίας είναι ότι όλες οι περιφέρειες παρουσιάζουν γωνιακό συντελεστή στατιστικά σημαντικό. Επίσης, στην Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας βρέθηκε αρνητική αυτοσυσχέτιση με βάση το κριτήριο Darbin - Watson, γεγονός που συνεπάγεται αμερόληπτες μεν αλλά μη επαρκείς εκτιμήσεις. Ακόμη εμφανίζεται ασάφεια ως προς την ύπαρξη θετικής αυτοσυσχέτισης στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στη Θεσσαλία και στη Δυτική Ελλάδα. Πάντως, η ύπαρξη αυτοσυσχέτισης μόνο σε μία περιφέρεια, δείχνει επιτυχή, από την άποψη αυτή, εφαρμογή καθώς η ύπαρξη αυτοσυσχέτισης αποτελεί τη βασική κριτική στην εφαρμογή των υποδειγμάτων προσδιορισμού των επιδράσεων της εθνικής ανεργίας σ’ αυτήν των περιφερειών (G.L.Clark, 1978).
Με βάση τον γωνιακό συντελεστή b της κάθε συνάρτησης προκύπτουν συμπεράσματα για την ευπάθεια / ευαισθησία της περιφερειακής – τοπικής ανεργίας στις εθνικές μεταβολές.
Οι περιφέρειες οι οποίες αντιδρούν πιο έντονα στις εθνικές τάσεις ως προς την ανεργία (b > 1) είναι οι ακόλουθες, με βάση την ανάλυση (Πίνακας 6) :
• Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης (b=1,13)
• Κεντρικής Μακεδονίας (b = 1,35)
• Δυτικής Μακεδονίας (b = 1,91)
• Ηπείρου (b = 2,03)
• Στερεάς Ελλάδος (b= 1,67)
• Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (b=1,12)

ΠΙΝΑΚΑΣ 5
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ 1988-99
ΕΞΙΣΩΣΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ a b R2 ADj R2 DW
Aνατολικής Μακεδονίας -1,88 1,13
Θράκης (t=-0,83) (t=4,68) 0,69 0,65 1,26
(P=0,43) (P=0,0009)
Κεντρικής Μακεδονίας -3,98 1,35
(t=-3,87) (t=12,28) 0,94 0,93 3,19
(P=0,031) (P=0,00)
Δυτικής Μακεδονίας -6,42 1,91
(t=-1,46) (t=4,04) 0,62 0,58 1,59
(P=0,18) (P=0,0023)
Θεσσαλίας -0,001 0,92
(t=-0,001) (t=4,29) 0,65 0,61 1,05
(P=0,99) (P=0,0016)
Πελοποννήσου -1,22 0,61
(t=10,67) (t=3,10) 0,49 0,44 1,93
(P=0,52) (P=0,0112)
Ηπείρου -9,77 2,03
(t=-2,92) (t=5,67) 0,76 0,74 1,99
(P=0,015) (P=0,0002)
Ιονίων Νήσων -1,21 0,61
(t=-0,67) (t=3,10) 0,49 0,44 1,93
(P=0,52) (P=0,0112)
Δυτικής Ελλάδος 2,21 0,78
(t=1,18) (t=3,89) 0,60 0,56 1,25
(P=0,27) (P=0,003)
Στερεάς Ελλάδας -5,31 1,67
(t=-2,50) (t=7,36) 0,84 0,83 2,33
(P=0,03) (P=0,00)
Αττικής 3,37 0,84
(t=4,72) (t=10,98) 0,92 0,91 1,33
(P=0,0008) (P=0,00)
Βορείου Αιγαίου -1,25 0,92
(t=-0,38) (t=2,63 0,41 0,35 1,99
(P=0,71) (P=0,025)
Νοτίου Αιγαίου 0,73 0,48
(t=0,42) (t=2,61) 0,41 0,35 2,11
(P=0,68) (P=0,026)
Κρήτης -3,44 0,84
(t=-2,18) (t=5,01) 0,71 0,69 1,48
(P=0,05) ((P=0,0005)
Π.Σ.Θεσσαλονίκης 0,05 1,12
(t=0,04) (t=9,03) 0,89 0,88 2,68
(P=0,97) (P=0,00)




ΠΙΝΑΚΑΣ 6
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΡΑΜΜΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ - ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΣΥΣΧΕΤΙΣΗ
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗΣ Ε
a b
Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης Μέτρια *** ΔΕΝ ΕΞΑΓΟΝΤΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κεντρικής Μακεδονίας Εξαιρετικά μεγάλη *** ΑΡΝΗΤΙΚΗ
Δυτικής Μακεδονίας Μέτρια *** ΟΧΙ
Θεσσαλίας Μέτρια *** ΔΕΝ ΕΞΑΓΟΝΤΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ηπείρου Μεγάλη ** *** ΟΧΙ
Ιονίων Νήσων Μικρή ** ΟΧΙ
Δυτικής Ελλάδος Μέτρια *** ΔΕΝ ΕΞΑΓΟΝΤΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στερεάς Ελλάδος Μεγάλη ** *** ΟΧΙ
Αττικής Εξαιρετικά μεγάλη *** *** ΟΧΙ
Πελοποννήσου Μικρή ** ΟΧΙ
Βορείου Αιγαίου Μικρή ** ΟΧΙ
Νοτίου Αιγαίου Μικρή ** ΟΧΙ
Κρήτης Μέτρια ** *** ΟΧΙ
Π.Σ.Θεσσαλονίκης Μεγάλη *** ΟΧΙ
ΚΛΙΜΑΚΑ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ :
Μηδενική : Adj R2 = 0, Μικρή : Adj R2 < 0,5, Mέτρια : 0,5 < Adj R2 < 0,7, Mεγάλη : 0,7 < Adj R2 < 0,9, Εξαιρετικά μεγάλη : Adj R2 > 0,9
KΛΙΜΑΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
*** : Στατιστική σημαντικότητα σε επίπεδο Ρ < 0,01
** : Στατιστική σημαντικότητα σε επίπεδο 0,01< Ρ < 0,05
* : Ασάφεια 0,05 < Ρ < 0,10

Ιδιαίτερα υψηλός συντελεστής παρουσιάζεται στις περιφέρειες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, στις οποίες σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εφαρμογής παρουσιάζεται διπλάσια μεταβολή στην ανεργία, σε μία μεταβολή της εθνικής ανεργίας κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Συντελεστής μεγαλύτερος του 1 παρουσιάζεται και στο Π.Σ. Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, οι περιφερειακές μεταβολές στην ανεργία είναι μικρότερες από τις εθνικές για τις περιφέρειες (b < 1) :
• Αττικής (b=0,84)
• Κρήτης (b = 0,84)
• Δυτικής Ελλάδος (b=0,78)

Οι συντελεστές b των Περιφερειών Β. και Ν. Αιγαίου, Ιονίων Νήσων και Πελοποννήσου είναι μικρότεροι του 1 αλλά δεν αξιολογούνται καθώς στις σχετικές εξισώσεις παρουσιάζεται χαμηλή ερμηνευτική ικανότητα (ADJ R2<0,5)
Τέλος, με βάση την ανάλυση στην Περιφέρεια της Θεσσαλίας, η ανεργία ακολουθεί τις εθνικές τάσεις (b = 0,92  1).
Με βάση την τιμή του σταθερού συντελεστή a οι περιφέρειες ομαδοποιούνται στις ακόλουθες κατηγορίες. Η Θεσσαλία και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης δεν παρουσιάζουν συγκέντρωση ανέργων σε σχέση με τα εθνικά επίπεδα (a  0). Οι Περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδος, της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου παρουσιάζουν συσσώρευση ανέργων πάνω από τον εθνικό μέσο όρο (a>0), ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες, παρουσιάζουν επίσης τέτοια συσσώρευση, αλλά σε επίπεδα χαμηλότερα του μέσου.


5.ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Όπως προέκυψε από την ανάλυση στην παραπάνω ενότητα 4, η Περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδος αντιδρά έντονα στις εθνικές τάσεις που αφορούν στην ανεργία. Γενικότερα η Περιφέρεια βρίσκεται στον κορμό της χώρας και στην κατεύθυνση του άξονα Αθήνας- Θεσσαλονίκης, όμορη της περιφέρειας Αττικής και επομένως σε οικονομική αλληλεξάρτηση με αυτή. Αποτελεί γεωργική και βιομηχανική περιφέρεια, που παρότι πλήττεται από αποβιομηχάνιση, διατηρεί το 2ο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 13 Περιφερειών της Χώρας μετά το Νότιο Αιγαίο (4.121.239 δρχ., ΕΣΥΕ, 2002). Παρότι έχει υποστεί μεγάλες πληθυσμιακές απώλειες, λόγω του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος των δεκαετιών του ’60 και ’70, παρουσιάζει ένα σύστημα δυναμικών αστικών κέντρων, με προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί η πρόσβαση στο εθνικό οδικό δίκτυο, αλλά το οδικό δίκτυο της Περιφέρειας δεν θεωρείται ικανοποιητικό. Η ποιότητα του περιβάλλοντος θεωρείται ικανοποιητική και ευνοεί ιδιαίτερα τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Ο τομέας υψηλής τεχνολογίας παρουσιάζεται σχετικά περιορισμένος, ενώ γενικότερα η χρήση της τεχνολογίας των Η/Υ και του διαδικτύου είναι από τις χαμηλότερες της Χώρας ( ΕΣΥΕ, 3003).
Τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού στην δεκαετία του ’90 συνοψίζονται στα εξής ( Κ. Ρόντος, 1996) :
 Χαμηλό ποσοστό εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού
 Μικρή συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό
 Βασική απασχόληση αποτελεί η γεωργία-κτηνοτροφία, ενώ οι νέοι στρέφονται και στην βιομηχανία-εμπόριο.
 Υψηλή συγκεκαλυμένη ανεργία και υποαπασχόληση με ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων και άμισθων βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση
 Ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των απασχολούμενων, το οποίο βελτιώνεται στους νέους
 Ο δείκτης ανεργίας διατηρείται στα επίπεδα της χώρας
 Η ανεργία πλήττει κυρίως τις γυναίκες, τους νέους και μάλιστα τους αποφοίτους Λυκείου, τους απασχολούμενους προηγουμένως στην βιομηχανία και στις κατασκευές, αλλά κυρίως αυτούς που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας.
 Η μακροχρόνια ανεργία χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την Περιφέρεια και αφορά κυρίως τις γυναίκες
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της Περιφέρειας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ανάπτυξη της οικονομίας και της αγοράς εργασίας της περιφέρειας καθώς συγκεντρώνει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τουρισμό και τις μεταφορές, στην υγεία, στον πρωτογενή τομέα, στους φυσικούς και υδάτινους πόρους. Σημαντικά επίσης πλεονεκτήματα, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελούν η κεντρική γεωγραφική της θέση στην Ελλάδα, η γειτονία της με το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας και η ύπαρξη δυναμικών αστικών κέντρων.


6. ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Στην διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία έχει καταγραφεί ευρέως η ύπαρξη ορισμένων ομάδων του εργατικού δυναμικού που πλήττονται από την ανεργία ή κινδυνεύουν να περιέλθουν στην ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση να χάσουν την εργασία τους. Οι ευαίσθητες αυτές ομάδες συγκεντρώνουν την προσοχή των φορέων άσκησης πολιτικής προς αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων που συγκεντρώνουν. Στην κατηγορία αυτή καταγράφονται περισσότερο, οι νέοι στην ηλικία και στην αγορά εργασίας, οι γυναίκες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Για την απόκτηση μιας πληρέστερης εικόνας των ομάδων υψηλού ρίσκου στην εύρεση και διατήρηση εργασίας στην Ελλάδα θα γίνει μια παρουσίαση των σχετικών στατιστικών δεδομένων.
Στους νέους, ο δείκτης ανεργίας είναι ιδιαίτερα υψηλός τα τελευταία 15 χρόνια, ενώ στις μικρότερες ηλικίες 15-19 και 20-24 φθάνει το 41 % (1996) και 30 % (1997) αντίστοιχα του εργατικού δυναμικού των ηλικιών αυτών. Είναι δηλαδή 4 φορές μεγαλύτερος του συνολικού δείκτη ανεργίας. Μετά το 1997 οι δείκτες ανεργίας των ηλικιών αυτών παρουσιάζουν μια αποκλιμάκωση ακολουθώντας τις γενικές τάσεις, αλλά παραμένουν ακόμη και το 2002 στα επίπεδα του 30 % και 25 % αντίστοιχα. Η ομάδα ηλικιών 25-29 διατηρεί σταθερά δείκτη ανεργίας άνω του 16 %, με ελαφρά κάμψη μετά το 1999. Η ομάδα των νέων συνολικά ηλικίας 14-29 παρουσιάζει από το 1992 δείκτη υψηλότερο από 20% με κορύφωση την περίοδο 1996-99 που φτάνει και το 24,61 % (Πίνακας 7).
Στην ώριμη ηλικία των 30-44 ετών ο δείκτης είναι χαμηλότερος του συνόλου της χώρας, όπως είναι και αναμενόμενο. Στην ομάδα όμως των μεγαλύτερων ηλικιών 45-64, ο δείκτης είναι χαμηλός μεν, σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού ή με τις μικρότερες ηλικίες, αλλά ανερχόμενος τα τελευταία 15 χρόνια από τα επίπεδα του 2,5 % στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στα επίπεδα του 5 % στη δεκαετία του ’00.


ΠΙΝΑΚΑΣ 7
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΤΆ ΟΜΑΔΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ 1988-2002
ΕΤΗ 14 ΕΤΩΝ 15-19 ΕΤΩΝ 20-24 ΕΤΩΝ 25-29 ΕΤΩΝ 14-29 ΕΤΩΝ 30-44 ΕΤΩΝ 45-64 ΕΤΩΝ 65+ΕΤΩΝ
1988 16,52 28,99 24,77 11,59 19,02 5,28 2,58 0,57
1989 15,68 25,61 24,62 11,65 18,71 5,02 2,32 0,40
1990 14,43 25,42 22,51 11,02 17,62 4,67 2,24 0,88
1991 30,12 27,20 23,46 11,55 18,51 5,28 2,58 0,74
1992 17,57 30,79 25,70 12,98 20,39 6,12 3,48 0,91
1993 18,87 35,68 27,00 14,01 21,66 6,91 3,91 0,81
1994 23,26 34,35 27,54 15,19 22,00 8,98 4,12 0,62
1995 18,27 35,54 28,27 16,41 22,93 9,06 4,34 0,94
1996 - 41,83 29,48 16,89 24,23 7,47 4,03 1,11
1997 - 39,57 30,25 16,84 24,26 7,30 4,40 0,93
1998 - 35,90 27,97 16,62 22,99 8,10 4,79 1,66
1999 - 41,02 29,45 17,95 24,61 9,04 5,60 1,42
2000 - 37,71 27,53 17,81 23,30 9,15 4,94 1,14
2001 - 35,83 26,49 16,07 21,56 8,32 4,93 1,21
2002 - 29,99 24,89 16,03 20,35 8,08 4,63 0,77
Πηγή : ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 1988 - 2002.

Σε περιφερειακό επίπεδο τώρα, η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλή ανεργία στην ομάδα των νεανικών ηλικιών 14-29, ενώ η Στερεά Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη, μεταξύ όλων των Περιφερειών, και στις ώριμες ηλικίες 30-44 και στις μεγαλύτερες 45-64, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ του έτους 2002.
Μεταξύ των ανέργων, οι γυναίκες αποτελούν σαφώς την πολυπληθέστερη ομάδα στην Ελλάδα και ειδικότερα το 61,51 % του συνόλου, έναντι 38,49 των ανδρών κατά το 2002. Ο δείκτης ανεργίας των γυναικών ανέρχεται στο 14,64 % του εργατικού δυναμικού τους, ενώ των ανδρών ο αντίστοιχος δείκτης είναι μόλις 6,2 %.
Από την ίδια πηγή προκύπτει ότι την πολυπληθέστερη ομάδα ανέργων αποτελεί αυτή που κατέχει απολυτήριο Λυκείου ( 38,36 % του συνόλου). Η αμέσως πολυπληθέστερη ομάδα είναι αυτή με απολυτήριο δημοτικού ( 19,14), ενώ ακολουθούν οι έχοντες πτυχίο ανωτέρας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (17,28 %) και απολυτήριο Γυμνασίου (14,24). Οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών αποτελούν μόλις το 9,15 % των ανέργων. Καταρτίζοντας τους δείκτες ανεργίας του εργατικού δυναμικού των παραπάνω βαθμίδων εκπαίδευσης αποκαλύπτεται ότι στην ελληνική αγορά εργασίας η ανεργία πλήττει περισσότερο τους Πτυχιούχους Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (13,47 %) και τους αποφοίτους Λυκείου (11,86%) και λιγότερο τους αποφοίτους δημοτικού (6,63%) και Πανεπιστημίου (5,92 %).
Οι παραπάνω δείκτες αποτυπώνουν και τα γενικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη και απορροφά εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, που προέρχεται από τα Πανεπιστήμια και ανειδίκευτο προσωπικό για τη βιομηχανία και τις λεγόμενες προσωπικές υπηρεσίες που έχουν μόλις απολυτήριο δημοτικού. Το φάσμα της ανεργίας αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι Λυκείου, οι οποίοι από την μια είναι ανειδίκευτοι και από την άλλη δεν προορίζονται για εργάτες αλλά διεκδικούν εργασία γραφείου. Το ιδιαίτερο πρόβλημα των αποφοίτων ανώτερων τεχνολογικών ιδρυμάτων δεν οφείλεται δεν έλλειψη ζήτησης εργασίας, αλλά στον μη ακριβή προσδιορισμό, μέχρι σήμερα, της ταυτότητας και του ρόλου των ΤΕΙ στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας.
Η μακροχρόνια ανεργία σε απόλυτα μεγέθη φαίνεται ότι πλήττει κυρίως τις ομάδες ηλικιών 30-44 και 25-29 και λιγότερο τις μικρότερες ή μεγαλύτερες απ’ αυτές ηλικιακές μονάδες (Πίνακας 3). Η κατάρτιση όμως του σχετικού δείκτη [(Μακροχρόνια άνεργοι / εργατικό δυναμικό)* 100] για κάθε ομάδα ηλικίας, αφαιρούν την επίδραση της ηλικιακής διάρθρωσης του εργατικού δυναμικού και δείχνουν υψηλή μακροχρόνια ανεργία στις μικρότερες ηλικίες( 13,7 % για την ομάδα 15-19 ετών, 12,0 % για την ομάδα 20-24 ετών και 9,0 % για την ομάδα 25-29 ετών) σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες (4,7 % στην ομάδα 30-44 ετών και 2,6 % για την ομάδα 45-64 ετών.
Οι νέοι παράγοντες που επηρεάζουν την σύγχρονη αγορά εργασίας, στους οποίους έχει γίνει εκτενής αναφορά στην παρούσα εισήγηση (έντονες ανταγωνιστικές συνθήκες σε διεθνές επίπεδο, τεχνολογία, μετάβαση στην κοινωνία των υπηρεσιών), αλλάζει τον βαθμό επικινδυνότητας των παραπάνω ομάδων απέναντι στην ανεργία και οπωσδήποτε δημιουργεί νέες τέτοιες ομάδες. Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερων ηλικιών, είναι μια νέα υψηλού κινδύνου ομάδα. Ενώ στο παρελθόν οι εργαζόμενοι μεγαλύτερων ηλικιών, λόγω της εμπειρίας τους είχαν ισχυρά πλεονεκτήματα στη διατήρηση της εργασίας τους, σήμερα αυτοί που δεν εξοικειώνονται με τις νέες και ταχύτατα εξελισσόμενες τεχνολογίες και τις ελαστικές μορφές εργασίας κινδυνεύουν να καταστούν άνεργοι.
Πράγματι, η παραπάνω ανάλυση αποκαλύπτει διπλασιασμό του δείκτη ανεργίας των εργαζόμενων ηλικίας 45-64 ετών στην περίοδο 1988-2002, γεγονός που δείχνει πραγματικά την επίδραση νέων παραγόντων στην απασχόληση των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην περίοδο που διανύουμε.
Επιπλέον παρατηρείται ότι η Στερεά Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη, μεταξύ όλων των Περιφερειών, τόσο στις ώριμες ηλικίες 30-44 όσο και στις μεγαλύτερες 45-64 Τα ευρήματα αυτά καθιστούν την μελέτη των εργαζομένων μεγαλύτερων ηλικιών στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Τα θέματα αυτά διερευνήθηκαν σε ειδική έρευνα για την Στερεά Ελλάδα και στον ζωτικό για την περιοχή κλάδο του τουρισμού, στα πλαίσια του κοινοτικού προγράμματος EQUAL.
Το 63,8 % των επιχειρήσεων του τουρισμού είναι αισιόδοξες για την εξέλιξη του κλάδου, καθώς προβλέπουν για αυτόν θετική εξέλιξη, ενώ το 23,4 αυτών προβλέπει αρνητικές εξελίξεις. Παρόλα αυτά, η προοπτική αύξησης της απασχόλησης του κλάδου στην περιοχή αποδεικνύεται δυσμενής, καθώς ελάχιστες επιχειρήσεις διαθέτουν, επίσης ελάχιστες, θέσεις εργασίας. Η μειωμένη ζήτηση εργασίας φαίνεται ότι είναι καθολική και δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος, την διάρκεια λειτουργίας, το οικονομικό αποτέλεσμα, την πραγματοποίηση επενδύσεων ή τους στόχους των επιχειρήσεων. Στα πλαίσια αυτά, όπως είναι ευνόητο, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει δυνατότητα ζήτησης εργασίας για την ομάδα ηλικίας 45 ετών και πάνω. Πάντως οι επιχειρήσεις, αν είχαν κενές θέσεις εργασίας, θα κάλυπταν ορισμένες από εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας, λόγω της μεγαλύτερης εμπειρίας, των γνώσεων και της συνέπειάς τους στις υποχρεώσεις τους. Ως τους βασικότερους λόγους, για τους οποίους δεν θα προσλάμβαναν άτομα των ηλικιών αυτών, καταγράφουν τις υψηλές αποδοχές και την έλλειψη γνώσης της νέας τεχνολογίας.
Τα παραπάνω θέματα είναι σημαντικά για την ανάπτυξη και την εξασφάλιση θέσεων εργασίας και την μείωση της ανεργίας, τόσο στην Περιφέρεια όσο και στο σύνολο της χώρας και περαιτέρω κλαδικές και περιφερειακές μελέτες απαιτούνται για την διερεύνησή τους σε βάθος.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το πρόβλημα της ανεργίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Η μεταβατική περίοδο την οποία διανύουμε προς την μεταβιομηχανική κοινωνία, τη διεθνοποιημένη οικονομία και την συνεχή εισροή της τεχνολογίας διογκώνουν το πρόβλημα της ανεργίας. Η Ελλάδα, με έντονα διαρθρωτικά προβλήματα, χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και μικρή σχετικά αφομοίωση της νέας και συνεχώς εξελισσόμενης τεχνολογίας και γενικότερα ο μικρός βαθμός προετοιμασίας της για την νέα μεταβιομηχανική κοινωνία, διαφαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα με άμεσες συνέπειες στην απασχόληση αν δεν αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα έναντι των άλλων χωρών. Η υποαπασχόληση, η συγκεκαλυμμένη ανεργία και η ετεροαπασχόληση αποτελούν πρόσθετα χαρακτηριστικά-προβλήματα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.
Σε περιφερειακό επίπεδο, οι επιδράσεις των παραπάνω παραγόντων διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και πλήττουν περισσότερο περιοχές που δεν προσαρμόζονται εύκολα στις νέες συνθήκες. Ο διαφορετικός βαθμός στον οποίο πλήττονται οι περιφέρειες οδηγούν και στην ανάγκη διαφοροποίησης της πολιτικής απασχόλησης που θα πρέπει να εφαρμοστεί κατά περιφέρειες, δηλαδή στην άσκηση περιφερειακής πολιτικής απασχόλησης.
Η διερεύνηση επομένως της σχέσης της εθνικής με την περιφερειακή απασχόληση, με την εφαρμογή γραμμικών μοντέλων παλινδρόμησης, συμβάλλει στην άσκηση μιας ορθολογικής περιφερειακής πολιτικής απασχόλησης καθώς εντοπίζει τον βαθμό αντίδρασης της ανεργίας των περιφερειών στις μεταβολές της εθνικής ανεργίας. Πιο συγκεκριμένα από τα αποτελέσματα της εφαρμογής οι περιφέρειες της χώρας διακρίνονται σε τρεις βασικές ομάδες. Σ’ αυτές που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές στην εθνική ανεργία, σ’ αυτές που είναι πολύ ευαίσθητες στις εθνικές μεταβολές και σ’ αυτές που αντιδρούν λιγότερο έντονα στις εθνικές τάσεις. Οι επιμέρους ομάδες περιφερειών παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό κοινά οικονομικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά που ερμηνεύουν τις διαφορετικές αυτές αντιδράσεις στις εθνικές μεταβολές.
Η Στερεά Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική αλληλεξάρτηση με την όμορη Περιφέρεια Αττικής και γενικότερα βρίσκεται στον κορμό της χώρας και στον αναπτυξιακό άξονα αυτής, διατηρεί το 2ο υψηλότερο κατά κεφαλήν Α.Εγχ.Π. μεταξύ των περιφερειών της Χώρας και γενικότερα παρουσιάζει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες, στον τουρισμό, στις μεταφορές, στην υγεία, στον πρωτογενή τομέα και στους φυσικούς και υδάτινους πόρους.. Παρόλα αυτά παρουσιάζει περιορισμένο τομέα υψηλής τεχνολογίας και μικρή ανάπτυξη οδικών και λοιπών δικτύων.
Σχετικά με την αγορά εργασίας, η ανάλυση έδειξε ότι η Στερεά Ελλάδα αντιδρά έντονα στις εθνικές μεταβολές της ανεργίας και το μέγεθος της ανεργίας σ’ αυτήν, αν και διατηρείται υψηλό, περιορίζεται στην τελευταία δεκαετία, δείχνοντας πιθανώς την έναρξη προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Η αγορά εργασίας της Περιφέρειας χαρακτηρίζεται από υψηλή μακροχρόνια ανεργία, χαμηλό ποσοστό εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζόμενων,
Ο ζωτικής σημασίας κλάδος του τουρισμού εμφανίζεται, με βάση την άποψη των 2/3 των υπεύθυνων των επιχειρήσεων, αισιόδοξος για την εξέλιξη του κλάδου, ενώ τα 4/5 αυτών είναι αισιόδοξοι για την εξέλιξη των ιδίων. Ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό, λόγω παγκοσμιοποίησης και το υψηλό κόστος /τιμές των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελούν τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι επιχειρηματίες παρουσιάζονται απαισιόδοξοι για το μέλλον. Έχει ενδιαφέρον ότι το 71,7 % αυτών θεωρούν ότι το Κράτος εμποδίζει την ανάπτυξη της επιχείρησής τους, άποψη που εκφράζει περισσότερο τα ξενοδοχεία των λιγότερο ανεπτυγμένων νομών της Περιφέρειας, όπως και τα μικρότερα ξενοδοχεία. Ως τους βασικούς παράγοντες, μέσω των οποίων το Κράτος εμποδίζει την ανάπτυξή τους, θεωρούν το οδικό δίκτυο και τις υπηρεσίες του δημοσίου για την εξυπηρέτηση και πληροφόρηση των πολιτών. Το πρόβλημα της υστέρησης των υποδομών και των δικτύων είναι εμφανές στην Περιφέρεια.
Οι παραδοσιακές ομάδες που πλήττονται σήμερα (2002) περισσότερο από την ανεργία στην Ελλάδα είναι :
• Oι γυναίκες, με δείκτη ανεργίας στην Ελλάδα 14,64 %,
• οι νέοι με δείκτη ανεργίας μέχρι και 30% στην ομάδα ηλικιών 20-24,
• οι απόφοιτοι Λυκείου με δείκτη ανεργίας 11,86,
• οι πτυχιούχοι ΤΕΙ και Ανωτέρων Τεχνικών/ Επαγγελματικών Σχολών με δείκτη ανεργίας 13,47 %.
Στις ομάδες αυτές προστίθεται πρόσφατα και η ομάδα εργαζόμενων μεγαλύτερης ηλικίας, η οποία συμβατικά ορίζεται ως αυτή που περιλαμβάνει τους έχοντες ηλικία 45 ετών και πάνω. Οι νέες συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας των σύγχρονων χωρών, όπως ο έντονος ανταγωνισμός σε διεθνές επίπεδο, η τεχνολογία και η μετάβαση στην κοινωνία των υπηρεσιών περιθωριοποιούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που δεν εξοικειώνονται με τις νέες τεχνολογίες και δεν προσαρμόζονται στις νέες ελαστικές μορφές εργασίας. Στην Ελλάδα ο δείκτης ανεργίας των ατόμων ηλικίας 45-64 διπλασιάζεται στην περίοδο 1988-2002, δείχνοντας την ύπαρξη ενός εξελισσόμενου προβλήματος. Επιπλέον τα εθνικά δεδομένα δείχνουν ότι η Στερεά Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην ομάδα αυτή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιφέρειες.
Δυσμενής είναι επίσης η προοπτική αύξησης της απασχόλησης του κλάδου του τουρισμού στην περιοχή, καθώς ελάχιστες επιχειρήσεις διαθέτουν, επίσης ελάχιστες, θέσεις εργασίας. Η μειωμένη ζήτηση εργασίας φαίνεται ότι είναι καθολική και δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος, την διάρκεια λειτουργίας, το οικονομικό αποτέλεσμα, την πραγματοποίηση επενδύσεων ή τους στόχους των επιχειρήσεων. Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν δίνουν θετικές προοπτικές εύρεσης απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και πολύ περισσότερο αυτών που αποτελούν τις λεγόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου.
Οι ιδιαιτερότητες των περιφερειών, η ανεξαρτησία ή η διαφοροποίηση της εξέλιξης της ανεργίας σ’ αυτές, σε σχέση με τις εθνικές τάσεις, τα ειδικότερα κλαδικά προβλήματα ή τα προβλήματα επιμέρους ομάδων εργαζομένων, καθιστούν απαραίτητη την επιλογή της ενδογενούς ανάπτυξης ως βασικής στρατηγικής με βασικό μέσο «τις τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης (local employment initiatives)». Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδος, αποτελεί σαφέστατα έναν δυναμικό αναπτυξιακό πόλο για την Περιφέρεια, ιδιαίτερα μέσα από την υψηλή εξειδίκευση και ανταγωνιστικότητα των Τμημάτων που φαίνεται ότι αναπτύσσει. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι η ίδρυση του Πανεπιστημίου και μόνον δεν εξασφαλίζει την μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής. Μόνο η ανάπτυξη ερευνητικών δραστηριοτήτων συναφών με τα ενδιαφέροντα των Τμημάτων και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, θα συγκρατήσει και θα προσελκύσει υψηλό επιστημονικό δυναμικό στην περιοχή, που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του τόπου. Η συνεργασία και γενικότερα η ενσωμάτωση του Πανεπιστημίου στην τοπική κοινωνία εγγυάται τόσο την ανάπτυξη αυτού όσο και την συμβολή του στην πρόοδο και την ευημερία της περιοχής.

8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Black W. and Slatter D.G. (1975), “Regional and National Variations in Employment and Unemployment - Nothern Ireland : A case study”, Scottish journal of Political Economy, v.2.2
2. Buigues P. and Sapir A. (1993), “Market Services and European integration: I issues and challenges”, European Economy, No3, Belgium.
3. Chisholm M., Frey A.E. and Haggett P. (Eds), (1971), “Regional Forecasting”, Butterworths, London.
4. Clark G.L. (1978), “The Relationship between Canadian National and Regional Unemployment: Implications for a full Employment Policy’’, Discussion paper D 78-12, Department of City and Regional Planning, Harvard University, Cambridge.
5. Clark G.L. (1979), “Predicting the regional impact of A full employment policy in Canada :A Box - Jenkins Approach”, Economic Geography, vol. 55, No3.
6. Darwent D. (1975) Growth poles and growth centers in regional planning : A review, M.I.T press.
7. Draper N. R. and Smith H. (1966), Applied Regression Analysis, John Wiler and Sons, USA
8. ΕΣΥΕ (2003), Έρευνα Εργατικού Δυναμικού ετών 1988-2002
9. ΕΣΥΕ (2003), Αποτελέσματα Απογραφών Πληθυσμού 1951-2001
10.ΕΣΥΕ (2003), Περιφερειακοί Λογαριασμοί 2002
11.ΕΣΥΕ, (2003) Έρευνα χρήσης τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, Αθήνα.
12.Johnson, R. J. (1979), “On the Relationship between Regional and National Unemployment Trends”, Regional Studies, vol 13.
13. Isaac I. (1947) Economic of migration
14.Keynes J. (1955), Η γενική θεωρία της απασχόλησης του τόκου και του χρήματος, μετάφραση Δ. Δελιβάνη, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
15.Lyon D., (1994), “Information Society : Issues and Illusions”, Polity Press, U.K
16.Mandel E.(1963),“The dialectic of class and region in Belgium”in New Left Review, no 20.
17.Meadows P. (1996), “Work Out - or Work in ? Contributions to the debate on the future of work”,Rowntree Foundation, York Publishing Services, York, G.B.
18.Palloix C. (1978), Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα
19.Rifkin J. (1995), The End of Work, G.P. Putnam’s Sons, New York.
20.Ρόντος Κ. (1995), “Περιφερειακή Διάρθρωση των υπηρεσιών στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση” στο Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στον Περιφερειακό Σχεδιασμό, Επιμέλεια Κ. Κουτσοπούλου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και Regional Science Association – Greek Sector.
21.Ρόντος Κ. (1996), “Περιφερειακή Απασχόληση, Προγράμματα στήριξης των νέων και τοπική πρωτοβουλία - Μία στατιστική προσέγγιση της απασχόλησης στην Ελλάδα”, Εκδόσεις Δ.Ε.Π.Ε.Κ.Ε.Π Μοσχάτου, Αθήνα.
22.Ρόντος Κ. (1997), “Περιφερειακή ανεργία, νέα τεχνολογία και τοπική πρωτοβουλία”, ανακοίνωση στο 4ο εθνικό συνέδριο του RSA με θέμα Η περιφερειακή πολιτική της Ελλάδας προς τον 21ο αιώνα, Κηφισιά 9-10 Μαϊου.
23. Σιδηρόπουλος Η., Σαπουνάκη Λ., Φωτιάδου Ζ., Ρόντος Κ., Κλωνής Δ., Παπαδημητρίου Ι., 1996, ‘‘ Σύνθετη παρέμβαση για τη γυναικεία απασχόληση στον οικολογικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό τουρισμό στην Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο’’ Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
24. Χατζημιχάλη Ντ. & Κ. (1979) «Περιφερειακές ανισότητες»,Οικονομία και Κοινωνία, τ.3

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα