Ο επαγγελματικός προσανατολισμός

Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης


Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ως θεσμός άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα όταν εκδόθηκε στη Γαλλία το βιβλίο «Οδηγός για την εκλογή μιας καταστάσεως». Στο βιβλίο αυτό επιχειρούνταν μια ανάλυση των επαγγελμάτων καθώς και των απαραίτητων ικανοτήτων για την άσκησή τους. Πέρασε αρκετός καιρός για να εφαρμοστεί στην πράξη (αρχές του 20ού αιώνα) και να αναπτυχθεί με γρήγορο ρυθμό χάρη στην άνοδο της εργατικής τάξης και της βιομηχανικής ανάπτυξης (Κωστάκος 1983).

Οι ρίζες του επαγγελματικού προσανατολισμού είναι πιο παλιές. Υπάρχουν μαρτυρίες (Borow 1964) ότι στην αρχαία Αίγυπτο, την αρχαία Ελλάδα, την αρχαία Ρώμη κ.λπ. η κοινωνία ενδιαφερόταν για θέματα που σήμερα εμπίπτουν στο γνωστικό αντικείμενο, αλλά και στα ενδιαφέροντα του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Πλάτων, μάλιστα, στην «Πολιτεία» του είχε αναπτύξει μια ολοκληρωμένη πρόταση για την αξιοποίηση των πολιτών, ανάλογα με τις ικανότητές τους.
Στην Ευρώπη οι χώρες που εμφανίζονται να προηγούνται στη διαμόρφωση διαδικασιών αρχικά, και υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού αργότερα, είναι η Γαλλία , το Βέλγιο, η Σουηδία, η Αγγλία κ.λπ. (Sinoir 1964).
Στη Γαλλία δημοσιεύτηκε στις 25 Ιουλίου 1919 ο νόμος του «Astier» που προέβλεπε την όλη οργάνωση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Παράλληλα το 1928 ιδρύεται στο Παρίσι το Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΙΝΟP) με κύριο στόχο την εκπαίδευση συμβούλων Ε.Π.
Στην Αγγλία και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα λειτουργεί ένα κρατικό σύστημα επαγγελματικού προσανατολισμού νέων, που οι ευθύνες εφαρμογής του κατανέμονται μεταξύ των σχολικών αρχών και της υπηρεσίας εξειδίκευσης και απασχόλησης του εργατικού δυναμικού.
Μεγάλη έκταση πήρε ο επαγγελματικός προσανατολισμός στις Η.Π.Α. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα εμφανίζονται οργανωμένες διαδικασίες και τεχνικές παροχής βοήθειας στο άτομο, μέσω των διατάξεων που θεσπίστηκαν στις περισσότερες Πολιτείες με την καθιέρωση θέσεων κρατικών επιθεωρητών επαγγελματικού προσανατολισμού και επαγγελματικής ενημέρωσης (Williamson 1965).

Όσον αφορά τη χώρα μας, ο επαγγελματικός προσανατολισμός εφαρμόζεται οργανωμένα από τις αρχές του 1950. Βάσει των διατάξεων της Διεθνούς Συστάσεως (αριθμός 87) «Περί Επαγγελματικού Προσανατολισμού», αποφασίστηκε το 1953 η εφαρμογή του θεσμού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της τότε παρατηρούμενης έντονης αστικοποίησης αλλά και για να καλυφθούν οι ανάγκες σε έμψυχο υλικό της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Παράλληλα το υπουργείο Παιδείας ίδρυσε ένα πρότυπο κέντρο Ε.Π. και καθιέρωσε την πρακτική άσκηση του διδακτικού προσωπικού στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης σε θέματα Ε.Π. Το 1976 καθιερώθηκε ο θεσμός του Σ.Ε.Π. στην πρώτη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα γυμνάσια. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το σχολικό έτος 1981-1982, οπότε συναντάμε το θεσμό του συμβούλου επαγγελματικού προσανατολισμού σε λίγα γυμνάσια και μόνο στη γ΄ τάξη. Για την εφαρμογή του Ε.Π. εκτός σχολείου, αρμόδιος φορέας είναι ο Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος με ειδικό πρόγραμμα έχει εκπαιδεύσει δικούς του λειτουργούς που φέρουν τον τίτλο «σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού». Για πρώτη φορά τη σχολική χρονιά 1983-1984, ο θεσμός του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού εφαρμόζεται και στα λύκεια (Ιντζεσίλογλου 1992, Μακρή 1994).

O επαγγελματικός προσανατολισμός είναι μια από τις ειδικές διαστάσεις του γενικού θεσμού «συμβουλευτική – προσανατολισμός» στην οποία έχει δοθεί η μεγαλύτερη έμφαση. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, ιδίως στις υπηρεσίες απασχόλησης, ο επαγγελματικός προσανατολισμός αποτελεί την κύρια αποστολή του συστήματος του προσανατολισμού. Γι’αυτό το λόγο, πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρχικά κύρια διάσταση του θεσμού αποτέλεσε και τον πυρήνα ανάπτυξής του, ο οποίος είναι ο επαγγελματικός προσανατολισμός (Herr & Cramer 1984, πβ. και Williamson 1965). Πρόκειται για θεσμό, ή για συμβουλευτική - καθοδηγητική διαδικασία, που αποσκοπεί στο να βοηθήσει το άτομο να γνωρίσει τον εαυτό του, να αξιοποιήσει τις ικανότητές του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να πάρει ορθές εκπαιδευτικές και επαγγελματικές αποφάσεις (Κωστάκος 1983, Δημητρόπουλος 1986).
Η Εθνική Αμερικανική Εταιρεία Επαγγελματικού Προσανατολισμού ορίζει τον επαγγελματικό προσανατολισμό ως εξής: Ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι ένας κοινωνικο - οικονομικός θεσμός που αποβλέπει να βοηθήσει το άτομο να επιλέξει ένα επάγγελμα, να ετοιμαστεί γι’ αυτό και τέλος να εισέλθει και να σταδιοδρομήσει σ’ αυτό. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι μια συνεχής διαδικασία, μεγάλης μάλιστα διάρκειας, που σκοπό έχει να βοηθήσει το άτομο να γνωρίσει τον εαυτό του, ώστε να αξιοποιήσει τις ικανότητές του όσο το δυνατό καλύτερα, για ορθή εκπαιδευτική επαγγελματική επιλογή ή απόφαση (Λιάντας 1996).
Μέσω του επαγγελματικού προσανατολισμού παρέχεται βοήθεια στο άτομο κάθε ηλικίας, περισσότερο όμως της νεαρής, ώστε να εξασφαλίζει επιτυχημένη επαγγελματική εξέλιξη. Ειδικότερα, με το θεσμό αυτό το άτομο υποστηρίζεται: α) Να γνωρίσει και να αποδεχθεί τον εαυτό του, να εντοπίσει και να κατανοήσει ατομικά του χαρακτηριστικά (ικανότητες, ενδιαφέροντα, κλίσεις, φιλοδοξίες) και να διαμορφώσει τις αξίες του σε ένα ικανοποιητικό αξιολογικό σύστημα.
β) Να αποκτήσει τις γνώσεις και δεξιότητες, που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση συνετών επιλογών.
γ) Να αναπτύξει σωστή προδιάθεση απέναντι στην εργασία και παραδεκτές επαγγελματικές αξίες.
δ) Να επιτύχει ικανοποιητική προσαρμογή γενικά και ειδικότερα να έχει επιτυχία στο επαγγελματικό του περιβάλλον.
ε) Τέλος, να προβεί σε συνετές, ελεύθερες και αβίαστες επιλογές εκπαιδευτικών εμπειριών και επαγγελματικών κατευθύνσεων (Δημητρόπουλος 1985, Τζέλλος 1986).

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό, αφού η υλοποίηση των επαγγελματικών αποφάσεων του ατόμου προϋποθέτει κάποιες εκπαιδευτικές εμπειρίες και δραστηριότητες και αφού κάθε απόφαση εκπαιδευτικής κατεύθυνσης του ατόμου έχει επαγγελματικές προεκτάσεις. Η σχέση εκπαίδευσης και επαγγέλματος είναι στενή, ώστε να γίνεται λόγος για «εκπαιδευτικές – επαγγελματικές» αποφάσεις.
Η σημασία και η χρησιμότητα του επαγγελματικού προσανατολισμού καταδεικνύεται μεταξύ άλλων και από την έμφαση που έχει δοθεί σ’ αυτόν από τις αρχές του αιώνα μας, τόσο από μέρους μεμονομένων ατόμων όσο και από μέρους κρατών αλλά και οικονομικών ενώσεων (π.χ. Ε.Ο.Κ.) (Δημητρόπουλος 1989). Σήμερα η χρησιμότητα του επαγγελματικού προσανατολισμού είναι σχεδόν απόλυτα αυτονόητη (Tolbert 1978). Ακόμη και στις περιπτώσεις που εκφράζονται κάποιες επιφυλάξεις, οι πιο πολλές από αυτές σχετίζονται περισσότερο με την αποτελεσματικότητα ή τη μεθοδολογία και τα μέσα εφαρμογής του επαγγελματικού προσανατολισμού. Η διαδικασία του λεγόμενου επαγγελματικού προσανατολισμού δεν περιορίζεται πάντως μόνο στο να βοηθήσει το άτομο στην επιλογή επαγγέλματος. Αυτή σχετίζεται με την ολική ανάπτυξη του ατόμου. Έτσι με τον όρο «επαγγελματική ανάπτυξη» του ατόμου εννοείται η ανάπτυξη και ωρίμαση εκείνης της πλευράς της προσωπικότητάς του, η οποία σχετίζεται με την επαγγελματική του συμπεριφορά. Αυτή όμως, για να είναι επιτυχής, προϋποθέτει μια γενικότερη ωρίμαση της προσωπικότητας (πβ. Παπαδόπουλος Ν. Γ. 1978, Δημητρόπουλος 1989).




1.2.2. Ο σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός


Είναι γεγονός ότι «κάθε εργασία απαιτεί κάποια μάθηση και σχετική προάσκηση (ειδίκευση)» (Παπαδόπουλος Ν. Γ. 1978, 7). Έτσι ο επαγγελματικός προσανατολισμός στο σχολείο (δηλαδή ο σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός) έχει ως βασικό σκοπό τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και απασχόλησης. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή η σύνδεση αυτή είναι βασικό ζητούμενο για τους νέους, αφού η αγορά εργασίας σήμερα, στα πλαίσια της ενοποιημένης Ευρώπης, έχει πολύ ευρύτερες διαστάσεις από ό,τι άλλοτε.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ως λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο θεσμός στα πλαίσια του οποίου καταβάλλεται προσπάθεια να βοηθηθεί το άτομο να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να κατανοήσει καλύτερα τις επαγγελματικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Προκειται για συμβουλευτική διαδικασία που σκοπό έχει να οδηγήσει το μαθητή στην αυτο-εκτίμηση, στην αυτο-γνωσία, στη λήψη απόφασης και στην υπεύθυνη στάση και συμπεριφορά. Ακόμη, ο προσανατολισμός στο σχολείο επιδιώκει να βοηθήσει το μαθητή να επιλέξει την κατάλληλη σχολική και επαγγελματική κατεύθυνση, η οποία είναι σύμφωνη με τις επιθυμίες και τις δυνατότητές του (Μαλικιώση – Λοΐζου 1987, Αθανασάκης 1991).

Με άλλα λόγια, αυτογνωσία, ολοκληρωμένη και αντικειμενική πληροφόρηση για την αγορά εργασίας, κινητοποίηση του μαθητή για την επεξεργασία των πηγών πληροφόρησης αλλά και συνεργασία ανάμεσα στο σχολείο, σε γονείς και παραγωγικές τάξεις είναι οι βασικοί τομείς-στόχοι του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού που προσδιορίζονται από το αναλυτικό του πρόγραμμα. Το πρόγραμμα αυτό επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τις ψυχολογικές και επαγγελματικές δυσκολίες που ο αυριανός πολίτης θα βιώσει στη σκληρή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Σήμερα, μάλιστα, όπως επισημάνθηκε και στα προηγούμενα, η επιλογή επαγγέλματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη διαδικασία, τόσο για το ίδιο το άτομο και την οικογένειά του όσο και για την πολιτεία και ολόκληρη την κοινωνία (Αθανασάκης 1991).

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα πλαίσια του σχολείου αναφέρεται συνήθως στον προσανατολισμό μαθητών πάνω σε επαγγελματικά θέματα. Η αναφορά αυτή δίνει την εντύπωση ενός φορέα που ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με θέματα που αφορούν τις επαγγελματικές επιλογές των μαθητών. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός αποτελεί μια διάσταση του θεσμού «συμβουλευτική-προσανατολισμός», η οποία περιλαμβάνει τις λειτουργίες και δραστηριότητες του προσανατολισμού αλλά και της συμβουλευτικής. Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, περιλαμβάνονται διαδικασίες οι οποίες αποσκοπούν στο να βοηθήσουν το άτομο να γνωρίσει τόσο τον εαυτό του, όσο και το περιβάλλον του (Νιτσόπουλος 1985, Δημητρόπουλος 1994α).
Οι παραπάνω διευκρινίσεις οδηγούν στη διαφοροποίηση του επαγγελματικού προσανατολισμού στα πλαίσια του σχολείου, έτσι που γίνεται λόγος για σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό. Πρόκειται, δηλαδή, για επιμέρους θεσμό που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας προς το μαθητή, ώστε να επιλέξει τη σχολική και επαγγελματική κατεύθυνση που ταιριάζει στις ικανότητες και κλίσεις του και στην οποία έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας ως άτομο. Παράλληλα με την ατομική ικανοποίηση από την κατάλληλη επιλογή του κύκλου σπουδών ή (απ’ ευθείας) επαγγέλματος, επιδιώκεται έμμεσα και η ικανοποίηση των κοινωνικο-οικονομικών αναγκών, με την ένταξη στην κοινωνία ενός παραγωγικού και χρήσιμου εργατικού δυναμικού (Κασσωτάκης 1988).
Ειδικότερα με την εφαρμογή του θεσμού αυτού επιδιώκεται:
α) Η υπεύθυνη ενημέρωση του μαθητή για τις μεταγυμνασιακές σχολικές βαθμίδες και κατευθύνσεις, καθώς και για τους όρους και τις προϋποθέσεις εισόδου σε κάθε επάγγελμα, για τους όρους εργασίας - αμοιβής, για τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, τις ανάγκες, δηλαδή, της οικονομίας σε έμψυχο δυναμικό και τις δυνατότητες εξέλιξης.
β) Η παροχή βοήθειας στο μαθητή για να αποκτήσει ορθή αυτογνωσία, δηλαδή σαφή αντίληψη του εαυτού του, έτσι, ώστε να εκτιμήσει τις κλίσεις και δεξιότητές του (σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές, κοινωνικο-οικονομικές) για να μπορέσει να αξιοποιήσει το πραγματικό του δυναμικό και να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες και αδυναμίες του, καθώς και τα πραγματικά του ενδιαφέροντα, τις φιλοδοξίες και γενικά τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για μια ορθή επιλογή.
γ) Η υποβοήθηση του ατόμου στην εκμάθηση λήψης αποφάσεων με πλήρη συναίσθηση των επιπτώσεων που συνεπάγεται η πράξη αυτή.
Όπως αναφέρει η Καλογήρου (1986), ο προσανατολισμός δεν είναι ένα απλό γεγονός, κάτι, δηλαδή, που γίνεται μια φορά και τελειώνει, αλλά διαδικασία, που απαιτεί μια σταδιακή εφαρμογή, όπου ο μαθητής σιγά – σιγά αφομοιώνει τις πληροφορίες που παίρνει από τον εαυτό του και τον κόσμο της εργασίας και προετοιμάζεται για την τελική απόφαση.

Οι φορείς, οι οποίοι εφαρμόζουν τον εκπαιδευτικό ή σχολικό και επαγγελματικό προσανατολισμό (ΣΕΠ) στη χώρα μας, είναι κυρίως το Υπουργείο Παιδείας και κατά κάποιο τρόπο το Υπουργείο Εργασίας (Χαρίτου – Φατούρου 1979), για τις περιπτώσεις βέβαια, που το τελευταίο δραστηριοπείται σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού στα πλαίσια του σχολείου.

Ως προς τη λειτουργία του ΣΕΠ στα σχολεία της χώρας μας διατυπώθηκαν πολλές αντιρρρήσεις και κριτικές. Φαίνεται να έχει πάρει μια διαφορετική κατεύθυνση, με τη διαμόρφωσή του σε ένα «μάθημα», το οποίο «διδάσκεται» από καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν εκπαιδευτεί στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να καθοδηγήσουν τους μαθητές. Γενικά, φαίνεται να υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση σε αυτούς που το διδάσκουν σχετικά με την αγορά εργασίας και τελικά ο ΣΕΠ αποτελεί «συμπλήρωμα» στο ωράριο των καθηγητών κάποιων ειδικοτήτων. Από την πλευρά των μαθητών εκφράζεται, επίσης, μια γενικά αρνητική στάση σχετικά με το ρόλο που έχει παίξει ο ΣΕΠ στις επιλογές τους (Δημητρόπουλος κ.ά. 1985, Πάντα 1990).

Είναι ανάγκη να τονιστεί, ακόμη, ότι για να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση των παραπάνω στόχων, ο επαγγελματικός προσανατολισμός χρειάζεται να λειτουργεί με βάση τους ψυχολογικούς αλλά και τους κοινωνικούς παράγοντες, που επηρεάζουν το άτομο - και εδώ το μαθητή - πριν και κατά τη διάρκεια του χρόνου που παίρνει την τόσο σημαντική επαγγελματική απόφαση.
Πέρα από όλα αυτά, θεωρείται απαραίτητο, για την καθιέρωση του θεσμού του Ε.Π. στα σχολεία, να υπάρχει ομάδα υπευθύνων (καθηγητές - σύμβουλοι Σ.Ε.Π., ειδικός σχολικός ψυχολόγος) που να ασχολείται αποκλειστικά και ουσιαστικά με το θεσμό, δηλαδή, με την ενημέρωση των μαθητών σε ό,τι αφορά τη διάσταση της αυτογνωσίας αλλά και τη διάσταση των εκάστοτε κοινωνικο - οικονομικών και επαγγελματικών δεδομένων (πβ. Παπαδόπουλος Ν. Γ. 1978).








1.3. Η επαγγελματική συμβουλευτική
(έννοια, ορισμός και αποστολή της)


Η συμβουλευτική είναι κλάδος της Ψυχολογίας με πολύπλευρη αναφορά. Αυτό σημαίνει ότι η συμβουλευτική, ως διαδικασία, μπορεί να λειτουργεί, τόσο σε συνάρτηση με την Παιδαγωγική Ψυχολογία όσο και με την Κλινική Ψυχολογία αλλά, ακόμη, και με την Οργανωτική Ψυχολογία. Με την τελευταία σχετίζεται στο επιστημονικό σύστημα της σύγχρονης Ψυχολογίας η επαγγελματική συμβουλευτική (Career ή Vocational ή Occupational Counseling).

Πρόκειται για επιμέρους κλάδο της συμβουλευτικής, ο οποίος αποσκοπεί στο να προσφέρει στο άτομο πληροφορίες και ψυχολογική υποστήριξη, που μπορεί να βοηθήσουν άμεσα τις αποφάσεις του και τις επιλογές του αναφορικά με το επάγγελμα. Η επαγγελματική συμβουλευτική εστιάζεται περισσότερο στο άτομο συνολικά κατά τη διαδικασία επιλογής ενός επαγγέλματος, παρά στην απλή επιλογή καθαυτή. Είναι κατά πολύ ίδια με τις άλλες μορφές συμβουλευτικής εκτός από το ότι αναφέρεται κυρίως στο σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων γύρω από την εκπαίδευση και το επάγγελμα. Περιλαμβάνει τη διερεύνηση αξιών και στάσεων, αλλά και πληροφορίες και ακόμη πραγματικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί κάποιος σε ένα επαγγελματικό πρόβλημα χωρίς να ληφθούν υπόψη διάφορες πλευρές της ζωής του, αλλά και ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου και, ακόμη, οι διάφορες σχέσεις του με τους άλλους (Γεωργούσης 1995).
Ο Tolbert (1978) διερεύνησε την έννοια της επαγγελματικής συμβουλευτικής προσαρμόζοντάς την στο σχολικό περιβάλλον. Έτσι καθορίζει το σκοπό της επαγγελματικής αγωγής επεκτείνοντας αυτόν σε όλη τη ζωή του ατόμου από τα προσχολικά κιόλας χρόνια.

Τονίζεται η σημασία του στόχου της συμβουλευτικής παρέμβασης για μια γενική ευαισθητοποίηση του ατόμου, κατά την οποία αυτό καλείται να κατανοήσει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του και όχι οπωσδήποτε να πάρει κάποια επαγγελματική απόφαση. Η επαγγελματική συμβουλευτική θεωρείται παρεμβατική στο βαθμό που οδηγεί το άτομο σε αυτογνωσία και συνειδητοποίηση του κόσμου που το περιβάλλει. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θεωρείται ότι παρεμβαίνει στην ομαλή πορεία των πραγμάτων. Σήμερα όμως, γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτό ότι, η επαγγελματική συμβουλευτική δεν πρέπει να είναι κατευθυντική και πιεστική για το άτομο (Κάντας & Χαντζή 1991). Αυτό σημαίνει ότι το άτομο γίνεται σεβαστό στην προσπάθειά του να εξελιχθεί και να επιτύχει την αυτοπραγμάτωσή του χωρίς να εμποδίζεται στην πορεία του «από τις επεμβάσεις και παρεμβάσεις των «σημαντικών άλλων» – γονιών, εκπαιδευτικών, κ.λπ. που ξέρουν καλύτερα» (Κοσμίδου 1986, 32).

Είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η επαγγελματική συμβουλευτική δεν αναφέρεται σε μια στατική αλλά δυναμική διαδικασία, αφού περικλείει «έντονο το στοιχείο της εξέλιξης». Συνήθως δεν αναφέρεται σε μία μόνο επιλογή του ατόμου, γιατί ο επαγγελματικός σχεδιασμός περιλαμβάνει πολλές αποφάσεις σε χρονική διάρκεια αρκετών ετών (Κοσμίδου 1986, Μαλικιώση – Λοΐζου 1987). Για το λόγο αυτό σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος «επαγγελματική ανάπτυξη» με τον οποίο τονίζεται η έννοια της συνεχούς εξέλιξης την οποία εμπεριέχει η επαγγελματική πορεία του ατόμου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία συμβαδίζει με την ψυχολογική εξέλιξη του ατόμου (Κάντας & Χαντζή 1991, Δημητρόπουλος 1994α).
Μια γενικότερη αναφορά στο συζητούμενο εδώ θέμα, γίνεται με τους όρους «Προσανατολισμός – Συμβουλευτική». Πρόκειται για ένα θεσμό που περιλαμβάνει περισσότερες διαστάσεις και δραστηριότητες. Οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η εφαρμογή του θεσμού «Προσανατολισμός – Συμβουλευτική» είναι οι εξής: α) Ο προσανατολισμός και η συμβουλευτική αποβλέπουν στην ολική ανάπτυξη του ατόμου, β) ο θεσμός στηρίζεται στη συνεργασία με το άτομο, το καθοδηγεί και το βοηθά στην πραγμάτωση των επιδιώξεών του, γ) αναγνωρίζεται η ελευθερία επιλογής του ατόμου, δ) δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην ατομικότητα του ατόμου, και ε) απαραίτητη προϋπόθεση του θεσμού είναι ο αυτοκαθορισμός. Το άτομο, δηλαδή, έχει τη δυνατότητα να επιλέγει την πορεία που θα ακολουθήσει (Δημητρόπουλος 1994α).

Μέσα από τις διαδικασίες της συμβουλευτικής μπορεί να βοηθηθεί το άτομο να γνωρίσει και να εκτιμήσει περισσότερο τον εαυτό του. Ν’ αρχίσει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει το δυναμικό που διαθέτει, βάζοντας ανάλογους στόχους στη ζωή του και προσπαθώντας με τις κατάλληλες στρατηγικές να τους υλοποιήσει (Κοσμίδου 1986).

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η επαγγελματική συμβουλευτική, στα πλαίσια του σχολείου, είναι μια διαδικασία που διαφέρει από το σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό κατά το ότι η συμβουλευτική δραστηριότητα και ενέργεια περιορίζεται σε ό,τι αφορά την επαγγελματική διάσταση ενημέρωσης και προβληματισμού των μαθητών. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος της «επαγγελματικής συμβουλευτικής» στο σχολείο είναι μάλλον στενότερος απ’ ό,τι ο όρος σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός.




1.4. Βασικές έννοιες της έρευνας

1.4.1. Ο όρος «κίνητρο» γενικά

Ο όρος κίνητρο είναι ένας πολύ γενικός όρος. Παράγεται από το ρήμα κινώ(-ούμαι). Χρησιμοποιείται για να δηλώσει καθετί που είναι ικανό να «κινήσει» το άτομο, να το ωθήσει σε δράση, να το υποκινήσει σε διάφορες μορφές συμπεριφοράς (Hilgard 1962, Cofer & Appley 1968, Κωσταρίδου - Ευκλείδη 1999). «Τα κίνητρα μπορεί να ωθούν το άτομο ενεργώντας από μέσα ή να το έλκουν ενεργώντας από έξω. Κίνητρα, κατά συνέπεια, είναι τόσο οι εσωτερικές αιτίες της συμπεριφοράς, όπως τα ένστικτα, οι ορμές, οι σκοποί, τα συναισθήματα, όσο και οι εξωτερικές αιτίες, όπως οι αμοιβές, τα θέλγητρα ή φόβητρα, ή οι απωθητικοί ερεθισμοί» (Κωσταρίδου - Ευκλείδη 1999, 17).

Στην καθημερινή χρήση ο όρος κίνητρο παίρνει διαφορετικές σημασίες, όπως η δύναμη που τείνει να μετακινήσει το άτομο προς ορισμένο σκοπό, η επιθυμία για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου κ.λπ. «O Pieron ορίζει το κίνητρο σαν μια προσαρμοστική κατεύθυνση της συμπεριφοράς που μπορεί να την υπαγορεύουν αίτια, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, ενώ ο Wolff ορίζει το κίνητρο ως ένα σύνολο από δυνάμεις που ωθούν το άτομο να τείνει προς ένα σκοπό και που καθορίζουν τη συμπεριφορά του και τη διαγωγή του» (Αραβανής 1988, 3).
Κατά τον Ν. Γ. Παπαδόπουλο «ο όρος αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση που ενεργοποιεί ατομικές συμπεριφορές και προσανατολίζει σ’ ένα σκοπό. Γενικά, κίνητρο σημαίνει καθετί που αποτελεί βάση ή αιτία, κινεί, κατευθύνει και καθορίζει τη συμπεριφορά» (1994, 289).
Σύμφωνα με τον Heckhausen (1991), τα κίνητρα είναι ιδιοσυγκρασιακές, προσωπικές προδιαθέσεις προς πράγματα που έχουν αξία. Η αξία αυτή μπορεί να είναι θετική και να οδηγεί το άτομο σε ενέργειες που επιτρέπουν την προσέγγιση και επίτευξή της, ή αρνητική και να οδηγεί το άτομο σε ενέργειες αποφυγής της.
Τα κίνητρα παρουσιάζονται και αρχίζουν να διαμορφώνονται ήδη κατά την πρώιμη εξέλιξη. Η σταθεροποίησή τους είναι βαθμιαία, έτσι, που γίνονται σχετικώς μόνιμα συστήματα, τα οποία κατευθύνουν τη συμπεριφορά κάθε ατόμου. Ο άνθρωπος έχει για κάθε κατηγορία βασικής κατάστασης ένα αντίστοιχο σύστημα κινήτρων (Ζάχαρης 1989).
Στον όρο «κίνητρο» πέρα από το σκοπό ή στόχο, περιλαμβάνεται και αναφορά σε μια ορισμένη κατεύθυνση, που ενεργοποιεί και κινητοποιεί το άτομο για δράση και αντίδραση, προκαλώντας τρόπους συμπεριφοράς, ανάλογους προς τις φιλοδοξίες του (Μελανίτης 1966, Βάμβουκας 1977, Χασάπης 1980, Τριλιανός 1988).
Ειδικότερα, ο όρος κίνητρο «σημαίνει τον ψυχολογικό παράγοντα, συνειδητό ή ασυνείδητο, που όχι μόνο δραστηριοποιεί τον οργανισμό, αλλά τον προδιαθέτει, τον κινητοποιεί και τον κατευθύνει στην εκτέλεση μιας πράξης ή στην επιτυχία ενός σκοπού. Ο σκοπός μπορεί να είναι αρκετά υψηλός ή και ιδεώδης. Το άτομο προσπαθεί να τον κατακτήσει. Στην περίπτωση που αποτυγχάνει, δίνει εξήγηση της αποτυχίας του ή χαμηλώνει το επίπεδο των φιλοδοξιών του ή και τροποποιεί τα αρχικά του σχέδια» (Αραβανής 1988, 3). Όλες αυτές οι διαδικασίες που οδηγούν το άτομο στην επιτυχία του σκοπού ανήκουν στην έννοια του κινήτρου. Αυτό σημαίνει ότι για να προβούν οι άνθρωποι σε μια ενέργεια ή προσπάθεια, χρειάζεται να αυξηθεί η προσδοκία τους για επιτυχία, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Goleman (1999), επισημαίνοντας έτσι την άμεση σχέση των προσδοκιών και των κινήτρων.

Από πολλούς ψυχολόγους τονίζεται, ακόμη, ότι η ιδιότητα του κινήτρου να ωθεί το άτομο σε συμπεριφορά, αποτελεί τον παράγοντα των πράξεων και γενικά κάθε είδους δραστηριότητας. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η πράξη αποτελεί τη λύτρωση του οργανισμού από την πίεση του κινήτρου. Ο ιδιαίτερα γνωστός για τις έρευνες και τις αναλύσεις του Κ. Lewin, εξηγεί το φαινόμενο ως εξής: «Όταν το άτομο αναλάβει να εκπληρώσει ένα στόχο, δημιουργούνται μέσα του συστήματα έντασης τα οποία ονομάζει «ως εάν ανάγκες». Αυτά ωθούν το άτομο σε δράση. Αν ο στόχος επιτευχθεί, η ένταση εξαφανίζεται και η «ως εάν ανάγκη» ικανοποιείται. Αν, όμως, ο στόχος μένει ανεκπλήρωτος, τότε παραμένει το σύστημα έντασης και εξαναγκάζει το άτομο να δράσει. Η πράξη λοιπόν αποτελεί τη φυσική κατάληξη των κινήτρων τα οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, δε δραστηριοποιούν μόνο τον οργανισμό, αλλά τον κινητοποιούν προς μια ορισμένη κατεύθυνση, προς ένα στόχο» (Αραβανής 1988, 4). Το επάγγελμα ως αποκατάσταση και ένταξη στην κοινωνία είναι ένας στόχος για το νεαρό άτομο.




1.4.2. Κίνητρα και επιλογή επαγγέλματος

Η συμπεριφορά του ατόμου είναι το αποτέλεσμα της επενέργειας δύο συνήθως παραγόντων, ενός εσωτερικού (εσωτερικό κίνητρο) ή ενός εξωτερικού (εξωτερικό κίνητρο) ή και των δύο μαζί, πράγμα που σημαίνει ότι ο στόχος που επιλέγει το άτομο εξαρτάται από το ίδιο και από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει και ενεργεί και από το οποίο δέχεται όλες τις θετικές ή αρνητικές επιδράσεις. Το άτομο, κατά συνέπεια, βρίσκεται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, όταν κάθε φορά εκφράζει τις προτιμήσεις του, προσανατολίζει τις επιθυμίες του ή επιλέγει τους στόχους του και επιδιώκει την πραγματοποίησή τους. Ο στόχος που επιλέγει το άτομο εξαρτάται από το ίδιο αλλά και από το περιβάλλον, σύμφωνα και με τα παραπάνω. Η επιλογή προσδιορίζεται από μια σειρά επαγγελματικών προτιμήσεων, που ενεργούν ως παρωθητικές δυνάμεις στην προσωπικότητα του ατόμου. Κάθε προτίμηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, λειτουργεί ως μια δύναμη ή κίνητρο που έχει διαφορετικές επιδράσεις στο άτομο. Το ποσόν (ένταση) και το ποιόν (κατεύθυνση) των επιδράσεων αυτών χαρακτηρίζει την επιθυμία του ατόμου για την επιλογή του επαγγέλματός του (Αραβανής 1988).
Όμως, εκτός από το διαφορετικό βαθμό προτίμησης που παρουσιάζει η επιλογή του επαγγέλματος, το άτομο παρωθείται στην επιλογή του επαγγέλματός του και από διάφορες άλλες μεταβλητές που έχουν σχέση και με το περιβάλλον στο οποίο ζει (κοινωνικές συνθήκες, οικονομικές δυνατότητες, προσφορά εργασίας, οικονομικά οφέλη που παρουσιάζει το επάγγελμα κ.ά.) (Βάμβουκας 1982). Πρόκειται, δηλαδή, για στοιχεία που ικανοποιούν ανάγκες και σχετίζονται, κατά συνέπεια, με διάφορα κίνητρα. Όσα αναφέρονται στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, δηλαδή τις προτιμήσεις, τις αξίες του κ.λπ. αποτελούν για σύγχρονους θεωρητικούς της προσωπικότητας «τον εαυτό» (Kuhl 1998).
Με βάση την παραπάνω άποψη της αλληλεξάρτησης ατόμου και περιβάλλοντος, τα κίνητρα ορίζονται ως εσωτερική πηγή ενέργειας ή δραστηριότητας που κατευθύνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, συνειδητά ή ασυνείδητα, στις διάφορες επιλογές, ανάλογα με το κοινωνικο - οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον (Αραβανής 1988). Είναι, κατά συνέπεια, φανερή η άμεση σχέση της επαγγελματικής απόφασης με ό,τι περιλαμβάνει η έννοια του κινήτρου. Η έννοια αυτή στα πλαίσια της εργασίας μας σχετίζεται με τις «πολυθεματικές θεωρίες» (Τομασίδης 1982, 469) για τα κίνητρα, τα οποία με πολλαπλή παρουσία και αντίστοιχες επιδράσεις επηρεάζουν και καθορίζουν την επαγγελματική επιλογή.

Με τα τελευταία θίγεται το θέμα της σχέσης των κινήτρων με την επιλογή επαγγέλματος. Η επιλογή επαγγέλματος αποτελεί μια διαδικασία της προσωπικότητας του ατόμου σε συνάρτηση με το κοινωνικό του περιβάλλον. «Η συμπεριφορά της εκλογής επαγγέλματος προσδιορίζεται από πολλά και ποικίλα κίνητρα» (Βάμβουκας 1982, 24) τόσο στην αρχική σκέψη ή σύλληψη κάποιου επαγγελματικού σχεδίου όσο και στην οριστική απόφαση. Όπως όλα τα κίνητρα έτσι και τα επαγγελματικά κίνητρα παρουσιάζουν ένταση, κατεύθυνση, αρχή ή προέλευση αλλά και σταθερότητα ή ευστάθεια και συνέχεια. 1) Η ένταση του κινήτρου σχετίζεται με τη δύναμη με την οποία αυτό παρουσιάζεται ως αδύνατο ή ισχυρό, ή και ως πολύ ισχυρό κίνητρο, για την επιλογή ενός επαγγέλματος. 2) Η κατεύθυνση αναφέρεται στον προσανατολισμό της παρωθητικής δύναμης προς διάφορα επαγγέλματα και τις συνθήκες άσκησης επιμέρους επαγγελμάτων (συνθήκες εργασίας, οικονομικές απολαβές, προϋποθέσεις απόκτησης ενός επαγγέλματος και επιτυχίας σ’ αυτό κ.λπ.). 3) Η αρχή ή προέλευση των κινήτρων αναφέρεται στο απώτερο ή άμεσο παρελθόν του ατόμου. Ο Lasarsfeld θεωρεί ότι τα κίνητρα κατευθύνουν το άτομο σε δραστηριότητες, τόσο του παρόντος όσο και του μέλλοντος, αυτές που σχετίζονται με τον οραματισμό πραγματοποίησης ενός επαγγέλματος. Η αρχή ή προέλευση ενός κινήτρου σχετίζεται με τη «χρονικότητα των κινήτρων», δηλαδή, τη σύλληψη επαγγελματικού σχεδίου και την απόφαση πραγματοποίησής του. Έτσι μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις (4) τύπους κινήτρων:α) τα πολύ πρώιμα, που τοποθετούνται στην ηλικία φοίτησης στο δημοτικό σχολείο, β) τα πρώιμα, που σχετίζονται με την εφηβική κυρίως ηλικία, γ) τα όψιμα, που τοποθετούνται στην περίοδο μετά την εφηβική ηλικία και δ) τα πολύ όψιμα, που σχετίζονται με αποτυχημένες αποφάσεις του ατόμου για επαγγελματική ένταξη.
4) Η σταθερότητα ή η ευστάθεια ενός κινήτρου στην επαγγελματική επιλογή σχετίζεται με «το βαθμό αποφασιστικότητας με την οποία ένα άτομο ακολουθεί τον επαγγελματικό δρόμο που έχει επιλέξει» (Βάμβουκας 1982, 26), απορρίπτοντας τυχόν άλλες σκέψεις διαφορετικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας, δηλαδή επαγγελματικού επαναπροσανατολισμού (Βάμβουκας 1982).
Η παραπάνω ανάλυση των επαγγελματικών χαρακτηριστικών διαγράφει τόσο το εύρος όσο και το βάθος των επαγγελματικών κινήτρων.




1.4.3. Η έννοια της «διαδικασίας»

Στη μελέτη αυτή, στην οποία τα κίνητρα τίθενται σε άμεση συνάρτηση με την επιλογή επαγγέλματος, ενδιαφέρει να ερευνήσουμε την πλευρά εκείνη των κινήτρων που αποτελούν τις αξίες και τα εξωτερικά ή εσωτερικά στοιχεία που παίζουν ρόλο στην επαγγελματική απόφαση του ατόμου και συγκεκριμένα του μαθητή των 14-18 ετών. Εδώ τίθεται το θέμα της διαδικασίας, δηλαδή, της πορείας του μαθητή που μπορεί να έχει η απόφαση για επαγγελματική επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι η επαγγελματική επιλογή ακολουθεί μια πορεία φάσεων και σταδίων που σχετίζονται με τις διάφορες ηλικίες του ατόμου. Στα στάδια αυτά σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία του σε συνάρτηση με τις γενικότερες εμπειρίες του αλλά και τις γνώσεις και πληροφορίες από τον άμεσο και ευρύτερο πολιτισμικό του κύκλο. Με τις επισημάνσεις αυτές φθάνουμε στην έννοια της ωριμότητας για λήψη απόφασης του ατόμου (Thomae 1960) τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επαγγελματική του κατεύθυνση. Με τα τελευταία επισημαίνονται παράγοντες και στοιχεία που αναφέρονται στη διαδικασία της απόφασης για επαγγελματική επιλογή, η οποία, είναι φανερό ότι είναι μια «αυξανόμενη, προοδευτική απόφαση» (Thomae 1960, 164).
Η επιλογή ενός επαγγέλματος ή η επιθυμία απόκτησης μιας επαγγελματικής θέσης δεν αποτελούν μοναδικές πράξεις, αλλά διαδικασίες με διάρκεια ετών και εμπλέκονται με την καθημερινή κοινωνική πράξη, τις συνδεδεμένες με αυτήν εμπειρίες και τα αντίστοιχα βιώματα. Είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης κοινωνικής μαθησιακής διαδικασίας. Ουσιαστικά η επαγγελματική διαδικασία δε σταματά ποτέ και συνεχίζεται με τη μορφή όχι μόνο της επαγγελματικής αλλά και της κοινωνικοπολιτικής επιμόρφωσης (Παπαϊωάννου 1990).
Είναι μάλιστα πολλαπλή η επισήμανση ότι η επαγγελματική επιλογή είναι μια συνεχής εξελικτική διαδικασία που ξεκινά από την παιδική ηλικία και εκφράζεται κυρίως κατά την εφηβεία σε συνάρτηση με τη λήψη κάποιας αντίστοιχης απόφασης (Κατσαδώρος 1978, Βαρλάς & Καλογήρου 1979, Δημητρόπουλος 1982, Σόφτη - Μπεσμπέα 1983, Παπαϊωάννου 1990).
Η επαγγελματική επιλογή ή η λήψη επαγγελματικής απόφασης εντάσσεται χρονικά στην εφηβική ηλικία. Αυτό σχετίζεται με τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις και το εκπαιδευτικό σύστημα, που καλεί τους νέους να διαλέξουν ένα είδος σπουδών ή να εισέλθουν απευθείας στην αγορά εργασίας (Μιχαλάκης 1973, Πιντέρης 1986, Κάντας & Χαντζή 1991).
Εκφράζεται, μάλιστα, η άποψη ότι οι έφηβοι σήμερα καλούνται σχετικά νωρίς να πάρουν αυτή τη σοβαρή απόφαση, που θα επηρεάσει το μέλλον τους, ανεξάρτητα από το αν μερικά παιδιά της ηλικίας αυτής έχουν ενδεχομένως την απαιτούμενη ωριμότητα να κάνουν τις σωστές επιλογές (Μελανίτης 1966, Μαλικιώση - Λοΐζου 1987).
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά, στο πρόβλημα που αναλύεται εδώ, των Κυπριωτάκη / Παπαγεωργίου (1999, 100) που επισημαίνουν τα εξής: «Η εκλογή του επαγγέλματος, ενώ πρόκειται για μια βραχύχρονη - στιγμιαία διαδικασία, επηρεάζεται και εξαρτάται ουσιαστικά από παραμέτρους που επιδρούν μακροχρόνια και που διαμορφώνουν την προσωπικότητα του παιδιού».

Από διάφορες έρευνες διαπιστώθηκε ότι οι επαγγελματικές προτιμήσεις και οι στάσεις των νέων στα διάφορα επαγγέλματα αρχίζουν να διαμορφώνονται ήδη από την παιδική ηλικία, κατά την οποία ο ρόλος της οικογένειας, πρώτα και του σχολείου αργότερα, είναι πολύ σημαντικός. Τα πιο κρίσιμα χρόνια διαμόρφωσης βασικών στάσεων και γενικού προσανατολισμού των παιδιών είναι η ηλικία των 3-13 ετών στην οποία, είναι φανερό ότι τα χρόνια φοίτησης του παιδιού στο δημοτικό σχολείο παίζουν ιδιαίτερο ρόλο (Φλουρής κ.ά. 1981β).

Η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι εντελώς προσωπική και συγχρόνως καθημερινή υπόθεση για κάθε άτομο. Η πιο μικρή απόφαση που παίρνει το άτομο επηρεάζει και καθορίζει τις επόμενες αποφάσεις του. Η ποιότητα των αποφάσεων που παίρνει είναι συνάρτηση των πληροφοριών που έχει. Κατά κανόνα όσο περισσότερα δεδομένα έχει υπόψη του τόσο πιο αποτελεσματικές αποφάσεις παίρνει. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην παραπέρα διαπίστωση για την αναγκαιότητα της αυτογνωσίας, η οποία σαν διαδικασία διευκολύνει, προκειμένου ν’ αποφασίζει κάποιος αποτελεσματικά (Πιντέρης 1986).
Όπως ήδη τονίστηκε, η διαδικασία λήψης απόφασης είναι πολύ σημαντική για όλη τη ζωή του ατόμου. Με το μελλοντικό επάγγελμα εκφράζεται ο εαυτός, ο οποίος όμως αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα με βάση και την επαγγελματική ασχολία. Γι’ αυτό διαλέγοντας κανείς ένα επάγγελμα διαλέγει ένα τρόπο ζωής (Osipow 1973, Καλογήρου 1979).

Είναι φανερό ότι η επαγγελματική απόφαση δεν επιτελείται παρορμητικά και χωρίς καμία προηγούμενη επεξεργασία από το άτομο. Αντίθετα, η απόφαση αυτή θεωρείται ως μακρόχρονη διεργασία, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του και διαμορφώνει, με αυτό τον τρόπο, την αντίληψη, τόσο του ίδιου του εαυτού όσο και του προβλήματος, που σχετίζεται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό του.

Αυτή, λοιπόν, η πορεία ή η διαδικασία λήψης της απόφασης για επιλογή κάποιου επαγγέλματος με τις φάσεις και τις αλλαγές μέσα από τις οποίες διέρχεται είναι ένα πρώτο σημείο και στόχος της έρευνας. Η διαδικασία, δηλαδή, με την οποία οι μαθητές παίρνουν τις εκπαιδευτικές και συγχρόνως τις επαγγελματικές τους αποφάσεις, αποτελεί ένα ουσιαστικό επιμέρους αντικείμενο αυτής της μελέτης.








1.4.4. Η επιλογή επαγγέλματος ως μακροπρόθεσμη διαδικασία

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η επιλογή επαγγέλματος είναι από τη μια «βραχυπρόθεσμη διαδικασία, αφού σε μια στιγμή της ζωής παίρνεται η απόφαση» αλλά, από την άλλη είναι μια «μακροπρόθεσμη διαδικασία, αφού επηρεάζεται και διαμορφώνεται από προηγούμενες εμπειρίες - μαθήσεις, κατεύθυνση αγωγής, προσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες (ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες)» (Κυπριωτάκη / Παπαγεωργίου 1999, 97).
Μέχρι τη δεκαετία του ’50 επικρατούσε η αντίληψη ότι η επιλογή επαγγέλματος είναι μια μοναδική πράξη, δηλαδή, επιλογή κάποιας επαγγελματικής κατεύθυνσης με το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αν η επιλογή αποδεικνυόταν λανθασμένη, η αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης ήταν σχεδόν αδύνατη. Σήμερα όμως έχουν ήδη επικρατήσει ορθότερες αντιλήψεις γύρω από το θέμα. Και συγκεκριμένα: η θεμελίωση της προσωπικότητας και οι βάσεις του επαγγελματικού μέλλοντος ξεκινούν από την πρώτη παιδική ηλικία, αλλά και η επαγγελματική απόφαση όταν αυτή αποδειχθεί λανθασμένη, μπορεί να τροποποιηθεί και να αλλαγεί (Βρετάκου 1990).
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα, γιατί η επαγγελματική επιλογή αποτελεί μια μακροπρόθεσμη διαδικασία.
Επαγγελματικές προτιμήσεις και ενδιαφέροντα παρουσιάζονται από την προσχολική ηλικία. Τα ενδιαφέροντα αυτά όμως δεν παρουσιάζουν σταθερότητα. Διαπιστώνεται, συνήθως, γρήγορη μετάπτωση από το ένα ενδιαφέρον στο άλλο. Τα μικρά παιδιά μιμούνται τους ενήλικες του άμεσου περιβάλλοντός τους, ταυτίζονται συχνά με αυτούς και υιοθετούν τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Οι επαγγελματικές επιλογές στην ηλικία αυτή αποτελούν στοιχείο έμπνευσης που σχετίζεται κυρίως με το παιχνίδι αλλά και τη φαντασία. Το παιδί παίζοντας μιμείται επαγγελματίες, αλλάζει διαρκώς προτιμήσεις και δε συνειδητοποιεί την ουσία και ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος που θέλει να υποδυθεί ή υποδύεται ως ρόλο σε κάποιο παιχνίδι του. Κατά τη σχολική ηλικία εγκαταλείπει αυτή τη μηχανική εξωτερική μίμηση των διάφορων επαγγελματιών του στενού περιβάλλοντός του και αποκτά κάποιες ευρύτερες σχετικές γνώσεις. Αλλά και στην περίοδο αυτή τα επαγγελματικά του σχέδια είναι πολύ φιλόδοξα και εξωπραγματικά. Υπαγορεύονται περισσότερο από το συναίσθημα και τις εντυπώσεις του και λιγότερο από τη λογική εξέταση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων (Κασσωτάκης 1981β, Μιχαηλίδη - Νουάρου 1987). Είναι η περίοδος που τα παιδιά συνήθως λένε: θα γίνω αεροπόρος, αστροναύτης, ηθοποιός κ.λπ., σύμφωνα με αντίστοιχα πρότυπα που έχουν και τα οποία αποτελούν «αντικείμενα θαυμασμού και άμιλλας» για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του K. Gergen (1997, 146) σε αντίστοιχες αναφορές του. «Πρόκειται μάλλον για όνειρα παρά για σοβαρές αντικειμενικές επιλογές. Γι’ αυτό και τα αρχικά αυτά σχέδια συνήθως εγκαταλείπονται με την πρόοδο της ψυχοπνευματικής ωρίμασης» (Κασσωτάκης 1981β, 58).

Το άτομο στην ηλικία των 13-15 ετών βρίσκεται για πρώτη φορά στο στάδιο ενός περισσότερου ουσιαστικού προβληματισμού. Ζητεί να πληροφορηθεί γενικά για τα διάφορα επαγγέλματα, να μάθει τα αντικείμενα ασχολίας σ’ αυτά, να μάθει ποια είναι τα οφέλη που παρέχουν και άλλα παρόμοια. Όμως, στην ουσία, σπάνια στο στάδιο αυτό οι μαθητές ενδιαφέρονται για λεπτομερείς και σε βάθος πληροφορίες. Έτσι σωστά επισημαίνεται από ειδικούς ότι σ’ αυτό το στάδιο, οι μαθητές χρειάζεται να γνωρίζουν γενικά για την ποικιλία των επαγγελμάτων που αποτελούν την αγορά εργασίας (Miller 1978, Αλεξόπουλος 1981).

Με την πρόοδο της ηλικίας το άτομο καταλήγει σιγά-σιγά σε κάποιο επάγγελμα ή επαγγελματική κατεύθυνση, με κριτήριο τα ενδιαφέροντά του τα οποία συγχρόνως σταθεροποιούνται ή αποκρυσταλλώνονται. Στην αποκρυστάλλωση και συνειδητοποίηση των ενδιαφερόντων του, παίζουν ρόλο οι επιδόσεις του στο σχολείο αλλά και οι ιδιαίτερες ασχολίες του (αθλητικές, καλλιτεχνικές κ.λπ.). Το οικογενειακό και το στενό κοινωνικό περιβάλλον φαίνεται να ασκούν μια σημαντική επίδραση στον αντίστοιχο προβληματισμό και την αυξανόμενη σταθεροποίηση του ατόμου προς μια κατεύθυνση (Κασσωτάκης 1981β).
Με την κατάληξη σε κάποιες επαγγελματικές κατηγορίες φαίνεται ότι τα άτομα αρχίζουν να ζητούν μια πιο λεπτομερή ενημέρωση γύρω από τις κατηγορίες αυτές που τα ενδιαφέρουν. Γι’αυτό και πολύ σωστά επισημαίνεται ότι «τα επαγγελματικά σχέδιά τους έχουν αποβάλλει τον ονειρώδη και αφελή χαρακτήρα τους, είναι πραγματικά, αντίθετα προς τα παιδικά και τα προεφηβικά» (Παπαδόπουλος Ν. Γ. 1978, 10, πβ. και Νιτσόπουλος 1985).
Το αργότερο προς το τέλος της εφηβείας το άτομο καλείται από τα ίδια τα πράγματα να καταλήξει συνήθως οριστικά σε μια επιλογή. Παραμένει συχνά σταθερό στην απόφασή του αυτή και αρχίζει να προετοιμάζεται για το επάγγελμα που διάλεξε. «Στο στάδιο αυτό απαιτείται να ξέρει σε βάθος τον επαγγελματικό χώρο προς τον οποίο αποφάσισε να στραφεί. Είναι ανάγκη να έχει πλήρη επίγνωση όλων των λεπτομερειών που αφορούν τις συνθήκες εργασίας, τις προοπτικές του επαγγέλματος, τις σπουδές που απαιτούνται, τη διάρκειά τους και τις ενδεχόμενες ίσως δυσκολίες, ώστε, αν είναι ανάγκη, να γίνει έγκαιρα αναπροσανατολισμός» (Κασσωτάκης 1981β, 59).
Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερή η σημασία του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού ως θεσμού αναγκαίου στο λύκειο και ακόμη η παροχή δυνατοτήτων για επιλογή δεσμών ή κατευθύνσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Στο κεφάλαιο αυτό είναι σκόπιμο να γίνει και ένας διαχωρισμός της επαγγελματικής επιλογής με την επαγγελματική απόφαση. Η πρώτη, ως μια επιμέρους διαδικασία, περιλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο ή αναφέρεται και σε ένα είδος απόφασης. Αυτή η απόφαση, όμως, μπορεί να είναι γενική ως προς μια επαγγελματική κατεύθυνση ή ομάδα επαγγελμάτων. Έτσι η επαγγελματική απόφαση ως έννοια αυτοτελής σχετίζεται μάλλον ή κυρίως με την τελική απόφαση επιλογής ενός επαγγέλματος. Η άποψή μας αυτή έρχεται σύμφωνη και με τη θέση του A. Huth (1967, 382) ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η εκλογή του επαγγέλματος κορυφώνεται στην απόφαση του νέου να εκλέξει ένα επάγγελμα, του οποίου το κέντρο βάρους συμφωνεί, «ταιριάζει» με τις δικές του έμφυτες ικανότητες, ώστε να επιτευχθεί ταύτιση μεταξύ προσωπικότητας και επαγγέλματος».
Ξεκινώντας από τις παραπάνω διευκρινίσεις σημειώνουμε ότι δε συμφωνούμε με την άποψη ότι «εκπαιδευτική επιλογή» και «επαγγελματική επιλογή» είναι συνώνυμοι όροι του όρου «απόφαση» (Δημητρόπουλος, κ.ά., 1994), αναφέρονται όμως σε αρκετά κοινές επιμέρους διαδικασίες.




1.4.5. Έννοια και σημασία της «απόφασης»

Η απόφαση ορίζεται ως η διαδικασία επιλογής μιας κατεύθυνσης δραστηριοτήτων ανάμεσα από διάφορες εναλλακτικές λύσεις (Thoresen & Mehrens 1967).
Οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές αποφάσεις και επιλογές επηρεάζουν αρχικά το ίδιο το άτομο και στη συνέχεια το άμεσο περιβάλλον του και κυρίως την οικογένειά του. Η επιρροή αυτή αφορά λίγο ή πολύ όλες τις παραμέτρους της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του ατόμου. Γι’ αυτό το λόγο θεωρείται σημαντική η λήψη σωστών ή όσο το δυνατόν επιτυχών αποφάσεων (Sinoir 1968, Μάνος 1987).

Οι λανθασμένες αποφάσεις δημιουργούν προβλήματα στην προσωπική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με την επιλογή σπουδών και επαγγέλματος, καθώς κάθε προηγούμενη απόφαση είναι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις δεσμευτική για κάθε επόμενη. Η δεσμευτική φύση των αποφάσεων φαίνεται από τη σειρά ή την ακολουθία των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών επιλογών των μαθητών με βάση το εκπαιδευτικό μας σύστημα, όπου ο μαθητής καλείται κάθε τόσο να αποφασίσει για μορφές εκπαίδευσης και επαγγελματικές αντίστοιχες κατευθύνσεις, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά παρακάτω (βλ. επόμενο κεφάλαιο).
Η διαδικασία λήψης απόφασης είναι βασικά διαδικασία μη αναστρέψιμη. Το άτομο οδηγείται προς τα εμπρός με μια σειρά αποφάσεων. Τα αποτελέσματα των αποφάσεών του μπορούν να μεταβληθούν με τη λήψη νέων αποφάσεων, καθώς εμφανίζονται νέες εναλλακτικές λύσεις. Γι’ αυτό και επισημαίνονται τα εξής: «Η ποιότητα των αποφάσεων επηρεάζεται από τις πληροφορίες που χρησιμοποιούμε για να πάρουμε τις αποφάσεις. Η έλλειψη ορθών πληροφοριών μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Από την άλλη μεριά, αν δεν μπορέσουμε να λάβουμε προσεκτικά υπόψη μας όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, μπορεί να περιορίσουμε τον αριθμό των εναλλακτικών λύσεων ή να κάνουμε μια ανώριμη επιλογή» (Σιδηροπούλου - Δημακάκου 1993β, 25).
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν έχουν όλες την ίδια σημαντικότητα.
Ο Tolbert (1974) επισημαίνει κάποια κριτήρια σχετικά με τη σημαντικότητα μιας απόφασης, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Μια απόφαση είναι δύσκολη, όταν όλες οι εναλλακτικές λύσεις φαίνονται το ίδιο ελκυστικές ή δημιουργούν τα ίδια προβλήματα. Όσο πιο δύσκολη είναι μια απόφαση, τόσο πιο σημαντική είναι.
Η σημαντικότητα μιας απόφασης εξαρτάται ακόμη από την αναγκαιότητα της απόφασης, την επένδυση που κάνει το άτομο σχετικά με αυτή, τον κίνδυνο αρνητικών επιπτώσεων απ’ την απόφαση αυτή, τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται κ.λπ.

Τονίζονται, όμως, και άλλες πτυχές της σημασίας και των επιπτώσεων που μπορεί να έχει μια απόφαση. Πρόκειται για ορισμένες πρακτικές και άμεσα επίκαιρες (για τη χώρα μας) πτυχές των επιπτώσεων αυτής της απόφασης. Και συγκεκριμένα: Οι λανθασμένες αποφάσεις έχουν μάλιστα αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στον ίδιο τον μαθητή, αλλά και σε άλλα πρόσωπα που συνδέονται άμεσα, ή έμμεσα μαζί του. Π.χ. οι γονείς του μαθητή επενδύουν οικονομικά για πολλά χρόνια και μια αποτυχία του παιδιού τους μπορεί να τους αναγκάσει να επιβαρυνθούν και πάλι με καινούργιες προσπάθειες. Είναι γενικότερα γνωστό ότι οι περισσότεροι μαθητές λυκείου, οι οποίοι δε θα πετύχουν την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα κάνουν τουλάχιστον μια δεύτερη προσπάθεια, σύμφωνα με το μέχρι πρόσφατα ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα. Εκτός από τις αρνητικές επιδράσεις στους γονείς και το άμεσο περιβάλλον του μαθητή, οι λανθασμένες αποφάσεις των μαθητών μπορούν να επηρεάσουν όλο το εκπαιδευτικό σύστημα με την πληθώρα προτιμήσεων και προσφυγής σε ορισμένες σχολές, την αποφυγή και, κατά συνέπεια, την υποβάθμιση άλλων σχολών, αλλά και του γενικότερου κοινωνικού - οικονομικού συστήματος, με τη διατάραξη των σχέσεων προσφοράς και ζήτησης. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι μελέτες που αφορούν τις επιλογές των μαθητών είναι πολύ σημαντικές, όχι μόνο για τον ίδιο τον μαθητή και το άμεσο περιβάλλον του, αλλά και για την πολιτεία γενικά (πβ. Δημητρόπουλος 1994α).




1.5. Στάδια επαγγελματικής απόφασης


Σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αυτό τουλάχιστο στα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί, ο Έλληνας μαθητής καλείται σε διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης να πάρει κάποια απόφαση αρχικά γενικότατης και στη συνέχεια περισσότερο καθορισμένης κατεύθυνσης. Έτσι διακρίνονται τέσσερα περίπου στάδια που σχετίζονται με την επαγγελματική κατεύθυνση του μαθητή. Το πρώτο σημαντικό σημείο ή στάδιο απόφασης βρίσκεται στη γ΄ τάξη του γυμνασίου.
Με αυτή την απόφαση ο μαθητής κάνει μια γενικότατη επιλογή τόσο εκπαιδευτικής όσο και επαγγελματικής κατεύθυνσης. Καλείται δηλαδή, να επιλέξει μεταξύ γενικού και τεχνικού – επαγγελματικού λυκείου. Στο σημείο αυτό όμως γίνονται αρκετές κριτικές επισημάνσεις. Και συγκεκριμένα: Ο μαθητής στην ηλικία των 14-15 ετών είναι υποχρεωμένος να προγραμματίσει κατά κάποιο τρόπο το μέλλον του και να πάρει μια απόφαση, σε μια ηλικία κατά την οποία το άτομο θεωρείται γενικά ακόμη ανώριμο. Σε αυτή τη φάση, το ίδιο το παιδί πολύ λίγο συμμετέχει ορθολογιστικά σ’ αυτόν τον αρχικό προγραμματισμό και δεν προβαίνει ελεύθερα και αβίαστα στην απόφαση που υποτίθεται ότι παίρνει. Η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες κυρίως των γονέων ή τις επιδράσεις άλλων παραγόντων.
Υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για να είναι δυνατή η λήψη τέτοιων αποφάσεων. Μια τέτοια προϋπόθεση, είναι η ύπαρξη νοητικής και συναισθηματικής ωριμότητας. «Η νοητική ωριμότητα είναι απαραίτητη γιατί κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως απαιτείται ένας λογικός συνδυασμός δεδομένων, μια λογική αλληλουχία σταδίων, μια εκτίμηση και αξιολόγηση καταστάσεων, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών, πραγμάτων, προσώπων, και εαυτού. Η συναισθηματική ωριμότητα είναι απαραίτητη, γιατί σπάνια ένα συναισθηματικά ανώριμο άτομο είναι σε θέση να πάρει συνετή απόφαση σ’ οποιονδήποτε τομέα. Αυτό το άτομο συνήθως μετατρέπει την απόφαση σε συναισθηματική αντίδραση, ενώ η συνετή απόφαση είναι μια λογική ενέργεια. Ένα συνετό μάλιστα άτομο αποφεύγει να πάρει σημαντικές αποφάσεις όταν βρίσκεται σε κατάσταση συναισθηματικής εντάσεως» (Δημητρόπουλος 1994α, 117).

Το δεύτερο στάδιο ή χρονικό σημείο απόφασης του μαθητή σχετίζεται με μια ειδικότερη επιλογή εκπαιδευτικής - επαγγελματικής κατεύθυνσης. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι είναι μια προέκταση της πρώτης, αλλά γίνεται σε στενότερα πλαίσια, γιατί ο μαθητής βρίσκεται ήδη μέσα σε μια εκπαιδευτική κατεύθυνση, είτε τη γενική είτε την τεχνική - επαγγελματική. Ο μαθητής της α΄ τάξης του γενικού λυκείου έχει να πάρει διπλή απόφαση: αν θα συνεχίσει σπουδές μετά το λύκειο, και ανεξάρτητα απ’ αυτό, ποια κατεύθυνση θα επιδιώξει ν’ ακολουθήσει, αφού τελειώσει την α΄ τάξη.
Με το τέλος της α΄ τάξης της τεχνικής - επαγγελματικής σχολής, ο μαθητής πρέπει να επιλέξει ποια από τις ειδικότητες που προσφέρονται θ’ ακολουθήσει.

Το τρίτο στάδιο σχετίζεται με την αποφοίτησή του από το λύκειο. Αναφέρεται στο ότι ο μαθητής καλείται να επιλέξει τη σχολή την οποία θέλει να ακολουθήσει ή, αλλιώς, να συνεχίσει σε μη δημόσια ιδρύματα ή να προχωρήσει στην αγορά εργασίας.
Το τέταρτο στάδιο είναι αυτονόητο ότι αφορά λιγότερο αριθμό ατόμων και σχετίζεται με την απόφαση επιλογής μιας μορφής συγκεκριμένης εργασίας. Με την επιλογή εργασίας το άτομο επιλέγει τον ειδικότερο τομέα που θέλει ν’ ακολουθήσει μέσα σε ένα γενικό επαγγελματικό πλαίσιο (Δημητρόπουλος 1982). Π.χ. ο δικηγόρος που μπορεί να επιλέξει ελεύθερο επάγγελμα, δικαστικό κλάδο, διπλωματικό κλάδο, ιδιωτικό τομέα ως σύμβουλος επιχειρήσεων, εταιρειών κ.λπ.




1.6. Μορφές και στρατηγικές λήψης απόφασης: Γενική και ειδική θεώρηση

Η λήψη απόφασης έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται το άτομο όταν είναι ανάγκη να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες δυνατότητες. Η επιλογή αυτή προϋποθέτει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο εναλλακτικές εκδοχές από τις οποίες θα προτιμηθεί η μία. Οι αποφάσεις μπορούν να αφορούν το ίδιο το άτομο και τις ενέργειές του. Ακόμη και αν πρέπει να πάρει μια απόφαση μόνο του, επηρεάζεται από τις απόψεις των άλλων στις εκδοχές δράσης και στα ενδεχόμενα αποτελέσματα. «Η λήψη αποφάσεων λαμβάνει χώρα πάντοτε μέσα σε κάποιο πλαίσιο αναφοράς και επηρεάζεται τόσο από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε εμείς τα πράγματα όσο και από κοινωνικούς περιορισμούς ή προκαταλήψεις» (Κωσταρίδου - Ευκλείδη 1997, 177).

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, γενικά, από ένα άτομο. Η πίεση για τη λήψη απόφασης μπορεί να προέρχεται από το ίδιο το άτομο ή από το περιβάλλον του και μερικές φορές και από τα δύο. Η αποτελεσματικότητα μιας απόφασης εξαρτάται από τη γνώση του εαυτού αλλά και από τη γνώση του περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται αρκετές πληροφορίες τόσο από την πλευρά του εαυτού όσο και από το περιβάλλον στη στενή και ευρύτερη έννοια. Ανάλογα με το βαθμό ενημέρωσης του ατόμου και την ικανότητά του να αποφασίζει το ίδιο για τη μελλοντική επαγγελματική του κατεύθυνση, διακρίνονται διάφορες μορφές και στρατηγικές λήψης απόφασης. Αυτές βασικά είναι οι εξής:
1) Εξαρτημένη απόφαση: Φαίνεται να είναι η πιο εύκολη, αφού περιορίζεται κατουσίαν στο να αποδεχθεί κανείς την επιλογή των άλλων. Μια εξαρτημένη απόφαση, όμως, μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστα αποτελέσματα, εξαιτίας της αποδοχής της επιλογής των άλλων και της αναποφασιστικότητας του ίδιου του ατόμου. Τα αποτελέσματά της επηρεάζουν τη ζωή του ατόμου, ανεξάρτητα από το ποιος είχε κάνει την επιλογή.
2) Διαισθητική απόφαση: Το άτομο που αποφασίζει με διαισθητικό τρόπο, βασίζεται στις εσωτερικές του αντιδράσεις. Οι διαισθητικές αποφάσεις είναι συνήθως αυθόρμητες, λαμβάνονται μέσα σε λίγο σχετικά χρόνο και βασίζονται σε περιορισμένη συγκέντρωση στοιχείων ή πληροφοριών. Για τους λόγους αυτούς μπορεί να έχουν και δυσάρεστα αποτελέσματα.
3) Ορθολογική απόφαση: Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει διερεύνηση των αναγκών του ατόμου και του περιβάλλοντος στα πλαίσια μιας προσεκτικής εκτίμησης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων (κόστος, οφέλη). Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης απαιτεί πολύ χρόνο κυρίως για τη συλλογή πληροφοριών και γενικά την εξερεύνηση του προβλήματος της αντιστοιχίας αναγκών ή και ενδιαφερόντων του ατόμου και δυνατοτήτων του περιβάλλοντος. Με αυτή τη προσέγγιση λαμβάνονται υπόψη τόσο τα προσωπικά συναισθήματα και οι προτιμήσεις, όσο και οι γνώμες των ειδικών και οικείων προσώπων και αναζητούνται οι κατάλληλες για την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία στρατηγικές.
Από μια συνεκτίμηση των παραπάνω δεν μπορεί παρά να καταλήξει κανείς στο ότι η ισορροπημένη απόφαση χρειάζεται να περιλαμβάνει στοιχεία και από τα τρία είδη αποφάσεων (Σιδηροπούλου - Δημακάκου 1993β).

Παρόμοια, αλλά αναλυτική ταξινόμηση των τρόπων ή μορφών λήψης απόφασης βρίσκουμε και σε σχετική έρευνα της T. Arroba (1977) η οποία διακρίνει τους εξής τρόπους:
1. τον «χωρίς σκέψη» τρόπο λήψης απόφασης, με τον οποίο παίρνονται οι καθημερινές αποφάσεις («ρουτίνας»),
2. τον «συμβιβαστικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, που βασίζονται συνήθως στις προσδοκίες των άλλων,
3. το «λογικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις που παίρνονται ψύχραιμα και χωρίς συναισθηματισμούς,
4. το «συναισθηματικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες βασίζονται κυρίως στις επιθυμίες του ατόμου,
5. το «διστακτικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες παίρνονται μετά από μακρά περίοδο αναβλητικότητας και
6. το «διαισθητικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες φαίνονται στο άτομο μοιραίες, αναπόφευκτες και χωρίς απαραίτητα να απαιτούν αιτιολόγηση (Σιδηροπούλου - Δημακάκου 1993β).

Οι Hodkinson και Sparkes (1993) μελέτησαν στην Αγγλία τις επαγγελματικές επιλογές των νέων και το «σχεδιασμό δράσης επαγγελματικής καθοδήγησης» (CGAP). Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που αναφέρεται στην ενδυνάμωση των μαθητών, ώστε να αυξηθούν οι ικανότητές τους και να μεγιστοποιηθούν οι δεξιότητές τους. Υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που έχουν οι μαθητές προέρχονται συνήθως από γονείς και φίλους που εργάζονται στο συγκεκριμένο επάγγελμα ή από προσωπική εμπειρία. Υποστηρίζουν, ακόμη, ότι η απόφαση μπορεί να είναι:
-Συγκεκριμένη στο περιεχόμενο: Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση δε μπορεί να διαχωριστεί από το οικογενειακό περιβάλλον, το πολιτισμικό πλαίσιο και το ειδικό πλαίσιο ζωής των μαθητών.
-Ευκαιριακή: Η απόφαση βασίζεται σε τυχαίες επαφές ή εμπειρίες.
-Βιωμένη – πολυχρονική: Ο χρόνος που λαμβάνεται η απόφαση είναι σποραδικός και η απόφαση αποτελεί αντίδραση στις εκάστοτε ευκαιρίες, όπως αυτές παρουσιάζονται. Γίνεται μάλιστα αναφορά στο Hall (1984, βλ. στους ίδιους 1993) που χαρακτηρίζει το χρόνο στον οποίο λήφθηκε η απόφαση ως «βιωμένο», γιατί δεν ορίζεται σε μια χρονική στιγμή αλλά εξελίσσεται ανάλογα με τη ζωή του μαθητή. Η επιλογή, δηλαδή, γίνεται σε επανειλημμένη διάρκεια χρόνου.
-Περιορισμένη: Η επιλογή επηρεάζεται από τα συναισθήματα και γενικά από το τι νιώθουν οι μαθητές.
Στο «σχεδιασμό δράσης επαγγελματικής καθοδήγησης» (CGAP), το οποίο βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και αναφέρεται σε μαθητές 16-19 ετών, οι σύμβουλοι δίνουν στα παιδιά πολλές και ολοκληρωμένες πληροφορίες για τα επαγγέλματα. Αυτές δεν περιορίζονται τοπικά και δεν είναι σχετικές μόνο με τη ζωή και το περιβάλλον των μαθητών. Αντίθετα, τους δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουν άλλα πράγματα πέρα από τις εμπειρίες τους και το στενό τους περιβάλλον. Επίσης, όλη η διαδικασία επιλογής βασίζεται σ’ ένα σχέδιο στο οποίο η επιλογή γίνεται σε συγκεκριμένο χρόνο ή με βάση τη λογική επεξεργασία.
Όμως, η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται ως τεχνικά λογική (μηχανιστική), αφού κατά βάση υπάρχει η άποψη ότι οι άνθρωποι λειτουργούν σαν μηχανές. Η αδυναμία του συστήματος είναι ότι «βλέπει» την επιλογή της σταδιοδρομίας ως τεχνικό θέμα, το οποίο απαιτεί απόκτηση των κατάλληλων γνώσεων και κατανόηση για να μπορέσουν οι μαθητές να κάνουν μια λογική επιλογή.




1.7. H λήψη επαγγελματικής απόφασης ως πρόβλημα της εφηβικής ηλικίας – Βασικές επισημάνσεις


Η εφηβική ηλικία συμπίπτει βασικά με τη σχολική φοίτηση του μαθητή. Αυτή γίνεται για όλους τους μαθητές, όπως είναι γνωστό στο γυμνάσιο, και είναι υποχρεωτική τουλάχιστο σε ό,τι αφορά την πρώτη εφηβική ηλικία (13-15 περίπου ετών). Αλλά και στη δεύτερη εφηβική ηλικία (16-18 περίπου ετών) σχεδόν η πλειοψηφία των μαθητών βρίσκεται ακόμη σε κάποια μορφή σχολικής φοίτησης και αντίστοιχης προετοιμασίας (άμεσης ή έμμεσης και μικρής ή μεγαλύτερης) για το επάγγελμα. Έτσι η σχολική φοίτηση αυτής της περιόδου αποτελεί κατά κάποιο τρόπο προετοιμασία και γέφυρα ανάμεσα στη σχολική ζωή του μαθητή και στην επικείμενη επαγγελματική και κοινωνική ζωή του. Τα κίνητρα και τα κριτήρια που θα παίξουν ρόλο στην επαγγελματική απόφαση και κατεύθυνση του μαθητή καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα δεδομένα και τις καταστάσεις της σχολικής του ζωής. Για το σημείο αυτό είναι χαρακτηριστικές και άμεσα σχετικές οι επισημάνσεις που γίνονται από τον Ν. Γ. Παπαδόπουλο (1998, 94): «Η ενεργοποίηση του μαθητή προκαλείται από ποικίλους παράγοντες και παίρνει, επίσης, ποικίλες μορφές, όπως: α) εμπλοκή του μαθητή στα δρώμενα της σχολικής τάξης, β) ενθάρρυνση του μαθητή να αυτονομηθεί και να αναλάβει την ευθύνη της συμπεριφοράς του απέναντι στη μάθηση και τη σχολική κοινότητα διεκδικώντας ένα ρόλο μέσα στην κοινωνία των συνομιλήκων του, γ) σύνδεση της μάθησης με την καθημερινή ζωή και πράξη. Πρόκειται για μερικά στοιχεία και διαδικασίες βασικής ενεργοποίησης ή παρώθησης του μαθητή, προκειμένου να επιτευχθεί ουσιαστική μάθηση. Ο μαθητής παρωθείται να επιδιώξει την εφαρμογή όσων αποκομίζει από το σχολείο σε in vivo καταστάσεις». Μια πολύ σημαντική πτυχή αυτής της εφαρμογής σχετίζεται με την επαγγελματική απόφαση και κατεύθυνση που θα ακολουθήσει ο μαθητής σ’ αυτή την ηλικία.
Η χρονική, κατά συνέπεια, περίοδος στην οποία λαμβάνονται αποφάσεις σχετικές με το επάγγελμα συμπίπτει με την εφηβεία, η οποία χαρακτηρίζεται από ραγδαίες και απότομες αλλαγές στο βιοσωματικό, νοητικό, συναισθηματικό και κοινωνικό τομέα της ανάπτυξης του ατόμου (Παρασκευόπουλος 1983).
Ορισμένοι λαμβάνοντας προφανώς υπόψη το χαρακτήρα της εφηβικής ηλικίας με την ανασφάλεια και την αστάθεια που τη διακρίνει (Παπαδόπουλος Ν. Γ. 1984) υποστηρίζουν ότι οι εκπαιδευτικές - επαγγελματικές αποφάσεις παίρνονται στη χειρότερη χρονική περίοδο (Ηλιάδης 1988). Πράγματι, στην εφηβεία ο νέος καλείται να αποφασίσει για σοβαρά θέματα, όπως για τη σταδιοδρομία του, τους στόχους του, αλλά και τον τόπο που θα εργαστεί και θα ζήσει. Οι αποφάσεις που παίρνει στα θέματα αυτά του δημιουργούν περιορισμούς για το μέλλον του και καθορίζουν τα όρια, μέσα στα οποία θα κινηθεί ενδεχομένως κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του. Τα θέματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι οποιαδήποτε αναβολή στη λήψη των αποφάσεων μάλλον δυσκολεύει τα πράγματα.
Οι αλλαγές στους τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθώς και το γεγονός ότι ο έφηβος βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, δηλαδή, ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση, δημιουργεί συχνά συγκρούσεις ενδοατομικές και ενδοοικογενειακές. Η δομή της οικογένειας η οποία έχει αλλάξει και ο έντονος ρυθμός της σημερινής κοινωνίας δημιουργούν προβλήματα και στο ρόλο του γονέα, ο οποίος δυσκολεύεται συχνά να επικοινωνήσει με το παιδί του και να κατανοήσει τα προβλήματά του (Παρασκεύοπουλος 1983). Με όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι, παραμένει ανοικτό το ερώτημα κατά πόσο οι μαθητές είναι έτοιμοι, δηλαδή ώριμοι για όλες αυτές τις σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να πάρουν σε αυτή τη φάση της ζωής τους.

Με την πλευρά των επαγγελματικών επιλογών και αποφάσεων ασχολήθηκαν αξιόλογοι ερευνητές, όπως ο Super (1957), οι Tiedeman και O’Hara (1963) κ.ά. Η ωριμότητα πάντως του ατόμου είναι αρκετά σύνθετο θέμα, αφού περιλαμβάνει ποικίλες πτυχές όπως, εκτός από τη σωματική - βιολογική, την ψυχική, νοητική και κυρίως συναισθηματική, την κοινωνική και την πολιτισμική - αξιολογική πτυχή, όπως σημειώνει ο Ν. Γ. Παπαδόπουλος για να τονίσει ότι πρόκειται για την «κατάσταση της εξελιγμένης και σταθεροποιημένης σωματικής και ψυχικής πλευράς του ατόμου και ακόμη της ικανότητας για ικανοποίηση των αναγκών και υποχρεώσεων» (1991,150). Και ο ίδιος αλλού: «Σημαίνει απόκτηση των προϋποθέσεων και ικανοτήτων που χρειάζονται για μια συζυγική συμβίωση, για επαγγελματική και πολιτική τοποθέτηση και για αναγνώριση των ικανοτήτων και αδυναμιών χωρίς υπερεκτίμηση ή υποτίμησή τους» (1991, 151).

Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι μια παραπέρα πτυχή της ωριμότητας είναι η επαγγελματική ωριμότητα (career maturity), που θα μπορούσαμε να τη συσχετίσουμε περισσότερο και κυρίως με την κοινωνική πτυχή της ωριμότητας. Ως επαγγελματική ωριμότητα ορίζεται ο βαθμός στον οποίο το άτομο έχει κατακτήσει τις δεξιότητες που θα τον βοηθήσουν να επεξεργαστεί τις πληροφορίες με τέτοιο τρόπο, ώστε να πάρει τις πιο σωστές αποφάσεις για τον εαυτό του. Οι δεξιότητες αυτές αφορούν ειδικές γνώσεις και πληροφορίες που χρειάζεται να έχει το άτομο, καθώς και κάποιες συμπεριφορές ανάλογες με το στάδιο επαγγελματικής ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται (Super 1957).

Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι πριν από την εφηβεία, τα παιδιά ενθουσιάζονται με επαγγέλματα τα οποία φαίνονται συναρπαστικά και δυναμικά, π.χ. αστροναύτης, ηθοποιός κ.λπ. (Super 1957, Ginzberg 1972). Καθώς όμως ωριμάζουν οι γνωστικές ικανότητες, οι νέοι προσπαθούν να συνδυάσουν τα ενδιαφέροντά τους με τις δυνατότητές τους και τις πραγματικές ευκαιρίες που υπάρχουν στον επαγγελματικό χώρο. Στην ηλικία των 15-16 ετών αρχίζει για τους εφήβους μια περίοδος εντονότερης ή και συγκεκριμένης διερεύνησης. Αυτό σημαίνει ότι συνειδητοποιούν σταδιακά την ανάγκη να επιλέξουν ένα επάγγελμα (Χαρίτου - Φατούρου 1979).
Ο Κ. Μάνος διαφοροποιείται κάπως από τη θέση αυτή με βάση μια αρκετά εκτεταμένη, τόσο χωρικά όσο και από άποψη αριθμού δείγματος, έρευνά του (1987) σε εφήβους μαθητές (13-20 ετών) όλης της Ελλάδας. Διαπίστωσε ότι τα αγόρια άρχιζαν να ασχολούνται με το θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασής τους από την ηλικία των 14,5 ετών, ενώ τα κορίτσια λίγο νωρίτερα, γύρω στα 14. Ειδικότερα οι έφηβοι (13-17 ετών), αγόρια και κορίτσια, έχουν ήδη αποφασίσει σε ποσοστό 67%, για το επάγγελμα που θα ακολουθήσουν.
Στην ηλικία των 17-18 ετών οι έφηβοι έχουν συνήθως μια παραπλανητική εικόνα για τις πραγματικές συνθήκες εργασίας των διαφόρων επαγγελμάτων. Αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή δεν έχουν άμεση επαφή με τα επαγγέλματα. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται τόσο συχνά στους μαθητές της τεχνικής εκπαίδευσης που έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τα διάφορα στάδια εκτέλεσης εργασίας. Μεταξύ των ηλικιών 18-21 ετών οι επαγγελματικές επιλογές τείνουν σταδιακά να αποκρυσταλλώνονται και να γίνονται πιο συγκεκριμένες. Οι έφηβοι αποφασίζουν να παρακολουθήσουν την αντίστοιχη εκπαίδευση που απαιτείται για το επάγγελμα που έχουν επιλέξει και διαμορφώνουν τα μελλοντικά τους σχέδια (Τζέπογλου 1984).
Η συνεχής και βαθμιαία ωρίμαση της επαγγελματικής σκέψης, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, είναι κάτι που επισημάνθηκε και από αρκετές ξένες εμπειρικές έρευνες (Borrow 1964, Herr & Cramer 1984).
Καθώς πλησιάζει η ενηλικίωση, τα νεαρά άτομα καταλήγουν συνήθως σε ένα επάγγελμα, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα συνδυασμό ανάμεσα στο τι θέλουν να κάνουν και στο τι είναι ικανά να κάνουν. Μέχρι πρόσφατα, οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι πίστευαν ότι η επαγγελματική σταθερότητα επιτυγχάνεται με την είσοδο και την εμπειρία κάποιου σε μια συγκεκριμένη εργασία (Ginzberg 1972, Borrow 1964).

Oι ειδικοί πάνω στο θέμα τονίζουν ότι οι επαγγελματικές επιλογές αποτελούν μια δια βίου διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αυτή η διαδικασία είναι ιδιαίτερα εμφανής για πρώτη φορά στην εφηβική ηλικία. Γι’ αυτό και επισημαίνονται, ως αναγκαίες προϋποθέσεις στη λήψη επαγγελματικής απόφασης, ορισμένες σχετικές «ετοιμότητες» και δεξιότητες των εφήβων. Αυτές εκφράζονται στην προσπάθεια για διαρκή πραγματοποίηση των επαγγελματικών στόχων του ατόμου με το να λαμβάνει υπόψη του τις αλλαγές που παρατηρούνται στο χώρο της εργασίας. Παράλληλα επισημαίνεται η ανάπτυξη σειράς από δεξιότητες που θα επιτρέψουν στο άτομο να ανταποκριθεί στις παρουσιαζόμενες μεταβολές. Ως βασικές δεξιότητες σχεδιασμού μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας θεωρούνται οι εξής: α) η δεξιότητα λήψης αποφάσεων, β) η δεξιότητα δημιουργίας προσωπικής επαγγελματικής εικόνας, γ) η δεξιότητα συγκέντρωσης και εκτίμησης επαγγελματικών πληροφοριών, δ) η δεξιότητα παρουσίασης των επαγγελματικών προσόντων κάποιου στους υποψήφιους εργοδότες του και ε) η δεξιότητα επαγγελματικής προσαρμογής (Ginzberg 1972).

Με όλα τα παραπάνω, και για να γίνει μια συνοπτική θεώρηση του θέματος της λήψης επαγγελματικής απόφασης ως προβλήματος της εφηβικής ηλικίας, είναι αναντίρρητο ότι εδώ υπάρχει μια αντινομία. Αυτή συνίσταται στο ότι το άτομο καλείται να πάρει μια σημαντική για τη ζωή του απόφαση σε μια ηλικία, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η ταλάντευση και δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί τα κριτήρια που θα το βοηθήσουν να λάβει μια επιτυχή ή ώριμη απόφαση. Το παράδοξο είναι μάλιστα ότι καλείται να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα ως συγκεκριμένη «αφορμή» και βάση να «προβληματιστεί» γενικότερα, έτσι που με την απόφασή του αυτή να συμβάλει στην αύξηση - ενίσχυση της ωριμότητάς του (πβ. Παπαδόπουλος Ν. Γ. 2001α).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα