Πώς η εξωτερική εμφάνιση των μαθητών επηρεάζει τις κρίσεις των εκπαιδευτικών σχετικά με την παραπτωματική συμπεριφορά

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα έρευνα διερευνά εάν το στερεότυπο της εξωτερικής εμφάνισης παρατηρείται στις κρίσεις εκπαιδευτικών, όταν καλούνται να εξιολογήσουν ένα παιδί το οποίο έχει διαπράξει ένα μέτριο ή σοβαρό παράπτωμα. Τόπος διεξαγωγής της έρευνας είναι σχολεία από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ειδικότερα, σε αυτή την έρευνα, υποθέσαμε ότι οι εκπαιδευτικοί διατηρούσαν ένα στερεότυπο παρόμοιο με αυτό που είχαν οι άλλοι ενήλικες, δηλαδή η απόδοση ευθυνών σχετίζεται με την ελκυστικότητα της εξωτερικής εμφάνισης των μαθητών (halo effect). Εάν συμβαίνει αυτό, οι εκπαιδευτικοί θα αναμένουν οι μαθητές τους με φυσική ελκυστικότητα να εκδηλώνουν μία περισσότερο κοινωνικά επιθυμητή συμπεριφορά σε σχέση με τους μαθητές οι οποίοι δε διαθέτουν το προνόμιο αυτό. Η γνώση ότι ένα ελκυστικό παιδί έχει διαπράξει μια βλαβερή πράξη είναι ασυνεπής με τις προηγούμενες προσδοκίες των εκπαιδευτικών.

Για το λόγο αυτό επελέγησαν φωτογραφίες μαθητών, οι οποίες αξιολογήθηκαν με την μέθοδο των πολλαπλών κριτών, όσον αφορά την ελκυστικότητα της εξωτερικής τους εμφάνισης. Επιπλέον, διάφορα σχολικά παραπτώματα εκρίθησαν ανάλογα με την σοβαρότητα και την πρόθεση του πταίσαντος. Οι συμπεριφορές αυτές παρουσιάστηκαν με την μορφή καρτών σε εκπαιδευτικούς, οι οποίοι έπρεπε να αντιστοιχήσουν τις φωτογραφίες των παιδιών με το παράπτωμα και κατόπιν και οι ίδιοι καλούνταν να αξιολογήσουν τις φωτογραφίες ανάλογα με την ελκυστικότητα της εξωτερικής εμφάνισης. Ακολούθησε συνέντευξη ημιδομημένης μορφής σχετικά με τα αίτια της επιλογής τους.

Οι πειραματικές υποθέσεις της έρευνας είναι:

Υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στις αποδόσεις παραπτωματικής συμπεριφοράς των διδασκόντων ανάλογα με

τη φωτογραφία (ελκυστικότητα απεικονιζόμενου μαθητή)

το φύλο του διδάσκοντος

την διδακτική εμπειρία του διδάσκοντος

την βαθμίδα εκπαίδευσης στην οποία ανήκει ο διδάσκων

την ηλικιακή ομάδα του διδάσκοντος

Το ‘halo effect’, παρατηρήθηκε σε στατιστικώς σημαντικό βαθμό σε όλες τις παραμέτρους των υποθέσεων.




ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ:

Halo effect, attributions, defensive attribution, αιτιακή απόδοση συμπεριφοράς, εξωτερική εμφάνιση μαθητών, παραπρωματική συμπεριφορά.










1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με τις άρρητες θεωρίες της προσωπικότητας, οι άνθρωποι εξάγουν συμπεράσματα για τους άλλους βασιζόμενοι σε μερικά χαρακτηριστικά τους (Schneider, 1973). Αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργούν κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία απευθύνονται στα άτομα. Οι άνθρωποι συχνά διατυπώνουν κρίσεις για τους άλλους έχοντας ως βάση ελάχιστες πληροφορίες. Ο Brown (1986) πρότεινε ότι τέτοια συμπεράσματα ακολουθούν ένα σταθερό τρόπο αξιολόγησης σύμφωνα με τον οποίο ένα θετικό χαρακτηριστικό συνεπάγεται θετικά συμπεράσματα ενώ αντίθετα ένα αρνητικό χαρακτηριστικό συνεπάγεται αρνητικά συμπεράσματα για άλλες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά του ατόμου.

Αυτό το κύριο χαρακτηριστικό δηλώνει ότι η πρώτη εντύπωση που δίνει κάποιο άτομο είναι ιδιαίτερα σημαντική για το σχηματισμό των εντυπώσεων που θα ακολουθήσουν σχετικά με το άτομό του.

Η αξιολόγηση της φυσικής έλξης ενός ατόμου θεωρείτε μία από τις πρώτες παρατηρήσεις που κάνουμε για τους άλλους. Η φυσική έλξη αποτελεί θέμα μακράς συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ένας σημαντικός αριθμός ερευνών που έχει διεξαχθεί σχετικά με αυτό το θέμα, εντάσσονται σε δύο κατηγορίες. Σύμφωνα με την πρώτη, οι άνθρωποι επηρεάζονται από τη φυσική έλξη προκειμένου να διαμορφώσουν θετική άποψη για κάποιο άτομο (Dion, Berscheid & Walster, 1972; Clifford & Walster, 1973; Dion, 1972) και σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη η φυσική έλξη ενός ατόμου δεν επηρεάζει καθόλουτην κρίση τους για το άτομο αυτό (Feingold, 1992; Eagly, Ashmore, Makhijiani & Longo, 1991). Ίσως το πιο σημαντικό κίνητρο κατά τις πρώτες φάσεις της επικοινωνίας ή δημιουργίας σχέσεων με κάποιο άτομο είναι η φυσική έλξη του άλλου ατόμου. Η φυσική έλξη είναι ιδιαίτερα εξέχον χαρακτηριστικό, τόσο γιατί είναι ιδιαίτερα εμφανής όσο και γιατί επιδρά σημαντικά στη διαδικασία σχηματισμού εντυπώσεων, Επιπλέον, η φυσική έλξη ενός ατόμου συμβάλλει σημαντικά στην κοινωνική του εξέλιξη.

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι συχνά έχουμε στερεότυπα στην κρίση μας, ειδικότερα ένα «φυσικό στερεότυπο έλξης». Οι άνθρωποι που έχουν φυσική έλξη διαθέτουν ένα τεράστιο κοινωνικό πλεονέκτημα στο δυτικό πολιτισμό μας. Πράγματι, οι άνθρωποι αυτοί αρέσουν περισσότερο, είναι περισσότερο πειστικοί, εξυπηρετούνται πιο εύκολα από τους άλλους, και, γενικότερα, θεωρούνται ότι διαθέτουν μεγαλύτερες ικανότητες προσωπικότητας ( Cialdini, 1984). Αυτό το πλεονέκτημα οφείλεται στο φαινόμενο “halo effect”. Η επίδραση αυτή προκύπτει όταν ένα θετικό χαρακτηριστικό ενός ατόμου, όπως η έλξη, θεωρείται κυρίαρχο στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι άλλοι το άτομο αυτό (Dion, Berscheid & Walster, 1972). Αυτό σημαίνει ότι τα φυσικά κοινωνικά στερεότυπα υποδηλώνουν ότι τα άτομα με φυσική έλξη διαθέτουν περισσότερα επιθυμητά χαρακτηριστικά σε σχέση με τα άτομα που έχουν μικρότερη έλξη.

Οι μετα-αναλύσεις των Feingold (1992) και Eagly (1991), έδειξαν ότι η φυσική έλξη επιδρά στις αποδόσεις χαρακτηριστικών και στους άντρες και στις γυναίκες, όταν διατυπώνουν κρίσεις για την κοινωνική τους ικανότητα. Για παράδειγμα, οι όμορφοι άνθρωποι θεωρούνται ότι είναι περισσότερο κοινωνικοί, δημοφιλείς, χαρούμενοι και διεκδικητικοί σε σχέση με αυτούς που δεν είναι όμορφοι.

Πλήθος ερευνών τονίζουν ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη εύνοια τους ανθρώπους που θεωρούν ελκυστικούς σε σχέση με αυτούς που δεν θεωρούν ελκυστικούς. Στην πραγματικότητα, έχει αποδειχθεί ότι η φυσική έλξη επιδρά στην αναμενόμενη και αυτονόητη εκτέλεση εργασίας, στην επιλογή προσωπικού, στον προσδιορισμό της κοινωνικά μη αποδεκτής συμπεριφοράς. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι η φυσική έλξη συνδέεται με την ενεργό δραστηριότητα, την αξιολόγηση ενός έργου, τις προσδοκίες των εκπαιδευτικών για τους μαθητές τους (Lerner & Lerner, 1977), καθώς και τις αποδόσεις χαρακτηριστικών σχετικά με την ικανότητα των μαθητών τους (Felson, 1984).

Οι επιδράσεις της φυσικής έλξης στην απόδοση χαρακτηριστικών είναι έντονες, εάν κάνουμε μια επισκόπηση σε όλες τις όψεις των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, από τις κοινωνικές στις καθημερινές πρακτικές, την κοινωνικό-οικονομική κατάσταση και τις προκαταλήψεις στο δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, οι έρευνες στο χώρο της Κοινωνικής Ψυχολογίας δείχνουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην υψηλού βαθμού φυσική έλξη και τους βαθμούς κοινωνικότητας, εξυπνάδας, επιτυχίας και αυτοεκτίμησης, ενός ατόμου, ενώ αντίθετα έχει βρεθεί αρνητική συσχέτιση όσον αφορά στην ειλικρίνεια και το ενδιαφέρον για τους άλλους (Feingold, 1992; Jackson, Hunter & Hodge, 1995). Τα ευρήματα αυτά τονίζουν την ύπαρξη ενός στερεότυπου στη φυσική έλξη. Σε σχέση με αυτό, ο Cialdini (1995) υποστηρίζει ότι τα άτομα που έχουν φυσική έλξη ασκούν επιρροή στη διαμόρφωση ή αλλαγή των απόψεων και των στάσεων των άλλων ανθρώπων. Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί μπορούν και αποκτούν εύκολα αυτά που θέλουμε. Στο πλαίσιο αυτό, οι ελκυστικοί άνθρωποι τείνουν να κατέχουν περισσότερο διακεκριμένες θέσεις, κερδίζουν περισσότερα χρήματα και χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους ως ευτυχισμένους. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με άλλους ερευνητές (Essess & Webster, 1988), τα άτομα που δεν είναι ελκυστικά θεωρούνται ως απειλητικά.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επιδράσεις του στερεότυπου για τη φυσική έλξη ίσως να παρουσιάζονται σε ένα αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του ατόμου. Η εξέταση της κοινωνιομετρικής συμπεριφοράς σε μια ομάδα παιδιών Νηπιαγωγείου απέδειξε ότι το επίπεδο φυσικής έλξης τους, σύμφωνα με την κρίση των ενηλίκων, συνδέεται με το βαθμό στον οποίο είναι δημοφιλείς ανάμεσα στους ομηλίκους τους και το βαθμό στον οποίο το κάθε νήπιο εκδηλώνει συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς στην αλληλεπίδρασή του με τους ομηλίκους του (Dion, Berscheid & Walster, 1971). Εμβαθύνοντας σε αυτή τη διαπίστωση, η μαρτυρία αυτή δηλώνει ότι το στερεότυπο για τη φυσική έλξη εκδηλώνεται σε ένα πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης του ατόμου. Παρόλα αυτά, οι παράγοντες που διαμεσολαβούν μέχρι την εκδήλωση του δεν είναι ξεκάθαροι. Πράγματι, υπάρχουν πολλές παρεμβαλλόμενες διαδικασίες. Για παράδειγμα, ίσως οι μαθητές νηπιακής ηλικίας έχουν ενστερνιστεί το πολιτισμικό στερεότυπο των ενηλίκων και παραποιούν την αντίληψη των ομηλίκων τους ώστε να ταιριάζει σε αυτό το στερεότυπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συμπεριφορά απέναντι σε ελκυστικούς και μη ελκυστικούς ομηλίκους, η οποία προκύπτει άμεσα από τις διαφορετικές συμπεριφορές που εκδηλώνουν οι ομήλικοι κατά την αλληλεπίδρασή τους. Αυτό προϋποθέτει ότι οι ενήλικες εκδηλώνουν διαφορετική μεταχείριση απέναντι σε ελκυστικά παιδιά, ακόμα και κάτω από συνθήκες στις οποίες η συμπεριφορά των παιδιών είναι όμοια (Dion, Berscheid & Walster, 1972).

Παρόλα αυτά, είναι αληθοφανές, ότι τα προσωπικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού ίσως να επηρεάζουν και τις αξιολογήσεις του ενήλικα για τη συμπεριφορά του παιδιού. Σύμφωνα με τις θεωρίες της γνωστικής συμφωνίας, τα άτομα επιδιώκουν μια συμπεριφορά συνεπή με τις εντυπώσεις που έχουν οι άλλοι για αυτά. Ο Heider (1958) υποστήριξε ότι η γνώση του χαρακτήρα ενός ατόμου ίσως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι υπόλοιποι ερμηνεύουν τη συμπεριφορά του. Ίσως τελικά να ερμηνεύουμε τις πράξεις ενός ατόμου κατ’ ένα τρόπο σύμφωνο με τις γνώσεις και τις προσδοκίες μας για τις προσωπικές διαθέσεις του ατόμου αυτού. Επομένως, εάν οι ενήλικες πιστεύουν ότι τα παιδιά που διαφέρουν στη φυσική έλξη, εκδηλώνουν διαφορετικά προσωπικά χαρακτηριστικά, αυτές οι προσδοκίες ίσως να επηρεάζουν την αξιολόγηση της συμπεριφοράς ενός ελκυστικού σε σχέση με ένα μη ελκυστικό παιδί.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι εάν οι άνθρωποι και ειδικότερα οι ενήλικες ανταποκρίνονται και κρίνουν τους άλλους ανθρώπους από την εμφάνισή τους, τότε οι εκπαιδευτικοί θα ανταποκρίνονται και θα μεταχειρίζονται διαφορετικά τους ελκυστικούς από τους μη ελκυστικούς μαθητές στη τάξη. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό το λιγότερο ελκυστικό παιδί να συμπεριφέρεται ως λιγότερο έξυπνο, απλά και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι το μεταχειρίζονται ως τέτοιο.

Οι Clifford και Walster (1973), έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί θεωρούν υα ελκυστικά παιδιά ως έξυπνα και επιτυχημένα στο σχολείο, πράγμα το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να έχει περαιτέρω επιπτώσεις αργότερα στη ζωή τους. Επιπλέον, τα εμφανίσιμα παιδιά τα μεταχειρίζονται ως κοινωνικά ανώτερα, διότι το κοινωνικό στερεότυπο υπαγορεύει οι δημοφιλείς άνθρωποι να είναι εμφανίσιμοι. Αντίθετα, τα παιδιά τα οποία θεωρούνται ότι δεν είναι ελκυστικά συχνά τα μεταχειρίζονται ως κοινωνικά κατώτερα σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας έρευνας (Patzer, 1985, pp.57): «Εάν οι εκπαιδευτικοί αναμένουν διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς από τους μαθητές τους ανάλογα με τη φυσική τους έλξη, οι μαθητές εξελίσσονται σύμφωνα με τις προσδοκίες των εκπαιδευτικών τους». Το αποτέλεσμα είναι πολύ ευνοϊκό για εκείνους τους μαθητές που έχουν ωραία εξωτερική εμφάνιση, αντίθετα όμως πολύ δυσμενές για όσους μαθητές υστερούν στην εξωτερική τους εμφάνιση. Και στις δύο πιθανές περιπτώσεις, τα παιδιά αρχίζουν να προσαρμόζουν την άποψη που έχουν για τον εαυτό τους σύμφωνα με τις απόψεις αυτών που αλληλεπιδρούν μαζί τους. Θα αλλάξουν ακόμα και τον τρόπο ντυσίματός τους. Έτσι ώστε να προσαρμοστούν με τις απόψεις των άλλων για το ‘άτομό τους. Τελικά, όταν η προσωπικότητα συμμορφώνεται με τις απόψεις των άλλων, ο κύκλος επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, έτσι ώστε η προσωπικότητα και η εξωτερική εμφάνιση διαμορφώνονται διαρκώς ανάλογα με τις απόψεις των άλλων για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ατόμου.

Σε έρευνα των Dion, Berscheid & Walster (1972), φοιτητές κολλεγίου οι οποίοι σπούδαζαν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ρωτήθηκαν να κρίνουν ένα παιδί, αφού προηγουμένως είχαν διαβάσει την αξιολόγηση για το μαθητή αυτό, την οποία είχε κάνει πιθανότατα ο δάσκαλός του. Γινόταν περιγραφή μιας άσχημης συμπεριφοράς του παιδιού με άσχημο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση επισυναπτόταν μια φωτογραφία ενός ελκυστικού ή μη ελκυστικού παιδιού. Στην περίπτωση που το παιδί ήταν ελκυστικό, η αρνητική συμπεριφορά δικαιολογείτο ως ένα ασυνήθιστο παράπτωμα και ο μαθητής δεν κρινόταν αυστηρά. Το μη ελκυστικό παιδί, αντίθετα, κατηγορείτο για το παράπτωμα και η κακή συμπεριφορά θεωρείτο ότι χαρακτήριζε το συγκεκριμένο παιδί. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, ένα σοβαρό παράπτωμα ενός ελκυστικού παιδιού ήταν λιγότερο πιθανό να αντιμετωπιστεί ως μία χρόνια αντικοινωνική συμπεριφορά σε σχέση με τη συμπεριφορά ενός μη ελκυστικού παιδιού. Επιπλέον, τα υποκείμενα αξιολόγησαν τα ελκυστικά παιδιά τα οποία διέπραξαν κάποιο παράπτωμα ως πιο ειλικρινή και πιο ευχάριστα από ότι τα μη ελκυστικά παιδιά.

Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, το στερεότυπο για τη φυσική έλξη υπάρχει ακόμα και ανάμεσα στα παιδιά Νηπιαγωγείου. Σύμφωνα με τους προηγούμενους ερευνητές, η επίδρασή του στις αντιλήψεις ενός ατόμου είναι μεγάλης σημασίας. Από την άλλη, άλλοι ερευνητές αργότερα έδειξαν ότι η επίδραση του στερεότυπου για τη φυσική έλξη δεν είναι τόσο σημαντική όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Οι μετα-αναλύσεις των Eagly, Ashmore, Makhijani & Longo (1991), σύμφωνα με κάποιες έρευνες, δείχνουν ότι το στερεότυπο για τη φυσική έλξη δεν έχει τόσο ισχυρή επίδραση στις αντιλήψεις του ατόμου όσο δηλώνει η γνωστή σύντομη φράση «ότι είναι όμορφο είναι καλό». Παρότι τα υποκείμενα αυτών των ερευνών αποδίδουν περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και περισσότερα αποτελέσματα μιας επιτυχούς ζωής σε ελκυστικούς, παρά σε μη ελκυστικούς στόχους, ο μέσος όρος της επίδρασης της παραπάνω φράσης ήταν μέτριος και το είδος της επίδρασης διέφερε σημαντικά από έρευνα σε έρευνα. Οι διαφορές στις αντιλήψεις των ατόμων για ελκυστικούς και μη ελκυστικούς στόχους ήταν μεγαλύτερες σε δείκτες για κοινωνικές ικανότητες, μέτριες για τη δυναμικότητα, προσαρμογή και πνευματική ικανότητα. Αντίθετα, ήταν σχεδόν μηδενική όσον αφορά στην τιμιότητα και το ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους τους. Επίσης, η δύναμη του στερεότυπου της φυσικής έλξης, ως μιας μεταβλητής άλλων χαρακτηριστικών ερευνών, ποικίλε σημαντικά συμπεριλαμβανόμενης της ύπαρξης εξατομικευμένων πληροφοριών.

Επιπρόσθετα, η μετα-αναλυση εξετάζει τα ευρήματα σε δύο σχετικές περιοχές: πειραματική έρευνα για το στερεότυπο της φυσικής έλξης και έρευνες συσχέτισης των χαρακτηριστικών τα οποία συνδέοντα με τη φυσική έλξη. Σύμφωνα με την πειραματική λογοτεχνία, οι άνθρωποι με φυσική έλξη θεωρούνται ως πιο κοινωνικοί, κυριαρχικοί, σεξουαλικά θερμοί, πνευματικά υγιείς, έξυπνοι και κοινωνικά επιδέξιοι σε σχέση με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν διαθέτουν φυσική έλξη. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τη σχετική λογοτεχνία, υπάρχουν γενικά ασήμαντες σχέσεις ανάμεσα στη φυσική έλξη, τα μέτρα προσωπικότητας και τη νοητική ικανότητα, αν και οι άνθρωποι που ήταν εμφανίσιμοι ήταν λιγότερο μοναχικοί, με λιγότερο άγχος, περισσότερο δημοφιλείς, με περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες και με περισσότερες σεξουαλικές εμπειρίες, σε σύγκριση με τους μη ελκυστικούς ανθρώπους.

Συνεπώς, το στερεότυπο της φυσικής εμφάνισης έχει περιορισμένη ακρίβεια. Οι έρευνες δείχνουν ότι η ομορφιά δεν συνδέεται με αντικειμενικά μέτρα όσον αφορά την εξυπνάδα, προσωπικότητα, προσαρμογή ή αυτοεκτίμηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, φαίνεται ότι οι δημοφιλείς αντιλήψεις μεγεθύνουν το μέγεθος των πραγματικών γεγονότων (Feingold, 1992b). Επίσης, φαίνεται ότι η συγκεκριμένη φύση του στερεότυπου εξαρτάται από τις πολιτισμικές αντιλήψεις περί «καλού». Τελικά, άντρες και γυναίκες έχουν διαφορετικά γνωστικά σχήματα σχετικά με την έλξη που ασκεί το αντίθετο φύλο. Το γένος κάποιου δηλώνει τον τύπο των χαρακτηριστικών που θα κάνει για το άλλο άτομο, και τον τρόπο που ο άλλος θα δει τη δική τους έλξη (Cialdini, 1984).

Η παρούσα έρευνα διερευνά εάν το στερεότυπο φυσικής έλξης υπάρχει ανάμεσα στις κρίσεις εκπαιδευτικών όσον αφορά στις αποδόσεις χαρακτηριστικών, όταν καλούνται να αξιολογήσουν ένα παιδί το οποίο έχει διαπράξει ένα μέτριο ή σοβαρό παράπτωμα. Τόπος διεξαγωγής της έρευνας είναι η Ελλάδα. Ειδικότερα, σε αυτή την έρευνα, υποθέσαμε ότι οι ενήλικες Έλληνες εκπαιδευτικοί διατηρούσαν ένα στερεότυπο παρόμοιο με αυτό που είχαν οι άλλοι ενήλικες. Εάν συμβαίνει αυτό, , οι εκπαιδευτικοί θα αναμένουν οι μαθητές τους με φυσική έλξη να εκδηλώνουν μια περισσότερο κοινωνικά επιθυμητή συμπεριφορά σε σχέση με τους μαθητές οι οποίοι δε διαθέτουν τη φυσική έλξη. Η γνώση του ότι ένα ελκυστικό παιδί έχει διαπράξει μια βλαβερή πράξη είναι ασυνεπής με τις προηγούμενες προσδοκίες των εκπαιδευτικών.

Οι πειραματικές υποθέσεις της έρευνας είναι:

Υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στις αποδόσεις παραπτωματικής συμπεριφοράς των διδασκόντων ανάλογα με

την φωτογραφία (ελκυστικότητα απεικονιζόμενου μαθητή)

το φύλο του διδάσκοντος

την διδακτική εμπειρία του διδάσκοντος

την βαθμίδα εκπαίδευσης στην οποία ανήκει ο διδάσκων

την ηλικιακή ομάδα του διδάσκοντος







2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Στατιστικές Τεχνικές




Το πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε για την στατιστική ανάλυση των δεδομένων ήταν το SPSS (έκδοση 10). Οι ανεξάρτητες μεταβλητές είναι : η ηλικία με τρία επίπεδα (25-35, 36-46, 47-68), το φύλο με δύο επίπεδα (άνδρας/γυναίκα), το επάγγελμα με δύο επίπεδα (εκπαιδευτικός σε δημοτικό σχολείο, εκπαιδευτικός σε γυμνάσιο και λύκειο), το επίπεδο σπουδών (2 έτη/4 έτη) και τα χρόνια διδακτικής εμπειρίας με 3 επίπεδα (1-10, 11-20. 21-40).




Δείγμα- Συμμετέχοντες

Στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας έλαβαν μέρος εικοσιπέντε «αξιολογητές» της ελκυστικότητας των παιδιών, που απεικονίζονταν στις φωτογραφίες.

Αρχικά, κατά το δεύτερο στάδιο της έρευνας, συμμετείχαν ενενήντα διδάσκοντες εκ των οποίων τελικά επελέγησαν ογδόντα δύο δεδομένου ότι οι οκτώ κατάλαβαν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος. Από τους εναπομείναντες 43 ήταν γυναίκες και 39 άνδρες. Οι περισσότεροι διδάσκοντες επελέγησαν τυχαία από σχολεία των Αθηνών. Οκτώ προέρχονταν από σχολεία της Λιβαδειάς, τρεις από τη Λευκάδα και δύο από τον Πύργο. Τα σχολεία επίσης επελέγησαν με κυριότερο κριτήριο τη δυνατότητα πρόσβασής μας σε αυτά και την εξασφάλιση άδειας από τον διευθυντή και τους διδάσκοντες.




Υλικά / Μέσα

Κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας, 29 φωτογραφίες νέων παιδιών, ηλικίας 4 έως 5 ½ , παρουσιάστηκαν σε τυχαίους αξιολογητές. Οι διαστάσεις τους ήταν 21 x 15 cm και οι φωτογραφίες ήταν έγχρωμες. Αυτές οι φωτογραφίες βγήκαν με άδεια από τη διεύθυνση ενός Δημοτικού σχολείου και από ένα νηπιαγωγείο . Μετά από τη διαδικασία αξιολόγησης, τέσσερις φωτογραφίες επιλέχθηκαν με τρόπο που περιγράφεται παρακάτω. Μία από αυτές περιελάμβανε μόνο τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παιδιού και η άλλη περιελάμβανε το άνω μέρος του σώματος του παιδιού. Οι δύο άλλες ήταν ολόσωμες φωτογραφίες. ¨Όλα τα παιδιά στις φωτογραφίες ήταν ελληνικής καταγωγής.

Επίσης, δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό να μετρήσει το ‘halo effect’. Το ερωτηματολόγιο περιείχε τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του συμμετέχοντα (φύλο, ηλικία, επάγγελμα, μορφωτικό επίπεδο και έτη διδασκαλίας) και δύο ερωτήσεις:

Ονόμασε μερικά από τα παραπτώματα τα οποία συμβαίνουν με μεγαλύτερη συχνότητα μέσα στη τάξη σου.

Πώς κατορθώνεις να διορθώνεις αυτού τη είδους τη συμπεριφορά;

Επίσης, συμπεριλαμβάνονται οι οδηγίες, οι οποίες διαβάζονταν στους συμμετέχοντες καθώς και οι κάρτες με τις ιστορίες κλιμακούμενης παραπτωματικής συμπεριφοράς (από ήπιο μέχρι πιο σοβαρό) και οι φωτογραφίες των παιδιών. Οι κάρτες διαβάστηκαν σε 20 δασκάλους, οι οποίοι επισήμαναν τη σοβαρότητα του παραπτώματος, ανάλογα με την κρίση τους. Οι κάρτες ήταν οι εξής:




Κάρτα Α
Κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Ζωγραφικής, ο δάσκαλος ειδοποιείται από το διευθυντή του σχολείου να παρευρεθεί στο γραφείο του για δέκα λεπτά. Ο δάσκαλος αφήνει τη πόρτα της τάξης ανοικτή έτσι ώστε να έχει μια ακουστική επαφή από το γραφείο του διευθυντή που είναι δίπλα. ¨Ένας μαθητής σηκώνεται, κατευθύνεται προς το παράθυρο και με ένα μαρκαδόρο γράφει στο τζάμι, το οποίο μετά είναι δύσκολο να καθαριστεί.




Κάρτα Β
Στο τέλος του μαθήματος της Γυμναστικής, τα παιδιά τρέχουν στη βρύση να πιουν νερό. Ένα από τα παιδιά ανοίγει τη βρύση επίτηδες δυνατά με αποτέλεσμα να βραχεί πολύ το διπλανό του παιδί, το οποίο αρχίζει να κλαίει.




Κάρτα Γ
Το κουδούνι σημαίνει το τέλος της δεύτερης ώρας. Τα παιδιά κατευθύνονται στην αυλή. Ένα από αυτά κρύβεται κάτω από τις σκάλες , με σκοπό να επιστρέψει κρυφά στη τάξη. Αφού βεβαιωθεί ότι ο διάδρομος του ορόφου είναι άδειος, εισέρχεται στην τάξη. Κλείνει την πόρτα και πετάει μια πέτρα που είχε από πριν μαζί του στο παράθυρο, το οποίο σπάει.




Κάρτα Δ
Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος δύο παιδιά συναγωνίζονται για το πιο θα φτάσει πρώτο στη βρύση. Το παιδί που έχασε σπρώχνει τον νικητή ενώ αυτός πίνει νερό, με αποτέλεσμα αυτός να τραυματιστεί στο άνω χείλος και να αιμορραγήσει. Το παιδί μεταφέρεται με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο για ράμματα.










ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Στάδιο Πρώτο- Αξιολόγηση Φωτογραφιών.




Το πρώτο μέρος της διαδικασίας αφορούσε στην επιλογή των φωτογραφιών των παιδιών και στη κατάταξή τους σε μία κλίμακα « ελκυστικότητας». 25 αξιολογητές (12 γυναίκες και 13 άντρες), ηλικίας 18 έως 59 ετών, επιλέχθηκαν τυχαία προκειμένου να βαθμολογήσουν τις φωτογραφίες αναφορικά με την ελκυστικότητα των παιδιών που απεικόνιζαν. Η επιλογή των αξιολογητών έγινε από τον τηλεφωνικό κατάλογο επιλέγοντας κάθε δέκατο όνομα. Ακολούθως, ελεγχόταν η ηλικία του πιθανού συμμετέχοντα έτσι ώστε κάθε ηλικιακή ομάδα (16-24, 25-32, 33-40, 41-48, 49-56) να περιέχει τουλάχιστον πέντε άτομα. Στη διαδικασία της αξιολόγησης, υπολογίστηκε η εσωτερική αξιοπιστία και η συμφωνία των κρίσεων των αξιολογητών με τη μέθοδο συσχέτισης Spearman (επειδή τα δεδομένα ήταν σε διάταξη). Προέκυψε rs=0,67, το οποίο αντιπροσωπεύει μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας (significance= 0,000). Οι περισσότεροι από τους αξιολογητές ήταν γονείς μικρών παιδιών, επομένως ήταν συνηθισμένοι στα παιδικά πρόσωπα. Ένας αρνήθηκε μα συνεχίσει στη διαδικασία και άλλοι δύο ήταν επιφυλακτικοί για το σκοπό της έρευνας. Αρχικά, οι βαθμολογητές κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε μία συζήτηση σχετική με τους μικρούς μαθητές και να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγια σχετικά με την ελκυστικότητα των παιδιών στις φωτογραφίες. Τελικά, προέκυψε μία κλίμακα με διαβαθμίσεις από το περισσότερο ελκυστικό παιδί στο πιο «αντιπαθητικό» παιδί. Η αιτιολογία των κρίσεων αυτών συζητήθηκε με τους αξιολογητές και τους ερευνητές. Οι αξιολογητές κατέταξαν τις 29 φωτογραφίες μικρών παιδιών, με κριτήριο το ποιο παιδί τους φάνηκε λιγότερο ή περισσότερο ελκυστικό.

Μετά την περάτωση της διαδικασίας, δύο φωτογραφίες επιλέχτηκαν με τα περισσότερο ελκυστικά και δύο με τα λιγότερο ελκυστικά παιδιά, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην κυρίως έρευνα με τους εκπαιδευτικούς.




Στάδιο Δεύτερο- Συσχέτιση παραπτωματικής συμπεριφοράς με εξωτερική εμφάνιση




Οι διδάσκοντες που συμμετείχαν στο δεύτερο στάδιο της έρευνας προέρχονταν από σχολεία της περιοχής της πρωτεύουσας.

Κάθε διδάσκων κλήθηκε να εισέλθει σε ένα δωμάτιο παραχωρημένο από τον διευθυντή, και επιλεγμένο κατάλληλα, έτσι ώστε να είναι ελεύθερο από θόρυβο κα άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αυτοσυγκέντρωση. Το δωμάτιο περιελάμβανε ένα γραφείο και δύο καρέκλες.

Επειδή αποκρυπτόταν ο πραγματικός σκοπός της έρευνας, αρχικά αναφερόταν στον διδάσκοντα ότι ο σκοπός της έρευνας ήταν να διαπιστωθεί το κατά πόσον οι δικαιολογίες στις οποίες καταφεύγουν τα παιδιά μετά από κάποιο παράπτωμα επηρεάζονται από παράγοντες , όπως το σχολικό ή οικογενειακό περιβάλλον, το φύλο, η ιδιοσυγκρασία του παιδιού, οι κοινωνικές καταβολές του, κ.α. Ενημερώνονταν ότι η συμμετοχή τους θα ήταν διάρκειας είκοσι λεπτών, αλλά ότι αυτή θα ήταν σημαντική για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων παιδαγωγικής φύσεως.

Έπειτα από αυτήν την εισαγωγική συζήτηση, οι δάσκαλοι καλούνταν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του ερευνητή, δίνοντας τους την ευχέρεια να ζητούν τυχόν διευκρινήσεις.

Τα ατομικά τους χαρακτηριστικά (φύλο, ηλικία, επάγγελμα, μορφωτικό επίπεδο, έτη διδασκαλίας) συμπληρώνονταν και καταγράφονταν οι απαντήσεις τους στο ερευνητικό φύλλο.

Στη συνέχεια, δίνονταν ένας φάκελος που περιείχε τις τέσσερις κάρτες με τα σενάρια παραπτωματικής συμπεριφοράς ενός παιδιού. Ο δάσκαλος καλούνταν να διαβάσει τα σενάρια αυτά και να τα κατατάξει ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας του παραπτώματος, σύμφωνα με την δική του γνώμη.

Ακολούθως, δίνονταν ένας δεύτερος φάκελος , ο οποίος περιείχε τις τέσσερις φωτογραφίες παιδιών (δύο αγοριών και δύο κοριτσιών) που είχαν επιλεγεί στην προηγούμενη φάση της έρευνας. Ο δάσκαλος καλούνταν να απαντήσει με βάση τη διαίσθησή του, στο ερώτημα: «Ποιό παιδί από αυτά που απεικονίζονται στις φωτογραφίες που έχετε μπροστά σας πιστεύετε ότι ευθύνεται για κάθε παράπτωμα;». Επιτρεπόταν να αποδοθεί ένα παράπτωμα σε κάθε παιδί. Η αντιστοίχηση της κάθε κάρτας παραπτωματικού σεναρίου με κάθε φωτογραφία μαθητή καταχωρούνταν στο ερευνητικό φύλλο.

Επακολούθησε συζήτηση σχετικά με τη παραπτωματική συμπεριφορά με σκοπό να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες των διδασκόντων για την επιλογή τους, δεδομένου ότι τα κριτήρια απόδοσης της παραπτωματικής συμπεριφοράς ήταν καθαρά διαισθητικά και χαρακτηρολογικά.

Η τελευταία απαίτηση από τους δασκάλους ήταν να τοποθετήσουν τις φωτογραφίες των παιδιών με βάση τον βαθμό ελκυστικότητας του καθενός, και σύμφωνα με τα υποκειμενικά κριτήρια του δασκάλου. Στο σημείο αυτό, όσοι δάσκαλοι αντιλαμβάνονταν τον πραγματικό σκοπό της έρευνας συνέχιζαν την διαδικασία, αλλά τα δεδομένα τους δεν αναλύονταν στατιστικά. Ζητήθηκε μια αιτιολόγηση της επιλογής τους απαντώντας στο ερώτημα : « Με ποιό κριτήριο επιλέξατε τη σχέση μεταξύ των καρτών;» Οι απαντήσεις του επίσης καταγράφηκαν στο ερευνητικό φύλλο.

Σε αυτό το σημείο οι 82 δάσκαλοι ενημερώνονταν για τον πραγματικό σκοπό της έρευνας, που ήταν η διαπίστωση για το αν υπάρχουν στερεότυπα μεταξύ των ελλήνων δασκάλων, αναφορικά με την ελκυστικότητα ενός παιδιού. Πληροφορούνταν για το πείραμα της Dion (1972), το οποίο απέδειξε ότι το στερεότυπο « ότι είναι όμορφο είναι και καλό» υφίσταται, όσον αφορά σε παιδιά που πραγματοποιούν κάποιο παράπτωμα. Τους δόθηκε αντίγραφο της έρευνας αυτής.

Ακολουθούσε συζήτηση μεταξύ του ερευνητή και του κάθε δασκάλου σχετικά με την ύπαρξη του ‘halo effect’ στην εκπαιδευτική διαδικασία και αξιολόγηση των μαθητών γενικότερα. Εδώ οι διδάσκοντες ενθαρρύνονταν να αναφέρουν περιστατικά από την προσωπική τους εμπειρία, σχετικά με την εμφάνιση του φαινομένου αυτού.

Ευχαριστούσαμε τους δασκάλους για την υπομονή και συμβολή τους, και τους δινόταν η υπόσχεση ότι θα ελάμβαναν ένα αντίγραφο της έρευνας όταν αυτή θα ολοκληρώνονταν. Όλοι εξέφρασαν ενδιαφέρον να λάβουν γνώση των αποτελεσμάτων.




ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Τα στατιστικά τεστ που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι πίνακες διπλής εισόδου και η κατανομή x2 , δεδομένου ότι θέλαμε να ελέγξουμε κατά πόσον υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά στις συχνότητες των συσχετίσεων φωτογραφίας παραπτώματος, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την φωτογραφία και την βαθμίδα εκπαίδευσης του διδάσκοντος. Στον παρακάτω πίνακα παρατηρούμε συνοπτικά τις μεταβλητές που παρουσίασαν στατιστική σημαντικότητα:




Μεταβλητές
Δείκτης x2
df
Στατ.σημαντικότητα
Παράπτωμα/ελκυστικότητα
99,912
9
<0,01

Φύλο διδάσκοντος


Άντρες
22,459
9
<0,05

Γυναίκες
69,673
9
<0,01

Μορφωτικό επίπεδο


2 χρόνια
26,057
9
<0,05

4 χρόνια
83,580
9
<0,01

Βαθμίδα εκπαίδευσης


Α/θμια
75,511
9
<0,01

Β/θμια
20,596
9
<0,05

Διδακτική Εμπειρία


1-10 έτη
77,348
9
<0,01

11-20 έτη
21,489
9
<0,05

21-40 έτη
18,056
9
<0,05




















ΣΥΖΗΤΗΣΗ




Η θεωρία στηρίζει τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, ότι δηλαδή υπάρχουν στερεότυπα όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου και την έλξη που αυτό ασκεό, (Dion, Bersheid & Walster, 1972; Clifford & Walster, 1973; Dion, 1972) όπως φάνηκε στην έρευνα μας με δείγμα εκπαιδευτικούς Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης.

Ειδικότερα, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν μια τάση να θεωρούν οι εκπαιδευτικοί ως υπεύθυνο για το ελαφρύ παράπτωμα ένα «ελκυστικό» παιδί ενώ για το σοβαρό παράπτωμα ένα «μη ελκυστικό» παιδί. Κατά συνέπεια, κάτι τέτοιο δηλώνει ότι οι δάσκαλοι θεωρούν ότι τα ελκυστικά παιδιά διαθέτουν θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τους εκπαιδευτικούς και δεν θεωρούν ότι αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να έχουν διαπράξει ένα σοβαρό παράπτωμα (Patzer, 1985).

Σύμφωνα με τους Dion, Bersheid & Walster (1972), μια πιθανή εξήγηση για την ύπαρξη αυτού του στερεότυπου είναι ότι οι ενήλικες αλλά και τα παιδιά προτού πάνε ακόμα σχολείο έχουν υιοθετήσει ένα πολιτισμικό στερεότυπο, το οποίο δηλώνει ότι τα ελκυστικά άτομα διαθέτουν περισσότερα επιθυμητά και κοινωνικά αποδεκτά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, οι Lerner & Lerner (1977), βρήκαν ότι η φυσική έλξη φαίνεται να επηρεάζει τις προσδοκίες των δασκάλων για τους μαθητές τους. Επίσης, σε μία έρευνα των Clifford & Walster, (1973), οι δάσκαλοι αντιλαμβάνονται τους ελκυστικούς μαθητές ως πιο έξυπνους και επιτυχημένους στο σχολείο και μάλιστα μεταχειρίζονται τα παιδιά αυτά ευνοϊκότερα σε σχέση με τα μη ελκυστικά παιδιά.

Επίσης, μία άλλη πιθανή εξήγηση ίσως είναι ότι οι κοινωνία είναι υπεύθυνη για αυτού του είδους στερεοτύπων, διότι υπαγορεύει ότι οι δημοφιλείς, πλούσιοι, επιτυχημένοι, γενναιόδωροι, έξυπνοι και κοινωνικά επιδέξιοι άνθρωποι είναι συνήθως εμφανίσιμοι (Clifford & Walster, 1973). Επιπλέον, υπάρχουν διαφορές στις εκτιμήσεις των δασκάλων ανάλογα με το φύλο τους. Ειδικότερα, οι άνδρες εκπαιδευτικοί θεωρούν ως υπεύθυνο για το σοβαρό παράπτωμα το «μη ελκυστικό αγόρι», ενώ οι γυναίκες εκπαιδευτικοί θεωρούν ως υπεύθυνο για το σοβαρό παράπτωμα το «μη ελκυστικό κορίτσι». Και οι άνδρες και οι γυναίκες θεωρούν το «ελκυστικό κορίτσι» ως υπεύθυνο για το ελαφρύ παράπτωμα. Αυτή η διαφορά θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν διαφορετικά γνωστικά σχήματα σχετικά με αυτό που θεωρούν φυσική έλξη όσον αφορά το αντίθετο φύλο. Έτσι, το φύλο ενός ατόμου καθορίζει το είδος των αιτιακών αποδόσεων που θα εκφράσει για κάποιο άλλο άτομο (Cialdini, 1984). Σε γενικές γραμμές, τα αγόρια θεωρούνται περισσότερο ικανά να συμμετέχουν σε κοινωνικά μη αποδεκτές μορφές συμπεριφοράς από ότι τα κορίτσια. Αυτό συνήθως καλλιεργείται από τους γονείς και τους ρόλους σχετικά με το φύλο που θεσμοθετεί η κοινωνία. Στο πλαίσια αυτό τα κορίτσια θεωρείται ότι επιδεικνύουν κοινωνικά αποδεκτές μορφές συμπεριφοράς, ενώ τα αγόρια θεωρούνται πιο δραστήρια και ικανά να συμμετέχουν σε μη αποδεκτές κοινωνικά μορφές συμπεριφοράς τις οποίες οι γονείς και κυρίως το πρότυπο του πατέρα ενισχύει.

Παρότι θεωρείται ότι οι άνδρες καθώς και οι γυναίκες, θα θεωρούσαν πιο συχνά υπεύθυνα τα αγόρια , και μάλιστα στην περίπτωση διάπραξης σοβαρότερων παραπτωμάτων, κάτι τέτοιο δεν βρέθηκε στην παρούσα έρευνα. Τα κορίτσια θεωρούνται εξίσου υπεύθυνα με τα αγόρια να έχουν διαπράξει ένα σοβαρό παράπτωμα.

Επίσης, φαίνεται ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο του δασκάλου, είτε έχει 2 ή 4 έτη σπουδών, δεν παίζει ρόλο στις εκτιμήσεις που εξέφρασαν. Και οι δύο κατηγορίες δασκάλων εμφανίζονται να έχουν τις ίδιες αποδόσεις όταν αξιολογούν το ίδιο παράπτωμα για έναν ελκυστικό ή μη ελκυστικό μαθητή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα