Η σχέση κοινωνικού κεφαλαίου και ποιότητας ζωής

Ευστράτιος Παπάνης

Εκτός από την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, η ποιότητα ζωής των πολιτών αντικατοπτρίζεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους ή, με άλλα λόγια, στο κοινωνικό κεφάλαιο μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Το κοινωνικό κεφάλαιο ως όρος εμφανίστηκε αρχικά στο έργο του Bourdieu (1980), ο Weber όμως ήταν ο πρώτος που συνέδεσε το κοινωνικό κεφάλαιο με την τοπική ανάπτυξη. Στο άρθρο του « Οι Προτεσταντικές Κοινότητες και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» αναφέρεται ένας αριθμός κριτικών παραγόντων ως προς τον ορισμό της ποιότητας ζωής. Το δίκτυο των προσωπικών σχέσεων μη οικονομικής φύσεως (ιδεολογία, συγγένεια, εθνική ομάδα), όπως επίσης και η κυκλοφορία της πληροφορίας μέσω κοινωνικών δικτύων θεωρούνται απαραίτητες προϋποθέσεις από τον Weber για την ενίσχυση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους οργανισμούς και στα άτομα. Ο Weber προσέγγισε την έννοια της πληροφορίας και της εμπιστοσύνης ως παράγοντες, των οποίων η ύπαρξη θα απέτρεπε την εκμετάλλευση εκ μέρους των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η ύπαρξη εμπιστοσύνης και η διάδοση της πληροφορίας δύναται να βελτιώσει την κυκλοφορία της μη κωδικοποιημένης γνώσης, η πιθανή αποκωδικοποίηση της οποίας θα ενίσχυε την παραγωγική διαδικασία αγαθών και υπηρεσιών.
Είναι πλέον κοινή κοινωνιολογική διαπίστωση ότι έχει γίνει κατάχρηση του όρου «κοινωνικό κεφάλαιο» και μια πανσπερμία ορισμών έχει χρησιμοποιηθεί, για να περιγράψει τις εκφάνσεις του. Ως κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να νοηθεί ένα δίκτυο αλληλεπιδράσεων των πολιτών με κοινωνικούς φορείς, οι οποίοι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή και τον έλεγχο του κράτους σε πολλές πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι. Tο κοινωνικό κεφάλαιο ορίζεται ως «μια σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες, η οποία μπορεί να παραγάγει ένα πιθανό όφελος, ένα πλεονέκτημα και μια προνομιακή μεταχείριση προς τα άτομα ή προς τις ομάδες αυτές πέρα από εκείνο το όφελος που θα ανέμεναν από μια εγωϊστική ανταλλαγή σχέσεων». Ένας πιο πρακτικός ορισμός είναι αυτός που έδωσε ο Putman et al. (1993), ο οποίος θεωρεί ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι «μια κοινωνική δομή που διευκολύνει το συντονισμό και τη συνεργασία». Ο Coleman υποστήριξε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η ικανότητα των ατόμων να εργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων σε ομάδες και οργανισμούς
O Weber, αν και δεν ήταν αυτός που εισήγαγε τον όρο του « κοινωνικού κεφαλαίου», ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τα κοινωνικά δίκτυα με τη δόμηση των επιχειρησιακών λειτουργιών και τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν την τοπική ανάπτυξη. Ο διαχωρισμός του Coleman (1988) ανάμεσα στα «ανοικτά» και «κλειστά» κοινωνικά δίκτυα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως χρήσιμος για τη μελέτη της ποιότητας ζωής. Τα «κλειστά» κοινωνικά δίκτυα αποτελούνται από άτομα με γνωστές και διακριτές σχέσεις μεταξύ τους και είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικά στη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων. Τα «ανοικτά» κοινωνικά δίκτυα, αντιθέτως, αναφέρονται σε επικαλυπτόμενες σχέσεις μεταξύ των ατόμων, τα όρια των οποίων είναι δυσδιάκριτα για το σύνολο της κοινωνικής ομάδας. Η θέσπιση και η εφαρμογή κανόνων από τα άτομα είναι δύσκολη και για το λόγο αυτό επαφίεται σε θεσμικά όργανα, όπως για παράδειγμα στα δικαστήρια και στην αστυνομία.
Σύμφωνα με τον Granoveter (1985), τον Coleman (1990), και πιο πρόσφατα τον Porters (1998), η επιρροή των κοινωνικών δικτύων στη γενικότερη οικονομική δραστηριότητα μιας περιοχής είναι πολυδιάστατη. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διάδοση πληροφοριών και η εμπιστοσύνη λαμβάνουν χώρα μόνο μέσω προσωπικών σχέσεων, παρατηρείται μείωση του τυχοδιωκτισμού και ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας. Αντιθέτως, τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να δράσουν ως ανασταλτικός παράγοντας στην αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Επιπλέον, πολλές φορές η δύναμη των δικτύων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ατομική συμπεριφορά και εμποδίζει την επιχειρησιακή πρωτοβουλία.
Το «κοινωνικό κεφάλαιο» μπορεί να οριστεί σύμφωνα με τον Coleman (1990) ως «το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», τις οποίες ένα άτομο ή ένας οργανισμός (δημόσιος ή ιδιωτικός) μπορεί να χρησιμοποιήσει ανά πάσα στιγμή». Ο ορισμός αυτός επικεντρώνεται περισσότερο στο δικτυακό χαρακτήρα του κοινωνικού κεφαλαίου και λιγότερο στην κοινή κουλτούρα (αξίες, αντιλήψεις και πολιτική ιδεολογία), εφόσον το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο εξαρτάται από το βαθμό κοινωνικής συμμετοχής των ατόμων (Trigilia, 2001).
Ένας διαφορετικός ορισμός του κοινωνικού κεφαλαίου είναι αυτός του Putnam (1993), ο οποίος υποστηρίζει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι μία δομή που ενισχύει τη συνεργασία και την κοινωνική οργάνωση. Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι ενδεικτικό. Διαστάσεις του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως η ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα, η αποχή από την εκλογική διαδικασία και η συμμετοχή σε ενεργά κοινωνικές ομάδες, συσχετίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Συγκεκριμένα, τα άτομα με υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερο αριθμό μετοχών στο χρηματιστήριο και ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδοτικούς οργανισμούς (Guiso et.al., 2001). Εντούτοις, «το κοινωνικό κεφάλαιο» δεν είναι πάντα συνδεδεμένο με την οικονομική ανάπτυξη. Ο Glaeser (2000) για παράδειγμα, θεωρεί ότι το κοινωνικό κεφάλαιο ενισχύεται με τη συμμετοχή των ατόμων και μειώνεται με την απαξίωση προς αυτό, με άλλα λόγια αποτελεί το αποτέλεσμα των λογικών επιλογών και της συνεργασίας των ατόμων.
Στο σημείο αυτό γίνεται έκδηλη η σύνδεση του κοινωνικού κεφαλαίου και της ποιότητας ζωής. Η ολοένα αυξανόμενη ανάγκη των ατόμων για συνεργασία σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής αποτελεί σημαντικό παράγοντα ένδειξης κοινωνικού κεφαλαίου, όπως προαναφέρθηκε, ταυτόχρονα όμως το αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής επηρεάζει σημαντικά και το επίπεδο της ποιότητας ζωής των ατόμων.
Πέραν αυτού, η διατήρηση της ποιότητας ζωής μιας συγκεκριμένης κοινότητας προϋποθέτει την ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου, τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η διαρκής εξέλιξη της ποιότητας ζωής διαφέρει ανάλογα με την κοινότητα. Οι πηγές και τα μέσα που έχει στην κατοχή της κάθε κοινότητα εξαρτώνται από τις εισφορές των πολιτών, και το βαθμό της ευελιξίας που επιδεικνύει η κοινότητα στην κάλυψη των αναγκών της (Minnesota SEDEPTF, 1995). Οι πολιτικές ενίσχυσης και διατήρησης της ποιότητας ζωής κατά κύριο λόγο προέρχονται από κυβερνητικούς παράγοντες και, σύμφωνα με τον Massam (2002), επικεντρώνονται στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, στη λήψη αποφάσεων, στο ρόλο τον τοπικών αρχών και στο σχεδιασμό κοινωνικών δράσεων.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία στροφή προς την «συμμετοχική» πολιτική, κυρίως λόγω της πίεσης από την πλειοψηφία των πολιτών, αλλά και λόγω της αποδυνάμωσης των αποφάσεων που προέρχονται από περιορισμένα και μη κοινώς αποδεκτά κέντρα εξουσίας. Για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων σε θέματα που αφορούν μια μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων, η άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων κρίνεται απαραίτητη (Owens, 1990). Η βασική δημοκρατική αρχή πίσω από τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων είναι ότι, όταν μία απόφαση επηρεάζει άμεσα τα ενδιαφέροντα κάποιων ατόμων, τα άτομα αυτά θα πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (Duffy et. al., 1996). Η πραγματική και αποτελεσματική όμως συμμετοχή των ατόμων στη λήψη αποφάσεων προϋποθέτει την παροχή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και μέσων που απαιτούνται, ώστε τα άτομα να καταφέρουν να επηρεάσουν και να συνεισφέρουν στη διαδικασία (Crowfoot & Wondolleck, 1990).
Η διατήρηση της ποιότητας ζωής μέσα σε μια κοινότητα επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το παράδειγμα των τοπικών αρχών, εφόσον και οι ίδιες οι αρχές λειτουργούν ταυτόχρονα ως εργοδότες και καταναλωτές. Κάθε μέλος μιας κοινότητας έχει νόμιμο συμφέρον να γνωρίζει τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τις αρχές για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής του μέσα στην κοινότητα.
Ο σχεδιασμός κοινωνικών δράσεων για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής προέρχεται στη βάση του από τις κρατικές κυβερνήσεις, οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις και το γενικότερο πλαίσιο δράσης. Αρκετές χώρες έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει πρακτικές διατήρησης της ποιότητας ζωής σε εθνικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, η Φιλανδία, η Ολλανδία και η Νορμανδία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τη θέσπιση κοινοτικών οδηγιών εσωτερικής λειτουργίας. Η ρύθμιση αυτή επιτρέπει σε κάθε κοινότητα να σχεδιάσει χωρίς κρατικούς παρεμβατισμούς το ιδιαίτερο σχέδιο δράσης για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής και να επικεντρωθεί στους παράγοντες που αυτή θεωρεί ως τους πλέον κρίσιμους. Αυτή η ευελιξία στον πολιτικό σχεδιασμό ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων και επιπλέον προσφέρει τη δυνατότητα στις πόλεις και τις κοινότητες να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο, μακροχρόνιο όραμα ενίσχυσης της ποιότητας ζωής (Lowe, 1992).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα