H ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΟΝΤΟΣ

Ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα είναι να ερμηνεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά και τα κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή να κατασκευάσει μια θεωρία, ένα άθροισμα εξηγητικών αρχών, αλληλένδετων λογικά, που βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα. Η θεωρία μπορεί να είναι γενικευμένη και να απαρτίζεται από αφηγημένες αρχές ή πιο περιορισμένη σε εύρος με συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με δομές ή μηχανισμούς που συνδέουν εμπειρικές παρατηρήσεις.
Η κοινωνική έρευνα δεν είναι ένα σύνολο αποσπασματικών εμπειρικών δεδομένων. Ο επιστήμονας οφείλει να συνδυάζει στοιχεία, να ανακαλύπτει κανονικότητες, να αποκλείει την τυχαιότητα, να διατυπώνει νόμους και θεωρήματα και να ανάγεται σε πρωταρχικές ερμηνευτικές αρχές, που διέπουν τα φαινόμενα.
Η κοινωνική έρευνα δεν αρκείται στη συστηματικοποίηση εμπειρικών γεγονότων. Η θεμελίωση των ισχυρισμών της δέον να είναι τόσο στέρεα, που να επιχειρεί την πρόγνωση βασισμένη σε προγενέστερες παρατηρήσεις. Σκοπός είναι η επαλήθευση των προβλέψεων με μία στέρεη και αποτελεσματική μεθοδολογία. Αυτό ονομάζεται έλεγχος υποθέσεων, δηλαδή προτάσεις που αναφέρονται σε αιτιακές σχέσεις, και επιχειρούν να αποδείξουν συμμεταβολές μεταβλητών. Συχνά, οι υποθέσεις εκπορεύονται από την αναψηλάφιση θεωριών και άλλοτε πηγάζουν από εμπειρικές παρατηρήσεις. Αλλά πάντοτε η ύπαρξη θεωρητικού πλαισίου καθοδηγεί τον επιστήμονα και του δείχνει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να ψάξει για αποδείξεις.
Η επαλήθευση μιας θεωρίας δεν στηρίζεται μόνο στην συγκέντρωση δεδομένων που την επικυρώνουν, αλλά και στην κριτική ανάλυση αυτών που την ανακρίνουν. Ο κοινωνικός επιστήμονας εξακολουθεί να δοκιμάζει τη θεωρία του υπό το πρίσμα των νέων ευρημάτων και καταβάλλει προσπάθεια για τη διατύπωση ερμηνευτικών κι όχι λιτών περιγραφικών προτάσεων. Τελικός στόχος είναι η κατανόηση διαδικασιών κι όχι συμβάντων.
Η κοινωνική έρευνα είναι μια πορεία προς την αλήθεια που θα απλοποιήσει την ερμηνεία του κόσμου που μας περιβάλλει. Η διαδρομή είναι δυσχερής, και υπερβαίνει την προσωπική εμπειρία, αντιστρατεύεται τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και λειτουργεί με εναργείς στόχους και διαδικασίες. Στην προσπάθεια αυτή αρωγοί στέκονται τα μεθοδολογικά εργαλεία, που θα περιγράψουμε στα επόμενα κεφάλαια.


ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ- ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

Ο θετικισμός είναι η άρνηση του μεταφυσικού, η πεποίθηση πως ό,τι υπερβαίνει την ανθρώπινη εμπειρία δεν υφίσταται ή δεν αξίζει να μελετηθεί. Απόγονος του διαφωτισμού και της αιτιοκρατικής σκέψης προσπαθεί να εφαρμόσει τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τα κοινωνικά φαινόμενα. Να καταγράψει το παρατηρήσιμο αδιαφορώντας για όσα υπερβαίνουν το συνειδητό. Να συνδέσει αιτιακά ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές αγνοώντας ό,τι κρύβεται πίσω από αυτά. Ουσιαστικά πρόκειται για εξέταση φαινόμενων κι όχι καταστάσεων απροσπέλαστων από την παρατήρηση. Η ανακάλυψη καθολικών νόμων διευκολύνει την πρόβλεψη και απαλλάσσει από την ανασφάλεια. Τα εξηγητικά μοντέλα διευκολύνουν τη σκέψη και αποτελούν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η επιστημονική αλήθεια.
Πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει μια σταθερή και αναλλοίωτη αλήθεια, ανεξάρτητη από τους ανθρώπους, που καλεί τον επιστήμονα να την εξιχνιάσει. Ο επιστήμονας είναι ορθολογιστής, πέρα και πάνω από το αντικείμενο μελέτης του, σχεδόν ανεξάρτητος από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζεται. Η θεωρία είναι ένα στιβαρό σύστημα προτάσεων που η μια οδηγεί στην άλλη και αποκλείει κάθε εναλλακτική. Το ψεύδος και η αλήθεια τους επιβεβαιώνεται με εμπειρικά δεδομένα και λογικούς συλλογισμούς, που μπορούν να ελεγχθούν από τους επιστήμονες η να αναπαραχθούν στο εργαστήριο. Σκοπός της μελέτης των φαινομένων η ακριβής αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία δεν εξαρτάται από ανθρώπινα αξιολογικά συστήματα , αλλά είναι αυθύπαρκτη και αέναη.
Η επιστήμη με την ντετερμινιστική θεώρηση των πραγμάτων, την εμπειρική μεθοδολογία, που βασίζεται στο πείραμα και την παρατήρηση, την εις άτοπο απαγωγή και τον παραγωγικό ή επαγωγικό συλλογισμό παράγει ερμηνευτικά μοντέλα με πρακτικό αντίκρισμα.
Κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα οι ακραίες μηχανιστικές αντιλήψεις αναθεωρήθηκαν. Το κίνημα του μετά- θετικισμού, διαλλακτικότερο και πιο ευέλικτο στις ερμηνείες του, επιχείρησε να άρει τους διαχωρισμούς ανάμεσα στον επιστημονικό τρόπο σκέψης και την κοινή λογική. Σε τελική ανάλυση και για τα δύο είδη οι απαιτούμενες γνωστικές διεργασίες είναι ίδιες. Κι αν ακόμα η καθημερινή ανάλυση των καταστάσεων και η επεξεργασία δεν είναι τόσο εξονυχιστική, εντούτοις κανείς δεν μπορεί να μην αποδεχτεί το γεγονός ότι απαιτούνται σύνθετοι συλλογισμοί, για να ανταπεξέλθει ο κοινός νους στις καθημερινές προκλήσεις. Ο μετα - θετικισμός βρήκε την έκφρασή του στο φιλοσοφικό ρεύμα του κριτικού ρεαλισμού. Οι θιασώτες του δεν αρνούνται ότι υπάρχει μια ανεξάρτητη αλήθεια που μπορεί να μελετηθεί με συστηματική μεθοδολογία. Εξακολουθούν να έρχονται σε σύγκρουση με τις αρχές του υποκειμενισμού, που θεωρεί πως η αλήθεια είναι μόνο ανθρώπινη επινόηση και διαφορετική για τον καθένα. Η διαφορά έγκειται πλέον στο γεγονός ότι οι κριτικοί ρεαλιστές αναγνωρίζουν ότι κάθε παρατήρηση, όσο επιστημονική κι αν είναι, υποπίπτει σε λάθη, παρανοήσεις και σφάλματα μέτρησης και πως οι επιστήμονες δεν μπορούν να σκεφτούν ανεπηρέαστοι από τα βιώματά τους, το πολιτισμικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο οποίο είναι ενταγμένοι. Η απόλυτη γνώση δεν είναι εφικτή και η ωριμότητα του στοχαστή αναδεικνύεται από την παραδοχή του πως η εναργής περιγραφή της πραγματικότητας είναι αδύνατη. Αυτό όμως δεν αποτρέπει την επιστημονική προσπάθεια, αλλά αντίθετα την εντατικοποιεί. Μάλιστα είναι ο συνδυασμός των μεθόδων και η διασταύρωση των αποτελεσμάτων τους που μπορούν να φωτίσουν πλευρές της πραγματικότητας. Έτσι ο κριτικός ρεαλισμός εναντιώνεται στην ακραία άποψη του σχετικισμού πως δεν είναι δυνατή η σύγκλιση των απόψεων και η κατανόηση, εφόσον πάντα θα υφίσταται το χάσμα των εμπειριών και των πολιτισμών, που θα αλλοιώνει την επικοινωνία.
Παρόλα αυτά οι κριτικοί ρεαλιστές ασπάζονται τις απόψεις του εποικοδομητισμού που θεωρεί ότι οι αντιλήψεις και οι επιμέρους στάσεις των ανθρώπων ευθύνονται για την ολιστική δόμηση και εσωτερίκευση του κόσμου. Αλλά επειδή τα δυο αυτά δομικά στοιχεία υπόκεινται σε σφάλματα και το όλον είναι κατ’ ανάγκη πεπερασμένο και ημιτελές. Υπό αυτή την έννοια η αντικειμενικότητα πρέπει να νοηθεί ως προσωπική ευθύνη του επιστήμονα, ο οποίος πρέπει να θέσει εν αμφιβόλω τις ατομικές του πεποιθήσεις, να υπερβεί το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα, να αναχθεί πέρα από την ιστορική συγκυρία, για να πλησιάσει κατά το δυνατόν την πραγματικότητα. Στην προσπάθεια αυτοί αρωγοί του είναι τα υπόλοιπα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, τα οποία κρίνουν οποιαδήποτε άποψη με στόχο να την δοκιμάσουν σε όλες τις εκφάνσεις του είναι. Οι θεωρίες που τελικά θα αντέξουν στην αμφισβήτηση και θα αποδειχθούν λειτουργικές και σύμφωνες προς την εμπειρία, είναι αυτές που θα αποτελέσουν τη βάση για το ερμηνευτικό μοντέλο του κόσμου μας.
Η αλήθεια κατά το θετικισμό είναι αλληλένδετη με την εγκαθίδρυση αιτιακών σχέσεων. Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις, για να θεωρήσει ο επιστήμονας πως έχει αποδείξει κάτι τέτοιο. Πρώτη είναι αυτή της χρονικότητας. Το αίτιο προηγείται του αποτελέσματος. Όσο απλό κι αν ακούγεται αυτό δεν είναι πάντα τόσο ευκρινές. Οι επιστήμονες δεν είναι ποτέ σίγουροι σχετικά με το ποιο φαινόμενο προηγείται του άλλου. Αν πάρουμε ένα παράδειγμα από την οικονομική θεωρία, θα δούμε ότι ευρέως είναι διαδεδομένη η άποψη πως ο πληθωρισμός προκαλεί ανεργία. Λογικά, όσο ανεβαίνουν οι τιμές των ειδών, τόσο μειώνεται και η κατανάλωση. Αν η ζήτηση για τα προϊόντα μειωθεί, είναι σίγουρο ότι οι έμποροι και όσοι ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών θα αναγκαστούν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, όπως απολύσεις υπαλλήλων, που θα αυξήσουν την ανεργία.
Αν κάποιος εξετάσει τα πράγματα αντίστροφα, θα δει ότι ένας άνεργος αναγκαστικά λόγω χαμηλού ή ανύπαρκτου εισοδήματος δεν μπορεί να καταναλώνει παρά τα απαραίτητα. Υπό την έννοια αυτή, η ανεργία είναι αυτή που προκαλεί τον πληθωρισμό.
Παρομοίως, έχει βρεθεί ότι υψηλά επίπεδα άγχους μπορούν να προκαλέσουν καταθλιπτικά επεισόδια. Ταυτόχρονα, όμως, η κατάθλιψη έχει ως συνοδευτικό σύμπτωμα το άγχος. Ποιο από τα δύο προηγείται είναι κάτι που οι επιστήμονες δεν έχουν διαλευκάνει. Στις παραπάνω περιπτώσεις η χρονικότητα δεν επαρκεί για να στηρίξει αιτιακές σχέσεις. Μπορούμε μόνο να μιλήσουμε για συσχετίσεις μεταξύ μεταβλητών. Προς τούτοις, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την υπόθεση ότι κάποιος τρίτος παράγοντας, που δεν έχει πέσει στην αντίληψη του επιστήμονα, δεν επηρεάζει και τις δύο προηγούμενες μεταβλητές και κανένας, επίσης, δεν μπορεί να προσδιορίσει την πορεία της σχέσης των μεταβλητών, η οποία μπορεί να είναι μονόδρομη ή αμφίδρομη.
Το δεύτερο στοιχείο της αιτιότητας είναι η συμμεταβολή και η ταυτόχρονη ύπαρξη. Αν το αίτιο μεταβληθεί κατά μία μονάδα μέτρησης, το αποτέλεσμα, επίσης, θα αυξηθεί ή θα μειωθεί. Και εφόσον το αίτιο είναι παρόν, το αποτέλεσμα είναι επίσης παρόν. Αυτά, βέβαια, ισχύουν στις φυσικές επιστήμες. Η ανθρώπινη συμπεριφορά και τα κοινωνικά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να ακολουθούν την απλοϊκή αυτή πορεία. Αν κάποιο αίτιο προκαλούσε πάντα μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή ένα κοινωνικό φαινόμενο, τότε οι άνθρωποι, η κοινωνία και η ιστορία όχι μόνο θα ήταν προβλέψιμες, αλλά θα μπορούσε κάποιος να τα προκαλέσει. Όλα, όμως, δείχνουν ότι στην πραγματικότητα οι ανθρώπινες συμπεριφορές είναι χαοτικές. Ο επιστήμονας δεν είναι δυνατόν να προβλέψει με ακρίβεια την πορεία των φαινομένων, αλλά τουλάχιστον μπορεί να την προσεγγίσει με ένα ασφαλές περιθώριο σφάλματος, αποκλείοντας όλες τις υπόλοιπες εναλλακτικές ερμηνείες.
Παρόλα αυτά η αλήθεια παραμένει αμετάβλητη. Η θεωρία του Αϊνστάιν δεν ακύρωσε τις αποδείξεις του Νεύτωνα, αλλά τις συμπλήρωσε. Οι νόμοι της βαρύτητας ισχύουν καθολικά, εκτός αν μιλήσουμε για ταχύτητες που προσεγγίζουν αυτήν του φωτός. Ο επιστήμονας έχει ανοιχτό μυαλό, ώστε να μπορεί να αποδεχτεί ότι ενδεχομένως η θεωρία του είναι λανθασμένη και πρέπει να βρίσκει διαρκώς τεκμήρια για να την ανασκευάσει.
Η επιστήμη δεν είναι αποκομμένη από την καθημερινή πραγματικότητα. Οι θεωρίες δοκιμάζονται από αυτήν και τα εμπειρικά δεδομένα διασφαλίζουν την εγκυρότητά τους. Τέλος, ο επιστήμονας προκρίνει τη συντομότερη λύση ως ερμηνευτικό μοντέλο της πραγματικότητας που επιχειρεί να περιγράψει.


ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Πολλές φορές η ποιοτική έρευνα ορίζεται ως αντίθετη προσέγγιση προς την ποιοτική. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί και πρέπει να εκμεταλλεύεται όλα τα υπάρχοντα μεθοδολογικά εργαλεία για την εδραίωση της κοινωνικής θεωρίας.
Η ποιοτική έρευνα στηρίζεται στην κατηγοριοποίηση και στην ερμηνευτική των προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών. Η εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων έχει ως βάση τις προσωπικές νοηματοδοτήσεις των ατόμων για τα γεγονότα του βίου τους, την εσωτερίκευση των εμπειριών τους, την ερμηνεία που δίνουνε σε αυτές και στον τρόπο που η προσωπική μνήμη συγκροτείται σε άρρητη θεωρία της προσωπικότητας και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η ποιοτική έρευνα δίνει έμφαση στην εξήγηση και όχι στην συχνότητα εμφάνισης φαινομένων. Επί παραδείγματι, δεν ενδιαφέρεται για τον αριθμό των ανέργων, αλλά για τα αίτια της ανεργίας σε ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι, εν πολλοίς, νατουραλιστικές: Οι συνεντεύξεις λαμβάνονται μέσα στο φυσικό πλαίσιο δράσης του υποκειμένου και το ίδιο, επίσης, ισχύει και για την συμμετοχική παρατήρηση ή τις βιογραφίες των υπο-παρατήρηση ατόμων.
Είναι φανερό ότι η ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία είναι συμπληρωματικές, δεδομένου ότι η πρώτη εντοπίζεται και καταγράφει ένα κοινωνικό φαινόμενο, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να το ερμηνεύσει. Επιπλέον, η ποιοτική ανάλυση μπορεί να διασαφήσει διαφορετικές πλευρές κοινωνικών φαινομένων, η ισχύς και ο εντοπισμός των οποίων έχει προκύψει από την ποιοτική έρευνα. Προς τούτοις, η ποιοτική ανάλυση μπορεί να αποκαλύψει κοινωνικές διεργασίες και μηχανισμούς, οι οποίοι ε λανθάνοντα μόνο τρόπο και ως απλές τάσεις διαφαίνονται στα ποσοτικά δεδομένα.
Οι συνηθέστερες τεχνικές της ποιοτικής έρευνας είναι η άμεση παρατήρηση, η συνέντευξη, η ανάλυση περιεχομένου και η ανάλυση καταγεγραμμένων συμπεριφορών. Οι τεχνικές αυτές είναι συστηματικές, ώστε να εξασφαλίζονται τα εχέγγυα της επιστημονικότητας.

Συνέντευξη

Η βασικότερη διάκριση αφορά τη δομή της συνέντευξης, η οποία μπορεί να είναι απόλυτα προκαθορισμένη ή να φτάνει στον ελεύθερο συνειρμό. Η δομημένη συνέντευξη περιλαμβάνει μια λίστα από συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι οποίες προαποφασίζονται από τον ερευνητή βάσει ενός κατάλληλου θεωρητικού πλαισίου. Ο ερευνητής ή αυτός ο οποίος αναλαμβάνει την συνέντευξη δεν μπορεί να αποκλίνει από τα καθορισμένα όρια και επ’ουδενί δεν μπορεί να επηρεάζει τον συνεντευξιαζόμενο. Μπορεί να δώσει οδηγίες ή να διευκρινίσει απορίες, αλλά δεν επιτρέπεται να εκφέρει την άποψη του.
Οι ημιδομημένες συνεντεύξεις έχουν πιο αδύναμη δομή και μεγαλύτερη ελευθερία τόσο στην εκφορά των ερωτήσεων, όσο και στην ποικιλία των απαντήσεων. Οι ανοιχτές συνεντεύξεις μοιάζουν περισσότερο με ελεύθερη συζήτηση. Ο συνεντευκτής προσαρμόζει τις ερωτήσεις του ανάλογα με την ροή της συζήτησης και τις απαντήσεις των ατόμων από τα οποία λαμβάνεται η συνέντευξη. Στο είδος αυτό ο ερευνητής μπορεί να πει την άποψη του, ενώ μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στα συναισθήματα και στα προσωπικά βιώματα.
Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της δομημένης συνέντευξης δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην εγκυρότητα της διαδικασίας (όμοιες συνθήκες και ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες), ενώ στην ανοιχτή συνέντευξη ο ερευνητής εστιάζεται στον πλούτο των πληροφοριών που ενδεχομένως να αντλήσει.
Η ανάλυση των συνεντεύξεων είναι διττή:
Ο ερευνητής μπορεί να προσανατολιστεί στην ερμηνεία του περιεχομένου των απαντήσεων κι αυτό μπορεί πολύ ευκολότερα να το κάνει, εάν έχει χρησιμοποιήσει μαγνητόφωνο ή βίντεο. Όμως ιδιαίτερα σημαντική είναι η διερεύνηση των εξω- λεκτικών μηνυμάτων, του τόνου της φωνής και την εν γένει αντίδραση του συμμετέχοντα στη συνέντευξη.
Οι παρατηρήσεις αυτές εμπλουτίζουν, επιβεβαιώνουν και ενίοτε διαψεύδουν την λεκτική εκφορά των συμμετεχόντων. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η συνέντευξη είναι μια επίσημη και σταθμισμένη διαδικασία, κατά την οποία άνθρωποι αποκαλύπτουν προσωπικές απόψεις, συναισθήματα και ερμηνείες. Είναι πιθανόν πολλές φορές οι απαντήσεις τους να αλλοιώνονται από το άγχος ή το κομφορμισμό. Ο ερευνητής πρέπει να λαμβάνει υπόψη πότε στις απαντήσεις του ερωτώμενου διακρίνεται αβεβαιότητα, αντίφαση, αμφιβολία, παράλογες απόψεις, ενθουσιασμός, ασάφεια και να συνδέει τα λεγόμενά του με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην έκβαση της συνέντευξης παίζει η μεταβίβαση και αντι- μεταβίβαση, δηλαδή ποιες συναισθηματικές αντιδράσεις προβάλλει ο ερωτώμενος στον συνεντευκτή και ποιες ο συνεντευκτής στον συνεντευξιαζόμενο. Ο ερευνητής πρέπει να προσέξει τα συναισθήματα αυτά, ιδιαίτερα αν είναι αρνητικά (πλήξη, ενόχληση, αντίθετες απόψεις, θυμός, ζήλια, σύγχυση). Ο ερευνητής οφείλει να εκπαιδευτεί όχι μονάχα στην διαδικασία της συνέντευξης αλλά και στον έλεγχο των λεκτικών και μη λεκτικών μηνυμάτων. Μια καλή μέθοδος για να επιτευχθεί αυτό είναι η παρακολούθηση έμπειρων συνεντευκτών μέσω βίντεο ή in vivo.
Πρώτο μέλημα για την διεξαγωγή επιτυχών συνεντεύξεων είναι η διασφάλιση κλίματος εμπιστοσύνης. Τα όρια δέον να τίθενται από την αρχή και η συνέντευξη να εξελίσσεται κλιμακωτά, από θέματα που είναι ανώδυνα και κοινώς αποδεκτά έως σε ζητήματα που άπτονται των ενδόμυχων σκέψεων ή απόψεων του συνεντευξιαζόμενου.
Η δεοντολογία επιβάλλει να ανακοινώνεται ο σκοπός της συνέντευξης στους συμμετέχοντες και τα βήματα που θα ακολουθούν μέχρι την περάτωση της διαδικασίας. Τέλος, η συναίνεση του πρέπει να εξασφαλιστεί πριν την μαγνητοσκόπηση ή βιντεοσκόπηση. Αυτό πολλές φορές γίνεται μέσω γραπτής συγκατάθεσης των συμμετεχόντων. Ο ερωτώμενος είναι καλό να γνωρίζει πως θα χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες που θα δώσει και ότι τα προσωπικά του δεδομένα δεν θα διοχετευτούν σε τρίτα μέρη επωνύμως.
Εν κατακλείδι σκοπός του συνεντευκτή είναι να κινητοποιήσει τον ερωτώμενο να μιλήσει ανοιχτά για κάποιο ζήτημα που γνωρίζει ή έχει άποψη, να το διατυπώσει όσο το δυνατόν ευκρινέστερα και να εμβαθύνει κατά το δοκούν.
Μέλημα, επίσης πρέπει να είναι η κατά το δυνατόν συνέχιση της συζήτησης μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια, εκτός και αν πρόκειται για ανοιχτή συζήτηση.
Οι τεχνικές της συμβουλευτικής μπορούν να χρησιμοποιηθούν κι εδώ καταλυτικά στην άντληση της πληροφορίας:
• Επανάληψη τελευταίας φράσης ερωτώμενου (έχει παρατηρηθεί ότι η τεχνική αυτή ανατροφοδοτεί τη συζήτηση και ενισχύει τον ερωτώμενο να μιλήσει περαιτέρω.
• Περίληψη (ο συνεντευκτής πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να συνοψίζει ή να αναπλαισιώνει όσα ειπώθηκαν από τον συνεντευξιαζόμενο. Αυτό δίνει την αίσθηση ότι ο συνεντευκτής είναι καλός ακροατής και αίρει παρανοήσεις και τυχόν σφάλματα στην κατανόηση).
• Ενθάρρυνση (ο συνεντευκτής προτρέπει τον ερωτώμενο να συνεχίζει τονίζοντας του ότι οι απόψεις του είναι ενδιαφέρουσες και ότι συμβάλλουν στη διασάφηση μιας προβληματικής. Όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να συνάδουν μετά εξω- λεκτικά μηνύματα του συνεντευκτή).
• Σχολιασμός (σε μερικές περιπτώσεις ο συνεντευκτής μπορεί να εκθέσει και τη δική του άποψη ή εμπειρία, αν θεωρήσει ότι αυτό θα κινητοποιήσει τον ερωτώμενο).
• Πρόκληση (εάν αυτό κριθεί απαραίτητο μπορεί ο συνεντευκτής να παραθέσει αντίθετες απόψεις από αυτές που διατείνεται ο διερωτώμενος χωρίς, βέβαια, να εμπλακεί σε αντεγκλήσεις επιχειρημάτων.
• Χρονικά όρια (ο συνεντευκτής πρέπει να σέβεται τους χρονικούς περιορισμούς του ερωτώμενου και να μην εκβιάζει καταστάσεις. Είναι καλό 5 λεπτά πριν το τέλος της συνέντευξης να πληροφορείται ο συμμετέχον το τέλος της συνέντευξης και να ερωτάται αν θέλει να προσθέσει κάτι.
• Σημειώσεις (όποια και αν είναι η μέθοδος καταγραφής είναι καλό να κρατούνται σημειώσεις κυρίως για τα εξω- λεκτικά μηνύματα του ερωτώμενου ή και για τα συναισθήματα που τυχόν διαχέονται.
• Το τέλος μιας συνέντευξης δεν πρέπει να είναι ποτέ απότομο αλλά πρέπει να δίνονται διαβεβαιώσεις στον ερωτώμενο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να πληροφορηθεί σε ποιο επίπεδο βρίσκεται η έρευνα.
• Οι κανόνες της δεοντολογίας επιβάλλουν στον συνεντευκτή να μην εγείρει ή να μην αναμοχλεύει θέματα που προκαλούν μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στον ερωτώμενο. Παραδείγματος χάρη, δεν είναι σωστό να αναπαράγουμε μνήμες από ένα τραυματικό γεγονός, όπως είναι ο σεισμός, σε άτομα που δεν έχουν ξεπεράσει την εμπειρία αυτήν.
• Κοινά λάθη αυτών που παίρνουν μια συνέντευξη είναι οι συχνές διακοπές του ομιλητή, η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο, οι αδόκιμες ερωτήσεις και η τάση να συμβουλεύουν τον ερωτώμενο. Ο συνεντευκτής πρέπει να διασφαλίσει ότι το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα η συνέντευξη –πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ήσυχο, να αποφεύγουν τις καθοδηγητικές και διπλές ερωτήσεις και να μάθουν να δίνουν έμφαση στις λεπτομέρειες. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία ο συνεντευκτής πρέπει να μάθει να διαπραγματεύεται με ποικίλους χαρακτήρες ανθρώπων. Όλα τα θέματα δεν είναι εξίσου ενδιαφέροντα, μερικοί πληροφορητές είναι πιο ομιλητικοί από άλλους, πιο εσωστρεφείς ή πιο εξωστρεφείς, πιο συνηθισμένοι σε παρόμοιες διαδικασίες ή πιο αμήχανοι όταν πρέπει να εκθέσουν τις προσωπικές τους απόψεις. Η ποικιλομορφία αυτή πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευεξία από την πλευρά του ερωτώντας. Θεωρείται σκόπιμο ο εκπαιδευόμενος συνεντευκτής να βιντεοσκοπεί την συμπεριφορά του, τα εξω- λεκτικά του σήματα και την εν γένει στάση του, ούτως ώστε να αποφύγει μελλοντικά λάθη.
Η συνέντευξη είναι μια διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας κατά την οποία επιχειρείται μια ανακατασκευή νοημάτων που βασίζονται στην εμπειρία, σε γνωστικά σχήματα, σε ρητές και άρρητες θεωρίες της προσωπικότητας και στην ανακλητική μνήμη. Ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί μια παθητική διαδικασία. Αντίθετα είναι μια προσπάθεια συλλογής πληροφοριών αναδομημένης σε νέα πλαίσια. Τόσο ο συνεντευκτής όσο και ο ερωτώμενος έχουν ένα κοινό στόχο, την εις βάθος διερεύνηση ενός κοινωνικού φαινομένου.
Μείζον είναι το ζήτημα της εκπαίδευσης και εξάσκησης των παρατηρητών. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η έρευνα δεν ενδιαφέρεται για τις προσωπικές κρίσεις, αλλά για αντικειμενικά παρατηρήσιμες συμπεριφορές. Ο ερευνητής πρέπει να αποφεύγει τις αξιολογικές προτάσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν το δικό του σύστημα θεωριών και στάσεων και να περιορίζεται στη φωτογραφική απεικόνιση των γεγονότων που παρατηρεί.
Αν και η ποιοτική έρευνα είναι μικρής εμβέλειας παράγει πληθώρα πληροφοριών καθώς εμπεριέχει την κωδικοποίηση απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης, τις σημειώσεις του συνεντευκτή, το υλικό τεκμηρίωσης, τα ερωτήματα της έρευνας και την ανάλυση περιεχομένου καθώς και το ημερολόγιο του το οποίο αποτελείται από την καταγραφή των γεγονότων και την πρόοδο της έρευνας.
Η απομαγνητοφώνηση (η διαδικασία μεταφοράς μαγνητοσκοπημένου υλικού σε γραπτό λόγο) είναι μια χρονοβόρος διαδικασία η οποία εξαρτάται από το επιθυμητό βάθος επεξεργασίας της συνέντευξης. Όσο πιο συνεπής είναι η καταγραφή όλων αυτών που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια της, όπως παύσεις και γέλιο, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα καθίσταται η απομαγνητοφώνηση. Μερικές φορές δεν είναι αναγκαία η ανάλυση όλης της συνέντευξης αλλά ενός μόνο μέρους της. Τέλος επιβεβλημένη είναι και η αρχειοθέτηση ολόκληρης της συνέντευξης.
Τα δεδομένα, όποιας μορφής και ας είναι δεν μπορούν να δώσουν μόνα τους ερμηνείες. Το σημαντικότερο έργο του ερευνητή είναι η σημασιολογική προσπέλαση, η κωδικοποίηση και καταχώρηση, η αποκρυπτογράφηση του σημαινόμενου, ο διαχωρισμός και αξιοποίηση των ετερόκλητων στοιχείων και η διαμόρφωση μιας συνολικής θεωρία. πρέπει να τονιστεί ότι σε αντίθεση με την ποσοτική ανάλυση η επεξεργασία των ποιοτικών δεδομένων ξεκινά πριν ακόμα ολοκληρωθεί η συλλογή τους. Πολλές φορές μάλιστα η πορεία της συγκέντρωσης δεδομένων και τα καινοφανή στοιχεί που προκύπτουν μπορούν να διαμορφώσουν την πορεία της έρευνας: η ποιοτική μέθοδος είναι δυναμική, δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες και η ερμηνευτική προσέγγιση δεν έχει ως επιδίωξη την καθιέρωση μιας καθολικής αλήθειας, αλλά την εσωτερίκευση ενός φαινομένου από τα δρώντα πρόσωπα. Το γεγονός αυτό δεν είναι μεμπτό αλλά σχεδόν προϋπόθεση της ποιοτικής έρευνας. Κατά το πρώτο στάδιο της ποιοτικής ανάλυσης είναι πολύ συχνή η κωδικοποίηση των δεδομένων, ώστε να διευκολυνθεί η μετέπειτα εννοιολογική κατηγοριοποίηση. Το σύστημα συμβόλων, που θα χρησιμοποιηθεί μπορεί να είναι απλό ή περίπλοκο, ανάλογο με τη φύση των δεδομένων και το βάθος επεξεργασίας που θα ακολουθήσει. Η κωδικοποίηση μπορεί να εξελιχθεί σε καταγραφή συχνοτήτων των απαντήσεων και να αναλυθεί ακόμα και ποσοτικά (ποσοστά, κατανομή χ2, πινακοποίηση κ.λ.π.). Πάντως η ποσοτικοποίηση των ποιοτικών δεδομένων δεν είναι πάντα θεμιτή, γιατί τελικός σκοπός είναι πάντα η ερμηνευτική της σημασίας.
Η ποιοτική έρευνα χρησιμοποιεί αναλυτικές κατηγορίες για να περιγράψει τα κοινωνικά φαινόμενα. Οι κατηγορίες αυτές εξάγονται επαγωγικά από τα δεδομένα (επιμέρους νοηματικές φράσεις) των συνεντεύξεων ή παραγωγικά μέσω του θεωρητικού φίλτρου, δια του οποίου ο ερευνητής προσεγγίζει τις συνεντεύξεις. Τα δεδομένα της συνέντευξης είναι ο οδηγός βάσει του οποίου μορφοποιούνται οι θεματικές που θα προκύψουν από την πολλαπλή ανάγνωση της συνέντευξης. Ο ερευνητής διατυπώνει τα επιμέρους νοηματικά σύνολα και προσπαθεί να τα επιβεβαιώσει ή να τα απορρίψει ανάλογα με τα λόγια του συνεντευξιαζόμενου. Συνοψίζοντας, πρώτο μέλημα είναι η καταγραφή σε λίστα ή σε ιεραρχία των θεματικών ενοτήτων της συνέντευξης. Σε δεύτερο στάδιο τα δεδομένα- φράσεις κατανοούνται εις βάθος, αντιπαραβάλλονται και κρίνονται ως προς την καταλληλότητας τους να ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα. Η ομαδοποίηση αυτή απλοποιεί τον κυκεώνα των νοημάτων και δίνει τα εναύσματα για την μορφοποίηση της θεωρίας. Αν και όλη η διαδικασία ξεκινά από κάθε μία συνέντευξη ξεχωριστά, τελικά επεκτείνεται σε όλες τις συνεντεύξεις, οι οποίες συγκρίνονται ώστε να εντοπιστούν τα όμοια και να διαχωριστούν τα ανόμοια. Αυτό σημαίνει ότι ο ερευνητής πρέπει να ενοποιεί τα κοινά στοιχεία των συνεντεύξεων τα οποία τελικά είναι αυτά που τον βοηθούν στον έλεγχο της θεωρίας του και να προσπαθήσει να εξηγήσει που οφείλονται τα διαφοροποιητικά στοιχεία. Η όλη διαδικασία είναι καθαρά ερμηνευτική και δεν μένει ανεπηρέαστη από το θεωρητικό προσανατολισμό του ερευνητή.
Συνοπτικά τα βήματα που πρέπει να ακολουθούν είναι:
1. Η κάθε μια τις συνεντεύξεις χωρίζεται σε νοηματικές ενότητες .
2. Όλα τα δεδομένα μιας συνέντευξης που εντάσσονται σε καθεμία από τις παραπάνω νοηματικές ενότητες ομαδοποιούνται ώστε να απαρτίσουν τις θεματικές κατηγορίες.
3. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται σε όλες τις συνεντεύξεις.
4. Τα όμοια στοιχεία των επιμέρους συνεντεύξεων ενοποιούνται σχηματίζοντας ευρύτερες νοηματικές κατηγορίες.
5. Τα ασύμφωνα στοιχεία των συνεντεύξεων απομονώνονται ώστε να ερμηνευθούν.
6. Τα άσχετα προς το θέμα σημεία των συνεντεύξεων, τα εξωλεκτικά μηνύματα που έχουν καταγραφεί, οι παρατηρήσεις του συνεντευκτή επιδέχονται επεξεργασίας, ώστε να ενταχθούν κι αυτά στο θεματικό πλαίσιο της συνέντευξης. Πολλές φορές μάλιστα στα φαινομενικά άσχετα αυτά σημεία, ενδεχομένως να λαμβάνουν βαθύτερα νοήματα.
7. Ο ερευνητής ακολουθώντας επαγωγική λογική προσπαθεί να εντάξει τις θεματικές που προέκυψαν από το σύνολο των συνεντεύξεων και τις ενσωματώνει στο κοινωνικό – θεωρητικό πλαίσιο, ώστε να στηρίξει ή όχι τις υποθέσεις του.
8. Σε αντίθεση με την φιλοσοφία της ποσοτικής ανάλυσης, η ύπαρξη προϋπάρχουσας θεώρησης δεν αντιστρατεύεται την επιστημονικότητα της ανάλυσης. Ο ερευνητής θεμελιώνει το ερμηνευτικό του σχέδιο στην θεωρητική του κατάρτιση και κάνει διαρκείς αναφορές σε αυτήν.


Πίνακας 1: Τα στάδια ανάλυσης δεδομένων

1) Εξοικείωση: Εμβάθυνση στα πρωτογενή δεδομένα διά της πολλαπλής ακρόασης του μαγνητοφωνημένου υλικού, της συστηματικής μελέτης των απομαγνητοφωνήσεων και των σημειώσεων, με σκοπό την απαρίθμηση και καταγραφή των βασικών ιδεών και επανεμφανιζόμενων νοημάτων
2) Προσδιορισμός θεματικών ενοτήτων: Εντοπισμός όλων των βασικών ιδεών, νοημάτων και θεμάτων βάσει των οποίων τα δεδομένα μπορούν να συνδεθούν και να συσχετιστούν. Αυτό επιτυγχάνεται με τον εκ των προτέρων εντοπισμό θεμάτων και ερωτήσεων που προκύπτουν από τους σκοπούς και στόχους της έρευνας κι από τις πληροφορίες που δίνουν οι συνεντευξιαζόμενοι. Το τελικό προϊόν αυτού του σταδίου είναι ένας κατάλογος πληροφοριών που κατηγοριοποιείται σε ενότητες διευκολύνοντας τη σημασιολογική επεξεργασία του.
3) Δημιουργία καταλόγου: αντιστοίχηση των δεδομένων με το θεματικό πλαίσιο και συστηματική κατηγοριοποίηση όλων των πληροφοριών σε ευρύτερες νοηματικές ενότητες.


(Πηγή: Pope, C., Ziebland, S., Mays, N. (1999). Qualitative interviews in health research. 2nd edt, edited by Catharine Pope and Nicholas Mays. BMJ Publishing Groups.)

Είναι γνωστή η επιστημολογική διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους της ποιοτικής ανάλυσης, η οποία ακόμα και στις μέρες μας ταλανίζει τον χώρο της έρευνας. Οι υπέρμαχοι των ποσοτικών μεθόδων και του άκρατου θετικισμού εγείρουν μονίμως το πρόβλημα της γενίκευσης των ευρημάτων που προέρχονται από ανάλυση περιπτώσεων (case study) ή μικρού δείγματος συνεντεύξεων.
Επιπλέον η έλλειψη ελέγχου αξιοπιστίας και εγκυρότητας, η ασαφής διατύπωση ερευνητικών υποθέσεων, η εξαγωγή ποικίλων ερμηνευτικών συμπερασμάτων ανάλογα με τη θεωρητική κατεύθυνση του ερευνητή, η αδυναμία επανάληψης των ερευνών ώστε να επαληθευτούν τα ευρήματα, χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα στην επιχειρηματολογία κατά των ποιοτικών μεθόδων. Οι υποστηρικτές, αντίθετα, διατείνονται ότι, εφόσον πρόκειται για εντελώς διαφορετική προσέγγιση της αλήθειας δεν είναι σκόπιμο και επιστημονικά ορθό να κρίνονται ποιοτικά ευρήματα βάσει κριτηρίων ποσοτικών. Είναι μάλιστα τόσο απόλυτος ο διαχωρισμός των δύο αυτών μεθόδων που θεωρείται ανεπίτρεπτη η ταυτόχρονη χρήση τους σε ερευνητικές μελέτες. Οι θεωρητικοί αυτοί πιστεύουν πως υπάρχει μια και μόνο αντικειμενική ερμηνεία που κρύβεται πίσω από τα κοινωνικά φαινόμενα αναμένοντας τον ερευνητή να την ανακαλύψει, είναι αφελής.
Για αυτό η αλήθεια δεν είναι μονοδιάστατη, αλλά μια σύνθετη δόμηση και περιγραφή των φαινομένων που επιδέχεται πολλές ερμηνείες, κάθε μια από τις οποίες δεν είναι αναγκαστικά ούτε λανθασμένη ούτε ορθή. Ο επιστημονικός αυτό σχετικισμός θεωρεί ότι στην πραγματικότητα κάθε προσέγγιση για ερμηνεία των φαινομένων είναι μοναδική και έχει δικά της κριτήρια. Όσο ελκυστική κι αν είναι αυτή η άποψη ενέχει τον κίνδυνο της αποδόμησης του γνωστικού συστήματος. Παρόλ’ αυτά οι ίδιοι οι θεωρητικοί των ποιοτικών μεθόδων έχουν προσδιορίσει τα κριτήρια ελέγχου της μεθοδολογίας τους. Αυτά είναι:
1. Η καινοτομία των υπό διαμόρφωση απόψεων ή θεωριών.
2. Η συνάφεια της θεωρίας με τα εμπειρικά δεδομένα.
3. Η διάχυση της παραγόμενης γνώσης σε πολλούς επιστημονικούς τομείς.
4. Η συμφωνία του κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου προς τα ευρήματα των ερευνών.
O Hammersley (1992) και οι Kirk & Miller (1986) εκπροσωπώντας ένα κίνημα διαλλακτικότητας και συμφιλίωσης ανάμεσα στις ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους παραδέχονται ότι η έρευνα απαρτίζεται από υποκειμενικές ενώσεις και αντιλήψεις, οι οποίες σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα επιχειρούν να απεικονίσουν την πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν αρκεί για να αποδείξει ότι πίσω από όλα αυτά δεν υπάρχει μια αλήθεια ανεξάρτητη από τις προσωπικές μας απόψεις γι’ αυτήν. Σκοπός της ερευνητικής μεθοδολογίας είτε ποσοτικής είτε ποιοτικής είναι να απεικονίσει την πραγματικότητα όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται. Ποιοτική και ποσοτική μεθοδολογία είναι απλώς δύο ερευνητικά εργαλεία με τον ίδιο σκοπό. Η αξιολόγησή τους μπορεί να διαφοροποιείται στα σημεία που διαφέρουν και να είναι κοινοί τους τομείς που η μία άπτεται της άλλης. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα να επιζητούμε γενίκευση από ποιοτικά δεδομένα ούτε καν να έχουμε προγνωστικές προσδοκίες από αυτά, εφόσον τα δεδομένα έχουν ως κύριο σκοπό να κατανοήσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές σε νατουραλιστικά πλαίσια. Από δεδομένα που επιχειρούν να αναδείξουν την μοναδικότητα δεν είναι δυνατόν να αξιώνουμε αξιοπιστία.

Αξιοπιστία και εγκυρότητα ποιοτικών ερευνών

Όπως προαναφέραμε η έλλειψη επιστημονικών κριτηρίων εγκυρότητας και αξιοπιστίας σε συνδυασμό με το θεωρητικό σχετικισμό των ποιοτικών μεθόδων ενδεχομένως να διακυβεύει την γενίκευση των ευρημάτων μιας ποιοτικής έρευνας και να θέτει εν αμφιβόλω την επανάληψή τους. Παρόλο αυτά η ποιοτική έρευνα δεν στερείται μεθόδων επιβεβαίωσης των αποτελεσμάτων της. Οι πιο συνηθισμένες από αυτές είναι:
1. Σύγκριση: πρόκειται για την διασταύρωση των ευρημάτων μιας ποιοτικής έρευνας με τα αποτελέσματα παρόμοιων ερευνών με ποιοτική όμως μεθοδολογία, όπως παρατήρηση, πείραμα, ερωτηματολόγιο και λοιπά. Συμβαίνει, πολλές φορές, οι αδυναμίες της μιας μεθόδου να είναι το δυνατό σημείο της άλλης. Άλλες φορές τα ποιοτικά δεδομένα εμβαθύνουν ή αποσαφηνίζουν τάσεις που διαφαίνονται στα ποσοτικά.
2. Επαλήθευση από τους συμμετέχοντες στην ποιοτική έρευνα: Πολλές φορές ο ερευνητής, αφού επεξεργαστεί το υλικό των συνεντεύξεων και μέσα από την ανάλυση αναχθεί σε θεωρητικό συμπέρασμα, τα παρουσιάζει σε όσους συμμετείχαν στην έρευνα, ούτως ώστε να αποφανθούν για το βαθμό αλήθειας της. Παρόλο αυτά, επειδή τα ευρήματα της έρευνας έχουν προέλθει από μια πλειάδα πληροφοριών και τα συμπεράσματα της απευθύνονται και αφορούν το ευρύ κοινό ενδεχομένως, να φανούν ξένα προς τη γνώμη του καθενός από τους συμμετέχοντες.
3. Ακριβής παράθεση των μεθοδολογικών εργαλείων : Οι ερευνητές που χρησιμοποιούν ποιοτικές μεθόδους γνωρίζουν καλά ότι τα μεθοδολογικά εργαλεία πολλές φορές διαμορφώνουν τα αποτελέσματα. Ένας τρόπος αποφυγής των ασαφειών που ανακύπτουν είναι η ευκρινής και αναλυτική παρουσίαση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν και των σημείων εκείνων μέσα στης συνεντεύξεις που επικυρώνουν τις θεωρητικές αναγωγές.
4. Εξέταση αποκλίσεων: είναι κοινή πρακτική να γίνεται λεπτομερής ανάλυση στις αποκλίνουσες περιπτώσεις γιατί έτσι είναι δυνατόν να αναδειχθούν εναλλακτικές ερμηνείες των υπό εξέταση κοινωνικών φαινομένων. Η εξέταση των αποκλίσεων διυλίζει τα νοήματα και διευκολύνει στην ερμηνεία της διασποράς μεταξύ των περιπτώσεων. Μια παρόμοια τεχνική είναι η ενσωμάτωση στα συμπεράσματα της έρευνας όλων των διαφορετικών απόψεων, που έχουν καταγραφεί σε παρεμφερείς έρευνες. Η παρουσίαση όλων των διαφορετικών απόψεων συνάδει με τη βασική θεωρητική αρχή της ποιοτικής έρευνας ότι δεν υπάρχει μια καθολική αλήθεια.
Η άποψη των συγγραφέων είναι ότι δεν υφίσταται καμία αντιπαράθεση ανάμεσα στις ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους. Είτε η αλήθεια είναι ια και καθολική είτε πολυδιάστατη και εξαρτώμενη από την οπτική γωνία του ερευνητή, οποιοδήποτε μέσο μπορεί να χρησιμεύσει στην ανακάλυψή της είναι θεμιτό και επιβεβλημένο. Τα ποσοτικά δεδομένα αποκαλύπτουν διαφαινόμενες τάσεις ενώ α ποιοτικά τις ερμηνεύουν φωτίζοντας διαφορετικές πλευρές των κοινωνικών φαινομένων. Ο κοινωνικός επιστήμονας οφείλει, αν όχι να εξειδικευθεί και στις δύο μεθόδους, τουλάχιστον να ενσωματώνει στην ερμηνευτική διαδικασία τις επιταγές και των δύο.

Πίνακας 2: Είδη Συνεντεύξεων

1) Δομημένη
Δομημένο ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις δεν είναι ελεύθερες αλλά περιορίζονται από τις επιλογές του ερευνητή

2) Ημιδομημένη
Οι ερωτήσεις δομημένες, αλλα οι απαντήσεις ανοιχτές

3)Ανοιχτή
Έχει τη μορφή ελεύθερης συζήτησης

(Πηγή: Britten, N. (1999). Qualitative interviews in health research. 2nd edt, edited by Catharine Pope and Nicholas Mays. BMJ Publishing Groups.)




Πίνακας 3: Είδη ερωτήσεων για ποιοτική συνέντευξη

Οι ερωτήσεις των συνεντεύξεων συνήθως καταγράφουν:

1) Συμπεριφορά, εμπειρία
2) Απόψεις ή πεποιθήσεις
3) Συναισθήματα
4) Γνώσεις
5) Δημογραφικά, προϊστορία
6) Κοινωνικές στάσεις

(Πηγή: Britten, N. (1999). Qualitative interviews in health research. 2nd edt, edited by Catharine Pope and Nicholas Mays. BMJ Publishing Groups.)





Πίνακας 4: Τεχνικές συνέντευξης σύμφωνα με την κλίμακα του Whyte


1) Επιβεβαιωτικά-ενθαρρυντικά λεκτικά σήματα ενθάρρυνσης
2) Αντανάκλαση των παρατηρήσεων και των σχολίων του συνεντευξιαζόμενου
3) Επανάληψη του τελευταίου σχολίου του συνεντευξιαζόμενου
4) Αναπλαισίωση- Περίληψη της άποψης του συνεντευξιαζόμενου
5) Εισαγωγή ενός νέου θέματος

(Πηγή: Whyte, W.F. Interviewing in field research. In: Burgess, R.G., ed. Field research: a sourcebook and field manual. London: George Allen and Unwinn, 1982: 111-122.)


Πίνακας 5: Έλεγχος Συνθηκών Συνέντευξης

1) Διασφάλιση εγκυρότητας της συνέντευξης
2) Επιλογή των κατάλληλων ερωτήσεων
3) Ανατροφοδότηση με λεκτικά ή εξωλεκτικά μηνύματα
(Πηγή: Patton, M.Q. How to use qualitative methods in evaluation. London: Sage. 1987: 108-143.)



Πίνακας 6: Σημεία που πρέπει να προσέξει ο ερευνητής

1) Παρεμβολές από το περιβάλλον (τηλέφωνο, κτλ)
2) Περισπασμοί (παιδιά, κτλ)
3) Άγχος
4) Ερωτήσεις που δημιουργούν συναισθήματα συστολής στον συνεντευξιαζόμενο
5) Μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο
6) Εριστική ή συμβουλευτική στάση του συνεντευκτή
7) Παρουσίαση απόψεων του ερευνητή
8) Επιφανειακές ή άσχετες ερωτήσεις
9) Επιπόλαιος χειρισμός προσωπικών και ευαίσθητων πληροφοριών
10) Λανθασμένη απόδοση μηνυμάτων και ανακρίβειες

(Πηγή: Field, P.A., Morse, J.M. Nursing Research: the application of qualitative approaches. London: Chapman and Hall.)

Κλίμακες Στάσεων

Οι κλίμακες στάσεων διέπονται από τις γενικές αρχές των ερωτηματολογίων αλλά συνήθως αποτελούνται από δηλώσεις, και όχι από ερωτήσεις, με τις οποίες ο ερωτώμενος συμφωνεί η διαφωνεί. Οι κλίμακες αποτελούν έγκυρα εργαλεία ποσοτικοποίησης ποιοτικών μεταβλητών και εννοιών και οι ψυχομετρικές ιδιότητες τους έχουν πρέπει να έχουν σταθμιστεί.. Υπάρχουν διάφορες μορφές κλιμάκων. Οι πιο δημοφιλείς είναι η κλίμακα του Thurstone (1931), του Likert (1932).

Κλίμακα Thurstone, 1931

Ο ερευνητής αποφασίζει για την καταλληλότητα των στοιχειών που θα χρησιμοποιηθούν στην κλίμακα του βάσει των υπαρχουσών θεωριών η των απόψεων ειδικών σχετικά με κάποιο θέμα. Αυτό διασφαλίζει την εγκυρότητα του ερωτηματολογίου. Στην συνεχεία επιλέγει μια σειρά καταφατικών προτάσεων, με τις οποίες οι ερωτώμενοι, μπορεί να συμφωνούν η να διαφωνούν αναλόγως των διαβαθμίσεων που τους δίνονται (π.χ. Διαφωνώ απόλυτα … Συμφωνώ απόλυτα). Εάν, για παράδειγμα, το θέμα της κλίμακας στάσεων είναι οι ίσες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας, μια καταφατική δήλωση θα είχε τη μορφή: «Το κράτος πρέπει να μεριμνά για την απασχόληση των κοινωνικά ευπαθών ομάδων». Πρέπει να τονιστεί ότι η ιδιαιτερότητα της κλίμακας Thurstone έγκειται στο ότι κάθε δήλωση είναι ετεροβαρής, δηλαδή, έχει διαφορετικό συντελεστή βαρύτητας στον υπό εξέταση παράγοντα. Ειδικοί επιστήμονες, στους οποίους καταφεύγει ο ερευνητής, αποφαίνονται για την σπουδαιότητα της κάθε μιας από τις δηλώσεις και της προσδίδουν τον ανάλογο συντελεστή. Επί παραδείγματα, εάν σκοπός του ερωτηματολογίου είναι να καταγράψει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των κατοίκων μιας περιοχής, η δήλωση «θα συγκατοικούσα με κάποιον που είναι φορέας του HIV» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την δήλωση «πιστεύω ότι οι φορείς του HIV έχουν δικαίωμα περίθαλψης».
Αδύνατα σημεία της κλίμακας Thurston:
1. Οι κριτές δεν μπορούν να είναι εντελώς αντικειμενικοί.
2. Δηλώσεις οι οποίες έχουν ίδιο συντελεστή βαρύτητας είναι δύσκολο να απαλειφθούν από την κλίμακα.
3. Είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί συμφωνία μεταξύ των κριτών γιατί δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια ώστε να διαχωριστούν τα σημαντικά από τα ασήμαντα χαρακτηριστικά μιας συμπεριφοράς η ενός κοινωνικού φαινόμενου.


Likert, 1932
Στην κλίμακα τύπου Likert ο ερωτώμενος καλείται να εκφράσει τον βαθμό συμφωνίας του ως προς μια άποψη. Στην προκειμένη περίπτωση το ερωτηματολόγιο αποτελείται από καταφατικές δηλώσεις και όχι από ερωτήσεις.

Τα στάδια κατασκευής μιας κλίμακας Likert είναι:

1. Συστηματική αναδίφηση της βιβλιογραφίας που αφορά στη θεματική του ερωτηματολογίου. Η επιλογή των ερωτήσεων πρέπει να πληροί τα κριτήρια αξιοπιστίας και εγκυρότητας και να βασίζεται σε προηγούμενη πιλοτική ερεύνα, που θα βοηθήσει στην απαλοιφή των ακαταλλήλων ερωτημάτων.
2. Δημιουργία σειράς καταφατικών δηλώσεων που αφορούν στην θεματική του ερωτηματολογίου,
Οι συμμετέχοντες καλούνται να εκφράσουν την συμφωνία η διαφωνία τους προς μια δήλωση σημειώνοντας μια από τις παρακάτω επιλογές:
5 4 3 2 1
Συμφωνω απολυτα Συμφωνω Ουδετερος/η Διαφωνω Διαφωνω απολυτα

Να σημειωθεί ότι η κλιμάκωση από 1 έως 5 είναι ενδεικτική. Πολλοί ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει έως και δεκαβάθμιες κλίμακες. Εάν ο ερωτώμενος εκφράσει την υψηλότερη πιθανή συμφωνία σε μια δήλωση ( συμφωνώ απόλυτα), τότε προσδίδεται σε αυτή την απάντηση η υψηλότερη πιθανή βαθμολογία., δηλαδή 5. Αντίθετα, εάν ο ερωτώμενος εκφράσει την υψηλότερη πιθανή διαφωνία σε μια δήλωση (διαφωνώ απόλυτα) τότε προσδίδεται η χαμηλότερη πιθανή βαθμολογία, δηλαδή 1. Στις αντίστροφες ερωτήσεις η βαθμολόγηση είναι αντιστρόφως ανάλογη. Προκειμένου να υπολογισθεί η συνολική βαθμολογία του ερωτωμένου, προστίθεται η βαθμολογία της κάθε ερώτησης ξεχωριστά.


Αδύνατα Σημεία της κλίμακας Likert:
1. Στην πραγματικότητα τα δεδομένα που προκύπτουν είναι τακτικές τιμές, αλλά κατά σύμβαση, αντιμετωπίζονται ως ποσοτικά.
2. Η διαβάθμιση ‘αναποφάσιστος’, είναι ασαφής και αμφιταλαντεύεται μεταξύ της αμφιβολίας και της έλλειψης διαμόρφωσης γνώμης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα