Τοπική Ανάπτυξη III

Μυρσίνη Ρουμελιώτου και Ευστράτιος Παπάνης

Πέρα από τις παραδοσιακές μορφές οικονομίας και απασχόλησης, τα τελευταία χρόνια, η τοπική ανάπτυξη έχει συνδεθεί και με τη λεγόμενη «κοινωνική οικονομία» ή τον Τρίτο τομέα, όπως συχνά αναφέρεται. Πρόκειται για τον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με την παροχή ευκαιριών εργασίας που βασίζονται σε μια «ηθική» βάση. Οι φορείς και επιχειρήσεις που λειτουργούν στα πλαίσια της εν λόγω οικονομίας έχουν βασικό χαρακτηριστικό την επιδίωξη όχι μόνο οικονομικών αλλά και κοινωνικών σκοπών, ενώ πολλές φορές καλύπτουν τα κενά στον τομέα της παραγωγής προϊόντων ή στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι προσφέρουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης, ιδιαίτερα για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού (νέους, γυναίκες, ΑΜΕΑ, κτλ.). (Εqual, 2005).

Ήδη από τη δεκαετία του 1980 έχει αναδειχθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ο ρόλος και η σπουδαιότητα της κοινωνικής οικονομίας ως τρίτου τομέα της οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων και ενώσεων που βασίζονται στην αυτό-οργάνωση και την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών. Οι οργανισμοί που περιλαμβάνονται στην κοινωνική οικονομία μπορεί να είναι αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί, κοινοτικές εταιρείες, κοινωνικές επιχειρήσεις, εθελοντικές οργανώσεις, ομάδες, πιστωτικοί οργανισμοί, εργατικά σωματεία, φιλανθρωπικοί σύλλογοι ή εταιρείες ανάπτυξης και υποστήριξης. Παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω οργανισμοί ή φορείς δεν θέτουν ως πρωταρχικό σκοπό τους το κέρδος, η παρουσία τους σε μία περιοχή συμβάλλει στην ανάπτυξή της. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας συνθέτει τη νέα πραγματικότητα οικονομικής ολοκλήρωσης και προάσπισης της ποιότητας ζωής των πολιτών.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει ότι οι τομείς της κοινωνικής οικονομίας συνεισφέρουν κατά μέσο όρο το 8% των νέων μόνιμων θέσεων εργασίας, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει μόλις το 1,8%.

Οι περιοχές που διαθέτουν μια υγιή κοινωνική οικονομία είναι σε θέση να προσφέρουν στα μέλη της κοινότητας μια ευρύτερη γκάμα επιλογών και ευκαιριών για τη βελτίωση του τρόπου ζωής τους. Ένας καλά αναπτυγμένος τρίτος τομέας χαρακτηρίζεται από βιωσιμότητα και η ανάπτυξή του συμβάλλει και στην ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας και συμπράξεων μεταξύ των οργανισμών για αμοιβαίο όφελος. Μέσω της παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης, εξειδικευμένης γνώσης, υπηρεσιών ανάπτυξης και στήριξης, οι εν λόγω οργανισμοί ωφελούν την κοινότητα στην οποία ανήκουν.

Η πιο κοινή μορφή κοινωνικής επιχείρησης στην Ελλάδα και στη Λέσβο είναι οι γυναικείοι αγροτικοί συνεταιρισμοί. Στην περιοχή της Καλλονής λειτουργούν ο «Αγροτουριστικός Συνεταιρισμός Γυναικών Παρακοίλων» και οι γυναικείοι συνεταιρισμοί του Σκαλοχωρίου, της Φίλιας και της Ανεμώτιας, χωριών που ανήκουν ως δημοτικά διαμερίσματα στο δήμο Καλλονής. Οι εν λόγω επιχειρήσεις παράγουν και πωλούν τοπικά παραδοσιακά προϊόντα, προσφέροντας σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης στις γυναίκες της υπαίθρου και συμβάλλοντας στην ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού και του τουρισμού.


3.7. Τοπική ανάπτυξη και επιχειρηματικότητα

Ο παράγοντας επιχειρηματικότητα θεωρείται σημαντικός για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς φέρει το στοιχείο της καινοτομίας και αλλαγής (Lordkipanidze et al., 2004). Oι επιχειρηματίες είναι ουσιαστικά εκείνοι που αναζητούν και πραγματοποιούν νέους συνδυασμούς στην εισαγωγή ενός αγαθού, στη μέθοδο παραγωγής του, στο άνοιγμα νέων αγορών και στην αξιοποίηση νέων πόρων (Βull et al., 1995). Ιδιαίτερα οι τοπικές επιχειρήσεις μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην τοπική ανάπτυξη, καθώς το συνήθως μικρό μέγεθός τους αφήνει περιθώρια ευελιξίας και τους επιτρέπει να καινοτομήσουν στην παραγωγή νέων προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών, που παρουσιάζονται σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς (Barnett, 2000).

Σύμφωνα με τον Schumpeter, o επιχειρηματίας δεν είναι μόνο φορέας της καινοτομίας αλλά αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην ανάπτυξη (Van Praag, 1999), ρισκάροντας και αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την οργάνωση και αναδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών μηχανισμών του τόπου του. Παράλληλα, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην αγορά συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης (Barnett, 2000).

H ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας μιας περιοχής είναι συνδεδεμένη με την ύπαρξη ή δημιουργία συγκεκριμένων προϋποθέσεων στους κατοίκους της (Shane, 1991), όπως για παράδειγμα η ανάγκη για επαγγελματική καταξίωση, η επιθυμία για αλλαγή επαγγέλματος και κινητικότητα, η εργασιακή ικανοποίηση, η διάθεση για ανάληψη ευθυνών και ρίσκων, καθώς και η τεχνογνωσία και οι δεξιότητες. Καταλυτικός είναι επίσης ο ρόλος της σύστασης υποστηρικτικών δομών μέσω για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (Bull et al., 1995).

Συνεπώς, τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται ο καλός σχεδιασμός της τοπικής ανάπτυξης είναι οι επιχειρήσεις, αφού αυτές καλούνται να παίξουν τον πιο δραστήριο ρόλο στις διαδικασίες της διαρθρωτικής αλλαγής ενισχύοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία των κατοίκων μιας κοινωνίας. Αυτό όμως προϋποθέτει, τόσο από τους αρμόδιους φορείς, όσο και από την ίδια την τοπική κοινωνία, τη γνώση ορθής διαχείρισης τοπικών πόρων, αλλά και τη συναινετική διάθεση της τοπικής κοινωνίας για σχέδια διαρθρωτικής αλλαγής (Dekker, 1985). Γι’ αυτό το λόγο απαιτείται ένας βαθμός αυτονομίας των τοπικών φορέων, ο οποίος θα αντισταθμίζει τις δυσκαμψίες και τα εμπόδια που πηγάζουν από τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές.


3.8. Τοπική ανάπτυξη και τουρισμός

Στα πλαίσια της επιχειρηματικότητας εντάσσεται και η ανάπτυξη της δραστηριότητας στον τομέα του τουρισμού, αφού για το σκοπό αυτό απαιτείται η παραγωγή πλήθους προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών (Lordkipanidze et al., 2004), γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα με τις ραγδαίες εξελίξεις που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στην παγκόσμια αγορά, ο τουρισμός αποτελεί σημαντική οικονομική δύναμη, για την ανάπτυξη της οποίας απαιτείται η ανάληψη έντονης επιχειρηματικής δράσης (WTO, 2002). Προκειμένου να συνδεθεί ο τουρισμός με την τοπική αγροτική ανάπτυξη, είναι αναγκαία η κινητοποίηση και δραστηριοποίηση των τοπικών επιχειρηματιών, οι οποίοι με τη δράση τους μπορούν να προσδώσουν οικονομική αξία σε μια περιοχή ή κοινότητα, διατηρώντας παράλληλα τους τοπικούς πόρους εντός των συνόρων της περιοχής (Petrin et al., 1997).

Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που η γεωργική δραστηριότητα στις αγροτικές περιοχές παρουσιάζει κάμψη και οι πληθυσμιακές μετακινήσεις από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές εντείνονται, αναζητήθηκαν εναλλακτικοί τρόποι αγροτικής ανάπτυξης. Μέσα στα πλαίσια αυτά αναδύθηκε ο λεγόμενος «αγροτουρισμός», με σκοπό την αξιοποίηση του τοπικού φυσικού κεφαλαίου και την προώθηση του πολιτισμού. Οι τοπικές αρχές και διάφοροι φορείς σε όλη την Ευρώπη δίνουν όλο και περισσότερη έμφαση στην ανάπτυξή του, εστιάζοντας κυρίως στην αξιοποίηση της τοπικής κληρονομιάς (Roberts et al., 2001).

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος ορισμός για τον αγροτουρισμό, καθώς συχνά συγχέεται με τον οικοτουρισμό και το φυσιολατρικό τουρισμό. Πολλές φορές αναφέρεται και ως τουρισμός της υπαίθρου. Ο Lane (1994) ορίζει τον αγροτουρισμό ως ‘τουρισμό ο οποίος λαμβάνει χώρα στην εξοχή’. Ο αγροτουρισμός αξιοποιεί ουσιαστικά τα προϊόντα του αγροτικού περιβάλλοντος και χρησιμοποιεί τον αγροτικό χώρο ως μέρος φιλοξενίας (π.χ. αγροκτήματα-ξενοδοχεία).

H καλή διαχείριση του αγροτουρισμού συμβάλλει θετικά στην αγροτική οικονομία και μπορεί αποτελέσει μοχλό γενικότερης ανάπτυξης της περιοχής. Βασική προϋπόθεση για βιώσιμη αγροτουριστική ανάπτυξη αποτελεί ο σεβασμός στον τοπικό πολιτισμό (Lordkipanidze et al., 2004) και η διαχείριση των τοπικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να ικανοποιούνται όλες οι οικονομικές, κοινωνικές και αισθητικές ανάγκες, διατηρώντας όμως ανέπαφη την πολιτισμική κληρονομιά, τις οικολογικές διαδικασίες, τη βιοποικιλότητα και τα ζωτικά συστήματα της περιοχής (WTO, 2002). Επιπλέον, σύμφωνα με τους Elson Steenberg & Wilkinson (1995), με την ανάπτυξη του αγροτουρισιμού οι αγρότες λαμβάνουν ένα συμπληρωματικό εισόδημα και συμβάλλουν ενεργά στην τοπική ανάπτυξη του τόπου τους.

Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που διαθέτουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης στον τομέα του τουρισμού, χάρη στον πολιτισμό της, την πνευματική και ιστορική της κληρονομιά, το φυσικό της κάλλος και τις δυνατότητες αναψυχής, που μπορεί να αξιοποιήσει (Ρόντος, 1995). Προς την κατεύθυνση αυτή επικουρεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που στηρίζει τις δράσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού και ιδιαίτερα του αγροτουρισμού, μέσω της εφαρμογής μίας σειράς προγραμμάτων, όπως το ΕΠΑΝ, ΠΕΠ, τις Πρωτοβουλίες Ιντερρεγκ Ι Ι Ι και LEADER + (2002-2008). Παράλληλα, μέσω του Γ’ και Δ’ ΚΠΣ προωθούνται Μελέτες Τουριστικής Ανάπτυξης, προκειμένου να εντοπισθούν οι τουριστικοί πόροι που έχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης. Τα εν λόγω προγράμματα έχουν αποβεί σωτήρια για απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές που δεν θα είχαν αλλιώς δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης και ανάπτυξης.

¨

3.9. Πολιτιστική οικονομία της αγροτικής ανάπτυξης

Η πόλωση της οικονομικής δύναμης που προωθείται από το νέο-φιλελεύθερο καπιταλισμό και οι συνεχείς και ασταθείς πολιτικές στήριξης στον αγροτικό τομέα απειλούν να υποβαθμίσουν την κοινωνικο-οικονομική δύναμη σε τοπικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, πολλές αγροτικές και αστικές περιοχές της Δυτικής Ευρώπης έχουν στραφεί τα τελευταία χρόνια περισσότερο στην προώθηση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και παράδοσης, προκειμένου να ενισχύσουν την ανάπτυξή τους. Ουσιαστικά, οι εν λόγω περιοχές τείνουν προς την υιοθέτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο η οικονομική δραστηριότητα επαναπροσαρμόζεται για να βασιστεί σε τοπικούς φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Στα πολιτιστικά στοιχεία που προωθούνται συμπεριλαμβάνονται τα παραδοσιακά εδέσματα, οι τοπικές γλώσσες, οι τέχνες, οι λαϊκές παραδόσεις, η τοπική λογοτεχνία, τα ιστορικά μνημεία, τα τοπία και η χλωρίδα και πανίδα της περιοχής. Η προσπάθεια αυτή για αποκέντρωση του οικονομικού ελέγχου και επαναξιολόγησης του τόπου μέσα από την πολιτιστική του ταυτότητα έχει ονομασθεί «πολιτιστική οικονομία της αγροτικής ανάπτυξης».

Η ιδέα της πολιτιστικής οικονομίας προέκυψε μέσα από την ευρωπαϊκή πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη. Στα πλαίσια αναμόρφωσης των Διαρθρωτικών Ταμείων, η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να επαναδιανέμει τα κονδύλιά της δίνοντας έμφαση αυτή τη φορά στον παράγοντα «τόπο». Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν προγράμματα όπως το Leader, με τα οποία οι περιοχές ενθαρρύνονται να χαράξουν και εφαρμογή στρατηγικών που αξιοποιούν τους τοπικούς πόρους – συμπεριλαμβανομένης και της πολιτιστικής κληρονομιάς – με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να υπερπηδήσουν τα διαρθρωτικά εμπόδια προς την οικονομική σύγκλιση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ray, 1998).

Η θεωρία της πολιτιστικής οικονομίας επικεντρώνεται στη διάσταση της παραγωγής, δηλαδή στο χώρο, στο πολιτιστικό σύστημα της περιοχής και στο δίκτυο των δρώντων της. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα σύστημα πόρων που χρησιμοποιούνται προς όφελος της περιοχής. Επομένως, η πολιτιστική οικονομία συνάδει με την αναδυόμενη θεωρία ανάπτυξης ότι η δραστηριότητα μιας περιοχής βασίζεται σε ενδογενείς και εξωγενείς δυνάμεις και συμφωνεί με τη θεωρία των Lowe et al. (1995) ότι τα δίκτυα των κοινωνικών δρώντων λειτουργούν «πέρα από τα ενδογενή και εξωγενή μοντέλα ανάπτυξης».

Ο Ο.Ο.Σ.Α. (2005) θεωρεί τον πολιτισμό ως αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής ανάπτυξης και τον συνδέει με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τις εξαγωγές, την αύξηση των εσόδων και την ποιότητα ζωής. Μέσα από τον πολιτισμό διαμορφώνεται ένας «μοχλός δημιουργίας» νέων αγαθών και υπηρεσιών στα πλαίσια της κοινότητας, ενώ παράλληλα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των ευάλωτων ομάδων μέσα από μια βιώσιμη ανάπτυξη (Ο.Ο.Σ.Α., 2005). Σύμφωνα με τον Ο.Ο.Σ.Α. (2005), ο πολιτισμός συμβάλλει ουσιαστικά στην τοπική ανάπτυξη με τρεις τρόπους: α) αποτελώντας τη βάση για συνέργεια των φορέων στην εφαρμογή προγραμμάτων, β) δημιουργώντας ένα περιβάλλον ελκυστικό για τους κατοίκους και τους επισκέπτες ή τουρίστες μια περιοχής και γ) προωθώντας τη δημιουργία προϊόντων που συνδυάζουν την αισθητική διάσταση με τη λειτουργικότητα. Στην ουσία, ο πολιτισμός λειτουργεί ως μία επένδυση σε κοινωνικό κεφάλαιο, ως ένα ενδιάμεσο καταναλωτικό αγαθό και ως τελικό προϊόν προς κατανάλωση.

Με την αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου μιας περιοχής μπορεί να αναπτυχθεί και ο λεγόμενος «πολιτιστικός τουρισμός», στον οποίο προωθούνται η τοπική κουλτούρα και η ιστορία, τα αγροκτηνοτροφικά προϊόντα, η τοπική κουζίνα και οι τέχνες. Η εν λόγω θεωρία ανάπτυξης βασίζεται στην υπόθεση ότι διατηρώντας ένα προϊόν ή υπηρεσία μέσα στην τοπική κοινότητα δίνεται η δυνατότητα στην περιοχή να έχει μεγαλύτερο οικονομικό κέρδος. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό η τοπική κοινότητα μπορεί να διατηρεί τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στην περιοχή και να στηρίζει τις τοπικές πρωτοβουλίες και δράσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα