ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΚΑΙ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ

Τρεις είναι οι γενικές κατευθύνσεις της έρευνας για τον προσδιορισμό των πιθανών παραγόντων που προκαλούν προβλήματα στην ανάπτυξη επαρκούς ικανότητας κατανόησης του κειμένου: έρευνες που εστιάζουν σε ικανότητες επεξεργασίας του κειμένου, έρευνες που μελετούν γλωσσικές ικανότητες, και έρευνες που επικεντρώνονται στη λειτουργία της μνήμης (Nation, 2005).
Οι μαθητές που παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες κατανόησης εμφανίζουν παράλληλα αδυναμίες στην εξαγωγή συμπεράσματος, στην ικανότητα αυτοελέγχου της κατανόησης τους και φτωχή εκτίμηση της ιστορίας (Oakhill et al., 2003). Οι αδύνατοι αναγνώστες δεν είναι σε θέση να εντοπίζουν τα μέρη του κειμένου που περιέχουν σημαντικές πληροφορίες, συχνά εξ αιτίας δυσκολίας στην επαρκή επεξεργασία της συντακτικής δομής του κειμένου. Σε περίπτωση που τα κείμενα είναι περισσότερο σύνθετα, δεν αξιοποιούν τη δομή του κειμένου για να διευκολύνουν την κατανόησή τους και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι ακόμη πιο έντονες (Παντελιάδου, 2000). Οι μαθητές αυτοί δυσκολεύονται να απαντήσουν σε ερωτήσεις κατανόησης που αφορούν πληροφορίες απευθείας από το κείμενο όσο και ερωτήσεις που απαιτούν την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων από το κείμενο (Oakhill, 1984). Όταν επιτράπηκε στους μαθητές να συμβουλεύονται το κείμενο όταν απαντούσαν στις ερωτήσεις, τα παιδιά με προβλήματα κατανόησης βελτίωσαν την επίδοσή τους όσον αφορά τις ερωτήσεις που αφορούσαν πληροφορίες απευθείας από το κείμενο ωστόσο όμως δεν εμφάνισαν καμία βελτίωση στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Μια πιθανή εξήγηση, είναι ότι τα παιδιά αυτά δεν έχουν αναπτύξει τις στρατηγικές εκείνες που βοηθούν στην εξαγωγή εκείνων των πληροφοριών που υπονοούνται και δεν δίνονται έτοιμες (Cain et al., 2002). Επιπρόσθετα με τα προβλήματα εξαγωγής συμπερασμάτων, οι μαθητές με χαμηλή κατανόηση δυσκολεύονται να ελέγχουν το αν κατανοούν αυτό που διαβάζουν, εμφανίζοντας τις ίδιες αδυναμίες τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο (Cain, 2003). Ιδιαίτερα δύσκολη αποβαίνει έτσι η κατανόηση εννοιών που χρησιμοποιούνται μεταφορικά (Παντελιάδου, 2000).
Επίσης οι μαθητές με προβλήματα κατανόησης συχνά δυσκολεύονται να εντοπίσουν και να επεξεργαστούν τα στοιχεία εκείνα που εξασφαλίζουν τη συνοχή ενός κειμένου και προσδίδουν νόημα και δομή σε μια ιστορία. Για παράδειγμα οι Yuill & Oakhill (1991) ζήτησαν από μαθητές να επιλέξουν ανάμεσα σε τέσσερις απαντήσεις την κεντρική ιδέα ενός κειμένου που δόθηκε είτε προφορικά είτε με τη μορφή εικόνων. Οι μαθητές με αδυναμίες στην κατανόηση, γενικότερα, δυσκολεύτηκαν να προσδιορίσουν την κεντρική ιδέα του κειμένου αλλά και τα σημεία τα οποία συνδέουν μια ιστορία. Ένα εξίσου ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι παιδιά με προβλήματα κατανόησης είναι σε θέση να αφηγηθούν μια ιστορία με συνοχή όταν τους δίδεται κατάλληλη βοήθεια, όπως υπότιτλοι, αρχή, μέση και τέλος μιας ιστορίας (Oakhill & Cain, 2003).
Έρευνες έχουν δείξει ότι παιδιά με χαμηλές επιδόσεις στην αναγνώριση λέξεων τείνουν να έχουν χαμηλή κατανόηση σε σχέση με παιδιά που εμφανίζουν καλές επιδόσεις (Vellutino et al., 1996; Vellutino & Scanlon, 2002; Vellutino et al., 1991). Ως εκ τούτου οι μακροχρόνιες αναγνωστικές δυσκολίες οδηγούν αναπόφευκτα σε ελλείμματα κατανόησης. Προβλήματα κατανόησης λοιπόν θα προστεθούν σε παιδιά που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατάκτηση της ευχέρειας και την αναγνώρισης λέξεων (Vellutino, 2003).
Φαίνεται λοιπόν λογικό να συμπεράνουμε από τα παραπάνω ευρήματα ότι οι δυσκολίες στην ανάγνωση λέξεων αποτελούν τη βασικό παράγοντα ατομικής διαφοροποίησης μαθητών τουλάχιστον στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζεται από έρευνες που έχουν βρει ότι οι αρχάριοι αναγνώστες βασίζονται περισσότερο στην αναγνώριση λέξεων δηλαδή στο συλλαβισμό και την αντιστοίχηση φωνήματος –γραφήματος για την καλύτερη κατανόηση ενός κειμένου απ’ ότι οι πιο προχωρημένοι αναγνώστες που βασίζονται στο λεξιλόγιο και το συντακτικό ενός κειμένου (Vellutino et al., 1991; Hoover & Gough, 1990).
Οι δυσκολίες σε επίπεδο λέξης δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία για τα παιδιά με προβλήματα κατανόησης. Υπάρχουν παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα ακουστικής κατανόησης παρόλο αυτά όμως βρίσκονται σε καλό επίπεδο όσον αφορά τις αναγνωστικές τους δεξιότητες σε επίπεδο λέξης. Αυτοί οι μαθητές έχουν χωριστεί σε διάφορες κατηγορίες: σε μαθητές που αντιμετωπίζουν ειδικά ελλείμματα στην κατανόηση, σε μαθητές που είναι λιγότερο εκπαιδευμένοι και στα παιδιά που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Σε έρευνα των Nation & Snowling (1997) ο όρος παιδιά φτωχά σε ανάγνωση (poor comprehenders) αναφέρεται σε μαθητές που η ικανότητα αποκωδικοποίησης τους βρίσκεται μέσα στα φυσιολογικά όρια ωστόσο όμως η κατανόηση τους είναι σε επίπεδα κάτω του μετρίου. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκεται περίπου ένα 10% των παιδιών του Δημοτικού σχολείου (Nation & Snowling, 1997). Οι δυσκολίες αυτών των παιδιών σπάνια έρχονται στην επιφάνεια και συνήθως περνάνε απαρατήρητες εκτός αν τραβήξουν την προσοχή κάποιου ειδικού. Ωστόσο αποτελούν ένα ενδιαφέρον δείγμα παιδιών προς μελέτη για διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα αποδεικνύεται ότι υπάρχει μια μειονότητα παιδιών που δεν έχουν διαγνωσθεί και δεύτερον, μελετώντας αυτά τα παιδιά οι ερευνητές προσπαθούν να καταλάβουν ποιος ο ρόλος των γνωστικών και γλωσσικών διεργασιών στη λειτουργία της κατανόησης (Nation & Snowling, 1997).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα