Ο Θεσμός του Μέντορα στην εκπαίδευση
Ειρήνη-Μυρσίνη Παπάνη, MA, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ενώ σε πολλές χώρες του εξωτερικού ο νέος εκπαιδευτικός υποστηρίζεται εδώ και χρόνια από το θεσμό του Μέντορα, στην Ελλάδα μόλις πρόσφατα έκανε την εμφάνισή του στο εκπαιδευτικό σύστημα, προκαλώντας στους κύκλους των εκπαιδευτικών περισσότερο αναστάτωση, λόγω του μη ξεκάθαρου ακόμη τρόπου εφαρμογής του και της ελλιπούς ενημέρωσης, παρά ανακούφιση και επιδοκιμασία.
Mentoring ονομάζεται η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν έμπειρο εκπαιδευτικό, το Μέντορα, και σε έναν λιγότερο έμπειρο και συνήθως νεοεισερχόμενο στην εκπαίδευση, τον εκπαιδευόμενο, με στόχο την παροχή υποστήριξης, καθοδήγησης και ανατροφοδότησης. Ο Μέντορας αποσκοπώντας στο να συμβάλει στην προαγωγή των επαγγελματικών δεξιοτήτων του εκπαιδευόμενου, γίνεται ο ίδιος πρότυπο προς μίμηση, διδάσκει, πληροφορεί, εξηγεί, εμπνέει, συμβουλεύει, προκαλεί, ενθαρρύνει το νέο συνάδελφό του. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο διευκολύνεται το δειλό ξεκίνημα του αρχάριου εκπαιδευτικού, αλλά και αναβαθμίζεται η ποιότητα της διδασκαλίας του.
Οι σκοποί του mentoring, ανάλογα με τις υφιστάμενες ανάγκες, μπορεί να είναι καθαρά εκπαιδευτικοί (σχετικοί με τη διαχείριση της τάξης και την προετοιμασία του μαθήματος), να προσανατολίζονται στην κοινωνική ενσωμάτωση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών στους κόλπους της εκπαίδευσης και στο περιβάλλον του σχολείου ή να αποβλέπουν στην ψυχολογική ενδυνάμωσή τους.
Έρευνες στο εξωτερικό, στις οποίες συμμετείχαν εκπαιδευτικοί που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία του mentoring και εκπαιδευτικοί που δεν έτυχαν συμβουλευτικής υποστήριξης, έδειξαν ότι οι πρώτοι ήταν περισσότερο ενημερωμένοι για το αναλυτικό πρόγραμμα, είχαν καλύτερες σχέσεις με τους συναδέλφους τους και τους γονείς των μαθητών, χρησιμοποιούσαν ποικιλία διδακτικών μέσων και μεθόδων, έδιναν περισσότερα κίνητρα στους μαθητές για μάθηση και συνεργασία, αντλούσαν εργασιακή ικανοποίηση, ενώ την ίδια στιγμή οι δεύτεροι καταγίνονταν ακόμη με προβλήματα πειθαρχίας και οργάνωσης της τάξης.
Η επιτυχία, ωστόσο, του mentoring δεν είναι πάντα εξασφαλισμένη, πόσο μάλλον όταν αντιμετωπίζεται επιφανειακά και με προχειρότητα.
α) Η καλή κατάρτιση του Μέντορα, αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες επιτυχίας της συμβουλευτικής. Ο Μέντορας δε θα πρέπει να αναπαράγει παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας, αλλά να είναι γνώστης των πιο σύγχρονων θεωριών μάθησης, να μπορεί να τις εφαρμόζει στην πράξη και να τις μεταλαμπαδεύει στο νέο εκπαιδευτικό. Είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων, να θέτει ξεκάθαρους στόχους, να είναι περισσότερο πρακτικός παρά θεωρητικός, να δίνει συχνή εποικοδομητική ανατροφοδότηση, να έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη και ανεπτυγμένες επικοινωνιακές δεξιότητες.
β) Η σωστή επιλογή του Μέντορα δεν αφορά μόνο στα εκπαιδευτικά-παιδαγωγικά-επικοινωνιακά του προσόντα. Έρευνες έχουν δείξει ότι η επικοινωνία μεταξύ Μέντορα και εκπαιδευόμενου διευκολύνεται εάν ανήκουν και οι δύο στην ίδια σχολική μονάδα, ώστε η ανταλλαγή απόψεων και η αμοιβαία παρατήρηση να είναι εφικτές ανά πάσα στιγμή. Καλό είναι ο Μέντορας και ο εκπαιδευόμενος να διδάσκουν το ίδιο γνωστικό αντικείμενο, για να μπορεί η καθοδήγηση να είναι πιο συγκεκριμένη και στοχευμένη.
γ) Και οι δύο πλευρές πρέπει να έχουν άπλετο χρόνο στη διάθεσή τους, ώστε να είναι δυνατή, τόσο η αμοιβαία παρατήρηση κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, όσο και η ακόλουθη εκτενής ανατροφοδότηση. Στο σημείο αυτό, ο Διευθυντής έχει ρόλο διευκολυντή και συχνά οργανωτή των συναντήσεων. Φροντίζει για την αποφυγή προβλημάτων στο ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων και για τη διατήρηση κλίματος κατανόησης μεταξύ συναδέλφων.
δ) Η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Μέντορα και στο μαθητευόμενο είναι καθοριστικής σημασίας. Η συμβουλευτική δεν μπορεί να είναι επιτυχής εάν μεσολαβεί ανταγωνιστικότητα, έλλειψη κατανόησης ή εάν ο Μέντορας προβάλλεται ως αυστηρός κριτής και αξιολογητής.
Σχόλια