Καύκασος
Καύκασος
Στο φίλο μου Μιχάλη, που το θάνατό του ούτε κάν έμαθα.
Στράτος Παπάνης
Οι περισσότεροι ζούσαν ζωή αργυρώνητη κι ανυποψίαστη. Στα όνειρά τους ξέφευγαν σε πολιτείες υλικές και εκπορνευμένες και οι πιο τυχεροί μετά βίας κατάφερναν να θυμούνται τον απόηχο από χρόνια αποδεκατισμένα κι αιχμάλωτα, που ανενδοίαστα ονείδιζαν την ματαίωση.
Κι όλοι πορεύονταν, σα να ήταν πόνος η νοσταλγία, θλίψη η ομορφιά και τρόμος η ελπίδα.
Κανείς δεν είχε πλάσει ένα μύθο πέρα από την πραγματικότητα, μια παραζάλη απογυμνωμένη από τη συγκατάβαση, μια ραψωδία ολόκληρη τραγουδισμένη για το απόκοσμο. Κι αν κάποιος το αποτολμούσε, απευθείας λογαριαζόταν για τρελλός ή οφειλέτης.
Εμποτισμένος ο έρωτας από το πρόσκαιρο, καιροφυλακτούσε το παντοτινό και το απρόσιτο.
Κι όμως ερχόταν σε όλους η στιγμή, που ο ουρανός διεκδικούσε τις αντινομίες του, και αναζωπύρωνε με κυανές απειλές τους όρκους, σε σημείο που κανείς δεν ήξερε, αν δεν είχαν οξειδωθεί οι άγκυρες, που συγκρατούσαν στη γη, κι αν δεν είχαν κοπεί οι κάβοι, που αντιστέκονταν στις πορείες τις ασχεδίαστες, χωρίς εξάντες.
Κατοπτρική η μέρα πλειοδοτούσε τότε στο θάνατο.
Όσο διαρκούσε ο παραλογισμός, όλοι μάθαιναν να αγνοούν τη θαλπωρή μιας παιδικής ερώτησης, να δραπετεύουν από την κολακεία της άνοιξης, να καθησυχάζουν τη νυχτωδία των αηδονιών, να εξορύσσουν τις αυταπάτες του περιγράμματος.
Και συναινούσε τότε η ετυμηγορία με την ποίηση.
Και κάποτε σήκωναν το κεφάλι ψηλά και ατένιζαν τη πατρίδα, που καρτερούσε, τους χαμένους φίλους, που συνοδοιπορούσαν, τους γονείς που παρότρυναν, την ιαχή, που πεισματικά σφυρηλατούσε το κάλεσμα.
Και τότε καταλάβαιναν πως η κάθαρση και ο στόχος και η παραμυθία βρισκόταν πάντα εκεί, μέσα στην προειδοποίηση του νοτιά, στην πίκρα της ηλιαχτίδας, στον αναστεναγμό του βρέφους, στις κακοτοπιές της πίστης.
Η λύτρωση απείχε όσο μια παράκληση, όσο μια καθάρια αναπνοή, και ο προαιώνιος τόπος πάντα πυρακτωνόταν από τη φλόγα του Λόγου, που κατέκαιγε τους Καύκασους, που είχαν υψώσει.
Στο φίλο μου Μιχάλη, που το θάνατό του ούτε κάν έμαθα.
Στράτος Παπάνης
Οι περισσότεροι ζούσαν ζωή αργυρώνητη κι ανυποψίαστη. Στα όνειρά τους ξέφευγαν σε πολιτείες υλικές και εκπορνευμένες και οι πιο τυχεροί μετά βίας κατάφερναν να θυμούνται τον απόηχο από χρόνια αποδεκατισμένα κι αιχμάλωτα, που ανενδοίαστα ονείδιζαν την ματαίωση.
Κι όλοι πορεύονταν, σα να ήταν πόνος η νοσταλγία, θλίψη η ομορφιά και τρόμος η ελπίδα.
Κανείς δεν είχε πλάσει ένα μύθο πέρα από την πραγματικότητα, μια παραζάλη απογυμνωμένη από τη συγκατάβαση, μια ραψωδία ολόκληρη τραγουδισμένη για το απόκοσμο. Κι αν κάποιος το αποτολμούσε, απευθείας λογαριαζόταν για τρελλός ή οφειλέτης.
Εμποτισμένος ο έρωτας από το πρόσκαιρο, καιροφυλακτούσε το παντοτινό και το απρόσιτο.
Κι όμως ερχόταν σε όλους η στιγμή, που ο ουρανός διεκδικούσε τις αντινομίες του, και αναζωπύρωνε με κυανές απειλές τους όρκους, σε σημείο που κανείς δεν ήξερε, αν δεν είχαν οξειδωθεί οι άγκυρες, που συγκρατούσαν στη γη, κι αν δεν είχαν κοπεί οι κάβοι, που αντιστέκονταν στις πορείες τις ασχεδίαστες, χωρίς εξάντες.
Κατοπτρική η μέρα πλειοδοτούσε τότε στο θάνατο.
Όσο διαρκούσε ο παραλογισμός, όλοι μάθαιναν να αγνοούν τη θαλπωρή μιας παιδικής ερώτησης, να δραπετεύουν από την κολακεία της άνοιξης, να καθησυχάζουν τη νυχτωδία των αηδονιών, να εξορύσσουν τις αυταπάτες του περιγράμματος.
Και συναινούσε τότε η ετυμηγορία με την ποίηση.
Και κάποτε σήκωναν το κεφάλι ψηλά και ατένιζαν τη πατρίδα, που καρτερούσε, τους χαμένους φίλους, που συνοδοιπορούσαν, τους γονείς που παρότρυναν, την ιαχή, που πεισματικά σφυρηλατούσε το κάλεσμα.
Και τότε καταλάβαιναν πως η κάθαρση και ο στόχος και η παραμυθία βρισκόταν πάντα εκεί, μέσα στην προειδοποίηση του νοτιά, στην πίκρα της ηλιαχτίδας, στον αναστεναγμό του βρέφους, στις κακοτοπιές της πίστης.
Η λύτρωση απείχε όσο μια παράκληση, όσο μια καθάρια αναπνοή, και ο προαιώνιος τόπος πάντα πυρακτωνόταν από τη φλόγα του Λόγου, που κατέκαιγε τους Καύκασους, που είχαν υψώσει.
Σχόλια