Επιστροφή
Επιστροφή
Ευστράτιος Παπάνης, Πρόεδρος Ακαδημίας των Πολιτών, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Στον φίλο μου Παναγιώτη Τσουκαρέλλη, που πάντα θα με περιμένει στα κυπαρίσσια της Αγιάσου
Κοιτώ το γκρεμισμένο ελαιοτριβείο, με το μόχθο της ελιάς και το απόσταγμα της καρτερίας, τα παρατημένα σπίτια με τα ορφανεμένα όνειρα και το ρημαγμένο τζάκι, τα βρέφη που γέρασαν, θηλάζοντας το νάμα, τις ξεφτισμένες φωτογραφίες με τα χαμόγελα και την επίπλαστη σοβαρότητα, τη διστακτική στιγμή που εξαγνίστηκε στην άγνοια του μέλλοντος, για να αποτυπώσει την απληστία της μοίρας.
Και τα ειρηνικά κοιμητήρια των χωριών να χορεύουν με τον ήλιο, τη συγκατάβαση και την άνοιξη.
Το νυχτολούλουδο, που μύρωσε τον ετοιμόρροπο τοίχο και το τιτίβισμα, που θρήνησε το πένθος των ανθρώπων. Τους πόθους, που διεκδίκησαν το μερίδιο της ερήμωσης, τη νεότητα,που δαπανήθηκε, για να εξαγοράσει το ανωφέλετο λάφυρο.
Μα πάνω από όλα τα ερειπωμένα ξωκκλήσια με τις στέγες τις ανοιχτές στον ουρανό και στις φωλιές των χελιδονιών, που διαλάλησαν στον κόσμο τους καημούς μας.
Σχέσεις ατελέσφορες, έρωτες θνησιγενείς, προσμονές αδιέξοδες, χαρμολύπες ζωγραφισμένες στον ξεφλουδισμένο ασβέστη με τις ρωγμές και την ενέδρα της αράχνης.
Μα πάνω από όλα κοίταξα την υπομονή του φιδιού και το μαρτύριο του αταίριαστου στίχου, καθώς εκπυρσοκροτούν στις λεηλασίες της ανάμνησης και στους παραλογισμούς των σχεδίων μας.
Τόση απώλεια και θανατος και οδύνη,για μία και μόνη γέννηση, που θα ενδώσει, παραδίδοντας τη λάμψη της στην αιώνια αυταπάτη.
Αληθεια, γιατί τέτοιος πόνος, τέτοια ορμή, τέτοια τραγωδία ασήμαντες προσφορές στις δημοπρασίες της ανάγκης
Το πιο μαγευτικό ταξίδι δεν είναι σε μέρη εξωτικά και απροσδιόριστα, αλλά η επιστροφή στην πόλη και στη γειτονιά, που μας ανάστησε.
Μέρος αρχετυπικό και επώδυνο.
Εκεί η ακατέργαστη μύηση κι ο λυγμός της μητέρας στο πρώτο μας επιφώνημα. Εκεί οι ιαχές των παιχνιδιών, το ανέλπιστο χάδι και το κλάμα της κούκλας που περιμένει.
Εκεί τα γαλάζια φυλαχτά στο στήθος μας, οι ευχές των νεκρών, το φιλί που ξοδεύτηκε και το βήμα του πατέρα, που δυναμώνει.
Εκεί η παρηγοριά του βασιλικού, τα ξέπνοα όνειρα στις αυλακιές του δρόμου, τα λόγια που λιγοψύχησαν και οι ρίζες των υπαινιγμών μας.
Εκεί η αδυσώπητη αθωότητα και οι παρακλήσεις των φίλων,που αφήσαμε να φύγουν.
Εκεί η δροσιά της πασχαλιάς, το ανυποψίαστο γέλιο του αδελφού που λιγοστεύει, η λησμονιά της βροχής και η μοναξιά της φωτογραφίας με το απρόσμενο χαμόγελο.
Εκεί η λαχτάρα του αδοκίμαστου, η κάθαρση του χώματος και οι απαρχές των συναισθημάτων μας, που ενδίδουν.
Μπαίνω στη βραδυνή εκκλησιά κι ένα κερί κυματίζει τη θλίψη της Παναγιάς στα εικονίσματα.
Ακουμπώ το παιδικό κρεββατάκι και οι Μοίρες υφαίνουν στα σεντόνια το μέλλον μου.
Πλησιάζω τους τάφους των ανθρώπων που αγάπησα και η μεταμέλεια λεηλατεί τις κερκόπορτες των προσωπείων μου.
Εκλιπαρώ για λύτρωση και τα πεύκα θροίζουν την άρνηση.
Πίσω από τις ελιές καταρρέουν τα θέλγητρα των προσχημάτων μου.
Ο πρώτοι έρωτες περιγελούν τις επιλογές μου και το παραμύθι της γιαγιάς πασχίζει να κάνει ευτυχισμένο το τέλος του.
Στα καφενεία τα θολά μάτια των γέρων αναγγέλουν την ετυμηγορία
Πόλη που με γέννησες και χάραξες τους πηλούς των αμείλικτων εξοστρακισμών μου,
πάντα ήξερες πως όλες οι σειρήνες των πλοίων θα σφυρίζουν την επιστροφή μου κοντά σου.
Σχόλια