Χειμωνιάτικο τοπίο
Χειμωνιάτικο τοπίο
Στράτος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
..Ανέδιδε τόση θέρμη καθώς τον αγκάλιαζε. Περπατούσαν σφιχτοδεμένοι μές το κρύο και τα συννεφάκια που έβγαζαν οι ανάσες τους βιάζονταν να διαλυθούν από το βάρος του τελευταίου τους σ´αγαπώ..Οι σκιές τους προπορεύτηκαν, ψήλωσαν σε έναν τοίχο και κάλυψαν τις πατημασιές των περαστικών, που βεβήλωναν το άσπιλο του λευκού. Κάτι του ψιθύρισε και αγαλλίασε το σώμα της στην απάντηση. Το τριξιμο των βημάτων τους αντανακλούσε την αρμονία της χειμωνιάτικης νυχτιάς και συντονισμένα επιβεβαίωνε τον αιώνιο δεσμό τους. Καθώς με πλησίαζαν σταμάτησαν ξαφνικά και τα στόματά τους ενώθηκαν.
Δεν μπόρεσα παρά να παραδοθώ στην έξαρση των μορφών τους. Στη μέση του βίου πολλές φορές η αισθητική απόλαυση παρωδεί την πραγματική, χειροπιαστή ηδονή...μερικοί το ονομάζουν αυτό ωριμότητα, άλλοι μηχανισμό άμυνας κι άλλοι γηρατειά.
Χρόνια τώρα έβλεπα τις γυναίκες ως συνεργάτες, σπουδαστές, μητέρες, συζύγους άλλων και εκπαίδευσα τις ορμές να υποκλίνονται στον εσωτερικό τους κόσμο..τις άκουγα, τις καταλάβαινα κι αυτή η υπέρμετρη κατανόηση εξαΰλωνε και καθαγίαζε τον πόθο.. Άρχισα να γράφω γι αυτές και κατέληξα να ερωτεύομαι τις τέλειες απεικονίσεις της θηλυκότητας στο χαρτί.
Αναρωτήθηκα αν αυτό είναι μιζέρια ή εξέλιξη, όταν πέρασα δίπλα τους..Άνετος και πολιτισμένος έστρεψα με διακριτικότητα το πρόσωπο αλλού. Και τότε κατάλαβα πως, ενώ τα χείλη της πύρωναν τα δικά του, τα γαλάζια της διαμάντια αιχμαλώτισαν την επίπλαστη αδιαφορία μου. Με κοίταζε, χωρίς αιδώ, προκαλώντας τις αναστολές, δίχως να ταπεινώσει το βλέμμα..ενώ οι νιφάδες έπλεκαν το εγκώμιο της λαγνείας τους στο σκοτάδι.
Πάντα φοβόμουν τις αγκαλιές και τις αναπνοές και τις προσηλώσεις των γυναικών..γιατί δεν μπορούσα να δω τις αιωρήσεις των ματιών τους και τους μαιάνδρους του λογισμού τους. Και πάντα η παγωνιά μιας χειμωνιάτικης νύχτας με παραπέμπει σε έρωτες που γίνονταν ιδανικοί, επειδή ποτέ δεν ολοκληρώνονταν. Σαν το λασπωμένο και αηδιαστικό χιόνι του αστικού τοπίου..
Στράτος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
..Ανέδιδε τόση θέρμη καθώς τον αγκάλιαζε. Περπατούσαν σφιχτοδεμένοι μές το κρύο και τα συννεφάκια που έβγαζαν οι ανάσες τους βιάζονταν να διαλυθούν από το βάρος του τελευταίου τους σ´αγαπώ..Οι σκιές τους προπορεύτηκαν, ψήλωσαν σε έναν τοίχο και κάλυψαν τις πατημασιές των περαστικών, που βεβήλωναν το άσπιλο του λευκού. Κάτι του ψιθύρισε και αγαλλίασε το σώμα της στην απάντηση. Το τριξιμο των βημάτων τους αντανακλούσε την αρμονία της χειμωνιάτικης νυχτιάς και συντονισμένα επιβεβαίωνε τον αιώνιο δεσμό τους. Καθώς με πλησίαζαν σταμάτησαν ξαφνικά και τα στόματά τους ενώθηκαν.
Δεν μπόρεσα παρά να παραδοθώ στην έξαρση των μορφών τους. Στη μέση του βίου πολλές φορές η αισθητική απόλαυση παρωδεί την πραγματική, χειροπιαστή ηδονή...μερικοί το ονομάζουν αυτό ωριμότητα, άλλοι μηχανισμό άμυνας κι άλλοι γηρατειά.
Χρόνια τώρα έβλεπα τις γυναίκες ως συνεργάτες, σπουδαστές, μητέρες, συζύγους άλλων και εκπαίδευσα τις ορμές να υποκλίνονται στον εσωτερικό τους κόσμο..τις άκουγα, τις καταλάβαινα κι αυτή η υπέρμετρη κατανόηση εξαΰλωνε και καθαγίαζε τον πόθο.. Άρχισα να γράφω γι αυτές και κατέληξα να ερωτεύομαι τις τέλειες απεικονίσεις της θηλυκότητας στο χαρτί.
Αναρωτήθηκα αν αυτό είναι μιζέρια ή εξέλιξη, όταν πέρασα δίπλα τους..Άνετος και πολιτισμένος έστρεψα με διακριτικότητα το πρόσωπο αλλού. Και τότε κατάλαβα πως, ενώ τα χείλη της πύρωναν τα δικά του, τα γαλάζια της διαμάντια αιχμαλώτισαν την επίπλαστη αδιαφορία μου. Με κοίταζε, χωρίς αιδώ, προκαλώντας τις αναστολές, δίχως να ταπεινώσει το βλέμμα..ενώ οι νιφάδες έπλεκαν το εγκώμιο της λαγνείας τους στο σκοτάδι.
Πάντα φοβόμουν τις αγκαλιές και τις αναπνοές και τις προσηλώσεις των γυναικών..γιατί δεν μπορούσα να δω τις αιωρήσεις των ματιών τους και τους μαιάνδρους του λογισμού τους. Και πάντα η παγωνιά μιας χειμωνιάτικης νύχτας με παραπέμπει σε έρωτες που γίνονταν ιδανικοί, επειδή ποτέ δεν ολοκληρώνονταν. Σαν το λασπωμένο και αηδιαστικό χιόνι του αστικού τοπίου..
Σχόλια