Πόσο γελάστηκα
Πόσο γελάστηκα
Στράτος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
Πόσο γελάστηκα. Ψηλά μου έμαθαν πως βρίσκονται οι αξίες. Στα δύσβατα σε προσμένει το τέλειο, τα ιδανικό. Αισθήσεις απρόσιτες και κόσμοι μαγεμένοι. Αέναοι πόθοι, δοξασίες λυτρωτικές
Εκεί, πάνω από όλους, όσα πρέπει ν' αγαπήσεις.
Εκεί, πέρα απ' το χρόνο, το κακό και τη φθορά.
Χωρίς σύνεση κι εγώ βιάστηκα να τρανέψω. Χωρίς φρόνηση να πιαστώ, να απλώσω, να κρατηθώ. Άλλοτε σε ώμους φίλων μου, σε έρωτες φλογισμένους κι άλλοτε από παροτρύνσεις συμμάχων ιδεατών.
Και κάποτε ακόμα πάσχιζα σε μνήμες αγαπημένων,σε απαντοχές και σε φενάκες να στηριχτώ. Και κάποτε ακόμα ονομάτιζα την ήττα προσμονή.
Έτσι μεγάλωσα κι ανέμιζα το χέρι να τις αγγίξω. Μα ξεγελάστηκα, καθώς η μέρα μόλευε τη σκέψη. Μα ξεγελάστηκα κυνηγώντας τα υψηλά.
Πώς παραστράτησε η ματαίωση την κρίση, πώς πλάνεψε η λάμψη την αρετή.
Γιατί εκείνα που οι άνθρωποι έλεγαν πως αξίζουν, κάτω από τα πόδια μου βρίσκονταν μια ζωή.
Σέρνονταν στο χώμα σαν τα φίδια που ελλοχεύουν, κονιορτός μιας πλάνης περαστικής.
Κι εκεί ψηλά ένας ήλιος που κατοπτρίζει την τραγωδία και του κόσμου την οιμωγή.
Ένα εμπόδιο ο ουρανός και σύνορο γαλάζιο, που κρύβει, Θεέ μου, την μόνη αλήθεια. Που κρύβει, Θεέ μου την κραυγή την πιο σπαρακτική.
Στράτος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
Πόσο γελάστηκα. Ψηλά μου έμαθαν πως βρίσκονται οι αξίες. Στα δύσβατα σε προσμένει το τέλειο, τα ιδανικό. Αισθήσεις απρόσιτες και κόσμοι μαγεμένοι. Αέναοι πόθοι, δοξασίες λυτρωτικές
Εκεί, πάνω από όλους, όσα πρέπει ν' αγαπήσεις.
Εκεί, πέρα απ' το χρόνο, το κακό και τη φθορά.
Χωρίς σύνεση κι εγώ βιάστηκα να τρανέψω. Χωρίς φρόνηση να πιαστώ, να απλώσω, να κρατηθώ. Άλλοτε σε ώμους φίλων μου, σε έρωτες φλογισμένους κι άλλοτε από παροτρύνσεις συμμάχων ιδεατών.
Και κάποτε ακόμα πάσχιζα σε μνήμες αγαπημένων,σε απαντοχές και σε φενάκες να στηριχτώ. Και κάποτε ακόμα ονομάτιζα την ήττα προσμονή.
Έτσι μεγάλωσα κι ανέμιζα το χέρι να τις αγγίξω. Μα ξεγελάστηκα, καθώς η μέρα μόλευε τη σκέψη. Μα ξεγελάστηκα κυνηγώντας τα υψηλά.
Πώς παραστράτησε η ματαίωση την κρίση, πώς πλάνεψε η λάμψη την αρετή.
Γιατί εκείνα που οι άνθρωποι έλεγαν πως αξίζουν, κάτω από τα πόδια μου βρίσκονταν μια ζωή.
Σέρνονταν στο χώμα σαν τα φίδια που ελλοχεύουν, κονιορτός μιας πλάνης περαστικής.
Κι εκεί ψηλά ένας ήλιος που κατοπτρίζει την τραγωδία και του κόσμου την οιμωγή.
Ένα εμπόδιο ο ουρανός και σύνορο γαλάζιο, που κρύβει, Θεέ μου, την μόνη αλήθεια. Που κρύβει, Θεέ μου την κραυγή την πιο σπαρακτική.
Σχόλια