Η μυστική λειτουργία
Η μυστική λειτουργία
Ευστράτιος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
Στην εκκλησία του χωριού μου κάποιες χειμωνιάτικες βραδιές, την ώρα που ο εσπερινός τελειώνει και οι πόρτες της κλειδώνουν απέξω το κρύο και την ακινησία, ξεκινά η μυστική λειτουργία.
Κίτρινα φώτα στους δρόμους διυλίζουν τη βροχή, τους φόβους, την ερημιά.
Από νωρίς έχουν κλειστεί στα σπίτια τους οι κάτοικοι μαζί με τις έγνοιες τους και ο αέρας διαπερνά τα σοκάκια,τις αυταπάτες, τις γρίλιες και τις κερκόπορτές τους.
Μα ο νους, που ερωτεύτηκε τα άυλα, ακούει στο σφύριγμά του ανέμου τα αόρατα σήμαντρα να καλούν για το μεγάλο απόδειπνο. Ιερείς από αλλοτινές εποχές ντύνονται τα άμφια των αιώνων και παίρνουν τις θέσεις τους στο ιερό, στα εξαπτέρυγα, που λαμποκοπούν ζωντανεμένα, στο θυσιαστήριο, στην πρόθεση.
Στα στασίδια γνώριμες μορφές, που από καιρό έχουν πεθάνει. Οι γέροντες και οι γριές των παιδικών μου χρόνων, όσοι εξαλείφθηκαν τόσο αιφνίδια μες τη ζωή μου και λιγόστεψαν στη μνήμη, πρόσωπα, που ξεθώριασαν στον ασβέστη του χρόνου, σύντροφοι, που κάποτε, πλανεμένος από τη νεότητα, τους θεώρησα παντοτινούς και αναλλοίωτους.
Άλλοι κρατούν τη σύνοψη με τις σταλαγματιές τις κίτρινες και σιγοψέλνουν, άλλοι ξεριζώνουν τα κεριά από τα μανουάλια και άλλοι σηκώνονται στο πέρασμα του θυμιάματος και του διάκου. Η περιφορά αγιάζει όσα υπήρξαν. Και όσα πέρασαν δέονται για αυτά που θα έλθουν. Και όλοι μαζί ετούτοι που νήστεψαν τα επίγεια μεταλαμβάνουν την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ωραία πύλη.
Παιδιά μικρά που χάθηκαν από αρρώστια ή ατύχημα, ιεροπαίδες ντύνονται την αθωότητα, τα στιχάρια και τα οράρια κρατώντας τους σταυρούς του μαρτυρίου.
Οι θύρες ανοίγουν και πληθαίνει το φοβερό εκκλησίασμα. Στις εικόνες οι προφήτες και οι άγιοι και οι βιβλικές σκηνές πυρπολούνται από θείο φως και ενσαρκώνονται. Ο ναός όλος κινείται και ανυψώνεται και αιωρείται μαζί με μελίσματα βυζαντινά, φθόγγους αρχαίους και μοιρολόγια παλιά, αιολικά.
Οι ψαλμοί γίνονται θρόισμα, που λικνίζει τις κανδήλες, ισοπεδώνει την έπαρση, πριν κατευθυνθεί προς την Παναγία την απροσμάχητη.
Κι εκεί κάτω από τον άμβωνα, οι δικοί μου νεκροί, οι αγαπημένοι απόντες, εκείνοι που με τη στοργή τους ανεξάληπτα καθόρισαν οτιδήποτε έμελε να γίνω, κρατούν από το χέρι ένα αγέννητο παιδάκι.
Η νύχτα προχωρά και οι ψυχές οι κατανυκτικές ανασκιρτούν στην έλευση του Κυρίου. Προχωρά ο Χριστός και αγάλλεται η χειμερινή εκκλησία και το κοιμισμένο χωριό και οι ψυχές δέχονται τη συγκατάβαση και την ευλογία Του.
Υπάρχουν κάποιες βραδιές ερημικές που ο καθένας στη ζωή του θα ακούσει τα αόρατα σήμαντρα της μυστικής λειτουργίας. Αρκεί ο νους του να έχει ερωτευτεί τα άυλα και τα αφανέρωτα.
Ευστράτιος Παπάνης, Ακαδημία των Πολιτών
Στην εκκλησία του χωριού μου κάποιες χειμωνιάτικες βραδιές, την ώρα που ο εσπερινός τελειώνει και οι πόρτες της κλειδώνουν απέξω το κρύο και την ακινησία, ξεκινά η μυστική λειτουργία.
Κίτρινα φώτα στους δρόμους διυλίζουν τη βροχή, τους φόβους, την ερημιά.
Από νωρίς έχουν κλειστεί στα σπίτια τους οι κάτοικοι μαζί με τις έγνοιες τους και ο αέρας διαπερνά τα σοκάκια,τις αυταπάτες, τις γρίλιες και τις κερκόπορτές τους.
Μα ο νους, που ερωτεύτηκε τα άυλα, ακούει στο σφύριγμά του ανέμου τα αόρατα σήμαντρα να καλούν για το μεγάλο απόδειπνο. Ιερείς από αλλοτινές εποχές ντύνονται τα άμφια των αιώνων και παίρνουν τις θέσεις τους στο ιερό, στα εξαπτέρυγα, που λαμποκοπούν ζωντανεμένα, στο θυσιαστήριο, στην πρόθεση.
Στα στασίδια γνώριμες μορφές, που από καιρό έχουν πεθάνει. Οι γέροντες και οι γριές των παιδικών μου χρόνων, όσοι εξαλείφθηκαν τόσο αιφνίδια μες τη ζωή μου και λιγόστεψαν στη μνήμη, πρόσωπα, που ξεθώριασαν στον ασβέστη του χρόνου, σύντροφοι, που κάποτε, πλανεμένος από τη νεότητα, τους θεώρησα παντοτινούς και αναλλοίωτους.
Άλλοι κρατούν τη σύνοψη με τις σταλαγματιές τις κίτρινες και σιγοψέλνουν, άλλοι ξεριζώνουν τα κεριά από τα μανουάλια και άλλοι σηκώνονται στο πέρασμα του θυμιάματος και του διάκου. Η περιφορά αγιάζει όσα υπήρξαν. Και όσα πέρασαν δέονται για αυτά που θα έλθουν. Και όλοι μαζί ετούτοι που νήστεψαν τα επίγεια μεταλαμβάνουν την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ωραία πύλη.
Παιδιά μικρά που χάθηκαν από αρρώστια ή ατύχημα, ιεροπαίδες ντύνονται την αθωότητα, τα στιχάρια και τα οράρια κρατώντας τους σταυρούς του μαρτυρίου.
Οι θύρες ανοίγουν και πληθαίνει το φοβερό εκκλησίασμα. Στις εικόνες οι προφήτες και οι άγιοι και οι βιβλικές σκηνές πυρπολούνται από θείο φως και ενσαρκώνονται. Ο ναός όλος κινείται και ανυψώνεται και αιωρείται μαζί με μελίσματα βυζαντινά, φθόγγους αρχαίους και μοιρολόγια παλιά, αιολικά.
Οι ψαλμοί γίνονται θρόισμα, που λικνίζει τις κανδήλες, ισοπεδώνει την έπαρση, πριν κατευθυνθεί προς την Παναγία την απροσμάχητη.
Κι εκεί κάτω από τον άμβωνα, οι δικοί μου νεκροί, οι αγαπημένοι απόντες, εκείνοι που με τη στοργή τους ανεξάληπτα καθόρισαν οτιδήποτε έμελε να γίνω, κρατούν από το χέρι ένα αγέννητο παιδάκι.
Η νύχτα προχωρά και οι ψυχές οι κατανυκτικές ανασκιρτούν στην έλευση του Κυρίου. Προχωρά ο Χριστός και αγάλλεται η χειμερινή εκκλησία και το κοιμισμένο χωριό και οι ψυχές δέχονται τη συγκατάβαση και την ευλογία Του.
Υπάρχουν κάποιες βραδιές ερημικές που ο καθένας στη ζωή του θα ακούσει τα αόρατα σήμαντρα της μυστικής λειτουργίας. Αρκεί ο νους του να έχει ερωτευτεί τα άυλα και τα αφανέρωτα.
Σχόλια