Ομίχλη
Ομίχλη
Ευστράτιος
Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η δυστυχία
μας περιτριγυρίζει.
Σαν πρωινή
ομίχλη ή μυρωδιά φονική. Προσποιούμαστε πως δεν την ακούμε, δεν την βλέπουμε,
δεν τρυπά τα ρουθούνια μας, δε νεκρώνει το μυαλό. Μα αυτή θεριεύει με την
αδιαφορία, αδιαπέραστη γίνεται από την άγνοια και την προσποίηση και τις συμβάσεις.
Μακρινή φαίνεται, αναστρέψιμα θολή, ακίνδυνη σα σύννεφο στην πλαγιά, που ολοένα
κατεβαίνει και δρασκελά τα εμπόδια και περικυκλώνει τις αισθήσεις, τη ζωή μας, τα
ελαφρυντικά. Ελλοχεύει να σκοτεινιάσει την ελπίδα, να μουδιάσει την ανθρωπιά μας,
να χλευάσει τις δικαιολογίες μας, να περιπαίξει τα άλλοθι.
Κι εκεί που
πιστέψαμε πως θα περάσει η αντάρα, θα γλυκάνει η καταχνιά και θα εκτονωθεί στην
ιστορία των άλλων, ενώ θαρρούσαμε πως θα εξιλεωθεί με ξόρκια και μαγγανείες και
τυπικές φιλανθρωπίες και χλιαρά δάκρυα, που δεν γίνονται πράξη, αυτή
στροβιλίζεται, κατακτά και μολεύει την κάθε στιγμή.
Με τη σοφία
και τα επιχειρήματα των ανόητων, παίρνουμε το πεισιθανάτιο ύφος κουνάμε τα
χέρια να καθαρίσει το πεδίο, να φανεί ο ουρανός. Μα το σκοτάδι πυκνώνει και καλύπτει
τις χαραμάδες και την ανάνηψη.
Ποιος μας υποσχέθηκε
το ουράνιο τόξο, που δεν λάμπει, αν εμείς δεν το ονειρευτούμε στο παιδικό
ιχνογράφημα και αν δεν το χρωματίσουμε
με συμπόνοια και αγάπη και αλληλεγγύη. Ποιος μας πλάνεψε πως θα κοπάσει η
θεομηνία, αν όλοι δεν ξοδέψουμε τον αέρα στα πνευμόνια μας να γυρίσει η
φουρτούνα και να γαληνέψει ο σαρωτικός άνεμος.
Σαν απόμακρη
ενοχή πλησιάζει, προσωποποιείται, καταδικάζει, σκεπάζει τα ξέφωτα και καταπίνει
τους ορίζοντες, έτσι που να μη βλέπουμε παρά λίγα μέτρα μακριά, αν και οδηγούμε
με ταχύτητα ιλιγγιώδη τον ασήμαντο βίο
μας, που κάποτε περάσαμε για σπουδαίο.
Και ενώ η
καταστροφή ζυγώνει, εμείς δε βλέπουμε, δε μυρίζουμε τη σήψη στον αέρα, δεν
κρατιόμαστε παρά από ένα κλαδάκι, που λιποψυχεί, που ξεριζώνεται, που αδυνατεί
να περισώσει έστω και τα προσχήματα.
Και ξαφνικά,
η δυστυχία των άλλων ζητά εκδίκηση από μας. Το βλέμμα του ζητιάνου που
αγνοήσαμε, η είδηση των παιδιών που πνίγηκαν, ο θρήνος ο χαμηλόφωνος του
πεινασμένου, οι αδικίες, που συγκαλύψαμε, ενώνονται με την οδύνη των αιώνων,
που καιροφυλακτούσε να μας συνθλίψει. Και τότε απορούμε και υποκρινόμαστε και λοιδορούμε,
γιατί σε μένα, γιατί στην οικογένειά μου, γιατί δεν έκανα κάτι, ενώ μπορούσα.
Μα έχουμε
σκεπαστεί πια από την ομίχλη και το βάραθρο δεν απέχει παρά μια μετάνοια και
έναν λυγμό.
Σχόλια