Τοπική Ανάπτυξη


Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Κωνσταντίνος Ρόντος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Χτούρης Σωτήρης, Καθηγητής Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Σοφία Γιαννοπούλου, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Τίτλος ομιλίας: «Το επαγωγικό μοντέλο τοπικής ανάπτυξης: Εμπειρική καταγραφή απασχόλησης και ποιότητας ζωής στην Κοζάνη»


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με τον Barquero, (1991), η τοπική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία διαρθρωτικής αλλαγής, που επιδρά σε μία χωρικά καθορισμένη κοινότητα και αποβλέπει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της. Δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε οικονομικούς παράγοντες, αλλά και σε κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους. Οι πολιτικές που ενισχύουν την τοπική ανάπτυξη πρέπει να σχεδιάζονται με μακροχρόνιο ορίζοντα και να έχουν ως στόχο τη βελτίωση του παραγωγικού συστήματος, της ποιότητας ζωής και του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων του εκάστοτε χωρικού πλαισίου. Ο Dekker (1985), θεωρεί ότι η βάση για τον καλό σχεδιασμό πολιτικής για την τοπική ανάπτυξη είναι οι επιχειρήσεις, αφού αυτές καλούνται να παίξουν τον πιο δραστήριο ρόλο στις διαδικασίες της διαρθρωτικής αλλαγής ενισχύοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία των κατοίκων μιας κοινωνίας. Αυτό όμως, προϋποθέτει την γνώση ορθής διαχείρισης των τοπικών πόρων, αλλά και τη συναινετική διάθεση της τοπικής κοινωνίας για σχέδια διαρθρωτική αλλαγής. Γι’ αυτό το λόγο ο σχεδιασμός και η λήψη αποφάσεων και η υλοποίηση αναπτυξιακών πρακτικών θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στις τοπικές αρχές και φορείς αλλά και στην ενεργή παρέμβαση των τοπικών επιχειρηματιών και τη συναινετική αρωγή του πληθυσμού (Barquero, 1991).

Ο Quevit (1986), υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία των αρμοδίων και του ανθρώπινου δυναμικού μιας περιοχής για το σχεδιασμό προγραμμάτων και ενεργειών που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την τοπική κοινωνία. .Δίνει έμφαση στην ενδογενή ανάπτυξη, στην οργάνωση της τοπικής αγοράς, στη δημιουργία υπηρεσιών εμπορίου και δικτύων διανομής των τοπικών προϊόντων, καθώς και στην ανάδειξη των τοπικών επιχειρηματιών. Η παραπάνω προσέγγιση τονίζει την αυτονομία και την αποδέσμευση της τοπικής κοινωνίας από τις κεντρικές πολιτικές.

Η Ανδρικοπούλου (1990), αναφέρει ότι οι στρατηγικές της τοπικής ανάπτυξης μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικά μοντέλα: Το πρώτο αφορά μια συγκεντρωτική περιφερειακή πολιτική, η οποία κατευθύνει κεντρικά την ανάπτυξη και την ενεργοποιεί «εκ των άνω», ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει αποκεντρωμένες τοπικές πολιτικές που κινητοποιούν «εκ των κάτω» το δυναμικό μιας τοπικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τους Richardon (1978) και Boudeville (1966), το μοντέλο της «εκ των άνω» ανάπτυξης δημιουργήθηκε στοχεύοντας στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών, αλλά αγνόησε τις ανισότητες μεταξύ των περιφερειών, οι οποίες όμως δεν είναι δυνατόν να υπερκερασθούν εύκολα, δεδομένου ότι η μορφή και οι ρυθμοί ανάπτυξης των περιφερειών εξαρτώνται σημαντικά από τα διαφορετικά επίπεδα ευημερίας και εισοδήματος της εκάστοτε περιφερειακής δομής. Έτσι οι Richardon και Boudeville καταλήγουν ότι στόχος της περιφερειακής πολιτικής δεν μπορεί να είναι η σύγκλιση των ρυθμών ανάπτυξης όλων των περιφερειών ταυτόχρονα, γιατί αυτό απαιτεί φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης για τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, ώστε να καλύψουν το χάσμα ευημερίας με τις αναπτυγμένες περιοχές κάτι το οποίο θεωρείται ουτοπικό.

Οι Armstrong και Taylor (1978), πιστεύουν ότι οι προσπάθειες για την χάραξη περιφερειακών πολιτικών αποβλέπουν στην δημιουργία ανταγωνιστικής εθνικής οικονομίας και ότι οι τοπικές κοινωνίες αποτελούν μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα εν γένει. Έτσι οι κυβερνήσεις προέκριναν το κριτήριο της ανταποδοτικότητας στον καταμερισμό των κονδυλίων ανά περιφέρεια, επιτείνοντας περισσότερο τις περιφερειακές ανισότητες. Η φιλοσοφία αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι αν οι προσπάθειες για την ισότητα των περιφερειών δεν γίνουν με κριτήριο την ανταποδοτικότητα, τότε η σπατάλη πόρων σε μη συμφέρουσες επενδύσεις θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη συνολική εθνική οικονομία, με αποτέλεσμα οι ρυθμοί ανάπτυξης τελικά να επιβραδυνθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του ‘60 στην Ελλάδα (Ανδρικοπούλου, 1984), οι οποίες στέρησαν από τις προβληματικές περιφέρειες τις δημόσιες επενδύσεις και τις μοίρασαν αφειδώς σε περιοχές με συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως η γεωγραφική θέση, η ύπαρξη φυσικών πόρων κ.λ.π. Η συγκεκριμένη φιλοσοφία ευαγγελιζόταν τη δημιουργία περιφερειών, που θα αποτελούσαν πόλους έλξης και θα ενίσχυαν την εθνική οικονομία, οδηγώντας παράλληλα σε ερήμωση και δημογραφική ένδεια όλες τις υπόλοιπες.

Το «εκ των κάτω» μοντέλο ανάπτυξης έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του ‘80 και θεωρήθηκε περισσότερο αποτελεσματικό, γιατί επικεντρώνεται στην χάραξη πολιτικών που σχεδιάζονται με βάση τις τοπικές ανάγκες και αποσκοπούν στην κινητοποίηση του δυναμικού μιας περιοχής ανεξάρτητα από το μέγεθος της συμβολής της στους εθνικούς πόρους. Οι τοπικοί φορείς είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τα τοπικά προβλήματα, τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής τους και συνεπώς μπορούν να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και πολιτικές που θα κινητοποιούν το ενδογενές δυναμικό (Ανδρικοπούλου, 1994). Οι Friedman και Weaver C. (1979), πρεσβεύουν ότι οι πρωτοβουλίες της τοπικής κοινωνίας θα πρέπει να προσανατολίζονται προς την ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους, όπως αυτές ανακύπτουν μέσα από την τοπική συγκρότηση και ιδιοσυγκρασία.

Οι Ψυχοπαίδης και Γετίμης (1989) θεωρούν «η προβληματική που προκύπτει από το «εκ των κάτω» μοντέλο ανάπτυξης εστιάζεται στο γεγονός ότι η τοπική ανάγκη δεν προκύπτει άμεσα, αλλά συγκροτείται ως έκφραση ενός ιδιότυπου καταμερισμού της εργασίας, όπου υπεισέρχεται η διαφοροποίηση μεταξύ δομικών στοιχείων εθνικής και τοπικής κοινωνίας και όπου αντίστοιχα, σε τοπικό επίπεδο, προκύπτουν διαρθρωτικά στοιχεία, τα οποία απαιτούν είτε εθνική, είτε τοπική ρύθμιση, ανάλογα πάντα με το βαθμό εκσυγχρονισμού και τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας.»

Σήμερα έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ότι και τα δύο μοντέλα ανάπτυξης έχουν τα θετικά και τα αρνητικά τους σημεία.

Ο πρώτος τύπος ανάπτυξης (εκ των άνω ανάπτυξη) έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να διαχειριστεί κεντρικά το ζήτημα των περιφερειακών ανισοτήτων και να στρέψει την προσοχή της στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές (Ανδρικοπούλου, 1995), ενώ το δεύτερο μοντέλο ανάπτυξης (εκ των κάτω μοντέλο ανάπτυξης) μπορεί ευχερέστερα να εντοπίσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας περιοχής, τις ιδιαιτερότητες καθώς και την πολιτισμική της διαφορετικότητα.

Ιδεατά η τοπικές κοινωνίες θα είχαν πολλά να αποκομίσουν, εάν διασφαλιζόταν στενή συνεργασία μεταξύ των ανώτερων κεντρικών πολιτικών και διοικήσεων με τους τοπικούς φορείς. Οι τοπικές αρχές θα πρέπει να είναι οι απολύτως υπεύθυνες για την διαδικασία λήψης αποφάσεων σε θέματα ανάπτυξης, ενώ οι κεντρικές διοικητικές αρχές θα πρέπει να ασκούν ισχυρό έλεγχο σε όλη τη διαδικασία σχεδιασμού, χρηματοδότησης και εφαρμογής των τοπικών αποφάσεων και πολιτικών της συγκεκριμένης περιφέρειας.

Όπως προαναφέρθηκε η έννοια της τοπικής ανάπτυξης είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει τόσο οικονομικές, όσο και κοινωνικές παραμέτρους. Κεντρικός πυρήνας της είναι η ενίσχυση της απασχόλησης, η συγκράτηση του γηγενούς πληθυσμού και η τόνωση του κοινωνικού κεφαλαίου μιας περιοχής, η οποία στηρίζεται στην καλλιέργεια κοινωνικής εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση των τοπικών κοινωνικών δικτύων.

Η καταπολέμηση της ανεργίας αποτέλεσε και αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσπάθεια αυτή εντάσσεται στη γενικότερη κοινωνική πολιτική που εφαρμόζει η Ένωση και η οποία έχει ως στόχο τη «δημιουργία αρμονικών και ισορροπημένων οικονομικών σχέσεων, την αειφόρο παραγωγικότητα με σεβασμό προς το πολιτισμικό και φυσικό περιβάλλον, το υψηλό επίπεδο απασχολησιμότητας και κοινωνικής προστασίας για τους πολίτες, την αύξηση του επιπέδου διαβίωσης και την οικονομική και κοινωνική σύσφιξη και σταθερότητα μεταξύ των σχέσεων των χωρών –μελών» (Άρθρο 2, Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της απασχολησιμότητας βασίζεται στις δυναμικές δομικές αλλαγές που μελλοντικά θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης.

Οι προϋποθέσεις της τοπικής ανάπτυξης, όπως έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελούν πλέον τις κατευθύνσεις της πολιτικής «συνοχής», κινούνται στους ακόλουθους τομείς:


  • Την ανάπτυξη των μεταφορών.

  • Την ανάπτυξη της τοπικής επιχειρηματικότητας.

  • Την προστασία του περιβάλλοντος.

  • Την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ως σύνολο των επιμέρους τοπικών πολιτισμών.

  • Η επίτευξη των στόχων μέσω εκπαίδευσης και κατάρτισης


2. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας και συνορεύει με την Αλβανία και την FYROM. Αποτελείται από τους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας και έχει έδρα την Κοζάνη, που αποτελεί την Πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού.

Η Δυτική Μακεδονία έχει έκταση 9.451 τετραγωνικά χιλιόμετρα και καταλαμβάνει το 7,2% της συνολικής έκτασης της χώρας. Είναι περιοχή κατεξοχήν ορεινή, με το 82% του εδάφους να καλύπτεται από ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις.

Η Περιφέρεια έχει σημαντικούς φυσικούς πόρους όπως ενεργειακά ορυκτά, μεταλλεύματα, δάση (50% της συνολικής έκτασης), βοσκότοπους και το 65% των επιφανειακών υδάτινων πόρων της χώρας.

Ο πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (1998), ανέρχεται σε 302.892 κατοίκους και αντιστοιχεί στο 2,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.

Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού κατά την περίοδο 1993-1998 ανήλθε στο 1,66%, λίγο μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της χώρας (1,56%). Όσον αφορά την πληθυσμιακή πυκνότητα της περιφέρειας, είναι 32 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο έναντι 79,7 της χώρας.

Ο αστικός πληθυσμός της περιφέρειας ανέρχεται στο 29% του συνολικού πληθυσμού, ο ημιαστικός στο 15% και ο αγροτικός στο 56% αντίστοιχα.

Το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της Περιφέρειας ανέρχεται στο 89% του μέσου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της χώρας για το έτος 1994, παρουσιάζοντας κάμψη σε σχέση με το αντίστοιχο του 1989 που ήταν 103,6%.

Η Περιφέρεια κατατάσσεται στην 21η θέση ανάμεσα στις φτωχότερες της Ε.Ε. με το Α.Ε.Π. της να αντιστοιχεί στο 62% του μέσου Α.Ε.Π. της Ε.Ε. (1996). Η θέση της έχει βελτιωθεί σε σχέση με το έτος 1986 (58% του Α.Ε.Π. της Ε.Ε).

Η Περιφέρεια παράγει το 2,6% του Α.Ε.Π. της χώρας. Στον πρωτογενή τομέα παράγεται το 13,4%, στο δευτερογενή το 47,5% και στον τριτογενή το 39,1% του Περιφερειακού Α.Ε.Π.

Αναφορικά με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της Περιφέρειας ανέρχεται 120,8 χιλιάδες κατοίκους ενώ οι απασχολούμενοι σε 103,2 χιλιάδες άτομα (1997). Η διαχρονική εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αύξηση (με εξαίρεση το 1996) ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσιάζει διακυμάνσεις (αύξηση στη διετία 1993-1994, σημαντική πτώση το διάστημα 1994-1995, και έκτοτε αυξάνεται). Το 23,5% των απασχολούμενων της περιφέρειας εργάζεται στον πρωτογενή τομέα, το 32,9% στον δευτερογενή και το 43,6% στον τριτογενή. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και αύξηση στον τριτογενή.

Τα ποσοστά ανεργίας στην Περιφέρεια, κατά το έτος 1997, ανήλθε σε 14,5% , με τάσεις μείωσης σύμφωνα με στοιχεία του 1998, παραμένει όμως υψηλότερο του αντίστοιχου εθνικού.

Ο δείκτης ανεργίας στους νέους ηλικίας 14-25 ετών παρουσιάζεται ιδιαίτερα υψηλός και ανέρχεται στο 46,9%. Το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο της χώρας (63,1% έναντι 57,1%). Παρόμοια παρατηρείται και η κατάσταση στα ποσοστά της γυναικείας ανεργίας (23,4% έναντι 15,9%).

Όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της περιφέρειας θεωρείται αρκετά χαμηλότερο από το αντίστοιχο της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, το εργατικό δυναμικό με πρωτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 45,2% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 35,7% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 19,2% είναι κάτοχοι πτυχίου ανώτερων ή ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στους τρεις από τους τέσσερις νομούς της Περιφέρειας και συγκεκριμένα στους νομούς Γρεβενών, Φλώρινας και Καστοριάς και πολύ λιγότερο στο Νομό Κοζάνης.

Το Α.Ε.Π. του πρωτογενή τομέα καταλαμβάνει το 11% του Α.Ε.Π. του πρωτογενή της χώρας, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό. Παρατηρείται έντονο το φαινόμενο εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας, ενώ παρά το πλούσιο υδάτινο δυναμικό, το ποσοστό των αρδευόμενων εκτάσεων βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.

Η παραγωγή κρόκου αποτελεί αποκλειστικότητα της Περιφέρειας. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα, τα οποία παράγει η Περιφέρεια είναι τα μήλα και το σιτάρι. Στην Περιφέρεια αναλογεί το 16% της εγχώριας παραγωγής μήλων και το 15% της συνολικής παραγωγής σίτου. Άλλα σημαντικά παραγόμενα προϊόντα της Περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας είναι τα γαλακτοκομικά, τα φασόλια, τα κηπευτικά κ.λ.π.

Ο δευτερογενής τομέας είναι ο ισχυρότερος τομέας παραγωγικής δραστηριότητας της Περιφέρειας αν και παρουσιάζει μείωση του ποσοστού συμμετοχής του στο συνολικό Ακαθάριστο Προϊόν της Περιφέρειας.

Οι Νομοί Καστοριάς και Κοζάνης, χαρακτηρίζονται από τη μεγαλύτερη μεταποιητική δραστηριότητα στην Περιφέρεια.

Η πολύ μεγάλη συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα στο Α.Ε.Π. οφείλεται κυρίως στη συγκέντρωση εξορυκτικών δραστηριοτήτων και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στον άξονα Πτολεμαΐδας – Κοζάνης – Αμυνταίου. Στη Δυτική Μακεδονία παράγεται 70% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, εκ των οποίων το 50% παράγεται στο Νομό Κοζάνης. Σημαντική είναι και η συμβολή του μεταποιητικού κλάδου δέρματος-γούνας που συγκεντρώνεται στο νομό Καστοριάς και την περιοχή της Σιάτιστας.

Ο τομέας του εμπορίου και των υπηρεσιών (τριτογενής τομέας), στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό καταστημάτων και απασχολουμένων, κυρίως λόγω της απομόνωσής της από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι ανεπτυγμένες δραστηριότητες είναι κυρίως οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι ασφάλειες.

Το χονδρικό εμπόριο υποχωρεί μπροστά στην επέκταση των καταστημάτων λιανικού εμπορίου. Το λιανικό εμπόριο εκσυγχρονίζεται, αναβαθμίζονται οι εμπορικές υπηρεσίες και συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα της Περιφέρειας. Γενικά, στον τομέα των αποθηκεύσεων, του εμπορίου και των υπηρεσιών δημιουργούνται νέες συνθήκες με την προοπτική των αγορών της Βαλκανικής που συνορεύουν με τη Δυτική Μακεδονία.

3. Σκοπός της έρευνας.

Σκοπός της παρούσας εμπειρικής έρευνας είναι μια προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης του τύπου απασχόλησης των κατοίκων της Κοζάνης, των παραγόντων που σχετίζονται με την εργασία και την ανεργία και των αναπτυξιακών προοπτικών υπό το πρίσμα της αειφόρου τοπικής ανάπτυξης.




4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η έρευνα διενεργήθηκε κατά το χρονικό διάστημα Ιούλιος – Σεπτέμβριος του 2005. Το δείγμα αποτελείτο από 302 άτομα και ήταν αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού της Κοζάνης.

Η δειγματοληψία που χρησιμοποιήθηκε και στις δύο περιπτώσεις ήταν η απλή τυχαία δειγματοληψία, ώστε να εξασφαλίζεται η ίση πιθανότητα επιλογής των μονάδων πληθυσμού στο δείγμα. Η μέθοδος δειγματοληψίας που εφαρμόστηκε ήταν η τρισταδιακή, δηλαδή η επιλογή των περιοχών, ο χωρισμός σε οικοδομικά τετράγωνα και η διαγώνια επιλογή σπιτιών. Σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο επιλέχθηκε ίσος αριθμός ατόμων.

Ως όργανο μέτρησης που χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές την έρευνας ήταν το φύλο, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και η οικογενειακή κατάσταση.

Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην σχεδιάστηκε από το Εργαστήριο Κοινωνικής Πολιτισμικής και Ψηφιακής Τεκμηρίωσης του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το οποίο είχε εφαρμοστεί στην αντίστοιχη έρευνα στο Βόρειο Αιγαίο, με βασικό στόχο την καταγραφή των παραγόντων που σχετίζονται με την απασχόληση των κατοίκων του Βορείου Αιγαίου και τις μορφές που αυτή λαμβάνει.

Η δόμηση του ερωτηματολογίου βασίστηκε σε τρεις γενικές θεματικές ενότητες:

α) Στη μελέτη των δημογραφικών χαρακτηριστικών των κατοίκων της Κοζάνης, β) στις μορφές απασχόλησης (εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, ημιαπασχολούμενοι και άνεργοι) και γ) στη διερεύνηση παραγόντων που έχουν σχέση με την ικανοποίηση ή όχι των κατοίκων της Κοζάνης από την διαμονή τους στην συγκεκριμένη πόλη.

Αναλυτικότερα, η πρώτη θεματική ενότητα περιλάμβανε δημογραφικές ερωτήσεις σχετικά με το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο των ερωτώμενων

Η δεύτερη θεματική ενότητα περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με την μορφή απασχόλησης των ερωτώμενων, τη συχνότητα αλλαγής αντικειμένου εργασίας μετά τη λήξη των σπουδών τους, τους παράγοντες που είναι περισσότερο υπεύθυνοι για τα ποσοστά ανεργίας, τα μέτρα που μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της ανεργίας, καθώς και οι τομείς που θεωρούν ότι χρειάζονται περαιτέρω κατάρτιση/επιμόρφωση με σκοπό να εργαστούν με επιτυχία στο μέλλον.

Η τρίτη, τέταρτη και πέμπτη θεματική ενότητα αναφέρονταν στη μορφή απασχόλησης κάθε ερωτώμενου, ο οποίος καλείτο να συμπληρώσει το ανάλογο τμήμα του ερωτηματολογίου, σχετικά με τη μορφή της απασχόλησής του (πλήρης απασχόληση, ημιαπασχόληση, ανεργία).

Οι πλήρως απασχολούμενοι συμπλήρωναν ερωτήσεις σχετικά με την θέση τους στην εργασία (εργοδότης, μισθωτός, κ.λ.π.), το αντικείμενο της θέσης τους, την εργασιακή κατάσταση πριν βρουν την τωρινή απασχόληση, την αρωγή των κοινωνικών δικτύων για την εξεύρεση της εργασίας τους, την πολυαπασχόληση, το συνολικό μηνιαίο εισόδημα, και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικά όργανα.

Οι ημιαπασχολούμενοι περιέγραφαν τη φύση της εργασίας τους (εποχική, μερική κ.λ.π.), τους λόγους της ημιαπασχόλησης, την πρόθεση να εργαστούν περισσότερες ώρες καθώς και τις ενέργειες που έχουν κάνει κατά το τελευταίο τριμηνιαίο διάστημα για την εξεύρεση εργασίας με πλήρες ωράριο.

Οι ερωτήσεις που απευθύνονταν στον άνεργο πληθυσμό διερευνούσαν τους λόγους της ανεργίας, το χρονικό διάστημα αναζήτησης εργασίας, τις πηγές οικονομικής και κοινωνικής στήριξης.

Στην εισήγηση παρουσιάζονται ενδεικτικά μόνο ορισμένα στοιχεία από το πρώτο μέρος της έρευνας

5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ


Ένα αρκετά υψηλό ποσοστό της τάξεως του 61,3% των εργαζομένων έχει σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, που αφορά θέσεις είτε του ιδιωτικού είτε του δημόσιου τομέα, ενώ υψηλό-σε σύγκριση με το σύνολο της χώρας- παρουσιάζεται και το ποσοστό των ανέργων το οποίο αγγίζει το 23,8 Το 14,9% δήλωσε ότι ημιαπασχολείται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα.


Πίνακας 1: Ποσοστιαία κατανομή μορφών απασχόλησης στο Δήμο Κοζάνης.


Μορφή απασχόλησης

Ποσοστό (%)

Πλήρως απασχολούμενοι

61,3

Ημιαπασχολούμενοι

14,9

Άνεργοι

23,8

σύνολο

100,0

Ο πίνακας 2 καταγράφει τις διαφυλικές διαφορές στον τομέα της απασχόλησης


Πίνακας 2: Κατάσταση απασχόλησης σε σχέση με το φύλο στο δήμο Κοζάνης.


Πλήρως απασχολούμενοι(%)

Ημιαπασχολούμενοι(%)

Άνεργοι(%)

Άνδρας

54,1

51,1

44,4

Γυναίκα

45,9

48,9

55,6

Σύνολο

100

100

100

X2= 1,917 με 2 βαθμούς ελευθερίας και p= 0,384


Το ποσοστό των πλήρως απασχολούμενων στην ηλικιακή ομάδα 15-20 ετών εμφανίζεται ιδιαιτέρως χαμηλό στην Κοζάνη αφού η συμμετοχή της ηλικιακής ομάδας αυτής στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και οι στρατιωτικές υποχρεώσεις των αντρών μειώνουν τα ποσοστά απασχόλησης. Από τους ημιαπασχολούμενους, ένα σημαντικό κομμάτι ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 21-30 ετών, η οποία ταυτόχρονα εμφανίζει και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (Πίνακας 3). Το γεγονός αυτό ίσως είναι ένδειξη της αδυναμίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας να βρουν μία θέση πλήρους απασχόλησης και της αναγκαστικής τους ενασχόλησης σε εργασίες με μειωμένο ωράριο.

Η ανεργία των νέων είναι ιδιαιτέρως υψηλή στην Κοζάνη. Τα άτομα μεταξύ 15-30 ετών παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας, τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και στο δήμο της Κοζάνης , ενώ η απασχόληση των ατόμων 31-45 ετών είναι ιδιαιτέρα αυξημένη. Και τα ποσοστά όμως της ημιαπασχόλησης είναι υψηλά μεταξύ των νεαρών ηλικιακών ομάδων, ιδιαιτέρως μεταξύ των νέων 21-30 ετών. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η ημιαπασχόληση στην ηλικιακή ομάδα αυτή αντικατοπτρίζει επιλογή ή αναγκαία λύση στο πρόβλημα της ανεργίας που αντιμετωπίζουν οι νέοι, αφού – σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου για τον 2002- ο ένας στους δύο εργαζόμενους με μερική απασχόληση δεν την έχει επιλέξει ο ίδιος αλλά «αρκείται» σε αυτήν λόγω της δυσκολίας να απασχοληθεί σε θέση πλήρους εργασίας.



Πίνακας 3: Κατάσταση Απασχόλησης σε σχέση με την ηλικία.


Πλήρως απασχολούμενοι %

Ημιαπασχολούμενοι

%

Άνεργοι%

15-20

1,1

11,1

15,3

21-25

9,2

26,7

34,7

26-30

14,6

31,1

22,2

31-35

13,5

15,6

9,7

36-40

10,8

11,1

8,3

41-45

21,6

4,4

5,6

46-50

12,4

-

2,8

51-55

16,8

-

1,4

Σύνολο

100

100

100

X2= 88,253 με 14βαθμούς ελευθερίας και p= 0,000


Οι εργαζόμενοι της Κοζάνης έχουν αυξημένη επαγγελματική κινητικότητα (Πίνακας 4). Το 21,1% των εργαζομένων ανδρών έχει αλλάξει περισσότερες από τρεις φορές εργασία πριν από τη σημερινή του εργασία, ενώ 1-3 φορές έχει αλλάξει το 44,7%. Ελαφρώς χαμηλότερα είναι τα ανάλογα ποσοστά στις γυναίκες, εφόσον το 17,8% των γυναικών έχει αλλάξει περισσότερες από τρεις φορές εργασία πριν τη σημερινή τους θέση, ενώ το 42,1% έχει αλλάξει εργασιακό αντικείμενο από 1-3 φορές.


Πίνακας 4: Συχνότητα αλλαγής αντικειμένου εργασίας σε σχέση με το φύλο (στο σύνολο των εργαζομένων).


ΦΥΛΟ


άνδρας (%)

γυναίκα (%)

Καμία φορά

28,5

37,4

1-3 φορές

44,7

42,1

3-5 φορές

21,1

17,8

Πάνω από 5 φορές

5,7

0,9

Δεν απαντώ

-

1,9

Σύνολο

100

100

X2= 7,847με 4βαθμούς ελευθερίας και p= 0,097>0,05



Η σχέση του μορφωτικού επιπέδου με την κατάσταση απασχόλησης καταγράφεται στον πίνακα 5. Οι σχέση αυτή είναι στατιστικώς σημαντική σε επίπεδο 0,01













Πίνακας 5: Μορφή απασχόλησης σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο.


Μορφή Απασχόλησης


Πλήρως απασχολούμενοι (%)

Ημιαπασχολούμενοι

(%)

άνεργοι (%)

Πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Δημοτικό)

2,7

13,3

6,9

Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο/Λύκειο)

44,3

20

34,7

Μεταλυκειακές σπουδές

19,5

20

30,6

Ανώτατη εκπαίδευση (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.)

33,5

46,7

27,8

Σύνολο

100

100

100

X2= 20,051 με 6 βαθμούς ελευθερίας και p= 0,003


Τα ποσοστά συμμετοχής σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης παρουσιάζονται ιδιαίτερα χαμηλά σε όλες τις κορφές απασχόλησης καθώς και στους ανέργους. (Πίνακας 6)




Πίνακας 6 : Ποσοστιαία κατανομή των μορφών απασχόλησης σε σχέση με την συμμετοχή σε προγράμματα κατάρτισης.


Μορφή Απασχόλησης


Πλήρως απασχολούμενοι (%)

Ημιαπασχολούμενοι (%)

άνεργοι (%)

Συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης

30,8

22,2

23,6


Δεν συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης

69,2

77,8

76,4

Σύνολο

100

100

100

X2= 2,162 με 2 βαθμούς ελευθερίας και p= 0,339


Το 21,6% των πλήρως απασχολουμένων έχει αλλάξει 3-5 φορές εργασία μέχρι να βρει την τωρινή του απασχόληση σε σύγκριση με το 1,4% των ανέργων και το 11,1% των ημιαπασχολούμενων. (Πίνακας 7). Τα ποσοστά και των πλήρως απασχολούμενων αλλά και των άνεργων κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα όσον αφορά τη δήλωσή τους ότι έχουν αλλάξει εργασιακό αντικείμενο από 1-3 φορές (41,1% για τους πλήρως απασχολούμενους, 47,2% για τους ανέργους, αντίστοιχα) ενώ σημαντικά διαφοροποιούνται οι ημιαπασχολούμενοι οι οποίοι δηλώνουν σε ποσοστό 53,3% ότι έχουν μετακινηθεί επαγγελματικά 1-3 φορές.


Πίνακας 7: Ποσοστιαία κατανομή των μορφών απασχόλησης σε σχέση με την συχνότητα αλλαγής αντικειμένου εργασίας.


Μορφή Απασχόλησης



Πλήρως απασχολούμενοι (%)

Ημιαπασχολούμενοι (%)

άνεργοι (%)




Καμία φορά

33

31,1

33,3

1-3 φορές

41,1

53,3

47,2

3-5 φορές

21,6

11,1

1,4

Πάνω από 5 φορές

3,2

4,4

6,9

Δεν απαντώ

1,1

-

11,1


Σύνολο

100

100

100


X2= 35,113 με 8 βαθμούς ελευθερίας και p= 0,000


Όσον αφορά την ασφαλιστική κατάσταση του πληθυσμού του δείγματος τα στοιχεία που προκύπτουν μέσω έρευνας είναι άκρως ανησυχητικά: Οι άνεργοι φαίνεται να είναι στη δυσμενέστερη κατάσταση, αφού το 70,8% του συνόλου είναι ανασφάλιστο (Πίνακας 8). Το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό και στους ημιαπασχολούμενους, αφού χωρίς ασφαλιστική κάλυψη παρουσιάζεται το 51,1% του δείγματος.

Πίνακας 8: Μορφή απασχόλησης και ασφαλιστική κάλυψη.


Μορφή Απασχόλησης


Πλήρως απασχολούμενοι (%)

Ημιαπασχολούμενοι (%)

άνεργοι (%)

Έχει ασφάλιση

82,2

48,9

29,2

Δεν έχει ασφάλιση

17,8


51,1

70,8

Σύνολο

100

100

100

X2= 69,311 με 2 βαθμούς ελευθερίας και p= 0,000


Παρά την έντονη πολιτισμική-πολιτιστική κληρονομιά της Κοζάνης (Λαογραφικό μουσείο και Αρχαιολογικό μουσείο με πλούσια εκθέματα, μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές Εκκλησίες, οργανωμένοι καρναβαλικοί σύλλογοι, καθώς και εξαιρετικά οργανωμένες βιβλιοθήκες) οι κάτοικοι της διατηρούν ενδιάμεση στάση σχετικά με τις δυνατότητες επιλογών ψυχαγωγίας και διασκέδασης που τους παρέχει η πόλη τους.


Πολιτισμός


Διαφωνώ

(%)

ΕΝΔΙΑ

ΜΕΣΗ

ΣΤΑΣΗ

(%)

Συμφωνώ

(%)

Έχω ποικιλία επιλογών ψυχαγωγίας και διασκέδασης.

10,9

51,7

37,4

Υπάρχουν πολλοί σύλλογοι που προάγουν τον πολιτισμό και την παράδοση του μέρους όπου κατοικώ.

13,6

48,7

37,7

Η πόλη μου, μου δίνει πολλές δυνατότητες να παρακολουθώ και να συμμετέχω σε πολιτιστικά δρώμενα και εκδηλώσεις.

22,2

50,3

27,5



Ενδιάμεση στάση φαίνεται να διατηρούν οι κάτοικοι της Κοζάνης από τις ευκαιρίες μόρφωσης που παρέχει η πόλη τους. Το 52% του δείγματος δηλώνει ότι εάν ζούσε σε διαφορετικό μέρος θα είχε περισσότερες ευκαιρίες προσωπικής, οικονομικής και επαγγελματικής ανέλιξης.



ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Διαφωνώ

(%)

ΕΝΔΙΑ

ΜΕΣΗ

ΣΤΑΣΗ

(%)

Συμφωνώ

(%)

Νιώθω ικανοποιημένος από τις ευκαιρίες μόρφωσης /κατάρτισης που εξασφαλίζει σε μένα (ή στα παιδιά μου) ο τόπος όπου κατοικώ.

24,5

38,4

37,1

Πιστεύω ότι εάν ζούσα αλλού θα είχα περισσότερες ευκαιρίες προσωπικής, επαγγελματικής και οικονομικής ανέλιξης.

25,2

22,8

52

Αισθάνομαι ότι ο τόπος όπου κατοικώ παρέχει περιορισμένα ερεθίσματα, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην ευρύτητα των πνευματικών μου οριζόντων.

22,2

48

29,8


Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζονται να προσδίδουν οι ερωτώμενοι στα κοινωνικά τους δίκτυα, δηλαδή στο άθροισμα των προσωπικών τους επαφών, αφού θεωρούν ότι μέσα από αυτές διατηρούν την κοινωνική τους ταυτότητα, λαμβάνουν συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση πρόσβαση στις πληροφορίες και εν τέλει δημιουργία νέων κοινωνικών επαφών.


ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ


Διαφωνώ

(%)

ΕΝΔΙΑ

ΜΕΣΗ

ΣΤΑΣΗ

(%)

Συμφωνώ

(%)

Οι γείτονές μου είναι πρόθυμοι να συνδράμουν εάν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα.

25,5

30,8

43,7

Στον τόπο όπου ζω οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πιο φιλικές και ειλικρινείς ενισχύοντας την κοινωνική μου ταυτότητα.

23,5

35,8

40,7


Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος δηλώνει ότι το μέρος όπου κατοικούν τους παρέχει όλες τις ανέσεις (43,5%), και νιώθουν ότι δεν στερούνται πληροφοριών για τα τεκταινόμενα σε ολόκληρη τη χώρα και τον κόσμο. Το υψηλό αίσθημα ενημέρωσης που αισθάνονται μπορεί να πιστοποιηθεί και από τα υψηλά ποσοστά ευχέρειας της χρήσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή και κατ’ επέκταση του διαδικτύου, γεγονός που τους επιτρέπει να το χρησιμοποιούν και ως βασική πηγή ενημέρωσης-πληροφόρησης.





ΧΡΗΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ


Διαφωνώ

(%)

ΕΝΔΙΑ

ΜΕΣΗ

ΣΤΑΣΗ

(%)

Συμφωνώ

(%)

Έχω ικανοποιητική πρόσβαση στις πληροφορίες και την ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στην χώρα μου και τον κόσμο.

20,5

28,1

51,3

Νιώθω εγκλωβισμένος στο μέρος όπου κατοικώ και αποκομμένος από τις εξελίξεις που διαδραματίζονται στη χώρα μου.

47,4

33,8

18,9

Το μέρος όπου κατοικώ μου παρέχει όλες τις ανέσεις.

17,9

38,7

43,4


Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της Κοζάνης (55%) δηλώνει ικανοποιημένο από την επάρκεια αγαθών και από την ποικιλία προϊόντων που τους παρέχει ο τόπος τους. Παρόλα αυτά θεωρούν ότι το κόστος ζωής τους δεν διαφοροποιείται από αυτό των υπόλοιπων περιοχών της χώρας (49%). Ωστόσο, ενδιάμεση στάση διατηρεί η πλειοψηφία του δείγματος σχετικά με την διαμονή περιθωριοποιημένων ατόμων στην Κοζάνη (40,1%) καθώς και με την πεποίθηση ότι βασικό χαρακτηριστικό της πόλης τους είναι η έλλειψη άγχους και στρες (38,1%).

Τέλος, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων, σε ποσοστό της τάξεως του 50,7%, συμφωνεί ότι το φυσικό περιβάλλον του τόπου διαμονής τους δεν τους εξασφαλίζει τα εχέγγυα για έναν υγιεινό τρόπο ζωής.


Γενικές αντιλήψεις των κατοίκων για την ποιότητα ζωής στην ΚΟΖΑΝΗ


Διαφωνώ

(%)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ

ΣΤΑΣΗ

(%)

Συμφωνώ

(%)

Το κόστος ζωής είναι αρκετά φθηνότερο από την υπόλοιπη χώρα και μου εγγυάται ένα καλό επίπεδο διαβίωσης.

49

30,1

20,9

Το βασικό χαρακτηριστικό της ζωής στην πόλη μου είναι η έλλειψη άγχους, που προδιαθέτει ένα πιο ανθρώπινο τρόπο ζωής.

30,8

38,1

31,1

Υπάρχει επάρκεια αγαθών και ποικιλία προϊόντων στην αγορά του τόπου κατοικίας μου.

11,6

33,4

55

Το φυσικό περιβάλλον του τόπου όπου κατοικώ μου εξασφαλίζει τα εχέγγυα για έναν ευρύτερα υγιεινό τρόπο ζωής.

50,7

19,5

29,8

Ζουν πολλά περιθωριοποιημένα άτομα στο μέρος όπου κατοικώ (ζητιάνοι, ναρκομανείς κ.λ.π.)

32,1

40,1

27,8



6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (Η αξία του επαγωγικού μοντέλου ανάπτυξης)


Τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα μας έγινε κοινωνός των πλουσίων παροχών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μέσω των οικονομικών πακέτων στήριξης, τα οποία αφορούσαν μια πληθώρα δράσεων και ενεργειών. Τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη, όταν άρχισαν να εισρέουν τα κοινοτικά κονδύλια, ήταν εμφανής η ανικανότητα της Ελλάδας να απορροφήσει το 100% των χρημάτων και να καταρτίσει τεκμηριωμένες μελέτες, που θα δικαιολογούσαν την ευρωπαϊκή στήριξη. Η κατάσταση βελτιώθηκε σταδιακά, χωρίς όμως να επιτευχθεί το ιδεατό επίπεδο της ολικής αξιοποίησης των χρηματοδοτήσεων. Τα περιθώρια περαιτέρω στήριξης στενεύουν ακόμα περισσότερο με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πολλών νέων χωρών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Πολλοί βλέπουν με δέος τις επιχορηγήσεις να καταργούνται, τις επιδοτήσεις προϊόντων να αναστέλλονται, το δε εθνικό κεφάλαιο θα πρέπει να αναλάβει το σύνολο των ευθυνών. Άλλοι θεωρούν ότι η είσοδος των νέων χωρών αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία επενδύσεων με την εξάπλωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παρθένες αγορές.

Το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν μόνο η αδυναμία της να κατανοήσει πλήρως την Ευρωπαϊκή οικονομική κουλτούρα, αλλά και να κατευθύνει τα κονδύλια σε αναπτυξιακά έργα με πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αυτό αντικατοπτρίστηκε στην ποιότητα και το είδος των έργων, που τελικά ολοκληρώθηκαν, αλλά και στη δυσπραγία των αρμόδιων να εκταμιεύσουν τα απαιτούμενα ποσά. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα στράφηκε στην εκτέλεση έργων υποδομής-κατασκευή οδικών δικτύων, αθλητικών εγκαταστάσεων, συγκοινωνιακών φορέων, τα οποία, όσο χρήσιμα κι αν είναι, τονίζουν απλώς την ελλειμματικότητα της πατρίδας μας σε αναπτυξιακό όραμα: όσα έπρεπε να είχαν γίνει τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 μεταφέρθηκαν ως επείγουσες προτεραιότητες τη δεκαετία του ’90 και έγιναν πραγματικότητα μέσα από έναν ορυμαγδό γραφειοκρατικών διαδικασιών, πολιτικών αντεγκλήσεων και οικονομικών ατασθαλιών.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ευρύτερο. Οι μελέτες και ο σχεδιασμός των έργων, που απορρόφησαν τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, αναλώθηκαν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, πολλές φορές υπό αποικιοκρατικούς όρους, αγνοώντας τόσο την περιφέρεια, όσο και τους τελικούς αποδέκτες, δηλαδή τους πολίτες. Το υπερτροφικό κέντρο διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο, η επαρχιακή δυναμική συρρικνώθηκε, η παραγωγή στηρίχθηκε στο νοσηρό καθεστώς των επιδοτήσεων, που απογυμνωμένο από τον επενδυτικό χαρακτήρα του παρουσιάστηκε από τις κυβερνήσεις ως πρωτοβουλία στήριξης των αγροτών και ως φιλολαϊκή παρέμβαση. Κι όμως τα χρήματα αυτά δόθηκαν από την Ε.Ε. για την ανασυγκρότηση των καλλιεργειών, την καθετοποίηση της παραγωγής και τη μετεξέλιξη του αγροτικού προϊόντος σε σύγχρονη και κερδοφόρα μορφή επιχειρηματικότητας. Όλα αυτά πολύ απέχουν της πραγματικότητας.

Η Ευρωπαϊκή πολιτική δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Τα αναπτυξιακά προγράμματά της, σχεδιασμένα από την κεντρική διοίκηση και απευθυνόμενα ομογενοποιημένα σε κράτη με ετερόκλητες ανάγκες και προοπτικές, αποξενώθηκαν από τις πραγματικές επιδιώξεις των πολιτών και μέσα από ένα κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών σπανίως καταλήγουν στους άμεσα ενδιαφερομένους. Το μειονέκτημα των ιεραρχικών συστημάτων διοίκησης, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η ακαμψία, η αδυναμία της ροής πληροφοριών και η μετάλλαξη των αρχικών στόχων, λόγω των πολυδιαυλικών οδών μεταβίβασης των εντολών. Το «παραγωγικό» μοντέλο τοπικής ανάπτυξης στερείται ευελιξίας, είναι χρονοβόρο και αγνοεί τις ανάγκες των πολιτών, οχυρωμένο πίσω από την τυπολατρεία, τον όγκο των απαιτούμενων εγγράφων και την άβυσσο των διεκπεραιωτικών ενεργειών. Συνολικώς θεωρούμενο αντιστρατεύεται όλες τις αρχές της νέας οικονομίας, της εξέλιξης και της αειφόρου στρατηγικής ανάπτυξης.

Οι ερευνητές προτείνουν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που το ονομάζουν «επαγωγικό», γιατί άρχεται από τις εξειδικευμένες απαιτήσεις των πολιτών μιας τοπικής κοινότητας, ανάγεται σε επίπεδο περιφέρειας, κράτους και τελικά καταλήγει στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι βασικές του αρχές είναι οι ακόλουθες:

  • Επιστημονική καταγραφή μέσω ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων των αναγκών και προτάσεων των κατοίκων μιας κοινότητας. Οι θεματικές αφορούν την ποιότητα ζωής, την απασχόληση, την παραγωγή την κινητικότητα (γεωγραφική και εργασιακή), την ικανοποίηση από την εργασία και την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων.

  • Με την κατάλληλη δειγματοληψία επισημαίνονται οι ανάγκες των κοινοτήτων, οι οποίες συγκεντρωμένες αντικατοπτρίζουν τις ελλείψεις σε περιφερειακό επίπεδο.

  • Το άθροισμα των περιφερειακών αναγκών διαμορφώνει την εθνική πολιτική στους προαναφερθέντες τομείς, η οποία μεταβιβάζεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

  • Τα ευρωπαϊκά κονδύλια επιμερίζονται με κριτήρια τις ανάγκες των πολιτών και όχι σύμφωνα με τις αρχές ενός ξεπερασμένου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης (υγιείς οικονομικοί δείκτες και εξουθενωμένοι οικονομικά πολίτες).

  • Ενισχύεται οικονομικά η επιστημονική έρευνα, η οποία απευθυνόμενη στις πρωτογενείς πηγές πληροφοριών –τους πολίτες- ενισχύει με θεωρητική υποδομή και τεκμηρίωση τις ανάγκες τους και προτείνει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τις αρμόζουσες πολιτικές που οδηγούν σε μια κοινωνία των πολιτών.

  • Οι τελικές προτάσεις είναι ρεαλιστικές (δεδομένου ότι έχουν προκύψει από πρωτογενή επεξεργασία), αντισταθμιστικές (προσπαθούν να καλύψουν τις επιστημονικώς διαπιστωμένες ανισότητες), ευέλικτες (η επιστημονική καταγραφή διέπεται από κανόνες που δεν επηρεάζονται από την πολιτική), ποιοτικές (ακολουθούν συγκεκριμένη δεοντολογία), οικονομικές (οι πόροι διατίθενται για έρευνα και αποφεύγεται η κατασπατάληση πόρων σε αδόκιμες μορφές και αντιλήψεις περί ανάπτυξης) και εμπειρικές.

Το επαγωγικό μοντέλο, αν και δοκιμασμένο σε άλλους επιστημονικούς τομείς, δεν έχει εφαρμοστεί σε επίπεδο τοπικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου επιχειρεί για πρώτη φορά να το εφαρμόσει στην Περιφέρεια του Βορείου Αιγαίου ξεκινώντας από παράλληλες έρευνες σε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Λήμνο και Ικαρία, ενώ έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον στο Δήμο Αγιάσου και Γέρας. Πρόσφατα η μελέτη επεκτάθηκε και στο νομό Κοζάνης. Τα αποτελέσματα των ερευνών θα αναχθούν σε επίπεδο Περιφέρειας και θα κοινοποιηθούν στους αρμόδιους φορείς.


7. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  1. Ανδρικοπούλου Ε. (1984): «Κρατική παρέμβαση και περιφέρειες. Η ρύθμιση του περιφερειακού χώρου στην Ελλάδα», Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.


  1. Ανδρικοπούλου Ε. (1988): «Οργάνωση του χώρου. Αστική και Περιφερειακή θεωρία, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη.


  1. Ανδρικοπούλου Ε. (1990): «Μετασχηματισμοί της περιφερειακής πολιτικής και προοπτικές των πολιτικών τοπικής ανάπτυξης», στο Οι λειτουργίες του Κράτους σε περίοδο κρίσης, Θεωρία και ελληνική εμπειρία, Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 310-322.


  1. Ανδρικοπούλου Ε. (1994): «Περιφερειακή Πολιτική στη δεκαετία του 1980 και προοπτικές», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.


  1. Ανδρικοπούλου Ε. (1995): «Οι περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη της περιφερειακής πολιτικής από τη Συνθήκη της Ρώμης έως το Maastricht», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.


  1. Βάιου-Χατζημιχάλη, (1979): «Περιφερειακές ανισότητες- ιδεολογία και θεωρία στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς», Περιοδικό: Οικονομία και Κοινωνία, Τεύχος Ιουλίου 1979, σελ. 32-46.


  1. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Inforegio (2000): «Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Προγράμματα Περιφερειακής Ανάπτυξης 2000-2006.


  1. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Έκθεση 12/98, Εκτέλεση Περιφερειακών Προγραμμάτων για τη προώθηση της αγροτικής ανάπτυξης στις περιοχές στόχου».



  1. Επιτροπή ΕΚ, (1993), Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση: οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για την μετάβαση στον 21ο αιώνα.


  1. Ευρωπαϊκή Ένωση, (1997): «Η Συνθήκη του Άμστερνταμ», Λουξεμβούργο.


  1. Ευρωπαϊκή Ένωση, (1999): «Περιφερειακή Πολιτική και Συνοχή», Έκτη περιοδική Έκθεση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και ανάπτυξη των περιφερειών της Ευρωπαϊκή Ένωσης, Λουξεμβούργο.


  1. Hirscham, A. (1971): «A bias for hope», Essays on Development and Latin America. New Haven: Yale University Press.


  1. Ηughes J.J., (1975), How should we measure unemployment?, British Journal of Industrial Relations. p.318


  1. Ηughes & Parlaman, (1984), The economics of unemployment: a comparative analysis of Britain and United States, Harvester Press, p.26


  1. Mutti, A. (1998): «Capitale sociale e sviluppo», στο «Τοπική Ανάπτυξη. Μια στρατηγική για τη δημιουργία Απασχόλησης.» Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Barquero, A. (1991).


  1. Myrdal, G. (1957): «Economic theory and underdeveloped regions», London, Duckworth.


  1. Myrdal, G. (1969): «Economic Theory and Underdevelpment Regions», London.


  1. Nyhan, B. (2000): «Towards the learning region: Education and regional innovation in the European Union and the United States». Λουξεμβούργο, Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (Cedepof, 3006).


  1. Perroux, F. (1955): «Note on concept of growth poles», London, The free Press-Collier – Macmillan.


  1. Putnam, R. (1993): «Making Democracy Work», Princeton: Princeton University Press.


  1. Quevit, M. (1986): «Le pari de l’industrialization rurale», Editions Regionales Europeennes, Laysana στο «Τοπική Ανάπτυξη. Μια στρατηγική για τη δημιουργία Απασχόλησης.» Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Barquero, A. (1991).


1


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα