Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και κίνητρα στην επιλογή επαγγέλματος

Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης

Εκτός από τους οικογενειακούς παράγοντες και τους παράγοντες που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό σύστημα στην επιλογή του επαγγέλματος οι λεγόμενοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, όπως τόπος διαμονής, κοινωνικό γόητρο, απολαβές κ.λπ. ασκούν, επίσης, όχι μικρή επίδραση. Έτσι έχει σημασία να εξεταστεί η επίδρασή τους αναλυτικότερα στα παρακάτω.

2.3.1. Τόπος διαμονής

Ο τόπος διαμονής, ενδεικτικός πολλές φορές και της κοινωνικοοικονομικής θέσης της οικογένειας, αποτελεί συχνά σημαντικό παράγοντα με μεγάλη επίδραση στην επαγγελματική επιλογή του εφήβου. Καθορίζει τις εκπαιδευτικές - επαγγελματικές ευκαιρίες που δίνονται στον έφηβο, άλλοτε με άνοιγμα σε πληθώρα εκπαιδευτικών - επαγγελματικών επιλογών και άλλοτε με περιορισμό αυτών στο ελάχιστο.
Οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες, που προσφέρονται στα παιδιά που προέρχονται από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, διαφοροποιούνται σημαντικά. Οι σοβαρότερες διαφορές παρατηρούνται μεταξύ των νέων που ζουν σε αστικά κέντρα από τη μια μεριά και σε αγροτικές περιοχές από την άλλη. Η διαφοροποίηση των ευκαιριών αυτών έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των μέτρων ενίσχυσης της υπαίθρου, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές, όταν οι πόλεις και η ύπαιθρος εξετάζονται ως επιμέρους ολότητες. Τα παιδιά που ζουν σε απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές, εμφανίζουν μικρότερες επιδόσεις και φτάνουν σε μικρότερα ποσοστά στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Δημητρόπουλος κ.ά. 1994, Τομπαΐδης 1982, στηριζόμενος σε γαλλική έρευνα).
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από αρκετές εμπειρικές έρευνες που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τόπος διαμονής των μαθητών επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τη μαθητική τους κατάσταση (το ποσοστό σχολικής φοίτησης καθώς και το πνευματικό τους επίπεδο), (Τομπαΐδης 1982). Συγκεκριμένα: Οι Middleton και Grigg (1959) ερεύνησαν κατά πόσο ο τόπος διαμονής και φοίτησης των μαθητών επηρεάζει τις εκπαιδευτικές - επαγγελματικές τους φιλοδοξίες και διαπίστωσαν ότι τα παιδιά της πόλης είχαν υψηλότερες επιδιώξεις. Αυτό, όμως, ίσχυε μόνο για τα αγόρια και όχι για τα κορίτσια, για τα οποία δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση. Αναφέρεται μάλιστα ότι, από τα παιδιά που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές, 64% επιθυμούσε να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, ενώ από τα παιδιά που ζούσαν σε πόλη, την επιθυμία αυτή παρουσίαζε το 77%.
Έρευνα σε ομάδα μαθητών που ζούσαν στα Αππαλάχια (οροσειρά της Β. Αμερικής) και μιας άλλης ομάδας μαθητών που είχαν μεταναστεύσει στο Οχάιο της Αμερικής κατέληξε στα εξής πορίσματα: Οι έφηβοι που ζουν σε πόλεις αποκτούν μεγαλύτερες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές φιλοδοξίες από τους εφήβους που ζουν σε χωριά και έρχονται σε επαφή με αγροτικά κυρίως επαγγέλματα. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψη πληροφοριών και ευκαιριών παρά στην έλλειψη ικανοτήτων (Steving & Whilling 1967).
Οι μαθητές από τις μεγαλύτερες πόλεις φαίνεται να παίρνουν κατά μέσο όρο καλύτερους βαθμούς από εκείνους που μένουν σε χωριά, ιδιαίτερα στα μαθήματα θετικών επιστημών που οδηγούν στις ανώτατες σχολές και σε επαγγέλματα με μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος. Αυτές οι διαφορές επίδοσης παρουσιάζονται αργότερα και στις εισαγωγικές εξετάσεις, όπου οι υποψήφιοι, για παράδειγμα από την Αθήνα, έχουν μεγαλύτερη, αναλογικά, επιτυχία (Κασσωτάκης 1979).
Έχει αποδειχθεί ακόμη ότι, η αστική συγκέντρωση ευνοεί τη σχολική φοίτηση και τη σχολική επιτυχία. Τα παιδιά της υπαίθρου βρίσκονται σε ορισμένες περιπτώσεις σε μειονεκτική θέση, σε σχέση με τα παιδιά των πόλεων, αφού, πολλές φορές, πρέπει να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στο σχολείο τους. Το χαμηλό, επίσης, πολιτιστικό επίπεδο βάζει σε μειονεκτική θέση τα παιδιά των αγροτικών περιοχών (Σκαύδη, Ρουσσέας, Τέττερη 1989).
Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι τα παιδιά της υπαίθρου αποθαρρύνονται να επιδιώξουν ανώτερες σπουδές και τα ποσοστά παρακολούθησης ακόμη και σχολείων ΤΕΕ είναι μικρότερα. Βρέθηκε, μάλιστα, ότι η απόσταση του τόπου διαμονής από το σχολείο φοίτησης παίζει καθοριστικό ρόλο στο ποσοστό φοίτησης καθώς και ότι το σχολείο λειτουργεί ως θεσμός έτσι που άμεσα ή έμμεσα αποκλείει τα παιδιά των αγροτικών περιοχών από ευκαιρίες ανώτερων σπουδών (Μυλωνάς 1982).
Αλλά και από άλλη έρευνα προέκυψε ότι, τα παιδιά της επαρχίας ενθαρρύνονταν, γενικά, λιγότερο για συνέχιση σπουδών. Μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι, οι μητέρες τους συμφωνούσαν περισσότερο στη συνέχιση ανώτερων σπουδών από ό,τι οι πατέρες (Δημητρόπουλος κ.ά. 1994).

Υποστηρίζεται, ακόμη, (Δημητρόπουλος και συν. 1994), ότι η περιοχή διαμονής των μαθητών, σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την επιλογή επαγγέλματος γενικά, αλλά και με την επιλογή ορισμένης κατεύθυνσης ή με την επιλογή σχολής. Φαίνεται ότι, τα παιδιά μερικών περιοχών τείνουν να επιλέγουν σχολές διαφορετικές από τα παιδιά άλλων περιοχών. Για παράδειγμα, τα παιδιά του κέντρου επιλέγουν πιο γνωστές σχολές απ’ ό,τι εκείνα άλλων περιοχών, τα οποία προτιμούν σχολές που οδηγούν σε «σίγουρα» επαγγέλματα.
Αλλά και η Λαμπίρη - Δημάκη (1974) σε έρευνά της διαπίστωσε ότι, οι κάτοικοι όλων των γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας δεν αντιπροσωπεύονται ισομερώς στο φοιτητικό πληθυσμό. Πρόκειται για ανισότητα η οποία ευνοεί τους κατοίκους των Αθηνών και των μεγάλων πόλεων. Σημειώνεται μάλιστα ότι, το ποσοστό συμμετοχής στο φοιτητικό πληθυσμό από την περιοχή της Πρωτεύουσας ήταν περίπου διπλάσιο σε σχέση με τον ολικό Μ.Ο. της Ελλάδας (Τσιμπούκης 1977).
Επισημαίνεται επιπλέον ότι, η λιγότερο ευνοημένη περιοχή στο ποσοστό συμμετοχής στην εκπαίδευση είναι η περιοχή της Θράκης (Ηλιού 1976), πράγμα όμως που όσο αφορά τις ανώτερες και ανώτατες σπουδές, έχει πιθανόν στο μεταξύ αλλάξει για την περιοχή αυτή με την ίδρυση αντίστοιχων σχολών στις πόλεις της Θράκης.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις όμως παρουσιάζουν χρονική συνέχεια, αφού οι φοιτητές από τις αγροτικές περιοχές σπουδάζουν κυρίως στις παιδαγωγικές ακαδημίες και στις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, ενώ οι φοιτητές από αστικές περιοχές προτιμούν επαγγέλματα υψηλότερου κύρους (Κιντής 1980).
Μάλιστα η Kostaki (1990), με βάση έρευνά της στην Ελλάδα, επισημαίνει μια έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στις αστικές και αγροτικές περιοχές. Το αστικό περιβάλλον της Αθήνας παρουσιάζει πλουσιότερη δομή επαγγελματικών προτύπων (μοντέλων), ενώ οι αγροτικές περιοχές και οι μικρές πόλεις είναι λιγότερο σύνθετες στην αγορά εργασίας. Επαγγέλματα, όπως αυτά του δημοσίου υπαλλήλου και του οικονομολόγου, ελκύουν περισσότερο τους Αθηναίους μαθητές. Από τους εφήβους που θέλουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, 85,4% ζουν στην Αθήνα και από εκείνους που θέλουν να σπουδάσουν οικονομικά, 80,9% ζουν επίσης στην Αθήνα. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού προτιμάται περισσότερο από εφήβους όλης της χώρας εκτός της πρωτεύουσας, ενώ η εργασία γραφείου προτιμάται από τους Αθηναίους εφήβους.

Αλλά και σε άλλες χώρες παρουσιάζονται παρόμοιες συσχετίσεις. Συγκεκριμένα στην Ιαπωνία, οι μαθητές σχολείων αγροτικών περιοχών δεν έχουν την ίδια επιτυχία στις εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια, αλλά ούτε και στις ευκαιρίες εργασίας, που έχουν οι συνομήλικοί τους στις μεγάλες πόλεις της χώρας (Okano 1995).
Οι Poole, Fox και Omodei (1991), με έρευνά τους στην Αυστραλία, διαπίστωσαν ότι, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις εφήβους αλλά και σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που ζουν σε αγροτικές και αστικές περιοχές σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές αξίες και τον αντίστοιχο προσανατολισμό.
Επισημαίνεται ακόμη (Falkowski & Falk 1983) ότι, η αγροτική καταγωγή είναι περισσότερο πιθανό να προσανατολίζει τις εφήβους στο σπίτι και στην οικογένεια, παρά σ’ ένα συγκεκριμένο επάγγελμα και μάλιστα υψηλού κύρους. Γενικά βρέθηκε ότι, οι περισσότερες γυναίκες από αγροτικές περιοχές παρουσιάζονται περισσότερο κοντά σε οικογενειακές αξίες από ό,τι οι γυναίκες που ζουν σε αστικό περιβάλλον.

Σε σχέση με τα παραπάνω, θα πρέπει να σημειωθούν συνοπτικά τα εξής: Με την ιδιαίτερη και ραγδαία ανάπτυξη, όχι μόνο της συγκοινωνίας αλλά κυρίως της επικοινωνίας (πβ. τη χρήση τηλεόρασης κ.λπ.), κατά τα τελευταία χρόνια, οι παρατηρούμενες μέχρι τώρα διαφοροποιημένες επιδράσεις του τόπου διαμονής στην επίδοση και στις επαγγελματικές προοπτικές θα πρέπει να έχουν σε κάποιο μικρό, ή και μεγάλο βαθμό, μειωθεί.
2.3.2. Κοινωνικό γόητρο του επαγγέλματος

Η κοινωνική αναγνώριση και η αίγλη κάποιων επαγγελμάτων αποτελούν συχνά κριτήριο για την επιλογή συγκεκριμένης επαγγελματικής κατεύθυνσης. Η κοινωνία, γενικά, φαίνεται να δίνει αξία σε ορισμένα επαγγέλματα, ενώ κάποια άλλα τα θεωρεί υποδεέστερα. Έτσι, η επαγγελματική επιλογή ενός νέου πολλές φορές δεν είναι αποτέλεσμα των πραγματικών επιθυμιών του ή των αναγκών μιας κοινωνίας, αλλά του υψηλού γοήτρου με το οποίο περιβάλλονται ορισμένα επαγγέλματα.
Οι έφηβοι συνήθως τείνουν να επιλέγουν επαγγέλματα που έχουν κύρος και μέσα από αυτά επιδιώκουν κοινωνική άνοδο. Η άνοδος αυτή είναι συνυφασμένη με την εκπαιδευτική - επαγγελματική κατάρτιση του ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος που θέλει να ασκήσει ένα επάγγελμα με κύρος, πρέπει να σπουδάσει. Στην ελληνική κοινωνία, μάλιστα, υπάρχει ένα σύστημα αξιών σύμφωνα με το οποίο, «την καλή κοινωνική θέση την εξασφαλίζει το καλό επάγγελμα, και το καλό επάγγελμα το κατοχυρώνει η καλή εκπαίδευση, που είναι η πανεπιστημιακή. Το καλό επάγγελμα είναι το άνετο, το καλοπληρωμένο, το σταθερό, το μη χειρωνακτικό, προπάντων το επάγγελμα που απολαμβάνει υψηλότερο κοινωνικό γόητρο. Αυτό το γόητρο δεν συναρτάται μόνο και τόσο με τους οικονομικούς όρους που εξασφαλίζει ένα επάγγελμα όσο με το επίπεδο εκπαίδευσης που προαπαιτεί» (Κασιμάτη 1988, 129 πβ. και Τέττερη 1992). Είναι γνωστό ότι, οι απόφοιτοι της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης, και μάλιστα της ανώτερης, κερδίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι ορισμένοι απόφοιτοι της ανώτατης εκπαίδευσης. Ο παράγοντας, όμως, κέρδος ή χρήμα δεν παίζει εδώ απόλυτο ρόλο, γιατί η πανεπιστημιακή βαθμίδα εκπαίδευσης περιβάλλεται αυτόματα με γόητρο και αποτελεί όραμα τόσο των νέων όσο και των γονέων για την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους (Ψαχαρόπουλος, Καζαμίας 1985).

Στην ελληνική πραγματικότητα η επιθυμία των γονέων να «καμαρώσουν» τα παιδιά τους επαγγελματικά επιτυχημένα μέσα από τα παραδοσιακά καταξιωμένα κοινωνικά επαγγέλματα, π.χ. του γιατρού, του δικηγόρου κ.λπ., είναι φανερή (Μουστάκα & Κασιμάτη 1984).
Πέρα, όμως, από το αυτονόητο κύρος ορισμένων επαγγελμάτων, όπως τα μόλις μνημονευθέντα, το γόητρο ενός επαγγέλματος σχετίζεται γενικότερα με την απόκτηση τίτλου αντίστοιχων σπουδών. Από εμπειρικές ερευνητικές διαπιστώσεις επισημαίνεται ότι, τόσο οι γονείς όσο και οι μαθητές και φοιτητές εκτιμούν ότι καταξιώνονται στον οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο με την απόκτηση πανεπιστημιακού πτυχίου (Γεώργας, Μπεζεβέγκης, Γιαννίτσας 1992).
Έτσι, η τάση για ανώτατη εκπαίδευση είναι έντονη και είναι κατανοητό, γιατί οι μαθητές στη χώρα μας, επιδιώκουν να εισαχθούν στις ανώτερες και ανώτατες σχολές. Όμως συχνά, τόσο οι ίδιοι όσο και οι γονείς, δεν μπορούν να διακρίνουν τις πραγματικές δυνατότητές τους, τις κλίσεις και ικανότητές τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να κατευθύνονται σε εκείνη την επαγγελματική προτίμηση που θα φέρει κοινωνική καταξίωση, αποδοχή και άνοδο στους ίδιους αλλά και στις οικογένειές τους. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρείται όχι μόνο στα χαμηλά αλλά και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι, από τη μια μεριά, έχουμε τις προσδοκίες γονέων κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων, που επιθυμούν να ανέλθουν κοινωνικά, και από την άλλη, την επιδίωξη γονέων ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων να διατηρήσουν τα «κεκτημένα προνόμια» (Βρετάκου 1990).
Σε πρόσφατη έρευνα (Γκαρή, Χριστακοπούλου, Μυλωνά 1996), σε τελειόφοιτους λυκείου, τόσο από την Αθήνα όσο και από την επαρχία, βρέθηκε ότι, οι μαθητές θέλουν να προχωρήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και υπολογίζουν ότι μια πιθανή αποτυχία, θα απογοητεύσει τους γονείς τους, οι οποίοι θα τους παροτρύνουν να ξαναπροσπαθήσουν. Τα περισσότερα από τα ευρήματα αυτής της έρευνας αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα που επικρατεί στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Από έρευνα του Δημητρόπουλου και των συνεργατών του (1994) προέκυψε ότι, οι περισσότεροι μαθητές (84,3%) επιθυμούν να συνεχίσουν σπουδές μετά το λύκειο σε κάποιο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι., πράγμα το οποίο φανερώνει την έντονη επιθυμία τους να αποκτήσουν ένα τίτλο σπουδών κοινωνικά καταξιωμένων. Παρόμοια είναι και η διαπίστωση της Βιτσιλάκη – Σορωνιάτη ότι, η πλειοψηφία των τελειοφοίτων της Δωδεκανήσου επιθυμεί να σπουδάσει μετά το λύκειο σε Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. του εσωτερικού ή εξωτερικού. Τονίζεται, χαρακτηριστικά, ότι οι έφηβοι προσανατολίζονται προς τα επιστημονικά και ελεύθερα επαγγέλματα και ότι διακατέχονται από τη γνωστή νεοελληνική και αναπαραγόμενη από τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές δομές «μορφωσιολατρεία» (1995, 17).
Στα πλαίσια της διδακτορικής της διατριβής, η Γκαρή (1992) μελέτησε τις αξίες και τις στάσεις των μαθητών σχετικά με τους εκπαιδευτικούς θεσμούς και με τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους αποφάσεις. Διαπίστωσε, όσον αφορά τις σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ότι 68% των μαθητών του λυκείου θέλουν «πάρα πολύ» έως «πολύ» να σπουδάσουν, ενώ 7,3% τοποθετούνται στην κατηγορία «λίγο», και μόνο 7,3% δηλώνουν ότι δεν έχουν καμία επιθυμία για σπουδές.

Η σημασία των σπουδών και της μόρφωσης φαίνεται να υποστηρίζεται σταθερά και αδιαφοροποίητα. Όλες μάλιστα οι εμπειρικές έρευνες των παλαιότερων αλλά και των τελευταίων ετών για τις επαγγελματικές επιθυμίες των νέων δείχνουν, ότι προτιμώνται επαγγέλματα που θεωρούνται προνομιακά και συγκεκριμένα ακαδημαϊκά επαγγέλματα. Ας δούμε πρώτα τις σχετικές διαπιστώσεις σε μερικές παλαιότερες έρευνες.
Στην έρευνα της Παρασκευά (1954) οι έφηβοι προτιμούσαν επαγγέλματα με παραδοσιακή αίγλη, όπως αυτό του γιατρού, μηχανικού, δικηγόρου και ακόμη του δημοσίου υπαλλήλου.
Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξε και ο Σακελλαρίου (1957), με έρευνά του σε 2.000 εφήβους, οι οποίοι προτιμούσαν το επάγγελμα του μηχανικού, του γιατρού και του γεωπόνου, και στη συνέχεια ακολουθούσαν επαγγέλματα, όπως του αεροπόρου, του εμπόρου, του καθηγητή κ.λπ.
Ανάλογη εμπειρική έρευνα της Στριφτού - Κριαρά (1964) σε 174 μαθητές γυμνασίου της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης, έδειξε ότι οι 168 μαθητές επιδίωκαν ανώτατες σπουδές και μόνο 6 μαθητές ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε μέση επαγγελματική σχολή.

Μεταγενέστερες έρευνες δείχνουν πάλι προτίμηση των νέων στα καθιερωμένα και με υψηλό κύρος επαγγέλματα, με ανοδική τάση του μηχανικού και σημαντική επίδραση των γονέων στις επαγγελματικές επιλογές των παιδιών. Παρά τις σημαντικές κοινωνικο - οικονομικές μεταβολές που έγιναν τα τελευταία χρόνια και την εμφάνιση νέων επαγγελμάτων, οι μαθητές επιθυμούν επαγγέλματα που έχουν κορεστεί. Είναι φανερό ότι, το κοινωνικό γόητρο κάποιων επαγγελμάτων ασκεί μεγάλη επιρροή στις προτιμήσεις των εφήβων (Κιτσαράς 1967, Κασσωτάκης 1979, Zikopoulos 1982).
Παρόμοιες τάσεις εμφανίζονται και σε έρευνα, με ερωτηματολόγιο που δόθηκε σε μαθητές της Ε΄ τάξης του δημοτικού, στην περιοχή της Αττικής. Συγκεκριμένα, 73% των μαθητών δήλωσαν ότι επιθυμούν να συνεχίσουν σπουδές στο πανεπιστήμιο, 3% προσανατολίζονταν σε τεχνικά επαγγέλματα, 17% ήταν αναποφάσιστοι και μόνο 7% σκέπτονταν να ακολουθήσουν απλά υπαλληλικά επαγγέλματα, όπως αστυνομικός, αισθητικός κ.λπ. (Φλουρής, Μαντζάνας, Σπυριδάκης 1981).
Η έντονη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές διαπιστώνεται και σε άλλη έρευνα (Παπάς 1989). Περίπου 80% των μαθητών λυκείου επιθυμούν πανεπιστημιακές σπουδές και μάλιστα 76% των τελειόφοιτων ευελπιστούν ότι θα εκπληρώσουν την επιθυμία τους αυτή. Και εδώ διαπιστώνεται ότι η ελληνική οικογένεια παρακινεί τον έφηβο να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο τόσο για τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη όσο και για την κοινωνική άνοδο και αίγλη που προσφέρουν οι πανεπιστημιακές σπουδές.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, παιδιά και γονείς προτιμούν επαγγέλματα υψηλού κύρους, ενώ υποτιμούν τα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Αυτό μάλιστα έχει ιδιαίτερη σημασία, αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι, το άτομο που ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες συμμετέχει από την ηλικία των δώδεκα (12) χρόνων στην παραγωγή, ενώ αυτός που σπουδάζει, καθυστερεί δέκα (10) και παραπάνω χρόνια για να μπει στην αγορά εργασίας (Κοτσιά 1981, πβ. και Πάντα 1988).
Σχετικά με την επιθυμία των γονέων να αποκτήσουν τα παιδιά τους πανεπιστημιακό πτυχίο ο Πεπελίδης (1990), υποστηρίζει ότι αυτό δε σχετίζεται με την επιθυμία τους για μόρφωση, αλλά για «υπαλληλοποίησή» τους. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η «υπαλληλοποίηση» αυτή αποτελεί για τη χώρα μας ένα επιπλέον πρόβλημα στον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων που βρίσκεται σε συνάρτηση με την οικονομική κατάσταση της χώρας αλλά και με τη νοοτροπία που επικρατεί.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι ερευνητικές διαπιστώσεις των Μουστάκα και Κασιμάτη (1984). Με βασικό ερώτημα προς τους γονείς, «ποιο επάγγελμα θα θέλατε ν’ ακολουθήσουν τα παιδιά σας», αναφέρουν ότι σχεδόν 70% των γονέων δήλωσε επαγγέλματα που προϋποθέτουν ανώτατη εκπαίδευση. Μεγαλύτερη προτίμηση συγκέντρωσαν τα επαγγέλματα που προϋποθέτουν πτυχίο πολυτεχνείου, ενώ σε δεύτερη σειρά έρχεται το επάγγελμα του γιατρού και τελευταία τα επαγγέλματα των οικονομολόγων και των λογιστών. Αυτό φανερώνει ότι, το γόητρο του παραδοσιακού επαγγέλματος του γιατρού και η οικονομική σταθερότητα των επαγγελμάτων του πολυτεχνικού κύκλου, είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των νεότερων οικονομικών επαγγελμάτων. Τα γεωργικά επαγγέλματα δεν αναφέρονται καθόλου, ενώ οι υπάλληλοι, οι έμποροι, οι πωλητές, οι τεχνίτες και οι εργάτες συγκεντρώνουν μικρές συχνότητες.
Γενικά, από την πλευρά των γονέων έχουμε αρκετές ενδείξεις για προσδοκίες ανοδικής επαγγελματικής μετακίνησης των παιδιών τους. Οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους σαν προέκταση του δικού τους «εγώ» και η επαγγελματική επιτυχία των παιδιών σχετίζεται άμεσα με την ικανοποίηση και αυτών των ίδιων των γονέων, αφού θα βελτιώσει και τη δική τους «αυτοεικόνα» και θα ενισχύσει το κύρος της οικογένειάς τους (Χριστομάνος 1982, Μουστάκα & Κασιμάτη 1984).

Παρόμοια αποτελέσματα με αυτά των παραπάνω ερευνών έδειξαν και άλλες έρευνες. Συγκεκριμένα: Η έρευνα του Flouri και των συνεργατών του (1990), σε Έλληνες μαθητές του εξωτερικού (Γαλλία, Γερμανία, Αίγυπτο), αναφερόταν στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και στις επαγγελματικές φιλοδοξίες τους. Οι περισσότεροι από αυτούς δήλωσαν ότι είχαν σκεφτεί το μελλοντικό τους επάγγελμα σε συνάρτηση με επαγγέλματα υψηλού κύρους και μάλιστα προτιμούσαν όσα ανήκαν σε υψηλότερες κατηγορίες κοινωνικής και επαγγελματικής ιεραρχίας. Όλοι οι έφηβοι, ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτοί έβλεπαν τους εαυτούς τους, δήλωναν επαγγελματικές επιλογές, που θα τους βοηθούσαν να διατηρήσουν την αυτοεικόνα τους ή ακόμα και να τη βελτιώσουν. Μάλιστα το κοινωνικό γόητρο ήταν όχι απλώς σημαντικό γι’ αυτούς αλλά παρουσιαζόταν να μεγαλώνει σε συνάρτηση με το βαθμό της αυτοεικόνας.
Στο μεταξύ, και κυρίως από τη δεκαετία του ’90, είναι φανερή κάποια διαφοροποίηση στις επαγγελματικές προτιμήσεις των νέων και κυρίως ως προς τα εκπαιδευτικά και τα οικονομικά επαγγέλματα. Τα περισσότερο επιθυμητά επαγγέλματα των Ελλήνων εφήβων, είναι τα επαγγέλματα του δασκάλου, του γιατρού, του δικηγόρου και του οικονομολόγου, σύμφωνα με έρευνα των Karma, Kostaki, Dragona (1990). Περίπου 50% των μαθητών λυκείου παρουσιάζονται να δηλώνουν την επιθυμία τους να ακολουθήσουν εκπαιδευτική επαγγελματική σταδιοδρομία, ενώ 11% φιλοδοξούν να διοικούν ή να εργάζονται ως υπάλληλοι σε δημόσιους και ιδιωτικούς τομείς. Οι νέοι που σχεδιάζουν να γίνουν γιατροί, αντιπροσωπεύονται από 7% του συνολικού δείγματος. Επαγγέλματα που δεν προϋποθέτουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δηλώνονται κυρίως από μαθητές γυμνασίου, ενώ πολύ λιγότερο προτιμώνται από μαθητές λυκείου. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί σε συνάρτηση με τη σχολική τους επίδοση, η οποία αποτελεί ήδη για τους μαθητές του γυμνασίου κριτήριο αδυναμίας τους να «προχωρήσουν».
Σε μια παλαιότερη συγκριτική μελέτη Ελλήνων και Αμερικανών νέων φαίνεται ότι, οι Έλληνες νέοι, κάτω από την επιρροή των γονέων τους, ταυτίζουν την επιτυχία με την άσκηση ενός επαγγέλματος που έχει κοινωνικό γόητρο (συνήθως πανεπιστημιακού επιπέδου), ενώ στις Η.Π.Α. θεωρείται επιτυχία η υψηλά αμειβόμενη ασχολία σε οποιοδήποτε επάγγελμα (Triandis & Vassiliou 1967).

Η αυξημένη ζήτηση για σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου ερμηνεύεται με βάση δύο εκδοχές: α) την οικονομική και β) την κοινωνιολογική. Στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές, και προπάντων οι γονείς τους, έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση ότι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο οδηγεί σε πιο σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση. Η τάση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της έλλειψης ευκαιριών για άμεση επαγγελματική δραστηριοποίηση αμέσως μετά το λύκειο. Η κοινωνιολογική ερμηνεία βασίζεται στα φαινόμενα που σχετίζονται με τις κοινωνικές ανάγκες του ατόμου, την κοινωνική κινητικότητα, την κοινωνική και πολιτιστική ανέλιξη, τη διατήρηση της κοινωνικής κατάστασης και το κοινωνικό γόητρο του πτυχιούχου (έστω και άνεργου) (Δημητρόπουλος 1994γ).

Τα επιμέρους κριτήρια και κίνητρα, τα οποία σχετίζονται με το γόητρο που ασκούν τα επαγγέλματα στους νέους, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Η περιφρόνηση της χειρωνακτικής εργασίας, η προτίμηση ακαδημαϊκών επαγγελμάτων, η επιδίωξη απασχόλησης στο δημόσιο και η εξασφάλιση υψηλού κοινωνικού γοήτρου μέσω των σπουδών, φαίνεται ότι στην Ελλάδα είναι πιο έντονα απ’ ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις προτιμήσεις και στάσεις θεωρείται ότι έχουν μάλλον μακρόχρονη παράδοση στην Ελλάδα (Βρετάκου 1990).

Το πανεπιστήμιο όμως, δεν αποτελεί όραμα μόνο για τους Έλληνες νέους, αλλά και για τους εφήβους Ασιατικής καταγωγής. Ιδιαίτερα τα αγόρια, προτιμούν να εργάζονται σ’ ένα «ανώτατου κύρους» και «σεβαστό» επάγγελμα. Επιτυχία για αυτούς σημαίνει είσοδο σ’ ένα επάγγελμα που προσδίδει κύρος. Τέτοια επαγγέλματα είναι αυτά της ιατρικής, οδοντιατρικής, φαρμακευτικής, νομικής ή λογιστικής. Αποτυχία σημαίνει, γάμος για τα κορίτσια, άμεση εργασία για τα αγόρια (Lightbody et al. 1997).
Σε σχετική έρευνα του Watson και των συνεργάτων του (1997), σε μαύρους Νοτιοαφρικανούς μαθητές λυκείου, διαπιστώθηκε ότι, οι περισσότεροι έφηβοι μαθητές επιθυμούν επαγγέλματα με υψηλό κύρος, λιγότεροι επιθυμούν επαγγέλματα μεσαίου κύρους και ελάχιστοι επαγγέλματα ημιειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας. Προτιμήσεις για επαγγέλματα που απαιτούν τουλάχιστον πανεπιστημιακό πτυχίο δήλωσαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό τα κορίτσια (90%), όχι όμως σε μικροτέρο ποσοστό (74%) τα αγόρια.
Αλλά και σύμφωνα με τον Brown (1997) οι περισσότερες προτιμήσεις Αφρικανών εφήβων σχετίζονταν με επαγγέλματα που απαιτούσαν πτυχίο, όπως αυτό του γιατρού, δικηγόρου, αρχιτέκτονα, οδοντιάτρου κ.λπ.
Παρόμοιες διαπιστώσεις έγιναν και από την Phipps (1995) που ασχολήθηκε με τα «όνειρα» και τις επιθυμίες σχετικά με τη σταδιοδρομία των προεφήβων Αφροαμερικανών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, ότι οι Αφροαμερικανοί μαθητές, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο, φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν επαγγέλματα υψηλού κύρους.
Τις επαγγελματικές προτιμήσεις Ισπανών εφήβων ερεύνησαν οι Sastre και Mullet (1992) και διαπίστωσαν ότι, το μεγαλύτερο κίνητρο για την επαγγελματική τους επιλογή ήταν το κύρος του επαγγέλματος.
Αλλά και στο Ιράν οι Esfandiari και Jahromi (1989) ερεύνησαν τις επαγγελματικές φιλοδοξίες και προτιμήσεις μαθητών λυκείου. Βρέθηκε ότι, 75% των εφήβων φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν επαγγέλματα που απαιτούν πτυχίο.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και η έρευνα της Basit (1996), σε μουσουλμάνες της Μ. Βρετανίας (11-18 ετών) και στους γονείς τους. Διαπιστώθηκε ότι, κορίτσια και γονείς ήταν ενάντιοι σε κάθε μορφή χειρωνακτικής και εργοστασιακής εργασίας. Οι γονείς ανεξάρτητα από το επαγγελματικό τους επίπεδο επιθυμούσαν οι κόρες τους να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα που θα τους προσδίδει κύρος και θα τους παρέχει ασφάλεια. Η εκπαίδευση ήταν το κλειδί για την προς τα πάνω κοινωνική κινητικότητα. Οι έφηβες μουσουλμάνες του δείγματος στόχευαν επαγγέλματα με υψηλό κοινωνικό γόητρο αλλά και επικερδή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εφήβων αναφερόταν σε επαγγέλματα, όπως του γιατρού, του δικηγόρου, του λογιστή και του φαρμακοποιού. Ένα μικρότερο ποσοστό αναφερόταν σε επαγγέλματα φροντίδας και σε δημοσιοϋπαλληλικά επαγγέλματα.
Οι Mullet, Neto και Henry (1992) ερεύνησαν, σε 1.278 μαθητές λυκείου της Γαλλίας και της Πορτογαλίας, τους παράγοντες που καθορίζουν τις επαγγελματικές προτιμήσεις τους. Οι παράγοντες αυτοί αφορούσαν το «γόητρο» του επαγγέλματος, την «ικανοποίηση» από το επαγγέλμα, την «προσωπική ανάπτυξη και δημιουργικότητα» και τις «απολαβές». Όσον αφορά τον παράγοντα «γόητρο», οι Πορτογάλοι (αγόρια - κορίτσια), περισσότερο από τους Γάλλους, προτιμούσαν επαγγέλματα που πίστευαν ότι έχουν μεγαλύτερο κύρος.
Σε έρευνα των Hauser και Anderson (1991), σχετικά με τις φιλοδοξίες και προσδοκίες Αμερικανών εφήβων (λευκών και μαύρων) για το μελλοντικό τους επάγγελμα, διαπιστώθηκε ότι τα σχέδιά τους ακολουθούν παρόμοια πορεία στο χρόνο. Παρατηρήθηκε μια τάση των μαύρων εφήβων να προτιμούν στρατιωτικά επαγγέλματα, ενώ οι λευκοί προτιμούσαν να εισάγονται σε κολέγια και πανεπιστήμια.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τα εξής: Από τις διάφορες μελέτες και την ανάλυση επίσημων στοιχείων, φαίνεται ότι, οι νέοι στην Ελλάδα προτιμούν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου. Όπου η προτίμηση δεν είναι καθολική, αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος για την ανώτατη βαθμίδα αλλά μάλλον στην παρουσία ανασταλτικών ή και «απαγορευτικών» παραμέτρων που εμποδίζουν την εκδήλωσή της (Δημητρόπουλος 1994γ). Μάλιστα το ενδιαφέρον των μαθητών για πανεπιστημιακές σπουδές παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια αύξουσα τάση σε αντίθεση με άλλες χώρες, π.χ. Γερμανία, Η.Π.Α., όπου το ενδιαφέρον των μαθητών για ανώτατες σπουδές μειώνεται.
Από την άλλη μεριά επισημαίνεται ότι, ούτε η αύξηση της ανεργίας των πτυχιούχων των πανεπιστημίων, ούτε ο περιορισμός των δυνατοτήτων αυτοαπασχόλησης ή απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, αλλάζουν ριζικά τις επαγγελματικές προτιμήσεις των νέων για την εκπαίδευση και την απασχόληση που επιδιώκουν (Βρετάκου 1990). «Η νέα γενιά θα προτιμήσει να προστεθεί στους ανέργους των πόλεων παρά να ενσωματωθεί στη βιομηχανία», σημειώνει η Λεοντίδου (1986, 105).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το επαγγελματικό γόητρο λειτουργεί το ίδιο ως κίνητρο επιλογής. Έτσι, η επιλογή επαγγέλματος επηρεάζεται από το γόητρο που το συνοδεύει. Οι Friedman και Havighust αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «το επάγγελμα είναι μια περιγραφή ή μια ετικέτα που χαρακτηρίζει το άτομο τόσο στο χώρο εργασίας, όσο και έξω από αυτόν…Καθώς ο εργαζόμενος φέρει την ταυτότητα του επαγγέλματός του αποκτά το status που η κοινωνία έχει απονείμει σ’ αυτό» (βλ. Κασιμάτη 1991, 122).

Τέλος είναι φανερό ότι οι παραπάνω έρευνες και οι αντίστοιχες διαπιστώσεις, συμπίπτουν σε αρκετά σημεία, με κυρίαρχη τη διαπίστωση ότι οι ανώτερες σπουδές αποτελούν σε όλες σχεδόν τις χώρες ένα έντονο κίνητρο στις επαγγελματικές επιλογές και προτιμήσεις των νέων. Ιδιαίτερα έντονο φαίνεται να είναι το κίνητρο αυτό σε Ανατολικές χώρες. Αντίθετα σε Δυτικές χώρες, και κυρίως στις Η.Π.Α., τη θέση της σημασίας του κινήτρου αυτού φαίνεται να παίρνει το κέρδος και η επιτυχία για εξασφάλισή του.




2.3.3. Οι οικονομικές απολαβές ως παράγοντας - κίνητρο στην επιλογή επαγγέλματος

Σύμφωνα με τα πορίσματα παλαιότερης μελέτης (Καλογήρου 1979), ένα άλλο κίνητρο των νέων στην επιλογή επαγγέλματος είναι οι οικονομικοί όροι. Πρόκειται για τις αποδοχές του επαγγέλματος, αλλά και τη μορφή αμοιβής (μηνιαίος μισθός, ωρομίσθια, ή ημερομίσθια εργασία), που αποτελούν εξίσου σημαντικά κίνητρα στην επιλογή επαγγέλματος.
Το ότι οι επαγγελματικές προτιμήσεις των νέων έχουν σχέση με τις απολαβές από το επάγγελμα, αποτελεί διαπίστωση σειράς νεότερων ερευνών. Συγκεκριμένα: Η «αμοιβή» στην επιλογή επαγγέλματος φαίνεται να είναι πρωταρχικό κίνητρο. Ακολουθεί η «κοινωνική αναγνώριση», το «ενδιαφέρον» (για συγκεκριμένο επάγγελμα) και τέλος «οι συνθήκες εργασίας» (Κάντας 1987).
Σε έρευνα του Flouri και των συνεργατών του (1990), που αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα «οικονομικά προνόμια» κατέχουν τη δεύτερη θέση ανάμεσα στα κίνητρα των Ελλήνων μαθητών.
Οι υψηλές οικονομικές απολαβές φαίνεται ότι συνδυάζονται με ανώτερα ή επιστημονικά επαγγέλματα, αφού 69% των γονέων προτιμούν για τα παιδιά τους το δρόμο της ανώτατης εκπαίδευσης. Ο κύριος λόγος για αυτή την προτίμησή τους, φάνηκε να είναι η επιθυμία τους για επιτυχία των παιδιών τους, για καλή αμοιβή και για καλές συνθήκες εργασίας (Μουστάκα & Κασιμάτη 1984).
Οι απολαβές μάλιστα του πατέρα βρέθηκε ότι συσχετίζονται με τις απολαβές που προσδοκούν οι γιοι τους από το μελλοντικό τους επάγγελμα. Έτσι, αγόρια των οποίων ο πατέρας έχει υψηλό μισθό, φιλοδοξούν «καλοπληρωμένα» επαγγέλματα που θα τους εξασφαλίζουν άνεση, δόξα, κ.λπ., ανεξάρτητα από το αν διαθέτουν ή όχι τις απαιτούμενες ικανότητες, ενώ αγόρια με χαμηλόμισθο πατέρα δε θέτουν τόσο υψηλούς στόχους (Γεωργούσης 1995).
Σε έρευνα του Χασάπη (1982) διαπιστώθηκε ότι 93% του δείγματος επέλεξε την ίδρυση ιδιωτικής επιχείρησης, έχοντας ως κύριο κίνητρο το οικονομικό όφελος.
Οι Stockard και Mcgee (1990) υποστηρίζουν ότι, οι προσδοκίες των μαθητών για τις απολαβές από ένα επάγγελμα, επηρεάζουν σημαντικά τις προτιμήσεις τους και τις αντίστοιχες σπουδές τους. Γενικά, μαθητές που πιστεύουν ότι ένα επάγγελμα έχει υψηλό μισθό, παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να το προτιμήσουν. Αυτό φαίνεται να ισχύει κυρίως για τα αγόρια, γιατί οι επιλογές των κοριτσιών δεν επηρεάζονται τόσο από επαγγέλματα που παρέχουν υψηλές αμοιβές.
Και σε άλλες έρευνες φάνηκε ότι, τα αγόρια αλλά και γενικότερα οι άνδρες ενδιαφέρονται περισσότερο για υψηλές οικονομικές απολαβές και, ακόμη, για ανεξαρτησία, ηγεσία και ανταγωνισμό, θέτοντας μάλιστα μακροπρόθεσμους στόχους. Αντίθετα, τα κορίτσια στο επάγγελμά τους αξιολογούν ως περισσότερο σημαντική την κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση από τους άλλους, θέτοντας όμως βραχυπρόθεσμους στόχους (Betz & Hackett 1981, Gaskell 1985, Elizur et al.1991).
Σε έρευνα των Mullet, Neto και Henry (1992), με εφήβους της Γαλλίας και της Πορτογαλίας, διαπιστώθηκε ότι, τα αγόρια έτειναν περισσότερο από τα κορίτσια να προτιμούν επαγγέλματα για τα οποία πίστευαν ότι πρόσφεραν υψηλό εισόδημα.
Διαφοροποίηση, όμως, βρέθηκε στην έρευνα των Siann και Knox (1992) στη Σκωτία. Ερευνήθηκαν οι παράγοντες που επηρεάζουν τις επαγγελματικές προτιμήσεις κοριτσιών λυκείου, μουσουλμάνων και μη, και διαπιστώθηκε ότι, οι έφηβες μουσουλμάνες προτιμούσαν περισσότερο τα επαγγέλματα που πρόσφεραν υψηλή αμοιβή, με ευχάριστους συναδέλφους, σε ευηπόληπτους και ονομαστούς οργανισμούς, από ό,τι τα επαγγέλματα που τους πρόσφεραν ευκαιρίες για πνευματική ανάπτυξη και δημιουργία. Ίσως, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στα υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα γιατί, όπως και σε άλλες κοινωνίες μεταναστών, προέχει η εξασφάλιση μιας οικονομικής βάσης.
Διαφοροποίηση παρουσιάζεται και ως προς τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις (Κάντας & Χαντζή 1991), που τείνουν να δίνουν διαφορετική έμφαση στις αμοιβές από την εργασία. Έτσι, τα εργατικά στρώματα τείνουν να εκτιμούν τις «εξωτερικές» ή «εξωγενείς» αμοιβές (π.χ. χρήμα), ενώ τα μεσαία και τα αστικά στρώματα, τις «εσωτερικές» ή «ενδογενείς» (π.χ. ό,τι σχετίζεται με τη λεγόμενη δημιουργικότητα του ατόμου). Οι τάσεις αυτές είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες, φαίνεται όμως, ότι ξενίζουν κάπως και δεν μπορεί παρά μόνο με επιφυλακτικότητα να ληφθούν υπόψη, τουλάχιστο όσο δεν έχουν και από άλλες έρευνες επικυρωθεί. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενίκευση, γιατί ούτε όλα τα άτομα της εργατικής τάξης είναι προσανατολισμένα σε «υλικές» μόνο αξίες αλλά ούτε όλοι όσοι ανήκουν σε ανώτερες τάξεις είναι προσανατολισμένοι μόνο ή αποκλειστικά σε «πνευματικές» αξίες.

Οι παραπάνω έρευνες συμπίπτουν στη βασική διαπίστωση για τη σημασία του οικονομικού παράγοντα στις επαγγελματικές επιλογές των νέων, με ιδιαίτερη έξαρση του οικονομικού παράγοντα στις περιπτώσεις των μεταναστών (ιδιαίτερα σε σχέση με τα κορίτσια). Αξιοπρόσεκτη είναι η διαπίστωση της συσχέτισης υψηλόμισθων γονέων με την προτίμηση επαγγελμάτων υψηλών αμοιβών ή κερδών από την πλευρά των γιων τους.
2.3.4. Μέσα μαζικής ενημέρωσης και επάγγελμα με ζήτηση - Ρεύμα της εποχής (μόδα)

Μέσα σε λίγες δεκαετίες ο τόπος μας πέρασε, ως γνωστό, από τον παραδοσιακό, αγροτικό τρόπο ζωής στο μεταβιομηχανικό στάδιο της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, στο στάδιο που ονομάστηκε εποχή της πληροφορικής. «Οι συνεχείς, βαθιές και ταχύρυθμες αλλαγές δημιουργούν ένα μωσαϊκό εικόνων, αντιλήψεων, αξιών και τρόπων συμπεριφοράς. Το παλιό με το καινούργιο ανακατεύονται και διαφοροποιούνται συνεχώς. Αισθάνεται κανείς σαν να βρίσκεται μπροστά σε ένα κινούμενο φάσμα καλειδοσκοπίου που αλλάζει μορφή, που αυτοκαταλύεται και αυτοαναμορφώνεται» (Κατάκη 1984, 31).
Στη σύγχρονη εποχή που, όπως είναι γνωστό, τα πάντα τρέχουν γύρω μας με ιδιαίτερη έως και ιλιγγιώδη ταχύτητα, και που οι εικόνες κυρίως της τηλεόρασης κατακλύζουν την καθημερινή μας ζωή, παρουσιάζονται νέα πρότυπα, νέες ανάγκες και αξίες μέρα με τη μέρα. «Νέα επαγγέλματα γεννιούνται, ενώ άλλα ατονούν και εξαφανίζονται» (Κρασανάκης 1984, 13, πβ. και Κοσμίδου 1986). Αυτή η ανάδειξη νέων επαγγελμάτων αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάζει την επιλογή επαγγέλματος των εφήβων. Η εξέλιξη της τεχνολογίας, με τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει, η εξάπλωση και η ανάπτυξη της δύναμης των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε συνδυασμό με τη διαφήμιση, είναι παράγοντες που ασκούν καταλυτική, κατά τα φαινόμενα, επίδραση στην επιλογή επαγγέλματος του εφήβου.

Το επάγγελμα που έχει κάθε φορά ιδιαίτερη ζήτηση (όπως τα τελευταία χρόνια ό,τι σχετίζεται με την πληροφορική), αποτελεί ακριβώς γι’ αυτό το λόγο παράγοντα και κίνητρο στην επαγγελματική απόφαση. Η ίδια μάλιστα η κοινωνία επηρεάζει την απόφαση επιλογής επαγγέλματος των νέων, όταν έχει επαγγελματικές ανάγκες, που φέρουν αλλαγές στην επαγγελματική δομή της (Καλογήρου 1979, Κωστάκος 1983).
Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην εποχή μας η επαγγελματική διάρθρωση της κοινωνίας αλλάζει. Οι μεταβολές που παρατηρούνται στον επαγγελματικό ορίζοντα είναι τόσο γρήγορες, ώστε με ταχείς ρυθμούς να εμφανίζονται καινούργια επαγγέλματα, ενώ άλλα να περιορίζονται ή ακόμη και να εξαφανίζονται (Τζόλα 1980).

Όχι μόνο έχουν δημιουργηθεί νέα επαγγέλματα αλλά και τα παλαιότερα έχουν λιγότερο ή περισσότερο αλλάξει μορφή (Miller 1978). Τα επαγγέλματα προπαντός που επηρεάστηκαν από τη βιομηχανοποίηση, λόγω του μεγάλου καταμερισμού της εργασίας και της εξειδίκευσης, έχουν αλλάξει εντελώς. Ακόμα και οι διοικητικές εργασίες έχουν αλλάξει πολύ τη μορφή τους με την επέμβαση των αριθμομηχανών, των λογιστικών μηχανών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. Η αλλαγή της οικονομίας έπαιξε μεγάλο ρόλο, γιατί από τον πρωτογενή παράγοντα περάσαμε στο δευτερογενή και τέλος στον τριτογενή (παροχή υπηρεσιών), (Βαρλάς & Καλογήρου 1979, Τζόλα 1980, Κασιμάτη 1988). Η εξέλιξη της μηχανής που μπήκε στη ζωή του ανθρώπου και τον απάλλαξε από τη «δέσμευση της χειρωνακτικής δουλειάς» (Τάτσης 1992, 331) αλλά και ο «αυτοματισμός», που χαρακτηρίζει το νέο τρόπο εργασίας, αντικατέστησαν τις ανθρώπινες ικανότητες και δεξιότητες. Έτσι, η εργασία του ανθρώπου περιορίστηκε κυρίως στο να μελετά, να σχεδιάζει, να εκπονεί, να οργανώνει και να εποπτεύει μελέτες κατασκευής ή παραγωγής (Παναγιωτόπουλος 1988, 323, Λιάντας 1996).
Τα πράγματα φαίνεται να έχουν χειροτερεύσει για την επιλογή επαγγέλματος των σύγχρονων νέων, γιατί οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην τεχνολογία και εκβιομηχάνιση της ζωής δεν συμπληρώθηκαν με την απαραίτητη αντίστοιχη εκπαιδευτική προετοιμασία. Αντίθετα, βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, «που είχε ως αποτέλεσμα υπερπληθώρα εκπαιδευμένων σε τομείς για τους οποίους δεν υπήρχε ζήτηση, και παράλληλα σημαντικές ελλείψεις σε τεχνολογικούς κυρίως κλάδους. Το εκπαιδευτικό, δηλαδή, σύστημα συσσώρευσε ποιοτικές και ποσοτικές αναντιστοιχίες με την αγορά εργασίας, αφού πρακτικά ήταν ασύνδετο με την παραγωγή» (Κασιμάτη 1988, 122).

Από έρευνα σε τέσσερις περιοχές της Σκωτίας (Furlong & Cartmel 1995), διαπιστώθηκε ότι, επαγγελματικές προσδοκίες και φιλοδοξίες των εφήβων επηρεάζονται από την ενημέρωση που έχουν οι ίδιοι για τα «διαθέσιμα» στην αγορά εργασίας επαγγέλματα. Από την ηλικία των 13 ετών τα παιδιά μπορούν να έχουν όχι μόνο ενημέρωση αλλά και κάποια γνώμη για τις ευκαιρίες που υπάρχουν στην αγορά εργασίας. Ακόμη υποστηρίζουν ότι στην επιλογή του επαγγέλματός τους επηρεάζονται από την κατάσταση στην αγορά εργασίας και από τις προοπτικές που θα έχουν να εργαστούν αργότερα.
Όσον αφορά τους Έλληνες εφήβους και το μελλοντικό τους επάγγελμα, όπως φάνηκε και από άλλες έρευνες (βλ. κεφ. για τις «οικονομικές απολαβές» στα αμέσως προηγούμενα), βρέθηκε ότι, τα αγόρια δίνουν μεγαλύτερο βάρος από ό,τι τα κορίτσια στην αμοιβή της εργασίας αλλά και στην κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας, δηλαδή, στα επαγγέλματα που έχουν ζήτηση (Kostaki 1990).

Διάφοροι ερευνητές (Κωστάκος 1981, Νιτσόπουλος 1985, Δουκάκης 1986, Λιάντας 1996) υποστηρίζουν ότι, η «τάση μιμητισμού» είναι έντονη και στο θέμα της επιλογής επαγγέλματος. Το ρεύμα της εποχής, το κοινωνικό γόητρο που περιβάλλει σε κάθε εποχή ένα επάγγελμα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση) είναι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος των εφήβων σήμερα, γιατί η επίδρασή τους στη σκέψη και στα επαγγελματικά σχέδιά τους είναι πολύ ισχυρή (π.χ. η διαφήμιση διαφόρων σχολών, ιδιωτικών ή δημοσίων, επηρεάζει σημαντικά τους νέους για τα διάφορα επαγγέλματα). Φαίνεται, μάλιστα, να υπάρχει κάποια αξιοπρόσεκτη σχέση της επίδοσης των μαθητών και των έντονων τάσεων - προτιμήσεων που ανήκουν σε ό,τι ονομάζουμε «μόδα». Συγκεκριμένα, όσο χαμηλότερη είναι η επίδοση των μαθητών τόσο περισσότερο επηρεάζονται από τη «μόδα» (Δημητρόπουλος 1986).
Υποστηρίζεται, εξάλλου, ότι οι νέοι σήμερα δέχονται περισσότερα ερεθίσματα σχετικά με το χώρο εργασίας από κάθε προηγούμενη γενιά. Η πληροφόρηση η οποία προέρχεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πολλές φορές περιέχει στοιχεία αλληλοσυγκρουόμενα. Έτσι, οι νέοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να προσαρμόσουν τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες με τις δυνατότητες που προσφέρονται στον πραγματικό χώρο της εργασίας (Ηλιάδης 1988). Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για τους νέους των τελευταίων δεκαετιών κατά τις οποίες τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αφθονούν και κατακλύζουν τη σύγχρονη κοινωνία.

Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι, η ποικίλη και πλούσια αλλά και εύκολη πληροφόρηση αντί να διευκολύνει, σε ορισμένες τουλάχιστο περιπτώσεις, δυσχεραίνει την επαγγελματική επιλογή των νέων και δημιουργεί σύγχυση η οποία, με τη σειρά της, περιορίζει την επιτυχημένη επιλογή.
Με βάση τις επισημάνσεις που έγιναν και τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, η συνεχώς μεταβαλλόμενη επαγγελματική δομή της κοινωνίας και η επαγγελματική διακίνηση επηρεάζουν, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, τα επαγγελματικά σχέδια των νέων. Ο επηρεασμός αυτός σε συνδυασμό με τη σύγχρονη τεχνολογία, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τις τελευταίες κυρίαρχες αντιλήψεις («μόδα») αποτελούν προϋποθέσεις που δίνουν στους νέους πολλά ερεθίσματα και αντίστοιχες δυνατότητες για τις επαγγελματικές τους επιλογές. Όλα αυτά, όμως, φαίνεται να μην είναι χωρίς προβλήματα, αφού από τις έρευνες επισημαίνεται η (αρκετά) ελλιπής προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στα νέα τεχνολογικά και κοινωνικά δεδομένα. Ακόμη, στα πλαίσια των σύγχρονων τάσεων, δεν μπορεί να αγνοηθεί η επιδίωξη («το κυνηγητό») επαγγελμάτων που έχουν ζήτηση, με αποτέλεσμα, τον κορεσμό όλων αυτών των επαγγελμάτων σε μορφή μάλιστα ενός κατά κάποιο τρόπο «φαύλου κύκλου».
Είναι άλλωστε γενικότερα γνωστό ότι, ζούμε σε μια μεταβατική κοινωνία, όπου το μόνο σταθερό φαινόμενο είναι το «φαινόμενο της αλλαγής».




2.3.5. Τομέας και γενικές συνθήκες εργασίας ως σχετικά κίνητρα

Ένα περαιτέρω κίνητρο στην επιλογή επαγγέλματος είναι και ο τομέας εργασίας (δημόσια ή ιδιωτική εργασία) όπως και διάφορες πτυχές της ατομικής ζωής, που συνδέονται με αυτόν, π.χ. οι διακοπές, ο ελεύθερος χρόνος κ.λπ. Πρόκειται για θέματα που απασχολούν τους νέους ιδιαίτερα, πριν επιλέξουν ένα επάγγελμα (Καλογήρου 1983, Κατάκη 1984).
Η οικονομία της χώρας μας παρουσίασε διάφορες ιδιομορφίες κατά την ανάπτυξή της οι οποίες και θεωρείται ότι αποτελούν την αιτία για την τάση του Έλληνα να επιζητεί μια θέση στο δημόσιο. Η υποαπασχόληση αλλά και η ανεργία που παρατηρήθηκαν κατά τη δεκαετία του ’60 στον ιδιωτικό τομέα από τη μια μεριά και από την άλλη η σταθερότητα με την οποία συνδέεται η εργασία και η αμοιβή στο δημόσιο τομέα οδήγησαν πολλούς να βλέπουν επαγγελματική αποκατάσταση και ταξική ανέλιξη εργασίας στο δημόσιο τομέα (Κασιμάτη 1988).
Ο παράγοντας «ασφάλεια και μονιμότητα» φαίνεται να είναι ισχυρός στις επιλογές των μαθητών ήδη στη δεκαετία του ’80. Οι επαγγελματικές προτιμήσεις των μαθητών παρουσιάζονται εντονότερες προς το δημόσιο τομέα. Από τους Έλληνες μαθητές λυκείου 72,7% παρουσιάζονται να επιθυμούν εργασία στο δημόσιο (Karmas κ.ά. 1990).
Από έρευνα σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου, της Καλαμπάκας, προέκυψε ότι ένα στα τρία παιδιά, ζητούν τη σιγουριά και τη μονιμότητα στην απασχόληση που εξασφαλίζει ο δημόσιος τομέας, ενώ το ποσοστό των παιδιών που επιθυμούν ν’ ασχοληθούν στον ιδιωτικό τομέα είναι χαμηλό (17%), (Μακρή 1994).
Ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί, όπως επισημαίνεται από άλλους ερευνητές, να παρέχει την «επιθυμητή ασφάλεια» στην εργασία. Αντίθετα ο ιδιωτικός τομέας θεωρείται περιορισμένα αναπτυγμένος και κατά συνέπεια με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας (Κοντογιαννοπούλου – Πολυδωρίδη 1995). Σημειώνεται ότι, ήδη το 1983 περίπου 1/3 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της πρωτεύουσας απασχολούνταν στο δημόσιο με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Παρατηρείται μάλιστα ότι, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αναλογίας ήταν «εκπαιδευμένοι», δηλαδή απόφοιτοι δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Κασιμάτη 1988).
Αναφέρεται ακόμη ότι, η στροφή των νέων προς τις σπουδές και ειδικότερα προς τις κατευθύνσεις εκείνες που οδηγούν στη «δημοσιοϋπαλληλία» οφείλεται στην εύκολη απορρόφηση των απόφοιτων των διάφορων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στην επιθυμία τους για γρήγορη κοινωνική ανέλιξη (Κασσωτάκης 1991).
Αξιοπρόσεκτες είναι οι διαπιστώσεις και επισημάνσεις που γίνονται συγκριτικά μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης ως προς τις τάσεις της νεολαίας κατά τη δεκαετία του ’80 (Παπανδρόπουλος 1985). «Το όνειρο» 70.000 νέων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ.), ηλικίας 18-25 ετών, ήταν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Αναφέρεται μάλιστα ότι, τη στιγμή που 36% των νέων της ίδιας ηλικίας στην Ευρώπη θα ήθελε να δημιουργήσει δική του επιχείρηση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 6%. Οι προτιμήσεις ως προς τον τομέα απασχόλησης παρουσιάζονται με την εξής σειρά: 39,6% του συνολικού δείγματος δήλωσαν την προτίμησή τους στο δημόσιο τομέα, 32,3% δήλωσαν ότι προτιμούν το ελεύθερο επάγγελμα και 27,9% τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις κ.λπ.).
Αξιοπρόσεκτα είναι τα πορίσματα στα οποία κατέληξε σε έρευνά της η Kostaki (1990). Διαπιστώθηκε ότι, στους μαθητές που φιλοδοξούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι υπερέχουν τα κορίτσια. Μάλιστα η σχετική διαπίστωση παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα συσχέτισης: Τα κορίτσια περισσότερο από τα αγόρια, οι μαθητές από την Αθήνα, περισσότερο από τους μαθητές της περιφέρειας και οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση, περισσότερο από ό,τι οι μαθητές υψηλής βαθμολογίας, επιθυμούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.
Αλλά και σε άλλη μελέτη (Δουλκέρη 1990) αναφέρεται ότι, γενικά οι γυναίκες όλο και περισσότερο επιλέγουν το δημόσιο τομέα για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Η σιγουριά του σταθερού μισθού είναι ένα από τα σημαντικά κίνητρα, που τις ωθεί σ’ αυτή την επιλογή. Διαπιστώνεται όμως ότι, ελάχιστες φτάνουν στην κορυφή της ιεραρχίας, οι περισσότερες συγκεντρώνονται στις κατώτερες βαθμίδες.

Σε μια εξειδικευμένη πάνω στο θέμα έρευνα διαπιστώνεται ότι, παιδιά που οι γονείς τους έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, προτιμούν το δημόσιο τομέα, ενώ παιδιά γονέων με μέσο ή ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, φαίνεται να προτιμούν με την ίδια περίπου συχνότητα τους τρεις τομείς: Ιδιωτικό τομέα, δημόσιο τομέα και ελεύθερο επάγγελμα. Αυτό θεωρείται ότι αποτελεί γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας με τις περιορισμένες δυνατότητες και ευκαιρίες επιλογών που προσφέρει (Γεώργας, Μπεζεβέγκης, Γιαννίτσας 1991).

Οι παραπάνω προτιμήσεις του δημόσιου τομέα έναντι του ιδιωτικού από την πλευρά των παιδιών παρουσιάζονται να είναι σύστοιχες με αυτές των γονέων. Από έρευνα των Γκαρή, Χριστακοπούλου και Μυλωνά (1996) προκύπτει ότι, οι γονείς προτιμούν για τα παιδιά τους το δημόσιο παρά τον ιδιωτικό τομέα. Τα κορίτσια (27,6%), περισσότερο σε σχέση με τα αγόρια (21,8%), δηλώνουν ότι, οι γονείς τους θα θεωρούσαν καλή λύση επαγγελματικής αποκατάστασης μια θέση στο δημόσιο, επειδή θα ένιωθαν το παιδί τους εξασφαλισμένο, με σίγουρο μισθό και σίγουρη θέση. Επίσης, οι μαθητές στην επαρχία (27%) δηλώνουν, περισσότερο από τους μαθητές στην Αθήνα (21,3%), ότι οι γονείς τους θα έβλεπαν μια δημόσια θέση ως εξασφάλιση για όλη τους τη ζωή.

Γενικά, επισημαίνεται ότι, οι αντιλήψεις της οικογένειας για το επάγγελμα συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με την ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου και επιτυχίας. Οι σπουδές και ο διορισμός στο δημόσιο εκτιμώνται ως κριτήρια επιτυχίας για όλη την οικογένεια. Αντίθετα, ο ιδιωτικός τομέας εκτιμάται ως ανασφαλής τόσο για εργασία όσο και γενικά για τη σταδιοδρομία (Βρετάκου 1990).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω μπορεί κανείς να επισημάνει ότι, η θέση του δημόσιου υπαλλήλου φαίνεται να είναι αξιοζήλευτη για πολλούς, κάτι που ισχύει εδώ και δεκαετίες, αφού ο δημόσιος τομέας, αντίθετα προς τον ιδιωτικό, έχει σταθερότητα, κοινωνικό γόητρο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανώτερο εισόδημα.

Πέρα από τον τομέα εργασίας (δημόσιο ή ιδιωτικό), υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία που αναφέρονται γενικά στις συνθήκες εργασίας και τα οποία παίζουν ρόλο στην επιλογή επαγγέλματος. Πολύ χαρακτηριστική για τις συνθήκες εργασίας, και μάλιστα ως προς τα βαθύτερα ψυχολογικά κριτήρια, είναι η αναφορά του Μ. Πουρκού (1997β, 132) ο οποίος σημειώνει για τα άτομα που βρίσκονται μπροστά στην επαγγελματική επιλογή: «Είναι πολύ πιθανό να τους αρέσουν περισσότερο τα επαγγέλματα που πάντα κάτι καινούργιο συμβαίνει, όπου πάντα σε κάνουν να βρίσκεσαι σε εγρήγορση και κίνηση (π.χ. στις εμπορικές συναλλαγές ή στις τηλεοπτικές ειδήσεις) παρά τα επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται από ήρεμους ρυθμούς εργασίας, χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις και βιασύνες (π.χ. το επάγγελμα του λογιστή, του αρχιτέκτονα ή του ρολογοποιού)».
Οι συνθήκες εργασίας, όμως, περιλαμβάνουν και ορισμένες περισσότερο ή άμεσα πρακτικές διαστάσεις (σύμφωνα με σχετικές επισημάνσεις της Καλογήρου 1979) και αποτελούν αίτια επιλογής ή αποφυγής ορισμένου επαγγέλματος για τα διάφορα άτομα. Μερικές από αυτές τις συνθήκες είναι οι ακόλουθες:
1. Εσωτερική ή εξωτερική εργασία ή και τα δύο.
2. Κανονική θερμοκρασία ή θερμοκρασία υψηλή ή χαμηλή, που δημιουργεί δυσκολίες.
3. Ήσυχο περιβάλλον ή θόρυβος που προξενεί βλάβες.
4. Επικίνδυνη ή ακίνδυνη εργασία.
5. Θετικοί και γενικά ευχάριστοι όροι εργασίας ή αρνητικοί όροι (όπως σκόνη, μυρωδιές, κακός αερισμός που κάνουν τον τόπο εργασίας δυσάρεστο).
6. Ενδιαφέρουσα και ήρεμη ή εκνευριστική και ανιαρή εργασία.

Η αναλυτική παρουσίαση των κριτηρίων αυτών για τις συνθήκες εργασίας θεωρήθηκε σκόπιμη δεδομένου ότι, οι συνθήκες αυτές λήφθηκαν υπόψη κατά τη δόμηση του ερωτηματολογίου.
Με βάση τις έρευνες που αναφέρθηκαν και τις αντίστοιχες επισημάνσεις, είναι αναμφισβήτητο ότι, στην ελληνική κοινωνία ο δημόσιος τομέας εργασίας συνδέεται με σιγουριά και σταθερότητα, πράγμα που γίνεται πολύ ελκυστικό κίνητρο σε σχέση με τις επιλογές επαγγέλματος των νέων και μάλιστα, τόσο από τα αγόρια, όσο και κυρίως από τα κορίτσια. Οι συνθήκες εργασίας, βέβαια, αποτελούν ένα παραπέρα κριτήριο – κίνητρο, που, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει εξεταστεί, όσο ίσως θα ήταν απαραίτητο, σε εμπειρική βάση μέχρι τώρα. Η έρευνά μας, στο τελευταίο αυτό σημείο, πρόκειται να ανιχνεύσει κάποιες λεπτές συσχετίσεις των προτιμήσεων και γενικά των κινήτρων επιλογής επαγγέλματος.




2.3.6. Έξοδα και διάρκεια σπουδών ως κίνητρα επιλογής επαγγέλματος

Η δαπάνη για τα γενικά έξοδα εκπαίδευσης φαίνεται να αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που επηρεάζει την επιλογή επαγγέλματος των εφήβων.
Σε έρευνα των Davey και Stoppard (1993), σχετικά με τις επαγγελματικές επιθυμίες και αποφάσεις μαθητών και φοιτητών, βρέθηκε ότι, οι μαθητές επιθυμούσαν αρχικά σύγχρονα (μοντέρνα) επαγγέλματα, τελικά, όμως, ακολουθούσαν τα παραδοσιακά. Αυτό μάλιστα συσχετίζεται, πολλές φορές, με το κόστος της εκπαίδευσης για το επιθυμητό επάγγελμα που ήταν υψηλότερο απ’ αυτό που τελικά ακολουθούσαν και το οποίο, συνήθως, ήταν χαμηλότερου κόστους και μικρότερης χρονικής διάρκειας.
Αλλά και στις Η.Π.Α. οι μαθητές, περισσότερο τα κορίτσια, πολλές φορές δεν ακολουθούν επαγγέλματα που επιθυμούν και τα οποία είναι υψηλού κοινωνικού γοήτρου, γιατί θεωρούν τα (πολλά) χρόνια που απαιτούνται για εκπαίδευση ως εμπόδιο. Αυτό σχετίζεται με το πώς βλέπουν το μέλλον τους ως σύζυγοι και μητέρες, σύμφωνα με αντίστοιχα ερευνητικά δεδομένα (Farmer, et al. 1998).

Στον ελληνικό χώρο, το θέμα αυτό δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα ερευνηθεί. Όμως, όσα αναφέρονται, σε συνάρτηση κυρίως με το φύλο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επισήμανση ότι, τουλάχιστο για τα κορίτσια στην ελληνική κοινωνία, τα έξοδα, σε συνδυασμό με τη διάρκεια σπουδών, παίζουν ρόλο στην επιλογή επαγγέλματος. Είναι άλλωστε γενικότερα γνωστή η αντίληψη, που φαίνεται να κυριαρχεί ακόμη σ’ ένα μέρος της κοινωνίας μας, ότι τα κορίτσια χρειάζονται ίσως, μόνο, επικουρικά (ως προς το σύζυγο) να έχουν ένα επάγγελμα.




2.3.7. Ο ρόλος των συνομήλικων φίλων και το πρότυπο του δασκάλου

Στις εκπαιδευτικές - επαγγελματικές αποφάσεις τους τα παιδιά, εκτός από τους γονείς, επηρεάζονται και από τα αδέλφια τους με πολλούς τρόπους. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μπορούν να δώσουν πληροφορίες για ένα επάγγελμα ή για τα ανώτερα στάδια εκπαίδευσης με άμεσους ή και με έμμεσους τρόπους. Τα παιδιά πληροφορούνται για τα επαγγέλματα και τις δυνατότητες επιτυχίας τους σε αυτά από συζητήσεις και συγκρίσεις που γίνονται όχι μόνο στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής αλλά και στο σχολείο (πβ. Miller 1978, Κονδυλάκη 1981).

Κατά την εφηβική ηλικία οι σχέσεις των συνομήλικων φίλων, συσφίγγονται ιδιαίτερα. Σ’ αυτή την ηλικία η γνώμη των φίλων, κυρίως του ίδιου φύλου, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, τόσο για τα αγόρια, όσο και για τα κορίτσια. Σε έρευνα του Saltiel (1986) διαπιστώθηκε ότι, τα αγόρια επηρεάζονται από ομόφυλους φίλους σε θέματα επαγγελματικών επιλογών. Κάποια διαφοροποίηση παρουσιάζεται ως προς τα κορίτσια, που φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από φίλες, αλλά κυρίως σε θέματα επιλογής εκπαιδευτικής κατεύθυνσης. Η διαφοροποίηση αυτή, θα μπορούσε να ερμηνευτεί με βάση τη γενικότερα γνωστή από την Ψυχολογία, γρηγορότερη κατά δύο περίπου χρόνια ωριμότητα των κοριτσιών σε σχέση προς τα αγόρια. Αυτό σημαίνει ότι, τα κορίτσια συνδέουν τις εκπαιδευτικές επιλογές τους με την προοπτική που έχουν ήδη τα ίδια (αντίθετα προς τα αγόρια) για επαγγελματικές επιλογές.
Σε άλλη έρευνα (Kandel & Lesser 1968) διαπιστώθηκε ότι, οι έφηβοι δέχονται την επίδραση των συνομήλικων κυρίως για θέματα που αφορούν την καθημερινή πραγματικότητα της εφηβικής ηλικίας, αλλά πολύ λιγότερο για θέματα που αφορούν το μέλλον τους και τον κοινωνικό ρόλο που θα πρέπει να αναλάβουν ως ενήλικοι. Για θέματα που αφορούν μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια, που σχετίζονται με τη ζωή τους ως ενηλίκων, εμπιστεύονται περισσότερο τους γονείς τους, από τους οποίους δέχονται και μεγαλύτερη επίδραση, παρά τους φίλους τους.
Οι Berndt, Laychak και Park (1990), σε έρευνά τους στην Αμερική σε μαθητές γυμνασίου, διαπίστωσαν ότι, πολλές φορές, η σχολική επιτυχία επηρεάζεται από τις συζητήσεις που κάνουν οι έφηβοι μεταξύ τους. Οι φιλικές συζητήσεις δεν έχουν πάντα θετικές αντιδράσεις στα κίνητρα για σχολική επιτυχία. Οι επιδράσεις που ασκούν οι συζητήσεις εξαρτώνται από τη φιλική σχέση που υπάρχει στους εφήβους. Οι παραπάνω ερευνητές επισημαίνουν, ακόμη, ότι μερικοί έφηβοι δαπανούν πολύ από το χρόνο τους με φίλους οι οποίοι αποθαρρύνουν ή ακόμα και γελοιοποιούν τις προσπάθειές τους να επιτύχουν στο σχολείο.

Το σχολικό περιβάλλον επηρεάζει τις επιλογές του μαθητή κυρίως από την επικοινωνία του με τους δασκάλους του αλλά και σε συνάρτηση με τις επιδόσεις του. Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν το ρόλο του συμβούλου και επηρεάζουν τους μαθητές τους στη διαμόρφωση της επιλογής επαγγέλματος. Σχετική έρευνα στον ελληνικό χώρο πραγματοποιήθηκε από τον Δημητρόπουλο (1994). Διαπιστώθηκε ότι, οι μαθητές (44%) επηρεάζονται περισσότερο από τους καθηγητές τους από ό,τι οι μαθήτριες (31%). Η διαπίστωση αυτή περιορίζεται μόνο στους «καλούς» μαθητές σύμφωνα με άλλο ερευνητικό πόρισμα (Kostaki 1990).
Η μεγάλη επιρροή των δασκάλων στις επαγγελματικές προτιμήσεις των μαθητών διαπιστώνεται και από άλλη έρευνα σε 116 μαθητές, Γιαπωνέζους και Καυκάσιους (Day 1966). Αρκετοί μαθητές βλέπουν τους δασκάλους τους ως επαγγελματικά πρότυπα (μοντέλα). Τα αγόρια φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από τους δασκάλους τους παρά τα κορίτσια.

Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι, οι συνομήλικοι και οι φίλοι παίζουν ρόλο στον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων. Ο ρόλος τους, όμως, αυτός είναι μάλλον περιορισμένος, τόσο σε ένταση όσο και σε χρονική διάρκεια, σε σύγκριση με τον επηρεασμό που δέχονται από τους γονείς. Όσο για την επίδραση που ασκείται από το πρότυπο του δασκάλου στην επαγγελματική επιλογή των νέων, οι ερευνητικές διαπιστώσεις είναι περιορισμένες και γενικές αλλά και οι έρευνες ελάχιστες. Το τελευταίο, θα μπορούσε να σχετιστεί με το γεγονός ότι, ο δάσκαλος κατά τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι αυτονόητα (όπως παλαιότερα) αποδεκτός στο ρόλο του συμβούλου για τον επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών. Ο ρόλος του περιορίστηκε κυρίως στη μετάδοση γνώσεων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα