Η αντίληψη της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας σε Έλληνες φοιτητές
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Μαρία Τράκα, Χρυσάνθη Φραγκιαδάκη, Δημήτρης Παρασκευόπουλος, φοιτητές τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Τα στερεότυπα για το φύλο αναφέρονται στις στάσεις και τις αντιλήψεις σχετικά με την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Η διαμόρφωση των πεποιθήσεων αυτών ενέχει έντονα πολιτισμικά στοιχεία και εξελίσσεται διαχρονικά. Η ταυτότητα του βιολογικού, ψυχολογικού και κοινωνικού ρόλου εμφανίζεται στην ηλικία των δύο ετών, μετασχηματίζεται κατά τη λύση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και παγιώνεται κατά την εφηβεία. Οι διαφορές στα φύλα, παρά το δυναμισμό του κινήματος για τη γυναικεία χειραφέτηση, τις διακηρύξεις για την ισότητα και τις κοινωνικές αναπροσαρμογές του ρόλου της οικογένειας, έχουν μείζονα σημασία, τόσο στη διαμόρφωση του εγώ, όσο και στις αιτιακές αποδόσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών.
Διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ότι τα κορίτσια – είτε εκ φύσεως είτε ως επίκτητη ιδιότητα- ωριμάζουν νωρίτερα σε σύγκριση με τα αγόρια, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, είναι υγιέστερα, υπερτερούν στην ανάπτυξη του γλωσσικού κώδικα, αντιλαμβάνονται επιτυχέστερα τα συναισθήματα. Τα αγόρια συνήθως επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αυτονομία, εμπλέκονται σε πιο έντονες μορφές παιχνιδιού, είναι περισσότερο διεκδικητικά και πιο δημιουργικά.
Ήδη από το 1962 ο McKinnon παρατήρησε ότι άνδρες και γυναίκες, που θεωρούνταν δημιουργικοί διέθεταν στοιχεία προσωπικότητας, που τυπικά αποδίδονταν στο αντίθετο φύλο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον Torrance το 1963. Σε έρευνα του Helson (1967) επιτυχημένες γυναίκες μαθηματικοί (επαγγελματική ιδιότητα στην οποία κατά κύριο λόγο διαπρέπουν άνδρες) βαθμολογήθηκαν όσον αφορούσε γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους. Τα χαρακτηριστικά, που τους αποδόθηκαν και εξηγούσαν την έφεσή τους στα Μαθηματικά, αναφέρονται κυρίως σε άντρες: φιλοδοξία, αυθορμητισμός, αυθεντικότητα, επιμονή, ψυχικό σθένος, διεκδικητικότητα, αυτονομία, τάση για επίτευξη, αυτοεκτίμηση.
Είναι γεγονός ότι πέρα από τα βιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τα οποία ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, οι ενήλικες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα αγόρια και τα κορίτσια σε όλα τα στάδια της εξέλιξης: Επιτρέπουν στα αρσενικά βρέφη να απομακρύνονται περισσότερο, ακόμα και εκτός οπτικού τους πεδίου, τους παρέχουν αμοιβές καθώς εξερευνούν το χώρο και τα αντικείμενα, προσεγγίζουν με μεγαλύτερη τρυφερότητα τα κορίτσια και τους φέρονται σα να ήταν εύθραυστα, δίνουν περισσότερες λεκτικές οδηγίες στα θηλυκά παιδιά, ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις παρέες των αγοριών, καθορίζουν το ντύσιμο και τη φροντίδα του σώματος, επιτρέποντας περισσότερα ναρκισσιστικά στοιχεία στα κορίτσια.
Αν και η ρήση ‘ Η ανατομία είναι μοίρα’ αμφισβητήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα, εντούτοις εκπρόσωποί του, όπως η Chodorow, θεώρησαν ότι ουσιαστικά τα κορίτσια αντιγράφουν και αναπαράγουν το ρόλο της μητέρας, που στις περισσότερες κοινωνίες έχει συναρτηθεί με τη στοργή, τη μέριμνα, την καρτερία και τη δυνατότητα σύναψης άρρηκτων συναισθηματικών δεσμών. Αντίθετα, η εσωτερίκευση της πατρικής φιγούρας οδηγεί σε ιδιότητες, όπως η ανεξαρτησία και ο δυναμισμός.
Μεγάλη επίδραση στις περί φύλου θεωρίες άσκησε η άποψη του Kohlberg (1927-1987), ο οποίος εισήγαγε την έννοια της σταθερότητας στην αντίληψη της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας. Ο μελετητής αυτός διαπίστωσε ότι τα παιδιά, αν και κατανοούν το φύλο τους και διακρίνουν το φύλο των άλλων από την ηλικία των τριών ετών, δεν αποδίδουν σε αυτό συγκεκριμένες συμπεριφορές και σταθερά χαρακτηριστικά παρά μόνο από την ηλικία των επτά ετών, οπότε εσωτερικεύουν τη μονιμότητα του φύλου, ταυτιζόμενα με το γονέα του ίδιου φύλου. Κατά την ηλικία αυτή υιοθετούν την κουλτούρα και τις αξίες του φύλου, προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτές και αντλούν αυτοεκτίμηση, εφόσον η αυτοεικόνα τους συνάδει με την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότητα μέσω και της κοινωνικής σύγκρισης.
Ο ίδιος έκανε λόγο για τις διαταραχές στην ταυτότητα φύλου, γνωστές και ως σύγχυση φύλου, που εμφανίζονται σε μία περίπτωση ανά 20.000 ανδρών και 50.000 γυναικών, και καταλήγουν στον τρανσεξουαλισμό. Έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρόωρη κοινωνικοποίηση του παιδιού, η κατά λάθος ταύτιση με το γονέα του αντιθέτου φύλου και ορμονικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αμφίρροπη αυτή αντίληψη του φύλου.
Σε γενικές γραμμές οι διεθνείς έρευνες συγκλίνουν στο ότι τα ανδρικά στερεότυπα εγκαθιδρύουν την εικόνα ενός ατόμου προσανατολισμένου προς το έργο, λογικού και ικανού στην επίλυση προβλημάτων και σε ένα γυναικείο πρότυπο πιο επικοινωνιακού, με ενδιαφέρον για το κοινωνικοσυναισθηματικό κλίμα και περισσότερο παθητικού.
Οι Ragins & Sundstorm (1989), διαπίστωσαν ότι τα χαρακτηριστικά του φύλου επηρεάζουν την επιλογή του προσωπικού, δεδομένου ότι σε πολλές κοινωνίες τα ανδρικά γνωρίσματα έχουν ταυτιστεί με την αποτελεσματικότητα, την ηγεσία, τη διοίκηση, τη δύναμη και τον οραματισμό για το μέλλον. Αντίθετα, ο κόσμος των επιχειρήσεων μέχρι πρότινος απαξίωνε γυναικείες ιδιότητες, όπως συνεργατικότητα, υποστήριξη, ενόραση και διαίσθηση (Deal & Stevenson, 1988, Dubno, 1985, Haslett et al., 1992, Hellman et al., 1989, Shein, 1973, 1975). Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι έρευνα των Kunkel & Burleson (1999) δεν κατέγραψε στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επικοινωνιακές δεξιότητες ανδρών-γυναικών ούτε αποκλίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, όσον αφορά την αντίληψη των συναισθημάτων.
Σε έρευνα των Βίκη και Παπάνη σε 2500 μαθητές ελληνικών σχολείων (2006) οι διαφοροποιήσεις στην επαγγελματική απόφαση και στους επαγγελματικούς τύπους των μαθητών επηρεάζονταν άμεσα από τον παράγοντα φύλο. Τα αγόρια υπερτερούσαν στη διαμόρφωση του «ρεαλιστικού-πρακτικού» τύπου και στον «ερευνητικό-διανοητικό», ενώ τα κορίτσια έχουν σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Μικρότερες διαφοροποιήσεις υπέρ των κοριτσιών παρουσιάστηκαν στον «επιχειρηματικό» και «συμβατικό» τύπο. Τέλος σχεδόν ίσους μέσους όρους εμφάνισαν αγόρια και κορίτσια στον «συμβατικό» τύπο. Αυτό που παραμένει αμετάβλητο είναι η επίδραση του φύλου στη διαμόρφωση επαγγελματικών τύπων, που επιτείνει το διαχωρισμό των επαγγελμάτων σε «ανδρικά και γυναικεία», παρά την κοινωνική αναβάθμιση του γυναικείου ρόλου κατά τα τελευταία χρόνια. Τα αγόρια εξακολουθούν να τείνουν προς το «ρεαλιστικό-πρακτικό» επαγγελματικό τύπο, ειδικά σε χωριά και πόλεις μέχρι 50.000 κατοίκους, όπου το αίτημα για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση σε αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες ή σε απλά επιτηδεύματα είναι πιεστικότερο. Ταυτόχρονα, οι μαθητές παρουσιάζουν υψηλότερες βαθμολογίες στον «ερευνητικό-διανοητικό» επαγγελματικό τύπο, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τα συντριπτικά μεγαλύτερα ποσοστά των ανδρών σε διευθυντικές θέσεις και επαγγέλματα κύρους. Η γυναικεία χειραφέτηση αντικατοπτρίζεται στην εξίσωση των δύο φύλων, όσον αφορά τις βαθμολογίες στο «συμβατικό» επαγγελματικό τύπο. Οι μαθήτριες διαιωνίζοντας τα στερεότυπα του γυναικείου ρόλου ρέπουν προς τον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Αλλά και οι Creed και Patton (2003), διατείνονται ότι τα κορίτσια ωριμάζουν γρηγορότερα όσον αφορά τις επαγγελματικές τους κλίσεις. Ο Wilgosh (2002), πιστεύει ότι τα στερεότυπα του φύλου επηρεάζουν ευκολότερα γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και διαμορφώνουν τις προσδοκίες για τις κόρες τους. Οι Miller et al. (2002), απέδειξαν ότι κορίτσια από οικογένειες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου σπανίως ασχολούνται με θετικές επιστήμες, σαφώς επηρεασμένα από τις στάσεις των γονέων.
Πολλές έρευνες επικεντρώθηκαν στις γνωστικές διαφορές ανδρών και γυναικών. Δεδομένου ότι τα δύο φύλα μοιράζονται ίδιο γενετικό υλικό στο μεγαλύτερο μέρος του (με κύρια διαφοροποίηση τα χρωμοσώματα που καθορίζουν το φύλο) οι διαπιστωμένες αποκλίσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν με απόλυτα βιολογικούς όρους. Ενδεχομένως, περισσότερο επηρεάζουν οι διαφορές στα επίπεδα ορμονών στον εγκέφαλο. Πραγματικά, ο χειρισμός των ορμονών του φύλου (τεστοστερόνη-οιστρογόνα) οδηγεί σε διαφοροποιήσεις στην επιθετικότητα (McEwen, Davis, Parsons & Pfaff, 1979), στον τρόπο επίλυσης προβλημάτων (McLusky & McEwen, 1980), στην αναπαράσταση χωρικών σχέσεων (Resnick, Berenbaum,Gottesman & Bouchard, 1986), στη χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου και στη νοητική περιστροφή αντικειμένων.
Όμως η Nash (1979) ότι οι γνωστικές αυτές διαφορές ήταν εμφανείς μόνο όταν τα άτομα, στα οποία καταμετρούνταν αυτές οι ικανότητες, είχαν πλήρως ταυτιστεί με το στερεοτυπικό ρόλο του φύλου τους. Αυτή η κοινωνιολογική προσέγγιση ερμηνείας των διαφυλικών διαφορών πρεσβεύει ότι τα άτομα ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά της ομάδας, στην οποία ανήκουν, τα θεωρούν περισσότερο επιθυμητά και συντονίζουν τη συμπεριφορά τους, άρα και τις προτιμώμενες δεξιότητες, προς αυτά. Επομένως, η χαμηλότερη απόδοση των γυναικών σε δραστηριότητες, που απαιτούν αναγνώριση σχημάτων και αντίληψη του χώρου, αλλά και σε καταστάσεις που χρήζουν διεκδικητικότητας και ηγεσίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά και τις προσδοκίες για το φύλο τους. Αναλογικά το ίδιο συμβαίνει και στους άνδρες, στους οποίους η απόκλιση προς γυναικεία γνωρίσματα ισοδυναμεί με ελλιπή αρρενωπότητα και κατ’ επέκταση ομοφυλοφιλία. Ο κοινωνικός έλεγχος, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του φύλου, ακόμα και σήμερα, είναι εντονότερος στους άντρες απ’ ότι στις γυναίκες.
Ερευνητές όπως οι (Brosman, 1988, Serbin & Connor, 1979, Tracy, 1987), κατέδειξαν ότι οι διαφορές των δύο φύλων στις γνωστικές ικανότητες μπορούν να αποδοθούν στη φύση και τις απαιτήσεις των παιχνιδιών, που ενθαρρύνονται να παίζουν αγόρια και κορίτσια.: Τα παιχνίδια με αυτοκινητάκια, όπλα, Lego, κλπ. ενδυναμώνουν τα αγόρια στην αντίληψη του χώρου, στις κατασκευές, στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων, ενώ τα παιχνίδια με κούκλες ενισχύουν το λόγο, την αφήγηση ιστοριών, τη φροντίδα και την έκφραση συναισθήματος.
Παλαιότερες έρευνες στην Ελλάδα διαπίστωναν ότι η αντίληψη του φύλου είναι πολύ ισχυρή και ότι η απόκλιση από τα στερεότυπα οδηγούσε σε κοινωνικό στιγματισμό. Η χειραφέτηση της γυναίκας καθυστέρησε σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και κατοχυρώθηκε περισσότερο νομοθετικά, παρά ως αντανάκλαση κοινωνικής προόδου, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων. Η οικογένεια, που συνεπικουρούμενη από το σχολείο, αποτελεί τον κυριότερο κοινωνικοποιητικό θεσμό, δέχεται ισχυρά πλήγματα, με τη συχνότητα των διαζυγίων να αυξάνεται κατακόρυφα, η μονογονεικότητα επεκτείνεται και σε μη αστικές περιοχές ως αποδεκτή μορφή οικογένειας και η συμβίωση αναγνωρίζεται θεσμικά. Παράλληλα, γίνεται λόγος για γάμους ομοφυλοφίλων με όσα αδιευκρίνιστα ακόμα ζητήματα θα προξενήσουν στην ψυχοσύνθεση παιδιών, που θα υιοθετηθούν από αυτούς. Παρόλα αυτά, οι έρευνες για τις αξίες της νεολαίας (Παπάνης, 2007) καταγράφουν τη στροφή των νέων προς παραδοσιακές αντιλήψεις, επειδή αυτές εξασφαλίζουν τη σταθερότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επαναστατικότητα και η αμφισβήτηση των νέων της δεκαετίας του ’80 και του ’70 δίνει τη θέση της σε μια πιο χαλαρή αντιμετώπιση, σε μια αναδιατύπωση των κατεστημένων αντιλήψεων και σε μια πιο κριτική, αλλά μετριοπαθέστερη αποδοχή των κοινωνικών εξελίξεων. Οι Έλληνες νέοι, ακόμα κι αν προέρχονται από διαζευγμένους γονείς, οραματίζονται τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας, η οποία αναπαράγει τα στερεότυπα του φύλου, αντλούν συναισθηματική πληρότητα από αυτήν (σε ποσοστό 60%), περισσότερο από ότι από τους φίλους ή τους ερωτικούς συντρόφους.
Στην παρούσα έρευνα υποθέτουμε ότι τα στερεότυπα του φύλου στην Ελλάδα, παρά την κοινωνική μεταβολή, την μεταλαμπάδευση των ευρωπαϊκών προτύπων και τη νομοθετική αλλαγή υπέρ των γυναικών, δεν έχουν μεταβληθεί με αποτέλεσμα οι άνδρες να διατηρούν ανέπαφα τα γνωρίσματα της αρρενωπότητας και οι γυναίκες αυτά της θηλυκότητας. Αυτό μάλιστα μπορεί να ισχύει και στο πιο προοδευτικό τμήμα της νεολαίας, τους φοιτητές, η οποίοι συνειδητά απαρνούνται τη σύγχυση του ανδρικού και γυναικείου ρόλου, στρεφόμενοι, όμως σε πιο παραδοσιακές αντιλήψεις για το φύλο.
Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι κοινωνικές κατασκευές του φύλου και τα παραδοσιακά στερεότυπα για το φύλο, διατηρούνται στις απόψεις των φοιτητών.
Η θεωρία της Bem (1974) κάνει λόγο για την αντίληψη της αρρενωπότητας και θηλυκότητας ως ψυχολογικές και κοινωνικές κατασκευές. Καταγράφει τα χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο συνθέτουν τους κοινωνικούς προσδιορισμούς του φύλου.
Η Bem έχει υποστηρίξει ότι η ανδρική και γυναικεία διάσταση θα μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της βαθμολογίας στην κλίμακα αρρενωπότητας –θηλυκότητας
Παράλληλα, η Bem εισήγαγε δύο άλλες διαστάσεις στους προσδιορισμούς του φύλου:
Τον «ανδρόγυνο» τύπο: υψηλή βαθμολογία και στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
Τον «αδιαφοροποίητο» τύπο: χαμηλή βαθμολογία στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
:
Αρρενωπά χαρακτηριστικά Γυναικεία χαρακτηριστικά
• Βασίζεται στον εαυτό του
• Υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις του
• Ανεξάρτητος
• Αθλητικός
• Διεκδικητικός
• Διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα
• Ισχυρός
• Διαθέτει αναλυτική σκέψη
• Ηγετική προσωπικότητα
• Ριψοκίνδυνος
• Παίρνει αποφάσεις εύκολα
• Κυριαρχικός
• Αρρενωπός
• Παίρνει θέσει σε ζητήματα
• Επιθετικός
• Ατομιστής
• Ανταγωνιστικός
• Φιλόδοξος • Παραγωγική
• Εύθυμη
• Ντροπαλή
• Στοργική
• Γοητευτική
• Πιστή
• Διαθέτει θηλυκά στοιχεία
• Μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου
• Κατανοεί τις ανάγκες του άλλου
• Διαθέτει κατανόηση
• Συμπονετικά
• Πρόθυμη να απαλύνει τον πόνο
• Γλυκομίλητη
• Ευχάριστη
• Τρυφερή
• Φιλική
• Εύπιστη
• Αγαπάει τα παιδιά
• Ευγενική
Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά για άνδρες και γυναίκες σύμφωνα με την Bem
Ο όρος βιολογικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις βιολογικές κατηγορίες του άνδρα και της γυναίκας, ενώ ο όρος κοινωνικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις κοινωνικές κατηγορίες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, δηλαδή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που αποδίδονται στο καθένα από τα δύο φύλα και προσδιορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες.
Τρόπος συλλογής δεδομένων: προσαρμογή του ερωτηματολογίου της Bem στα Ελληνικά. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε 58 επίθετα, εκ των οποίων τα 19 αναπαρήγαγαν τα παραδοσιακά στερεότυπα της αρρενωπότητας και άλλα 19 τα παραδοσιακά στερεότυπα της θηλυκότητας. Κάθε επίθετο συνοδευόταν από μια 5βάθμια κλίμακα Likert:, όπου: 1= πολύ λίγο, 2= λίγο, 3= αρκετά, 4= πολύ και 5= πάρα πολύ. Οι φοιτητές καλούνταν να βαθμολογήσουν κατά πόσο η ιδιότητα που εξέφραζε το κάθε επίθετο, άρμοζε περισσότερο σε γυναίκα ή σε άνδρα.
Δείγμα: 350 φοιτητές (ηλικίας 18-25), από σχολές της Ελλάδας και της Κύπρου, οι οποίοι κατάγονταν από αγροτικές, ημιαστικές και αστικές περιοχές.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των ανδρών και των γυναικών στα διάφορα χαρακτηριστικά του ερωτηματολογίου. Το α και το γ δίπλα σε κάθε επίθετο ή φράση αναφέρεται στο εάν αυτό το χαρακτηριστικό αποδίδεται σε άνδρα ή σε γυναίκα. Όσο μεγαλύτερος είναι ο μέσος όρος τόσο περισσότερο το χαρακτηριστικό αυτό αποδίδεται σε άνδρα ή γυναίκα. Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα παραδοσιακά χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας και δύναμης αποδίδονται σε άντρες, ενώ τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τρυφερότητας, γοητείας κλπ. στις γυναίκες.
Μέσος Όρος Τυπική Απόκλιση
βασίζεται στον εαυτό του α 3,80 ,949
βασίζεται στον εαυτό της γ 3,41 ,968
παραγωγικός α 3,74 ,863
παραγωγική γ 3,81 ,903
εξυπηρετικός α 3,36 1,011
εξυπηρετική γ 3,62 ,950
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις του α 4,03 ,936
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις της γ 3,78 ,914
εύθυμος α 3,68 ,863
εύθυμη γ 3,62 ,890
κακόκεφος α 2,84 1,057
κακόκεφη γ 2,91 1,003
ανεξάρτητος α 3,98 1,060
ανεξάρτητη γ 3,42 ,951
ντροπαλός α 2,48 1,160
ντροπαλή γ 3,12 1,032
ευσυνείδητος α 3,15 1,011
ευσυνείδητη γ 3,80 ,937
αθλητικός α 3,90 ,998
αθλητική γ 2,98 ,894
στοργικός α 2,99 ,899
στοργική γ 4,16 ,937
υποκριτής α 3,08 1,217
υποκρίτρια γ 3,20 1,197
διεκδικητικός α 3,80 1,013
διεκδικητική γ 3,65 1,032
γοητευτικός α 3,72 ,891
γοητευτική γ 4,06 ,936
ευτυχής α 3,49 ,895
ευτυχισμένη γ 3,46 ,913
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα α 3,93 ,923
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα γ 3,55 1,002
πιστός α 2,58 1,051
πιστή γ 3,30 1,023
απρόβλεπτος α 3,54 2,996
απρόβλεπτη γ 3,43 1,117
ισχυρός α 3,92 ,935
ισχυρή γ 3,21 ,984
διαθέτει θηλυκά στοιχεία α 1,73 ,962
διαθέτει θηλυκά στοιχεία γ 4,62 ,758
αξιόπιστος α 3,25 ,977
αξιόπιστη γ 3,38 ,928
διαθέτει αναλυτική σκέψη α 3,14 1,162
διαθέτει αναλυτική σκέψη γ 3,75 1,068
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου α 2,65 ,998
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου γ 3,79 ,993
ζηλιάρης α 3,54 1,109
ζηλιάρα γ 3,92 1,036
ηγετική προσωπικότητα α 4,02 ,960
ηγετική προσωπικότητα γ 3,10 1,017
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου α 2,85 ,917
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου γ 3,95 2,907
φιλαλήθης α 3,08 1,129
φιλαλήθης γ 3,15 1,067
ριψοκίνδυνος α 3,99 1,036
ριψοκίνδυνη γ 2,75 1,078
διαθέτει κατανόηση α 2,92 ,897
διαθέτει κατανόηση γ 3,77 1,003
μυστικοπαθής α 3,08 1,194
μυστικοπαθής γ 3,47 1,177
ΑΝΔΡΑΣ: Βασίζεται στον εαυτό του, υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις του, ανεξάρτητος, αθλητικός, διεκδικητικός, ισχυρός, αναλυτικός, ριψοκίνδυνος, κυριαρχικός, αρρενωπός, επιθετικός, ατομιστής, ανταγωνιστικός, φιλόδοξος κ.ά
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραγωγική, εύθυμη, ντροπαλή, στοργική, γοητευτική, πιστή, θηλυκή, διαθέτει κατανόηση, συμπονετική, γλυκομίλητη, τρυφερή, φιλική, εύπιστη, ευγενική, αγαπάει τα παιδιά, ευχάριστη κ.ά
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι αρρενωπότητας και θηλυκότητας για τα δύο φύλα, σύμφωνα με τις απόψεις των φοιτητών. Παρατηρούμε ότι οι άνδρες σκοράρουν περισσότερο στην αρρενωπότητα από ότι στη θηλυκότητα ( 3,95 και 3,55 αντίστοιχα), ενώ οι γυναίκες περισσότερο στη θηλυκότητα σε σύγκριση με την αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά οι διαφορές στις βαθμολογίες των γυναικών είναι μικρές ( 3,76 για τη θηλυκότητα σε σύγκριση με το 3,75 για την αρρενωπότητα), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν περισσότερα ανδρικά στοιχεία, ενώ οι άνδρες διατηρούν τα χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά είχαν.
φύλο Αρρενωπότητα Θηλυκότητα
άνδρας Μέσος Όρος 3,9504 3,5537
Τυπική Απόκλιση ,49121 ,51196
γυναίκα Μέσος Όρος 3,7527 3,7681
Τυπική Απόκλιση ,49476 ,46145
Μαρία Τράκα, Χρυσάνθη Φραγκιαδάκη, Δημήτρης Παρασκευόπουλος, φοιτητές τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Τα στερεότυπα για το φύλο αναφέρονται στις στάσεις και τις αντιλήψεις σχετικά με την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Η διαμόρφωση των πεποιθήσεων αυτών ενέχει έντονα πολιτισμικά στοιχεία και εξελίσσεται διαχρονικά. Η ταυτότητα του βιολογικού, ψυχολογικού και κοινωνικού ρόλου εμφανίζεται στην ηλικία των δύο ετών, μετασχηματίζεται κατά τη λύση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και παγιώνεται κατά την εφηβεία. Οι διαφορές στα φύλα, παρά το δυναμισμό του κινήματος για τη γυναικεία χειραφέτηση, τις διακηρύξεις για την ισότητα και τις κοινωνικές αναπροσαρμογές του ρόλου της οικογένειας, έχουν μείζονα σημασία, τόσο στη διαμόρφωση του εγώ, όσο και στις αιτιακές αποδόσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών.
Διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ότι τα κορίτσια – είτε εκ φύσεως είτε ως επίκτητη ιδιότητα- ωριμάζουν νωρίτερα σε σύγκριση με τα αγόρια, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, είναι υγιέστερα, υπερτερούν στην ανάπτυξη του γλωσσικού κώδικα, αντιλαμβάνονται επιτυχέστερα τα συναισθήματα. Τα αγόρια συνήθως επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αυτονομία, εμπλέκονται σε πιο έντονες μορφές παιχνιδιού, είναι περισσότερο διεκδικητικά και πιο δημιουργικά.
Ήδη από το 1962 ο McKinnon παρατήρησε ότι άνδρες και γυναίκες, που θεωρούνταν δημιουργικοί διέθεταν στοιχεία προσωπικότητας, που τυπικά αποδίδονταν στο αντίθετο φύλο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον Torrance το 1963. Σε έρευνα του Helson (1967) επιτυχημένες γυναίκες μαθηματικοί (επαγγελματική ιδιότητα στην οποία κατά κύριο λόγο διαπρέπουν άνδρες) βαθμολογήθηκαν όσον αφορούσε γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους. Τα χαρακτηριστικά, που τους αποδόθηκαν και εξηγούσαν την έφεσή τους στα Μαθηματικά, αναφέρονται κυρίως σε άντρες: φιλοδοξία, αυθορμητισμός, αυθεντικότητα, επιμονή, ψυχικό σθένος, διεκδικητικότητα, αυτονομία, τάση για επίτευξη, αυτοεκτίμηση.
Είναι γεγονός ότι πέρα από τα βιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τα οποία ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, οι ενήλικες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα αγόρια και τα κορίτσια σε όλα τα στάδια της εξέλιξης: Επιτρέπουν στα αρσενικά βρέφη να απομακρύνονται περισσότερο, ακόμα και εκτός οπτικού τους πεδίου, τους παρέχουν αμοιβές καθώς εξερευνούν το χώρο και τα αντικείμενα, προσεγγίζουν με μεγαλύτερη τρυφερότητα τα κορίτσια και τους φέρονται σα να ήταν εύθραυστα, δίνουν περισσότερες λεκτικές οδηγίες στα θηλυκά παιδιά, ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις παρέες των αγοριών, καθορίζουν το ντύσιμο και τη φροντίδα του σώματος, επιτρέποντας περισσότερα ναρκισσιστικά στοιχεία στα κορίτσια.
Αν και η ρήση ‘ Η ανατομία είναι μοίρα’ αμφισβητήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα, εντούτοις εκπρόσωποί του, όπως η Chodorow, θεώρησαν ότι ουσιαστικά τα κορίτσια αντιγράφουν και αναπαράγουν το ρόλο της μητέρας, που στις περισσότερες κοινωνίες έχει συναρτηθεί με τη στοργή, τη μέριμνα, την καρτερία και τη δυνατότητα σύναψης άρρηκτων συναισθηματικών δεσμών. Αντίθετα, η εσωτερίκευση της πατρικής φιγούρας οδηγεί σε ιδιότητες, όπως η ανεξαρτησία και ο δυναμισμός.
Μεγάλη επίδραση στις περί φύλου θεωρίες άσκησε η άποψη του Kohlberg (1927-1987), ο οποίος εισήγαγε την έννοια της σταθερότητας στην αντίληψη της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας. Ο μελετητής αυτός διαπίστωσε ότι τα παιδιά, αν και κατανοούν το φύλο τους και διακρίνουν το φύλο των άλλων από την ηλικία των τριών ετών, δεν αποδίδουν σε αυτό συγκεκριμένες συμπεριφορές και σταθερά χαρακτηριστικά παρά μόνο από την ηλικία των επτά ετών, οπότε εσωτερικεύουν τη μονιμότητα του φύλου, ταυτιζόμενα με το γονέα του ίδιου φύλου. Κατά την ηλικία αυτή υιοθετούν την κουλτούρα και τις αξίες του φύλου, προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτές και αντλούν αυτοεκτίμηση, εφόσον η αυτοεικόνα τους συνάδει με την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότητα μέσω και της κοινωνικής σύγκρισης.
Ο ίδιος έκανε λόγο για τις διαταραχές στην ταυτότητα φύλου, γνωστές και ως σύγχυση φύλου, που εμφανίζονται σε μία περίπτωση ανά 20.000 ανδρών και 50.000 γυναικών, και καταλήγουν στον τρανσεξουαλισμό. Έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρόωρη κοινωνικοποίηση του παιδιού, η κατά λάθος ταύτιση με το γονέα του αντιθέτου φύλου και ορμονικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αμφίρροπη αυτή αντίληψη του φύλου.
Σε γενικές γραμμές οι διεθνείς έρευνες συγκλίνουν στο ότι τα ανδρικά στερεότυπα εγκαθιδρύουν την εικόνα ενός ατόμου προσανατολισμένου προς το έργο, λογικού και ικανού στην επίλυση προβλημάτων και σε ένα γυναικείο πρότυπο πιο επικοινωνιακού, με ενδιαφέρον για το κοινωνικοσυναισθηματικό κλίμα και περισσότερο παθητικού.
Οι Ragins & Sundstorm (1989), διαπίστωσαν ότι τα χαρακτηριστικά του φύλου επηρεάζουν την επιλογή του προσωπικού, δεδομένου ότι σε πολλές κοινωνίες τα ανδρικά γνωρίσματα έχουν ταυτιστεί με την αποτελεσματικότητα, την ηγεσία, τη διοίκηση, τη δύναμη και τον οραματισμό για το μέλλον. Αντίθετα, ο κόσμος των επιχειρήσεων μέχρι πρότινος απαξίωνε γυναικείες ιδιότητες, όπως συνεργατικότητα, υποστήριξη, ενόραση και διαίσθηση (Deal & Stevenson, 1988, Dubno, 1985, Haslett et al., 1992, Hellman et al., 1989, Shein, 1973, 1975). Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι έρευνα των Kunkel & Burleson (1999) δεν κατέγραψε στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επικοινωνιακές δεξιότητες ανδρών-γυναικών ούτε αποκλίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, όσον αφορά την αντίληψη των συναισθημάτων.
Σε έρευνα των Βίκη και Παπάνη σε 2500 μαθητές ελληνικών σχολείων (2006) οι διαφοροποιήσεις στην επαγγελματική απόφαση και στους επαγγελματικούς τύπους των μαθητών επηρεάζονταν άμεσα από τον παράγοντα φύλο. Τα αγόρια υπερτερούσαν στη διαμόρφωση του «ρεαλιστικού-πρακτικού» τύπου και στον «ερευνητικό-διανοητικό», ενώ τα κορίτσια έχουν σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Μικρότερες διαφοροποιήσεις υπέρ των κοριτσιών παρουσιάστηκαν στον «επιχειρηματικό» και «συμβατικό» τύπο. Τέλος σχεδόν ίσους μέσους όρους εμφάνισαν αγόρια και κορίτσια στον «συμβατικό» τύπο. Αυτό που παραμένει αμετάβλητο είναι η επίδραση του φύλου στη διαμόρφωση επαγγελματικών τύπων, που επιτείνει το διαχωρισμό των επαγγελμάτων σε «ανδρικά και γυναικεία», παρά την κοινωνική αναβάθμιση του γυναικείου ρόλου κατά τα τελευταία χρόνια. Τα αγόρια εξακολουθούν να τείνουν προς το «ρεαλιστικό-πρακτικό» επαγγελματικό τύπο, ειδικά σε χωριά και πόλεις μέχρι 50.000 κατοίκους, όπου το αίτημα για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση σε αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες ή σε απλά επιτηδεύματα είναι πιεστικότερο. Ταυτόχρονα, οι μαθητές παρουσιάζουν υψηλότερες βαθμολογίες στον «ερευνητικό-διανοητικό» επαγγελματικό τύπο, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τα συντριπτικά μεγαλύτερα ποσοστά των ανδρών σε διευθυντικές θέσεις και επαγγέλματα κύρους. Η γυναικεία χειραφέτηση αντικατοπτρίζεται στην εξίσωση των δύο φύλων, όσον αφορά τις βαθμολογίες στο «συμβατικό» επαγγελματικό τύπο. Οι μαθήτριες διαιωνίζοντας τα στερεότυπα του γυναικείου ρόλου ρέπουν προς τον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Αλλά και οι Creed και Patton (2003), διατείνονται ότι τα κορίτσια ωριμάζουν γρηγορότερα όσον αφορά τις επαγγελματικές τους κλίσεις. Ο Wilgosh (2002), πιστεύει ότι τα στερεότυπα του φύλου επηρεάζουν ευκολότερα γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και διαμορφώνουν τις προσδοκίες για τις κόρες τους. Οι Miller et al. (2002), απέδειξαν ότι κορίτσια από οικογένειες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου σπανίως ασχολούνται με θετικές επιστήμες, σαφώς επηρεασμένα από τις στάσεις των γονέων.
Πολλές έρευνες επικεντρώθηκαν στις γνωστικές διαφορές ανδρών και γυναικών. Δεδομένου ότι τα δύο φύλα μοιράζονται ίδιο γενετικό υλικό στο μεγαλύτερο μέρος του (με κύρια διαφοροποίηση τα χρωμοσώματα που καθορίζουν το φύλο) οι διαπιστωμένες αποκλίσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν με απόλυτα βιολογικούς όρους. Ενδεχομένως, περισσότερο επηρεάζουν οι διαφορές στα επίπεδα ορμονών στον εγκέφαλο. Πραγματικά, ο χειρισμός των ορμονών του φύλου (τεστοστερόνη-οιστρογόνα) οδηγεί σε διαφοροποιήσεις στην επιθετικότητα (McEwen, Davis, Parsons & Pfaff, 1979), στον τρόπο επίλυσης προβλημάτων (McLusky & McEwen, 1980), στην αναπαράσταση χωρικών σχέσεων (Resnick, Berenbaum,Gottesman & Bouchard, 1986), στη χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου και στη νοητική περιστροφή αντικειμένων.
Όμως η Nash (1979) ότι οι γνωστικές αυτές διαφορές ήταν εμφανείς μόνο όταν τα άτομα, στα οποία καταμετρούνταν αυτές οι ικανότητες, είχαν πλήρως ταυτιστεί με το στερεοτυπικό ρόλο του φύλου τους. Αυτή η κοινωνιολογική προσέγγιση ερμηνείας των διαφυλικών διαφορών πρεσβεύει ότι τα άτομα ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά της ομάδας, στην οποία ανήκουν, τα θεωρούν περισσότερο επιθυμητά και συντονίζουν τη συμπεριφορά τους, άρα και τις προτιμώμενες δεξιότητες, προς αυτά. Επομένως, η χαμηλότερη απόδοση των γυναικών σε δραστηριότητες, που απαιτούν αναγνώριση σχημάτων και αντίληψη του χώρου, αλλά και σε καταστάσεις που χρήζουν διεκδικητικότητας και ηγεσίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά και τις προσδοκίες για το φύλο τους. Αναλογικά το ίδιο συμβαίνει και στους άνδρες, στους οποίους η απόκλιση προς γυναικεία γνωρίσματα ισοδυναμεί με ελλιπή αρρενωπότητα και κατ’ επέκταση ομοφυλοφιλία. Ο κοινωνικός έλεγχος, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του φύλου, ακόμα και σήμερα, είναι εντονότερος στους άντρες απ’ ότι στις γυναίκες.
Ερευνητές όπως οι (Brosman, 1988, Serbin & Connor, 1979, Tracy, 1987), κατέδειξαν ότι οι διαφορές των δύο φύλων στις γνωστικές ικανότητες μπορούν να αποδοθούν στη φύση και τις απαιτήσεις των παιχνιδιών, που ενθαρρύνονται να παίζουν αγόρια και κορίτσια.: Τα παιχνίδια με αυτοκινητάκια, όπλα, Lego, κλπ. ενδυναμώνουν τα αγόρια στην αντίληψη του χώρου, στις κατασκευές, στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων, ενώ τα παιχνίδια με κούκλες ενισχύουν το λόγο, την αφήγηση ιστοριών, τη φροντίδα και την έκφραση συναισθήματος.
Παλαιότερες έρευνες στην Ελλάδα διαπίστωναν ότι η αντίληψη του φύλου είναι πολύ ισχυρή και ότι η απόκλιση από τα στερεότυπα οδηγούσε σε κοινωνικό στιγματισμό. Η χειραφέτηση της γυναίκας καθυστέρησε σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και κατοχυρώθηκε περισσότερο νομοθετικά, παρά ως αντανάκλαση κοινωνικής προόδου, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων. Η οικογένεια, που συνεπικουρούμενη από το σχολείο, αποτελεί τον κυριότερο κοινωνικοποιητικό θεσμό, δέχεται ισχυρά πλήγματα, με τη συχνότητα των διαζυγίων να αυξάνεται κατακόρυφα, η μονογονεικότητα επεκτείνεται και σε μη αστικές περιοχές ως αποδεκτή μορφή οικογένειας και η συμβίωση αναγνωρίζεται θεσμικά. Παράλληλα, γίνεται λόγος για γάμους ομοφυλοφίλων με όσα αδιευκρίνιστα ακόμα ζητήματα θα προξενήσουν στην ψυχοσύνθεση παιδιών, που θα υιοθετηθούν από αυτούς. Παρόλα αυτά, οι έρευνες για τις αξίες της νεολαίας (Παπάνης, 2007) καταγράφουν τη στροφή των νέων προς παραδοσιακές αντιλήψεις, επειδή αυτές εξασφαλίζουν τη σταθερότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επαναστατικότητα και η αμφισβήτηση των νέων της δεκαετίας του ’80 και του ’70 δίνει τη θέση της σε μια πιο χαλαρή αντιμετώπιση, σε μια αναδιατύπωση των κατεστημένων αντιλήψεων και σε μια πιο κριτική, αλλά μετριοπαθέστερη αποδοχή των κοινωνικών εξελίξεων. Οι Έλληνες νέοι, ακόμα κι αν προέρχονται από διαζευγμένους γονείς, οραματίζονται τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας, η οποία αναπαράγει τα στερεότυπα του φύλου, αντλούν συναισθηματική πληρότητα από αυτήν (σε ποσοστό 60%), περισσότερο από ότι από τους φίλους ή τους ερωτικούς συντρόφους.
Στην παρούσα έρευνα υποθέτουμε ότι τα στερεότυπα του φύλου στην Ελλάδα, παρά την κοινωνική μεταβολή, την μεταλαμπάδευση των ευρωπαϊκών προτύπων και τη νομοθετική αλλαγή υπέρ των γυναικών, δεν έχουν μεταβληθεί με αποτέλεσμα οι άνδρες να διατηρούν ανέπαφα τα γνωρίσματα της αρρενωπότητας και οι γυναίκες αυτά της θηλυκότητας. Αυτό μάλιστα μπορεί να ισχύει και στο πιο προοδευτικό τμήμα της νεολαίας, τους φοιτητές, η οποίοι συνειδητά απαρνούνται τη σύγχυση του ανδρικού και γυναικείου ρόλου, στρεφόμενοι, όμως σε πιο παραδοσιακές αντιλήψεις για το φύλο.
Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι κοινωνικές κατασκευές του φύλου και τα παραδοσιακά στερεότυπα για το φύλο, διατηρούνται στις απόψεις των φοιτητών.
Η θεωρία της Bem (1974) κάνει λόγο για την αντίληψη της αρρενωπότητας και θηλυκότητας ως ψυχολογικές και κοινωνικές κατασκευές. Καταγράφει τα χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο συνθέτουν τους κοινωνικούς προσδιορισμούς του φύλου.
Η Bem έχει υποστηρίξει ότι η ανδρική και γυναικεία διάσταση θα μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της βαθμολογίας στην κλίμακα αρρενωπότητας –θηλυκότητας
Παράλληλα, η Bem εισήγαγε δύο άλλες διαστάσεις στους προσδιορισμούς του φύλου:
Τον «ανδρόγυνο» τύπο: υψηλή βαθμολογία και στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
Τον «αδιαφοροποίητο» τύπο: χαμηλή βαθμολογία στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
:
Αρρενωπά χαρακτηριστικά Γυναικεία χαρακτηριστικά
• Βασίζεται στον εαυτό του
• Υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις του
• Ανεξάρτητος
• Αθλητικός
• Διεκδικητικός
• Διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα
• Ισχυρός
• Διαθέτει αναλυτική σκέψη
• Ηγετική προσωπικότητα
• Ριψοκίνδυνος
• Παίρνει αποφάσεις εύκολα
• Κυριαρχικός
• Αρρενωπός
• Παίρνει θέσει σε ζητήματα
• Επιθετικός
• Ατομιστής
• Ανταγωνιστικός
• Φιλόδοξος • Παραγωγική
• Εύθυμη
• Ντροπαλή
• Στοργική
• Γοητευτική
• Πιστή
• Διαθέτει θηλυκά στοιχεία
• Μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου
• Κατανοεί τις ανάγκες του άλλου
• Διαθέτει κατανόηση
• Συμπονετικά
• Πρόθυμη να απαλύνει τον πόνο
• Γλυκομίλητη
• Ευχάριστη
• Τρυφερή
• Φιλική
• Εύπιστη
• Αγαπάει τα παιδιά
• Ευγενική
Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά για άνδρες και γυναίκες σύμφωνα με την Bem
Ο όρος βιολογικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις βιολογικές κατηγορίες του άνδρα και της γυναίκας, ενώ ο όρος κοινωνικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις κοινωνικές κατηγορίες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, δηλαδή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που αποδίδονται στο καθένα από τα δύο φύλα και προσδιορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες.
Τρόπος συλλογής δεδομένων: προσαρμογή του ερωτηματολογίου της Bem στα Ελληνικά. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε 58 επίθετα, εκ των οποίων τα 19 αναπαρήγαγαν τα παραδοσιακά στερεότυπα της αρρενωπότητας και άλλα 19 τα παραδοσιακά στερεότυπα της θηλυκότητας. Κάθε επίθετο συνοδευόταν από μια 5βάθμια κλίμακα Likert:, όπου: 1= πολύ λίγο, 2= λίγο, 3= αρκετά, 4= πολύ και 5= πάρα πολύ. Οι φοιτητές καλούνταν να βαθμολογήσουν κατά πόσο η ιδιότητα που εξέφραζε το κάθε επίθετο, άρμοζε περισσότερο σε γυναίκα ή σε άνδρα.
Δείγμα: 350 φοιτητές (ηλικίας 18-25), από σχολές της Ελλάδας και της Κύπρου, οι οποίοι κατάγονταν από αγροτικές, ημιαστικές και αστικές περιοχές.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των ανδρών και των γυναικών στα διάφορα χαρακτηριστικά του ερωτηματολογίου. Το α και το γ δίπλα σε κάθε επίθετο ή φράση αναφέρεται στο εάν αυτό το χαρακτηριστικό αποδίδεται σε άνδρα ή σε γυναίκα. Όσο μεγαλύτερος είναι ο μέσος όρος τόσο περισσότερο το χαρακτηριστικό αυτό αποδίδεται σε άνδρα ή γυναίκα. Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα παραδοσιακά χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας και δύναμης αποδίδονται σε άντρες, ενώ τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τρυφερότητας, γοητείας κλπ. στις γυναίκες.
Μέσος Όρος Τυπική Απόκλιση
βασίζεται στον εαυτό του α 3,80 ,949
βασίζεται στον εαυτό της γ 3,41 ,968
παραγωγικός α 3,74 ,863
παραγωγική γ 3,81 ,903
εξυπηρετικός α 3,36 1,011
εξυπηρετική γ 3,62 ,950
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις του α 4,03 ,936
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις της γ 3,78 ,914
εύθυμος α 3,68 ,863
εύθυμη γ 3,62 ,890
κακόκεφος α 2,84 1,057
κακόκεφη γ 2,91 1,003
ανεξάρτητος α 3,98 1,060
ανεξάρτητη γ 3,42 ,951
ντροπαλός α 2,48 1,160
ντροπαλή γ 3,12 1,032
ευσυνείδητος α 3,15 1,011
ευσυνείδητη γ 3,80 ,937
αθλητικός α 3,90 ,998
αθλητική γ 2,98 ,894
στοργικός α 2,99 ,899
στοργική γ 4,16 ,937
υποκριτής α 3,08 1,217
υποκρίτρια γ 3,20 1,197
διεκδικητικός α 3,80 1,013
διεκδικητική γ 3,65 1,032
γοητευτικός α 3,72 ,891
γοητευτική γ 4,06 ,936
ευτυχής α 3,49 ,895
ευτυχισμένη γ 3,46 ,913
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα α 3,93 ,923
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα γ 3,55 1,002
πιστός α 2,58 1,051
πιστή γ 3,30 1,023
απρόβλεπτος α 3,54 2,996
απρόβλεπτη γ 3,43 1,117
ισχυρός α 3,92 ,935
ισχυρή γ 3,21 ,984
διαθέτει θηλυκά στοιχεία α 1,73 ,962
διαθέτει θηλυκά στοιχεία γ 4,62 ,758
αξιόπιστος α 3,25 ,977
αξιόπιστη γ 3,38 ,928
διαθέτει αναλυτική σκέψη α 3,14 1,162
διαθέτει αναλυτική σκέψη γ 3,75 1,068
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου α 2,65 ,998
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου γ 3,79 ,993
ζηλιάρης α 3,54 1,109
ζηλιάρα γ 3,92 1,036
ηγετική προσωπικότητα α 4,02 ,960
ηγετική προσωπικότητα γ 3,10 1,017
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου α 2,85 ,917
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου γ 3,95 2,907
φιλαλήθης α 3,08 1,129
φιλαλήθης γ 3,15 1,067
ριψοκίνδυνος α 3,99 1,036
ριψοκίνδυνη γ 2,75 1,078
διαθέτει κατανόηση α 2,92 ,897
διαθέτει κατανόηση γ 3,77 1,003
μυστικοπαθής α 3,08 1,194
μυστικοπαθής γ 3,47 1,177
ΑΝΔΡΑΣ: Βασίζεται στον εαυτό του, υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις του, ανεξάρτητος, αθλητικός, διεκδικητικός, ισχυρός, αναλυτικός, ριψοκίνδυνος, κυριαρχικός, αρρενωπός, επιθετικός, ατομιστής, ανταγωνιστικός, φιλόδοξος κ.ά
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραγωγική, εύθυμη, ντροπαλή, στοργική, γοητευτική, πιστή, θηλυκή, διαθέτει κατανόηση, συμπονετική, γλυκομίλητη, τρυφερή, φιλική, εύπιστη, ευγενική, αγαπάει τα παιδιά, ευχάριστη κ.ά
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι αρρενωπότητας και θηλυκότητας για τα δύο φύλα, σύμφωνα με τις απόψεις των φοιτητών. Παρατηρούμε ότι οι άνδρες σκοράρουν περισσότερο στην αρρενωπότητα από ότι στη θηλυκότητα ( 3,95 και 3,55 αντίστοιχα), ενώ οι γυναίκες περισσότερο στη θηλυκότητα σε σύγκριση με την αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά οι διαφορές στις βαθμολογίες των γυναικών είναι μικρές ( 3,76 για τη θηλυκότητα σε σύγκριση με το 3,75 για την αρρενωπότητα), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν περισσότερα ανδρικά στοιχεία, ενώ οι άνδρες διατηρούν τα χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά είχαν.
φύλο Αρρενωπότητα Θηλυκότητα
άνδρας Μέσος Όρος 3,9504 3,5537
Τυπική Απόκλιση ,49121 ,51196
γυναίκα Μέσος Όρος 3,7527 3,7681
Τυπική Απόκλιση ,49476 ,46145
Σχόλια
από το δικό σας post παραθέσαμε επίσης την καταληκτική παράγραφο