Άτομα με αναπηρία και διαδίκτυο
Άτομα με αναπηρία και διαδίκτυο
Ο όρος αναπηρία είναι ένας όρος με ποικίλες ερμηνείες, που πολλές φορές δημιουργεί σύγχυση. Ωστόσο κανένας ορισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα σωστός ή λάθος. Γενικότερα, η αναπηρία θεωρείται μία κατάσταση που είτε υπάρχει εκ γενετής είτε είναι επίκτητη. Πρόκειται για μία λειτουργική δυσλειτουργία που δημιουργεί εμπόδια στη ζωή ενός ατόμου. Η αναπηρία είναι η συνέπεια μία μειονεξίας, μίας βλάβης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η αναπηρία αποτελείται από τρία αλληλένδετα μέρη, τη βλάβη, την αναπηρία και τη μειονεξία. Ένα βελτιωμένος ορισμός προσθέτει τρεις επιπλέον διαστάσεις, τις σωματικές δομές και λειτουργίες, την ατομική δραστηριότητα και την συμμετοχή στη κοινωνία. Είναι δηλαδή μία διάσταση ανάμεσα στους ατομικούς και τους κοινωνικούς- περιβαλλοντολογικούς παράγοντες.
Σύμφωνα με το ιατρικό μοντέλο, η αναπηρία γίνεται αντιληπτή ως μία μορφή αρρώστιας, μία δυσλειτουργία του ατόμου, μία βλάβη, μία έκπτωση, η οποία είναι αποτέλεσμα φυσικών αιτιών και χρήζει θεραπείας. Βλέπει τα άτομα με αναπηρία ως σώμα με δυσλειτουργίες, που παρεκκλίνει από αυτό που στη γλώσσα τους ονομάζεται «υγιή». Το οικονομικό σύστημα και το σύστημα της εργασίας ορίζει την αναπηρία ως μία ανικανότητα του ατόμου για εργασία, και γενικότερα τη σχετίζει με την έλλειψη οικονομικών πόρων, με τη φτώχεια και την αδυναμία πληρωμής. Το νομικό σύστημα με τη σειρά του δίνει μία ερμηνεία που έχει σχέση με την έλλειψη δικαιωμάτων, με τη νομική ανικανότητα. Συνήθως στα άτομα με αναπηρία, η δικαιοσύνη δίνει το λεγόμενο ακαταλόγιστο. Το εκπαιδευτικό σύστημα από την άλλη ερμηνεύει την αναπηρία ως μία μορφή μαθησιακής δυσκολίας, ένα άτομο με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Το σύστημα της τέχνης, χρησιμοποιεί την αναπηρία για να παρουσιάσει την ασχήμια, το ελλειμματικό πρόσωπο ή σώμα. Δηλαδή έχουμε το βιοϊατρικό μοντέλο και το κοινωνικο-περιβαλλοντολογικό μοντέλο, που δίνει έμφαση στις επιπτώσεις και τις απαιτήσεις της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Παρατηρείται μια σειρά από διαφορετικές μορφές αντίληψης της αναπηρίας, που όμως αγνοούν, η κάθε μία ξεχωριστά, τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των ατόμων με αναπηρία.
Για το λόγο αυτό, η αναπηρία θα πρέπει να προσεγγιστεί ως ένα συστημικό φαινόμενο. Σύμφωνα με τη θεωρία του Parsons, η πραγματικότητα διαιρείται σε τέσσερα υποσυστήματα, το φυσικό-βιολογικό, το υποσύστημα της προσωπικότητας, το οποίο περιλαμβάνει συναισθήματα, κίνητρα, στάσεις, συμπεριφορές, το κοινωνικό υποσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τους θεσμούς και τις νόρμες και το πολιτιστικό υποσύστημα (αξίες, πρότυπα). Στόχος του συστήματος είναι η εξασφάλιση της ενότητας, της ισορροπίας και της τάξης στην κοινωνία, τα οποία επιτυγχάνονται μέσω ενός πλέγματος από αξίες και κανόνες, που είναι δεσμευτικές για όλους. Η δράση του κάθε ατόμου είναι ενσωματωμένη σε αυτά τα υποσυστήματα και διαχέεται από ένα πλέγμα σχέσεων και προτύπων. Πιο συγκεκριμένα, ο Parsons αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία του πολιτιστικού υποσυστήματος, όπου με τη θεσμοποίηση το πλέγμα των αξιών και των προτύπων μεταφέρεται στην κάθε κοινωνική ομάδα. Το κοινωνικό υποσύστημα, το οποίο αποτελείται από θεσμούς, ρόλους, κανόνες, με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης μεταφέρει όλα τα παραπάνω στο σύστημα της προσωπικότητας. Μέσω λοιπόν της αφομοίωσης των προτύπων δράσης και της εσωτερίκευσης αξιών επιτυγχάνεται η απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος.
Επομένως, στην προσέγγιση της αναπηρίας θα πρέπει να συνυπάρξει το ιατρικό και κοινωνικό μοντέλο και να υπάρξει μία σύνθεση του ατομικού, κοινωνικού και ιατρικού, εξετάζοντας όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την αναπηρία και δίνοντας μία πιο σφαιρική εικόνα της αναπηρίας. Άλλωστε, η αναπηρία είναι ένα διεπιστημονικό φαινόμενο. Τόσο οι ικανότητες του ατόμου όσο και οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό. Οι τροποποιήσεις που υφίσταται το δομημένο, φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον επιδρούν στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, στην προσαρμογή και στην ενσωμάτωση ενός ατόμου.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η επίτευξη της ισορροπίας είναι δύσκολο να επιτευχθεί, κυρίως σε μία κοινωνία, η οποία δημιουργεί αξιολογικά πρότυπα και θέτει σκοπούς που για την πραγμάτωση τους δεν δίνει τα απαραίτητα μέσα. Με τον τρόπο αυτό θέτει στο περιθώριο του κοινωνικού αποκλεισμού όσα άτομα δε διαθέτουν αυτά τα μέσα. Η αναπηρία τίθεται στην απομόνωση, καθώς αποκλίνει από αυτό που θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό, από τα πρότυπα, τις στάσεις, την κουλτούρα που έχει διαμορφώσει η κοινωνία. Οι οικονομικές δυσχέρειες, η αυτοσυντήρηση, η προσβασιμότητα, δημιουργεί πολλαπλά πρακτικά προβλήματα για τα άτομα με αναπηρία.
5.2. Κοινωνικός αποκλεισμός και ΑμεΑ
Η σημερινή πραγματικότητα καθιστά αναγκαία τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση ατόμων που έχουν διαφορετική κοινωνική υποδομή. Αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία μίας κατάστασης, ευνοϊκής για κάποια άτομα και δυσμενής για κάποια άλλα. Έτσι, η κοινωνία επινοεί κατηγορίες και κατατάσσει τα άτομα με βάση ένα συγκεκριμένο φάσμα γνωρισμάτων, καθορίζοντας κάποια ως φυσιολογικά και άλλα ως μη φυσιολογικά. Με τον τρόπο αυτό κατηγοριοποιεί τα άτομα που απειλούν την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία, προσάπτοντας τους ετικέτες και αποκλείοντας τους από κάθε μορφής ευκαιρίες (Burns, 1992).
Η διαφορετικότητα επομένως είναι μέρος της καθημερινότητας μας, αφού ερχόμαστε συνεχώς σε επαφή με ανθρώπους που διαφέρουν σε κάποιο βαθμό από αυτό που ορίζεται ως φυσιολογικό. Ο Σουτς χρησιμοποιεί τον όρο «βιόκοσμος» για να εκφράσει την έννοια της καθημερινής ζωής. Αναφέρεται στον κοινωνικό κόσμο τον οποίο ερμηνεύουμε και του αποδίδουμε νόημα μέσω των συμβολοποιήσεων μας. Ισχυρίζεται ότι υπάρχει μία προδομημένη και προδιατεταγμένη οργάνωση του εξωτερικού χώρου. Γνωρίζουμε από πριν το πλαίσιο αναφοράς. Έχουμε ένα κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο διαφέρει πολλές φορές. Οι κανόνες δηλαδή κατά καιρούς αλλάζουν, ωστόσο υπάρχει ένας αντικειμενικός σκοπός – υπάρχει μία κοινότητα χαρακτηριστικών αλλά και ένα χαρακτηριστικό που το μοιράζονται όλοι. Επιπλέον, υπάρχουν σχέσεις ιεραρχίας και σχέσεις ανισότητας.
Μέσα από τα συστήματα των κοινών χαρακτηριστικών διατάσσεται ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων και συμπεριφορών, που έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους βρίσκονται σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Υπάρχει μία έγκυρη μορφή εξουσίας, μία αυθεντία, για την οποία έχουν όλοι συμφωνήσει. Φτιάχνεται έτσι, ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, όπου κάποιοι ορίζονται για να διατηρούν την ισορροπία. Όσοι δεν ανήκουν στο πλέγμα των κοινών χαρακτηριστικών, ορίζονται ως «ξένοι».
Στα πλαίσια λοιπόν της καθημερινής ζωής το διαφορετικό και το ιδιαίτερο είναι άμεσα συνυφασμένο με την έννοια του κοινωνικού στίγματος, που με τη σειρά του οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό. Το κοινωνικό στίγμα είναι στενά συνδεδεμένο με έννοιες όπως στερεότυπα, προκαταλήψεις και διακρίσεις. Πρόκειται για μία μορφή αρνητικής γνωστικής και συναισθηματικής αντίδρασης. Το στίγμα δεν είναι οποιοδήποτε αρνητικό γνώρισμα αλλά οτιδήποτε δεν συμφωνεί με τα στερεοτυπικά γνωρίσματα της κοινωνίας. Είναι αποτέλεσμα της αναντιστοιχίας ανάμεσα στο εγώ και το κοινωνικό εγώ. Τα άτομα πρέπει να δρουν ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένα να κινούνται, συμμετέχοντας συνεχώς σε μία ιεροτελεστία διαντιδράσεων. Οι στιγματισμένοι είναι εκείνη η ομάδα ατόμων που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα κανονιστικά πρότυπα. Αυτή τους η αδυναμία ερμηνεύεται ως αδυναμία επιβεβαίωσης των προσδοκιών της κοινωνίας, άρα και καταπάτηση των κανόνων, που αντίστοιχα δημιουργεί σοβαρές συνέπειες στην κοινωνική τους ταυτότητα (Goffman, 2001). Διακρίνονται τρεις τύποι στίγματος. Πρώτον, άτομα με σωματικές δυσμορφίες και αναπηρίες, με μη ελκυστικά πρόσωπα, με ειδικές ανάγκες, διανοητικά καθυστερημένα, παχύσαρκα. Δεύτερον, άτομα με ψεγάδια στον προσωπικό τους χαρακτήρα, όπως είναι οι χρόνια πάσχοντες, πρώην κατάδικοι, αλκοολικοί, ναρκομανείς, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, αγράμματοι, άτομα χαμηλών κοινωνικών τάξεων. Τρίτον, τα συλλογικά στίγματα, που αποδίδονται σε άτομα που είναι μέλη εθνικών και θρησκευτικών ομάδων. Όλοι τα παραπάνω παρεκκλίνουν κοινωνικά, για το λόγο ότι διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα και ανατρέπουν τις προσδοκίες των υπολοίπων μελών της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της κοινωνικής τους αλληλεπίδρασης (Goffman, 2001).
Έτσι λοιπόν τα στιγματισμένα άτομα περιθωριοποιούνται από την κοινωνία, χωρίς να μπει κανείς στη διαδικασία να ερμηνεύσει το γιατί είναι διαφορετικά. Σημασία δεν έχει η αναζήτηση της αιτίας, αλλά η διαδικασία τα αλληλεπίδρασης και του στιγματισμού. Αυτό διαφαίνεται και στη θεωρία της ετικετοποίησης, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές παρεκτροπές δεν οφείλονται σε μία σειρά χαρακτηριστικών των ατόμων αλλά είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ αποκλινόντων και μη αποκλινόντων (Giddens, 1989). Όταν κάτι αποκλίνει από το κοινωνικά αποδεκτό, το οποίο ορίζεται από τον τρόπο που αντιδρούν οι τρίτοι, τότε επέρχεται ο στιγματισμός, η ετικετοποίηση του ατόμου με αυτά τα χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό το άτομο ζει με την ετικέτα του διαφορετικού, σε σημείο που αποδέχεται το ίδιο ότι είναι διαφορετικό και μαθαίνει να ζει με αυτό (Δασκαλάκης, 1985). Ο στιγματισμός οδηγεί σε δυσκολία προσαρμογής του ατόμου με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά στην κοινωνία, εξαιτίας κυρίως της εικόνας που έχει διαμορφώσει για τον εαυτό του (Δασκαλάκης, 1985). Άλλωστε, έρευνες έχουν δείξει ότι η άποψη που έχουν οι άλλοι επηρεάζει άμεσα την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση του κάθε ατόμου
Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου κάποια άτομα μένουν σχετικά αλώβητα από το στιγματισμό, αυτό συμβαίνει γιατί αποξενώνονται από τον κοινωνικό περίγυρο και θεωρούν τον εαυτό τους φυσιολογικό σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους (Goffman, 2001). Κεντρικό χαρακτηριστικό συνεπώς αποτελεί η έννοια της αποδοχής, η οποία δε νοείται ως κάτι ουδέτερο, αλλά σημασιοδοτείται από τους όρους που θέτουν οι φυσιολογικοί και εξαρτάται από το βαθμό που οι στιγματισμένοι θα συμμορφωθούν με τα όρια που έχουν καθορίσει οι φυσιολογικοί.
Είναι εμφανές ότι ο «ανάπηρος», ο «ξένος», ο «τρελός», ο «φυλακισμένος», αποτελούν κοινωνικές ομάδες που εκτός από την αρρώστια τους ή το πρόβλημά τους έρχονται αντιμέτωπες με μία μεγαλύτερη αρρώστια που χαρακτηρίζει τα άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους φυσιολογικό, και άρα ανώτερο, το κοινωνικό στίγμα. Παρόλα αυτά η αναπηρία δεν σημαίνει ανικανότητα. Τα άτομα με αναπηρία έχουν πολλές δυνατότητες και δεξιότητες, που μπορούν να εξελιχθούν αν τους το επιτρέψουν οι συνθήκες και το περιβάλλον. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο στιγματισμός δεν είναι υπόθεση μίας μειονότητας αλλά αφορά όλους μας, διότι στις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις, όλοι βρισκόμαστε στη θέση του στιγματισμένου και στην ανάγκη να διαχειριστούμε μία κρίση στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.[1] Όλα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι παίκτες του στίγματος, γιατί πέρα από τα απαξιωτικά χαρακτηριστικά, που καθιστούν κάποιον στιγματισμένο, σε καθημερινές καταστάσεις όλοι έχουν νιώσει ότι υστερούν έναντι των κοινωνικών προσδοκιών. Όλοι είναι πρωταγωνιστές μίας ηθικής καριέρας.
Αναφέρθηκε ότι απόρροια του στίγματος είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός. Υπάρχουν αρκετές μελέτες που αποδεικνύουν ότι οι κοινωνίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα ανάπτυξης κοινωνικού κεφαλαίου και κοινωνικής συνοχής δίνει περισσότερες ευκαιρίες για τη δημιουργία μίας πολιτισμένης κοινωνίας (Kawachi & Berkman, 2000). Επομένως, ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα παραγόντων στέρησης, όπως η έλλειψη οικονομικών πόρων, εκπαίδευσης, ανεργία. Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που ενυπάρχει σε όλες τις κοινωνίες που συντηρούν ανισότητες, εμποδίζοντας τα άτομα να συμμετέχουν σε βασικούς κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η εκπαίδευση, η υγεία, οι δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες και άλλα δικαιώματα.
5.3.Κοινωνία της πληροφορίας και άτομα με ειδικές ανάγκες
Την περίοδο που ο συγγραφέας διετέλεσε αντιπρόεδρος στο Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας η «Θεομήτωρ» στο διοικητικό συμβούλιο έφτασε η απορριπτική πρόταση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Ιδρύματος σχετικά μ’ ένα Ευρωπαϊκό πρόγραμμα, που αφορούσε την εκπαίδευση των περιθαλπομένων στις νέες τεχνολογίες. Το σκεπτικό ήταν ότι, εφόσον τα ανάπηρα άτομα ήταν αναλφάβητα, δεν θα επωφελούνταν των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο και οι υπολογιστές. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για τη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας με θέμα «αναπηρία και διαδίκτυο».
Το κεντρικό θέμα όλων των συνεντεύξεων με τα ανάπηρα άτομα ήταν η αίσθηση ελέγχου, που θα πρόσφερε η χρήση του διαδικτύου σε αυτά. Πραγματικά οι μακροχρόνιοι περιθαλπόμενοι είχαν χάσει κάθε αίσθηση αυτοεκτίμησης, επειδή η πολιτική των ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας είναι απλώς συντηρητική: Τα ανάπηρα άτομα πρέπει να είναι καθαρά, να λαμβάνουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να αυλίζονται, να καπνίζουν και στην καλύτερη των περιπτώσεων να συνοδεύονται σε περιπάτους στην τοπική κοινότητα. Οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία προξενούσε άγχος, τόσο στο προσωπικό, όσο και στους θεραπευόμενους. Με τα χρόνια το φαινόμενο του ιδρυματισμού κατίσχυσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας των αμεα.
Μπορούν οι νέες τεχνολογίες και η συμμετοχή στις διαδικτυακές εικονικές κοινότητες να ανακτήσουν και να επαναδομήσουν την απολεσθείσα αίσθηση ελέγχου, της οποίας η έλλειψη οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην παραίτηση και την κατάθλιψη;
Τα πορίσματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά: Η χρήση του διαδικτύου μπορεί να ωφελήσει τα άτομα με αναπηρία στην εκπαίδευση, στην πρόσβαση στην πληροφορία, στην ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων, την καλλιέργεια της φαντασίας, στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και δημοκρατία, στην οικονομική αυτονομία και τον επαγγελματικό προσανατολισμό και τέλος στην ερωτική – σεξουαλική ζωή.
Αν και τα στατιστικά καταδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αμεα στερείται ευκαιριών μόρφωσης η ψηφιακή επανάσταση και η τελεκπαίδευση προσφέρουν μοναδικές δυνατότητες για την άρση του εκπαιδευτικού αποκλεισμού. Η συμμετοχή σε παρόμοια προγράμματα καταπολεμά τον αναλφαβητισμό, αναπτύσσει τις δεξιότητες, την αυτοπειθαρχία και την ικανότητα προγραμματισμού, οργάνωσης και διατήρησης του χρόνου. Τα άτομα με αναπηρία μπορούν να ανακαλύψουν το δικό τους ρυθμό μάθησης και να αξιοποιήσουν τις ατέλειωτες ώρες αδράνειας, στις οποίες ήταν καταδικασμένα, εξασκώντας παράλληλα τις επαγγελματικές προτιμήσεις τους. Τα παραπάνω ενισχύουν τα κίνητρα για μάθηση, βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, ενδυναμώνουν τη συμμετοχή στο κοινό όραμα της εκπαίδευσης και στέκονται αρωγοί στην κοινωνική ενσωμάτωση.
Η φαντασία απογειώνεται επειδή το διαδίκτυο και η συμμετοχή σε εικονικές κοινότητες μεταφέρει τα αμεα από το «εδώ και τώρα» στην περιοχή του συμβολισμού και της αφαιρετικής σκέψης. Συμβολικές δραστηριότητες, όπως η φροντίδα ενός εικονικού οικόσιτου ζώου, η ενασχόληση με ψηφιακές οικογένειες, η κατασκευή και οργάνωση κόσμων και πολιτισμών, τα παιχνίδια και οι διαδικτυακές ευκαιρίες ψυχαγωγίας αποσπούν το ανάπηρο άτομο από το περιθώριο και τη ρουτίνα της καθημερινότητας παρέχοντας τρόπους και μέσα για να συμμετέχει επώνυμα ή ανώνυμα, ατομικά ή ομαδικά σ’ ένα κοινωνικό κεφάλαιο του διαδικτύου, που σταδιακά θα καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων.
Δεδομένου ότι τα μέχρι στιγμής κρατικά μέσα επιδοματικής πολιτικής δεν ήρκεσαν ή δεν αποσκοπούσαν στην ενσωμάτωση και κοινωνική επανένταξη, το διαδίκτυο προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία κοινωνικοποίησης μέσω της προσωπικής ενδυνάμωσης και ενασχόλησης. Η κοινωνία, σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της, παρουσιάζει στην οθόνη του υπολογιστή και δίνει την ευκαιρία στον ανάπηρο, δια της ανακαλυπτικής μεθόδου και της διερευνητικής μάθησης να ανοιχτεί με το δικό του προσωπικό ύφος στον κόσμο.
Το σημασιολογικό Ίντερνετ, το web 2 και 3, οι μηχανές αναζήτησης, οι κοινότητες μάθησης, οι εγκυκλοπαίδειες τύπου Wikepedia, οι ομάδες συζητήσεων, η ηλεκτρονική αλληλογραφία και τα fora συζητήσεων, τα εξειδικευμένα portals, οι υπηρεσίες υγείας και ενημέρωσης, η πρόσβαση σε νόμους και στον κοινωνικό διάλογο αποτελούν ένα θαυμαστό πεδίο πληροφόρησης, το οποίο αν και αυτονόητο για τα μη ανάπηρα άτομα ήταν πάντα περίκλειστο για τα αμεα. Οι έννοιες της αυτονομίας, της αυτεπάρκειας και της συμμετοχής στον 21ο αιώνα είναι συνυφασμένες με την πληροφορία. Μέσα από το διαδίκτυο ο ανάπηρος μπορεί να μάθει τα δικαιώματά του, να συμβουλευτεί για νομικά ζητήματα, να συζητήσει για την κοινωνική δικαιοσύνη, να συνδιαμορφώσει τις κοινωνικές αξίες, να κατοχυρώσει ή και να αποκρύψει τις ιδιαιτερότητες και τη διαφορετικότητά του, να συνομιλήσει με τους ιθύνοντες, να συγκρίνει, να αξιολογήσει, να επικρίνει ή να ενώσει τις δυνάμεις του με συμπάσχοντες και ενδιαφερόμενους, να αποκτήσει κοινωνική ταυτότητα, συλλογική εμπειρία, κοινή γνώση, αποδοχή και να ενισχύσει σε εύρος και βάθος τα κοινωνικά του δίκτυα.
Είναι δεδομένο ότι η μικρο-κοινωνία ενός στιγματισμένου ατόμου, όπως τα άτομα με αναπηρία, βρίσκεται στο περιθώριο της μεγάλης κοινωνίας, από την οποία ναι μεν είναι αποκομμένος αλλά ταυτόχρονα τελείως εξαρτημένος (Goffman, 1994). Η στροφή της κοινωνίας σε μία περισσότερο ατομοκεντρική προσέγγιση έχει ανάγει σε αξία έννοιες, όπως η κοινωνική ένταξη και η κοινωνική ενσωμάτωση. Το μεμονωμένο υποκείμενο μετατρέπεται σε κεντρικό στοιχείο, αφού οι μειονότητες και οι καταπιεσμένοι διεκδικούν τα δικαιώματα τους. Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι διαφοροποιούνται μεταξύ τους με πολυάριθμους τρόπους ανάλογα με την κοινωνία και την ιστορική περίοδο. Η ενασχόληση λοιπόν με την ταυτότητα στις αρχές του 21ου αιώνα είναι χαρακτηριστική της χρονικής στιγμής και του περιβάλλοντος και των μέσων διαμέσου των οποίων εκφράζεται.
Οι ραγδαίες πολιτικές, πολιτισμικές και τεχνο-οικονομικές εξελίξεις έχουν επιφέρει αλλαγές σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στην κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, το άτομο βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των εξελίξεων. Καταβάλλονται ποικίλες προσπάθειες να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των διάφορων ομάδων, όπως είναι τα άτομα με αναπηρία. Υποστηρίζεται ότι η κοινωνία της πληροφορίας, και ειδικότερα οι νέες τεχνολογίες, συμβάλουν στην κοινωνική συνοχή και στην κοινωνικο-οικονομική ένταξη των ατόμων με αναπηρία, μέσω της δημιουργίας ενός νέου κοινωνικού περιβάλλοντος, της υιοθέτησης νέων οικονομικών και επιχειρηματικών πρακτικών και πολιτικών δεσμεύσεων. Μέσω της δημιουργίας μίας νέας κοινότητας, στην οποία η άμεση επικοινωνία, η συνεργασία, η ψυχαγωγία, η κοινωνική αλληλεπίδραση, οι τραπεζικές συναλλαγές, η τηλε-εργασία πραγματοποιούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου (Χτούρης, 1997. MacKenzie & Wajcman, 1985).
Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και η εξάπλωση του διαδικτύου δίνει το δικαίωμα σε όλους να ενσωματωθούν στη νέα κοινωνία. Άλλωστε, η πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί αναμφισβήτητο δικαίωμα όλων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας (2007), «Το διαδίκτυο πρέπει να είναι πλήρες προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία και στους ηλικιωμένους………. Όλες οι ιστοσελίδες θα πρέπει να πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές προσβασιμότητας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται το ανθρώπινο δικαίωμα της επιλογής και στα άτομα που εντάσσονται σήμερα στις λεγόμενες « κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες».
Πιο συγκεκριμένα, το διαδίκτυο εξ ορισμού αποτελεί ένα δημόσιο δίκτυο, που ενώνει τα άτομα, τις πληροφορίες και τα μηχανήματα, με τέτοιο τρόπο που αντανακλάει της κοινωνία και απεικονίζει τις πτυχές της πραγματικότητας μέσα από τα διάφορα κοινωνικά δίκτυα. Μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των δωματίων συζήτησης (chatrooms), των ιστολογίων, είναι εφικτή η επικοινωνία με κάθε σημείο του πλανήτη. Στο διαδίκτυο, η έννοια του χώρου, του χρόνου και του τόπου παίρνουν διαφορετικές διαστάσεις. Με το διαδίκτυο ο καθένας αποκτάει μία δυνατότητα ευελιξίας, αφού μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταφερθούν στην άκρη του κόσμου. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και ο χώρος γίνεται αντιληπτός μέσω του ήχου, της εικόνας, της γραπτής επικοινωνίας και μέσω της διάδρασης με τους άλλους. Η έννοια της κοινότητας αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού συνδετικό της στοιχείο είναι το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων που έχει δημιουργηθεί στα πλαίσια αυτής (Δερμετζής, 2002). Σύμφωνα με τον Rheingold (1993), οι κοινότητες στο διαδίκτυο είναι κοινωνικές συλλογικότητες, που αναδύονται μέσα από ομάδες συζητήσεων, οι οποίες μετατρέπονται σε εστίες προσωπικών σχέσεων. Η κάθε κοινότητα διαμορφώνεται με βάση την εθνικότητα, το χρόνο, τα χαρακτηριστικά, τον τρόπο επικοινωνίας.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της χρήσης του διαδικτύου είναι ότι η επικοινωνία με άλλους μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να γνωρίζει ο συνομιλητής την αναπηρία του ατόμου. Η μη φυσική παρουσία σε μία διαδικτυακή επικοινωνία, όπως στους εικονικούς κόσμους ή στον κυβερνοχώρο, μπορεί να χαρακτηριστεί ισότιμη και επιτρέπει στα άτομα να εκφραστούν ελεύθερα χωρίς την αποκάλυψη της πραγματικής τους ταυτότητας. Η διατήρηση της ανωνυμίας είναι μία μορφή ελευθερίας έκφρασης στο διαδίκτυο, αλλά και μέσο για ανήθικες πράξεις και αποποίηση ευθυνών. Ένα άλλο πλεονέκτημα της διαδικτυακής επικοινωνίας είναι η αλληλοϋποστήριξη που έχουν τα άτομα με αναπηρία. Συνήθως, στην πραγματική ζωή είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς άλλα άτομα με αναπηρία, και ειδικότερα, με την ίδια αναπηρία, για να συζητήσει μαζί τους και να ανταλλάξει συναισθήματα, σκέψεις και εμπειρία. Η παγκόσμιας εμβέλειας χρήση του διαδικτύου κάνει πιο εύκολη την επικοινωνία πολλών ατόμων με την ίδια αναπηρία. Αυτή η δυνατότητα από μόνη της αποτελεί έναν ζωτικής σημασίας μηχανισμό για τα άτομα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο φυσικό κόσμο τα άτομα διστάζουν να έρθουν σε επαφή με άτομα με αναπηρία (Bricout, 2001). Η διαδικτυακή επικοινωνία άρει τα εμπόδια και επιτρέπει μία μεγάλου βαθμού αλληλεπίδραση.
Το διαδίκτυο λειτουργεί ως μέσο προώθησης υπηρεσιών, αποτελεί μία ανεξάντλητη πηγή πληροφορίας, ψυχαγωγίας και ενημέρωσης για την πλειοψηφία των ατόμων και έχει καταλυτικό ρόλο στην εργασία, στην παιδεία, στη κουλτούρα και στις άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Μέσω του διαδικτύου παρέχονται ηλεκτρονικά δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες έχουν στον επίκεντρο τον πελάτη. Η λεγόμενη ηλεκτρονική διακυβέρνηση περιορίζει τους φραγμούς στην εσωτερική αγορά των υπηρεσιών και προωθεί την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση τους. Οι πολίτες έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες, η ποιότητα των υπηρεσιών αυξάνεται, ενώ οι πολίτες συμμετέχουν σε διάφορες δημοκρατικές διαδικασίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το taxisnet και το e-ΚΕΠ.
Με τη χρήση των εργαλείων και των υπηρεσιών του δικτυακού τόπου, τα άτομα ανταλλάσουν μεταξύ τους απόψεις, ιδέες, συμμετέχουν σε διαδικτυακές ψηφοφορίες, συμμετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες, στη λήψη αποφάσεων, ακόμα και στη διεξαγωγή προεκλογικών εκστρατειών (Gastil & Dilliard, 1999. Fishkin & Luskin, 1999. Luskin, Fishkin & Jowell, 2002). Με τον τρόπο αυτό εγκαθιδρύεται μία ενεργή κοινωνία των πολιτών, όπου όλοι συμμετέχουν ισότιμα στην πολιτική ζωή. Δημιουργείται μία ηλεκτρονική δημοκρατία, που βελτιώνει και ενδυναμώνει τις σχέσεις κράτους και πολιτών και προσφέρει αποτελεσματικότερες υπηρεσίες για τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά (Curtin 1997).
Παρόλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η τεχνολογία και η χρήση του διαδικτύου, πολλοί υποστηρίζουν ότι έχει και αρνητικές επιπτώσεις. Πολλοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι το διαδίκτυο και η αίσθηση της συμμετοχής, του ανήκειν σε μία κοινότητα και η ελεύθερη έκφραση δεν αποτελεί πάντοτε προνόμιο. Το διαδίκτυο έχει κατηγορηθεί ως μέσο προώθησης ρατσιστικών αντιλήψεων και ως μέσο εκτέλεσης ανήθικων πράξεων. Τα κοινωνικά φαινόμενα της καθημερινής ζωής καθρεφτίζονται στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου. Οι κοινωνικές διακρίσεις και το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται σε διάφορες μορφές. Το διαδίκτυο αποτελεί έναν κοινωνικό χώρο έκφρασης, συμμετοχής, δραστηριότητας, που όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτό, ουσιαστικά αποκλείονται.
Ο αποκλεισμός από την πρόσβαση στο διαδίκτυο αποτελεί πρωτογενή αιτία κοινωνικού αποκλεισμού και αδυναμίας ισότιμης συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο κοινωνικός αποκλεισμός που προκαλείται από το διαδίκτυο σχετίζεται με την προσβασιμότητα τόσο στο περιεχόμενο του διαδικτύου όσο και με τα εργαλεία με τα οποία ο χρήστης αποκτά πρόσβαση στο περιεχόμενο αυτό. Η προσβασιμότητα αφορά τόσο τη λειτουργική πρόσβαση όσο και τη φυσική, αλλά και τη δυνατότητα επικοινωνίας και πληροφόρησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το 28% των ΑμεΑ θεωρεί πως το διαδίκτυο και η χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν είναι χρήσιμα εργαλεία γι’αυτούς, ενώ το 11% δηλώνει ότι η αναπηρία τους αποτελεί βασικό εμπόδιο για τη χρήση τους, αφού δεν υφίσταται υποστηρικτικός εξοπλισμός, ο οποίος κοστίζει και ακριβά (Παρατηρητήριο για την κοινωνία της Πληροφορίας, 2007.). Αυτό επαληθεύεται από την ιστοσελίδα του EDF, όπου αναφέρεται ότι το 1990 το 99% των υπολογιστών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τα τυφλά άτομα., ενώ με την εξέλιξη της τεχνολογίας μειώθηκε δραματικά η ικανότητα χρήσης τους από τυφλούς (33%). Μία άλλη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού είναι και αυτή που αποκτούν πρόσβαση στο διαδίκτυο, οι οποίοι λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας είναι εύκολο να υποστούν κάποια μορφή κοινωνικής διάκρισης. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις οι κοινότητες του διαδικτύου είναι ψευτοκοινότητες, διότι υπάρχει μία συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στα άτομα, γεγονός που παρεμποδίζει να αναπτύξουν μία κοινωνικότητα. Τα άτομα μένουν εγκλωβισμένα μπροστά σε μία οθόνη, αποστασιοποιημένα από τα κοινωνικά δρώμενα.
Ανασταλτικός λοιπόν παράγοντας αποκλεισμού είναι αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούν «ψηφιακό χάσμα». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που εκμεταλλεύονται τη χρήση του διαδικτύου και σε αυτούς που δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της κοινωνίας της πληροφορίας και της γνώσης. Πολλές έρευνες καταδεικνύουν ως βασικούς παράγοντες του ψηφιακού αυτού χάσματος τους ακόλουθους: έλλειψη βασικών ικανοτήτων και γνώσεων χρήσης της τεχνολογίας, η έλλειψη πρόσβασης στον απαιτούμενο εξοπλισμό και στο απαιτούμενο λογισμικό, λόγω υψηλού κόστους τόσο του εξοπλισμού όσο και την σύνδεσης και η έλλειψη ικανότητας πρόσβασης λόγω ιδιαιτεροτήτων (Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας, 2007). Για παράδειγμα τα άτομα με νοητική υστέρηση έχουν μερική πρόσβαση λόγω της έλλειψης ειδικού σχεδιασμού των υπολογιστών. Για το λόγο αυτό και δεδομένου ότι τα άτομα με αναπηρία αποτελούν ένα σημαντικό πληθυσμιακό τμήμα, αφού περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού έχει κάποιο είδος αναπηρίας, είναι προφανής η ανάγκη βελτίωσης του διαδικτύου και όλων των υπηρεσιών, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η ανάγκη αυτή ενδυναμώνεται από το γεγονός ότι μέχρι το 2020 το ποσοστό των ατόμων με ειδικές ανάγκες αναμένεται να αυξηθεί από 11% σε 18%. Στην Ευρώπη υπάρχουν 50 εκατομμύρια άτομα με ειδικές ανάγκες.
Το ψηφιακό χάσμα διακρίνεται σε κοινωνικό, δημοκρατικό και παγκόσμιο. Το τελευταίο αναφέρεται στις τεχνολογικές ανισότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη, δηλαδή ανάμεσα στις αγροτικές, φτωχές χώρες και τις αναπτυγμένες. Το δημοκρατικό χάσμα αναφέρεται στα άτομα εκείνα που δεν έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορίας, άρα και στην πολιτική συμμετοχή και στην ενεργή κοινωνία των πολιτών. Το κοινωνικό χάσμα, αναφέρεται στην άνιση κατανομή της τεχνολογίας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες (ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, το εισόδημα κλπ). Τα άτομα με αναπηρία αποτελούν μία κοινωνική ομάδα, για την οποία ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας επιφέρει συχνά τον κοινωνικό αποκλεισμό τους. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να παραμείνουν εκτός πρόσβασης με τη διεύρυνση της ψηφιακής τεχνολογίας, εξαιτίας του υψηλού κόστους του εξοπλισμού, της έλλειψης εκπαίδευσης στη χρήση των νέων τεχνολογιών, της έλλειψης προσβασιμότητας στις υπηρεσίες και στο διαδίκτυο, στο υψηλό κόστος της υποστηρικτικής τεχνολογίας και στη χαμηλή ποιότητα και αποδοτικότητα της υποστηρικτικής τεχνολογίας.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μεμονωμένα γεγονότα δεν μπορούν να γενικευτούν. Το διαδίκτυο αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου και είναι στη δική του ευχέρεια πως θα το χρησιμοποιήσει. Το διαδίκτυο, διαθέτει ποικίλους μηχανισμούς και εργαλεία που επιτρέπουν την άρση των περιορισμών που δημιουργεί η κοινωνική πραγματικότητα. Το διαδίκτυο αποτελεί μία γέφυρα που ενώνει ένα κλειστό δωμάτιο με τον έξω κόσμο. Μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο για πολλές ανθρώπινες λειτουργίες, οι οποίες εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στον πραγματικό κόσμο. Ο δικτυακός κόσμος αποτελεί ένα χώρο στον οποίο τα άτομα θα μπορούν να έχουν πρόσβαση ανά πάσα στιγμή, όπου θα μπορούν να ανταλλάσσουν απόψεις, σκέψεις χωρίς να παρεμποδίζονται από καμία δυσλειτουργία, να έχουν πρόσβαση σε οποιεσδήποτε πηγές πληροφόρησης (βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια). Αποτελεί τον ιδανικότερο τρόπο για τη διάδοση της κουλτούρας των αναπήρων στο ευρύ κοινό.
Οι ψηφιακές κοινότητες μπορούν να δημιουργήσουν και δράσεις εκτός διαδικτύου, να αποτελέσουν μορφές συναισθηματικής και ψυχολογικής στήριξης ευπαθών ομάδων. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα κοινωνικά δίκτυα τύπου facebook, που στήριξαν και ενίσχυσαν διάφορες κοινωνικές ομάδες. Επίσης, ο κοινωνικός αποκλεισμός στο διαδίκτυο μπορεί να εξαλειφθεί, διότι ο καθένας μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, να υιοθετήσει όποια ταυτότητα επιθυμεί και να υποδυθεί όποιο ρόλο επιλέξει. Μπορεί να είναι το ίδιο εμφανίσιμος, ισχυρός με οποιονδήποτε. Άρα, όλοι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται σε ένα ίσο επίπεδο ευκαιριών. Βέβαια, η κάθε κοινότητα επιλέγει τα μέλη της με βάση κάποια χαρακτηριστικά, γεγονός που λαμβάνει χώρα και στην πραγματική ζωή.
Όσον αφορά τα άτομα με ειδικές ανάγκες, είναι δεδομένο ότι η χρήση του διαδικτύου έχει ιδιάζουσα σημασία, αφού λειτουργεί έμμεσα και άμεσα ως αρωγός για την ισότιμη κοινωνική τους ένταξη. Παράγοντες όπως, η δυσκολία πρόσβασης στις κτιριακές εγκαταστάσεις και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο, λόγω της έλλειψης προσβάσιμων μέσων μαζικής μεταφοράς και μετακίνησης, καθιστούν δύσκολη την μετάβαση τους σε όλες τις υπηρεσίες. Η δυνατότητα ψυχαγωγίας και επικοινωνίας, που προσφέρεται με το πάτημα ενός κουμπιού, συντελεί στην αύξηση της ποιότητας ζωής τους. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το Παρατηρητήριο για την ΚτΠ, το διαδίκτυο βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ΑμεΑ (54%) πολύ περισσότερο από ότι του γενικού κοινού (34%). Άλλωστε, οι υπολογιστές μπορούν όχι μόνο να αντισταθμίσουν την έλλειψη σε βασικές κινητικές, αισθητηριακές και γνωστικές λειτουργίες αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως μέσο προώθησης των ανθρωπίνων ικανοτήτων και της ποιότητας ζωής. Παρόλα αυτά, για πολλά έτη, η πρόσβαση στο διαδίκτυο για αυτά τα άτομα, έχει παραμείνει απόμακρος και απαγορευμένος θησαυρός. Σύμφωνα με έρευνες, το 68% του πληθυσμού των ΑμεΑ, έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο από το σπίτι τους έναντι του 75% του γενικού πληθυσμού. Συμπεραίνεται ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν διαφοροποιούνται πολύ από το γενικό πληθυσμό ως προς την ένταση χρήσης του διαδικτύου.
Η δημιουργία επομένως, προσβάσιμου περιεχομένου και τεχνολογιών φιλικών αποκτούν μεγάλη σημασία για την ισότιμη συμμετοχή τους σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης. Είναι εμφανές ότι η ηλεκτρονική πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες αποτελεί μία πολλά υποσχόμενη για την εξίσωση ευκαιριών πρόσβασης τους. Ζητήματα όπως η σχεδίαση και η κατασκευή προσβάσιμων ιστοσελίδων, σχετίζεται άμεσα με το σεβασμό κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό τα άτομα αυτά που έχουν δυσκολία να φύγουν από το σπίτι τους να μπορούν πλέον να περιηγηθούν στο διαδίκτυο και να κάνουν ποικίλες δραστηριότητες: να αγοράσουν, να αναζητήσουν και να εξερευνήσουν, να συζητήσουν με φίλους, να δικτυωθούν, αλλά και να διαβάσουν άρθρα και εφημερίδες.
Το διαδίκτυο και η κοινωνία της πληροφορίας οραματίζεται τη δημιουργία μίας κοινωνίας ανοιχτής και προσιτής σε όλους, η οποία θα επιτευχθεί με την υιοθέτηση ειδικών ρυθμίσεων και με τη χάραξη ειδικών πολιτικών σε όλες τις πτυχές της ζωής. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν αναπτυχθεί πολλές πρωτοβουλίες, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με φορείς όπως INCOM, που δημιούργησε συγκεκριμένα πρότυπα και οδηγίες για την πρόσβαση στις τηλεπικοινωνίες. Σύμφωνα με to European Disability Forum (2003), δύο είναι τα βασικά σημεία, βάσει των οποίων θα μπορέσουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες να εκμεταλλευτούν τις ωφέλειες των Νέων τεχνολογιών: η αρχή της σχεδίασης για όλους και η χρήση ειδικών υποστηρικτικών τεχνολογιών ή αλλιώς τη λεγόμενη «βοηθητική τεχνολογία». Με τον όρο υποστηρικτικές τεχνολογίες εννοούμε τις διάφορες συσκευές/ εξοπλισμό, που βελτιώνουν τις λειτουργικές δυνατότητες των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Τέτοιες συσκευές είναι τα εναλλακτικά πληκτρολόγια, τα φωνητικά προγράμματα πλοήγησης, ποντίκια αφής, ειδικά χειριστήρια, συσκευές που ελέγχονται με εισπνοές και εκπνοές, αναγνώστες οθόνης, μεγεθυντές οθόνης, οθόνες Braille. Επίσης, η χρήση ειδικών λογισμικών, επεξεργασίας κειμένου, εκπαιδευτικών παιχνιδιών, αναγνώρισης φωνής (Barfileld, 2003. Goggin & Νewell, 2003).
Το 2002, υιοθετήθηκε ένα πλαίσιο με ειδικές ρυθμίσεις στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχική επικοινωνία για όλες τις ομάδες πληθυσμού, και ειδικότερα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Επίσης, δημιουργήθηκε το ευρωπαϊκό φόρουμ για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, το οποίο έχει αναλάβει ένα ρόλο προωθητικό και ενισχυτικό για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων αυτών και τις ίσες ευκαιρίες. Επιπλέον, μέσω διάφορων προγραμμάτων ενθαρρύνονται οι εφαρμογές πολιτικών και ρυθμίσεων που θα διευκολύνουν την ζωή των ατόμων με αναπηρίες. Πιο συγκεκριμένα, μέσω του προγράμματος WAI (Web Accessibility Initiative), επιχειρείται η εφαρμογή ειδικά σχεδιασμένων ιστοσελίδων (WAI, 1997), μέσω του GUIDO, γίνεται χρήση της ρομποτικής τεχνολογίας, η οποία έχει υποβοηθητικό ρόλο στα άτομα με οπτική μειονεξία (Ευρωπαϊκή Επιτροπή).
Έχουν αναπτυχθεί πολλές διαδικτυακές εφαρμογές που λειτουργούν βοηθητικά για τα άτομα με δυσκολίες στη μάθηση. Τέτοια παραδείγματα είναι η δημιουργία των λογισμικών Math Matrix Reading Matrix, τα οποία αποτελούν τον «χρυσό οδηγό» για την ειδική αγωγή. Ειδικότερα, βοηθούν τα άτομα με αναπηρία να αποκτήσουν υπολογιστικές ικανότητες, να συνδέσουν σύμβολα με την καθημερινότητα τους, να ερμηνεύσουν έννοιες, να οργανώσουν τη σκέψη τους, να κατανοήσουν κείμενο, να μετατρέψουν κείμενο σε ομιλία με τη χρήση του εργαλείου της ψηφιακής ομιλίας. Το διαδραστικό περιβάλλον του διαδικτύου και τα πολυμέσα που διαθέτει (εικόνα, ήχος, βίντεο κλπ), επιδεικνύουν μη προσδοκώμενες δεξιότητες από τα παιδιά με αναπηρία. Παρέχουν κίνητρα για μάθηση, ενισχύουν την αυτοεκτίμηση τους, καθοδηγούν το χρήστη, συγκρατούν την προσοχή τους και διαθέτουν αρκετό χρόνο (Boaler et al, 2001).
Το διαδίκτυο θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ένα μέσο μαζικής επικοινωνίας, που μπορεί με δραματικό τρόπο να μεταβάλει τόσο την αυτοεικόνα των αναπήρων, όσο και τις στάσεις του γενικού πληθυσμού απέναντί τους. Το διαδραστικό και πολυμεσικό περιβάλλον επιτρέπει την άρση των φυσικών περιορισμών και τη δημιουργία εικονικών ταυτοτήτων απαλλαγμένων από τις καθηλώσεις της αναπηρίας. Παράλληλα το διαδίκτυο προσφέρει πρόσβαση στην πληροφορία, βήμα για την έκφραση κάθε άποψης και αποτελεί τον ιδανικό τρόπο για τη μετάδοση της κουλτούρας των αναπήρων και τη διάδοσή της στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερα δε στη νέα γενιά. Η ελαστικότητα του ίντερνετ εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους, ειδικά εφόσον επιτρέπει στους αναπήρους να ταυτίζονται με την εικονική τους προσωπικότητα, να αρνούνται ή να εξιδανικεύουν το πρόβλημα και να εξαπατούν άλλους χρήστες αποκρύπτοντας την αναπηρία. Κάποιοι ερευνητές (Goggin & Newell, 2003) θεωρούν ότι η αδυναμία των αναπήρων να προσπελάσουν τα υποκείμενα, τα γραφικά, τα video κ.λπ. επιτείνει την αίσθηση της αναπηρίας, ειδικότερα σε κάποιες κατηγορίες των ατόμων αυτών. Τέλος ο Abbott (2001), θεωρεί ότι, αν και το διαδίκτυο παρέχει ευκαιρίες εκδημοκρατισμού της κοινωνίας μέσω της έκφρασης ακόμα και ριζοσπαστικών απόψεων εντούτοις κυριαρχείται από ιστοσελίδες, που συνήθως αντανακλούν την κυρίαρχη ιδεολογία και στερεότυπα ή βρίθει διαφημιστικών ιστοσελίδων, που σπανίως θεωρούν τους αναπήρους αξιόλογη αγοραστική ομάδα. Το διαδίκτυο, επομένως, δρα διασυνδετικά και καλλιεργεί το αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα σε άτομα, που αλλιώς δεν θα είχαν έρθει σε επαφή. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξάπλωσή του αποτελεί το υψηλότατο ποσοστό ανεργίας των αναπήρων ατόμων και η έλλειψη μορφωτικών ευκαιριών σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Για το λόγο αυτό επιτυχημένοι ιστότοποι, που αφορούν την αναπηρία, θεωρούνται αυτοί που είναι ανθρωποκεντρικά σχεδιασμένοι, ενισχύουν την αλληλεπίδραση των χρηστών και δεν αναλώνονται απλά στην παράθεση νόμων, πληροφοριών ή άλλου ενημερωτικού υλικού. Το διαδίκτυο είναι ευέλικτο, φτηνό, γρήγορο και άμεσα διαθέσιμο. Οι πιο ενημερωμένοι από τους ανάπηρους μπορούν πλέον να αρθρώσουν λόγο, να ασκήσουν κριτική, να σχηματίσουν πολιτικές ομάδες και να επηρεάσουν την κοινή γνώμη μέσα από τον πλουραλισμό του διαδικτύου.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις ιστοσελίδες για την αναπηρία συνήθως αντικατοπτρίζει την προσέγγιση της κοινωνίας σχετικά με αυτήν. Η υφή της διαμορφώνει στάσεις, αποτυπώνει την κοινωνική μεταβολή, διαιωνίζει ή καθαίρει τα στερεότυπα, εγκαθιδρύει σχέσεις εξουσίας, στιγματίζει ή αποδεσμεύει, υψώνει εμπόδια ή τα ισοπεδώνει, εν ολίγοις καθρεπτίζει τις κοινωνικές ισορροπίες και συμβολοποιεί την κοινωνική συνοχή, αναπαράγει την ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα και την περιθωριοποίηση. Η σωστή ορολογία μπορεί να εμπεδώσει το αίσθημα της αποδοχής, της συλλογικής κουλτούρας, ενώ οι εξεζητημένοι χαρακτηρισμοί ενδεχομένως να αποκρυσταλλώνουν απόψεις και μοντέλα, που εκφράζουν αναχρονιστικές απόψεις για τους αναπήρους. Έτσι ιστότοποι, που βασίζονται στην ιατροκεντρική αντίληψη για την αναπηρία και ενστερνίζονται την προσπέλασή της ως ασθένειας, ως απόκλισης από το μέσο όρο, ως μίας κατάστασης, που πρέπει να θεραπευτεί ακόμα και με φάρμακα και που αποδίδουν την ευθύνη της θεραπείας στον ίδιο τον ανάπηρο, ουσιαστικά διατρανώνουν μια παγιωμένη άποψη περί κοινωνικού αποκλεισμού των αναπήρων. Αντίθετα οι σύγχρονες ιστοσελίδες για την αναπηρία βασίζονται στο κοινωνικό μοντέλο, που την εντάσσει μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο και τονίζουν τη σημασία των περιβαλλοντικών – συστημικών παραγόντων για την άρση των μειονεξιών, που συνεπάγεται. Το μοντέλο αυτό καθιστά συνυπεύθυνη την κοινότητα, απενοχοποιεί τις οικογένειες των αναπήρων, σκύβει στις ιδιαιτερότητες και τις κλίσεις του κάθε αναπήρου ξεχωριστά και αποδυναμώνει τις ρατσιστικές εκτροπές, που συνειδητοποιημένα ή ακούσια επιβάλλει η κοινωνία των μη αναπήρων.
Οι προσωπικές βιογραφίες των αναπήρων ή όσων έχουν σχέση με την αναπηρία, όπως δέον να καταγράφονται σε ανάλογες ιστοσελίδες μπορούν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη, η οποία έχει διδαχτεί να ασχολείται με πιο επιφανειακά θέματα. Οι διηγήσεις αυτές, η κατάθεση εμπειριών και μεθόδων αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων, δημιουργούν το υπόβαθρο για ένα εικονικό βήμα διαλόγου, προπύργιο μιας δημοκρατίας που δεν φοβάται, αλλά ενσωματώνει τη διαφορετικότητα. Κι ενώ μέχρι τώρα τα παραδοσιακά ΜΜΕ πρόβαλαν αφηγήσεις αναπήρων μόνο σε σχέση με το πρόβλημά τους, οι διαδικτυακές κοινότητες δίνουν την ευκαιρία να αναδυθεί ένα ανάπηρο άτομο που προβληματίζεται, αισθάνεται, ερωτεύεται, διεκδικεί, μετέχει και αξιώνει της προσοχής. Το περιεχόμενο των ιστοσελίδων αυτών μπορεί εύκολα να ανανεώνεται, να εκσυγχρονίζεται, είναι πιο ευαίσθητο στις μεταβολές και τα νέα δεδομένα.
Τα αποτελέσματα των διεθνών ερευνών δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ΑμεΑ επιθυμεί να παρέχονται διαδικτυακά όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, που τους αφορούν. Πιο φανατικοί υποστηρικτές των online ευκολιών αναδεικνύονται όσοι έχουν προβλήματα λόγου και γραφής (τα οποία ξεπερνιούνται με τις οθόνες αφής) και όσοι έπασχαν από χρόνιες ασθένειες που τους υποχρέωναν σε κατ’ οίκον παραμονή. Οι ανάπηροι δήλωσαν ότι το κυριότερο πρόβλημα ήταν το κόστος των υπηρεσιών, των κινητών συσκευών και των υπολογιστών, οι οποίοι πρέπει να είναι ειδικά διαμορφωμένοι για τις ανάγκες τους. Ανάλογα θέματα τίθενται στην εκπαίδευση των ΑμεΑ στις νέες τεχνολογίες, στη συγγραφή ανάλογων πολύγλωσσων οδηγιών, στην εγκατάσταση του hardware και του λογισμικού, στην ανυπαρξία ιστοτόπων που να είναι διαμορφωμένοι προς τις απαιτήσεις τους και στην ελλειμματική τεχνική υποστήριξη. Ειδικά στην Ελλάδα απαιτείται η διεξαγωγή έρευνας καταγραφής των αναγκών και της ζήτησης, επιμορφωτικά σεμινάρια για την εκπαίδευση των αναπήρων και επιδότηση για τν αγορά εξοπλισμού.
Το κυριότερο εμπόδιο για τη διάδοση των διαδικτυακών υπηρεσιών είναι η άγνοια σχετικά με τα οφέλη που προσφέρει. Ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες παρατηρείται αρνητισμός ως προς τη χρήση του. Επομένως το κράτος οφείλει να οργανώσει διαφημιστικές εκστρατείες για την αλλαγή στάσεων και κουλτούρας. Όσο περισσότερο κοινωνικά αποκλεισμένη είναι μια ομάδα, τόσο λιγότερη είναι η πιθανότητα να επωφεληθεί από το διαδίκτυο.
Οι συσκευές ανίχνευσης φωνής, κίνησης, οι προσαρμοσμένες εικόνες και συμπεριφορές είναι λίγες από τις τεχνικές δυνατότητες των υπολογιστών, οι οποίες όμως από μόνες τους σπάνια εκμηδενίζουν τα προβλήματα πρόσβασης. Οι ιστοσελίδες συνήθως είναι υπερφορτωμένες, η μεταφορά δεδομένων σε απομονωμένες περιοχές αργή, το διαδίκτυο βρίθει ενοχλητικών διαφημίσεων, πολλοί σύνδεσμοι δεν οδηγούν πουθενά και τα γραφικά ή χρώματα δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα. Οι ανάπηροι, που είχαν την τύχη να βρεθούν σε περιβάλλον (οικογενειακό – εκπαιδευτικό), όπου υπήρχε υψηλός ψηφιακός γραμματισμός, είχαν περισσότερα κίνητρα για τη χρήση των νέων τεχνολογιών και οι περισσότεροι διδάχτηκαν την τεχνογνωσία από συγγενείς ή φίλους και κατά μέσο όρο διέθεταν περισσότερο χρόνο ακόμα και από τα μη ανάπηρα άτομα στον υπολογιστή. Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τα εξειδικευμένα portals για την αναπηρία, οι συνομιλίες και η γενική πλοήγηση προηγούνταν στις προτιμήσεις τους, ενώ στις δυνατότητες που προσφέρει δηλώθηκαν η ευελιξία, η ταχύτητα και η αυτονομία που τους δίνει (κυρίως γιατί πριν διεκπεραίωναν τις εργασίες αυτές με τη βοήθεια άλλων). Επειδή τα ΑμεΑ είναι ετερογενής ομάδα, οι ψηφιακές ανάγκες ποικίλουν και η εκπαίδευση οφείλει να παρέχεται εξατομικευμένα. Παρόλα αυτά όλα δείχνουν ότι το διαδίκτυο θα αποτελέσει το μεγαλύτερο πλήγμα στον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων αυτών και θα συντελέσει δραστικά στην ενσωμάτωσή τους.
Όλα τα παραπάνω είναι απλώς η αρχή μίας μεγάλης ανακάλυψης. Το διαδίκτυο αποτελεί όχι απλά ένα μέσο επικοινωνίας αλλά ένας μοχλός για τη δημιουργία μίας νέας κοινωνίας και μίας νέας οικονομίας. Πρόκειται για μία νέα κοινωνική δομή, που βασίζεται στα δίκτυα και μία νέα μορφή κοινωνικότητας κυρίως για τις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες.
[1] Το απαξιώσιμο σώμα: Ένα πολύτιμο υλικό που φωτίζει το θέμα του κοινωνικού στιγματισμού:
http://www.enet.gr/online/online_issues.jsp?dt=16/08/2002&pid=51&id=3960144
Σχόλια