Η επικοινωνία και η διαχείριση της σύγκρουσης στα πλαίσια της οικογένειας
Η επικοινωνία και η διαχείριση της σύγκρουσης στα πλαίσια της οικογένειας
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Συμβουλευτική μέσω Διαδικτύου και Επικοινωνία, Εκδόσεις Κυριακίδη, 2011
Η επικοινωνία στην οικογένεια
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ραγδαία μεταβολή στην οικογένεια, η οποία αντικατοπτρίζεται ακόμα και στους ορισμούς της. Τα δομικά μοντέλα, που θεωρούσαν ότι πρόκειται για ένα άθροισμα ατόμων με βιολογικές, νομικές και οικονομικές σχέσεις αντικαταστάθηκαν από τα σχεσιοδυναμικά, τα οποία πρεσβεύουν ότι η οικογένεια αναφέρεται σε ένα σύστημα με ιστορικότητα και μέλλον, που δίνει έμφαση στην ομαδική και ατομική ταυτότητα και στις φανερές ή λανθάνουσες δυναμικές. Με βάση τον τελευταίο ορισμό, τα όρια της οικογένειας επεκτείνονται και μπορούν να περιλάβουν διάφορους τύπους, όπως η μονογονεϊκότητα, οι οικογένειες ομοφυλοφίλων κλπ. Η ελληνική κοινωνία που ακροβατεί μεταξύ των κλασικών θεσμών και της μετανεωτερικότητας επιχειρεί απεγνωσμένα να ενσωματώσει τις αλλαγές, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Τα μέλη της οικογένειας αναζητούν την προσωπική τους ταυτότητα πολλές φορές έξω από τα πλαίσια της ή προσπαθούν να υποκαταστήσουν τη συναισθηματική ασφάλεια με δράσεις αλλότριες προς αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του ρυθμού των διαζυγίων, η άνοδος της ηλικίας δημιουργίας οικογένειας, πέρα από τα κοινωνικά προβλήματα προβάλλουν δυστοκίες στην επικοινωνία. Η έννοια της επικοινωνίας είναι πολυσχιδής και αποδίδεται στις γνωστικές διαδικασίες σχηματισμού, συμβόλων, γλωσσικού ή άλλου κώδικα, καθώς και στις σχέσεις σημαίνοντος – σημαινομένου, που θέτουν οι κοινωνικές συμβάσεις. Βασική θέση κατέχουν οι διαδικασίες κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης αυτών, αλλά και ο θόρυβος, που παρεμβάλλεται, αλλοιώνοντας το μήνυμα. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της επικοινωνίας το νόημα δεν εξάγεται απλώς από τα αισθητηριακά δεδομένα, αλλά εκπορεύεται από την προηγούμενη εμπειρία και τις προσδοκίες των συνομιλητών. Γίνεται κατανοητό δηλαδή, ότι η επικοινωνία είναι ένα υπερβολικά περίπλοκο σύστημα διαδικασιών, όσο η γλώσσα και η σκέψη και τελικά οι νοηματοδότηση μικρή έχει μόνο συνάφεια με τις λέξεις, που προφέρουν ή γράφουν οι πομποί και οι αποδέκτες των μηνυμάτων. Πρόκειται για την σύγχρονη ανταλλαγή γνωστικών μηνυμάτων μέσα σ' ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που επηρεάζεται και από ψυχολογικούς παράγοντες, καθιστώντας την ανάλυσή του δύσκολη. Η οικογενειακή επικοινωνία είναι επομένως, ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη διατηρούν τη δομή της μέσω της λεκτικής ή εξωλεκτικής αλληλεπίδρασης. Είναι φανερό ότι υπάρχουν μηνύματα, που διατηρούν την ισορροπία στην οικογένεια και άλλα, που απειλούν τη συνοχή της και οδηγούν στη σύγκρουση. Η εκπαίδευση στην επικοινωνιακή δεξιότητα μπορεί να αυξήσει την προσαρμοστικότητα της οικογένειας και να απογειώσει την ικανότητά της στην επίλυση προβλημάτων. Για παράδειγμα, είναι γνωστές στους ερευνητές οι παρερμηνείες που προέρχονται από τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές των δύο φύλων: Οι άνδρες όταν επικοινωνούν, προσπαθούν να μιλήσουν για γεγονότα, να περιγράψουν καταστάσεις ή να θέσουν στόχους. Προσπαθούν να επιλύσουν προβλήματα και σπάνια ζητούν οδηγίες ή βοήθεια. Αντίθετα, οι γυναίκες επικοινωνούν για να διαλευκάνουν συναισθηματικές καταστάσεις, να ενδυναμώσουν τις σχέσεις ή να συνεργαστούν. Ιδιαίτερα υπό τη συστημική θεώρηση η επικοινωνία είναι ιδιαζούσης σημασίας, επειδή διαμορφώνει όρια, καθορίζει ρόλους και εδραιώνει τα μοτίβα εξουσίας. Μάλιστα, η ποιοτική επικοινωνία μπορεί να προσδώσει στην οικογένεια ευελιξία και να ενισχύσει τη συνοχή της. Η τελευταία έννοια αναφέρεται κυρίως στις στάσεις που έχουν τα μέλη μιας οικογένειας απέναντι σε καταστάσεις συναισθηματικής δέσμευσης ή χωρισμού και αποξένωσης. Μέλη μιας οικογένειας που παρουσιάζουν εξαιρετικά ισχυρούς ή αδύναμους δεσμούς, ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην επικοινωνία. Η ευελιξία της οικογένειας περιγράφει συνήθως την εναλλαγή των ρόλων, την μεταβίβαση της εξουσίας, την προσαρμογή στην μεταβολή των εξωτερικών κοινωνικών δεδομένων, στο μετασχηματισμό των αναγκών και στη διαμόρφωση νέων ισορροπιών.
Η επικοινωνία όμως εκτός από τη λειτουργικότητα της οικογένειας είναι ο κυριότερος φορέας για τη μετάδοση πολιτισμικών αγαθών, αξιακών προτύπων και κοινωνικών στάσεων. Όλες οι έρευνες συγκλίνουν στην άποψη ότι η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας των γονέων με τα παιδιά τους καθορίζει την μελλοντική διαμόρφωση των αντιλήψεων της νέας γενιάς. Αν και πολλές από τις στάσεις των παιδιών ερμηνεύονται μέσω της θεωρίας μίμησης προτύπων, είναι γενικά αποδεκτό ότι η ενθαρρυντική επικοινωνία ευθύνεται για την ανάπτυξη θετικών ιδεωδών, ενώ η πλημμελής για το σχηματισμό χαμηλής αυτοεκτίμησης και φτωχής επικοινωνίας. Η επικοινωνία στην οικογένεια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο κανονιστικών πλαισίων, τα οποία διοχετεύουν πληροφορίες, μεταβιβάζουν συναισθήματα και ορίζουν τους στόχους της οικογένειας. Αν και ένα μεγάλο μέρος της αναλίσκεται σε διεκπεραιωτικά μηνύματα, είναι η ποσότητα και η ποιότητα των υπολοίπων ειδών, που κρίνουν την ισορροπία του συστήματος. Η επικοινωνία υπάρχει για να μειώνει την απροσδιοριστία. Οι οικογένειες με ισχυρούς δεσμούς δεν χρησιμοποιούν επικριτικές φράσεις, ενισχύουν την ακρόαση και θεμελιώνουν διαδικασίες, που δρουν ως διευκολυντές στην συνδιαλλαγή. Επιπλέον, δεν θυσιάζουν το ποιοτικό μέρος της επικοινωνίας με τα υπόλοιπα μέλη ανεξάρτητα από τη φόρτιση της μέρας. Τέλος, τα μηνύματα που ξεκινούν με το εγώ συνήθως καταλήγουν σε διαφωνία.
Οι οικογένειες, ανάλογα με το είδος και την φύση της επικοινωνίας διακρίνονται σε κλειστές, ανοιχτές και απροσδιόριστες. Στις πρώτες υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι και κανόνες, καθώς και προσδιορισμένα όρια. Για παράδειγμα τα παιδιά πρέπει να υιοθετούν προκαθορισμένα λεκτικά σχήματα, να αποφεύγουν θέματα ταμπού ή να τηρούν την ιεραρχική σειρά στη λήψη αποφάσεων. Στις ανοιχτές οικογένειες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Όλα είναι ελεύθερα προς συζήτηση, τα όρια δυσδιάκριτα και επεκτάσιμα, ανάλογα με την περίσταση, ενώ η ιεραρχία δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Στις απροσδιόριστες οικογενειακές μορφές επικοινωνίας η αλληλεπίδραση καθορίζεται με τυχαίο και στιγμιαίο τρόπο.
Η ποιότητα της επικοινωνίας και οι συνέπειες της αποτελεσματικότητάς της διαφαίνονται στην ανατροφή των παιδιών, στην ικανότητά τους να εκφράζουν ελεύθερα και χωρίς ενοχές τη γνώμη τους, στα ιδανικά, που μεταλαμπαδεύτηκαν ως εσωτερικό βίωμα κι όχι ως καταναγκασμός, στις επιλογές και εναλλακτικές, που παρουσιάστηκαν και στις ευκαιρίες εκδίπλωσης των πτυχών της προσωπικότητάς τους. Ταυτόχρονα, μπορεί να επηρεάσει το σεβασμό των παιδιών στις οικογενειακές παραδόσεις, στην ένταση, με την οποία αυτές μεταφέρονται στην οικογένεια προορισμού, στην κουλτούρα και τα έθιμα, που θα διατηρηθούν στην επόμενη γενιά, αλλά κυρίως στην αυτοεκτίμηση των απογόνων. Οι οικογένειες, που επιλύουν επιτυχώς τα προβλήματά τους μέσω της επικοινωνίας, διδάσκουν στα παιδιά τρόπους συμπεριφοράς και πρότυπα για ανάλογες περιστάσεις εκτός οικογενειακού πλαισίου. Η ανοιχτή οικογένεια συσχετίζεται με λιγότερη επιθετικότητα κατά την εφηβεία και ομαλότερες διαπροσωπικές σχέσεις.
Τα είδη της οικογένειας επηρεάζουν το ύφος της επικοινωνίας και τα σχήματα διάδρασης, υπό την έννοια ότι μεταβάλλεται η δυναμική της: άλλη η ροή της πληροφορίας στην πυρηνική οικογένεια, διαφορετική στις μικτές (με παιδιά που προέρχονται από προηγούμενους γάμους) και στις εκτεταμένες, ενώ μελετάται πλέον το είδος της επικοινωνίας σε συμβιωτικές σχέσεις χωρίς γάμο ή στις λεγόμενες συνθετικές οικογένειες (από διαφορετικές εθνικότητες ή θρησκείες) και στις οικογένειες ομοφυλοφίλων.
Επικοινωνία και σύγκρουση
Ένας τομέας που η μελέτη της επικοινωνίας μπορεί να αποβεί σωτήρια είναι η άρση των συγκρούσεων στο οικογενειακό περιβάλλον. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η σύγκρουση είναι σύμφυτη με την έννοια της οικογένειας, δεδομένου ότι αυτή αποτελείται από μέλη που εθελοντικά προσχώρησαν στο σύστημά της (σύζυγοι) και παιδιά, που αναγκαστικά ανήκουν σε αυτή. Ο χρόνος δημιουργίας της οικογένειας και οι ανάγκες που αυτή εξυπηρετεί σε εκείνη τη χρονική στιγμή είναι σημαντικοί παράγοντες, επειδή οι προτεραιότητες μετασχηματίζονται με την πάροδο του χρόνου και η προσωπικότητα εξελίσσεται τόσο μέσα στην οικογένεια, όσο και έξω από αυτή. Ο τρόπος που οι γονείς επιλύουν τις συγκρούσεις αναπαράγεται από τα παιδιά. Το σύστημα της οικογένειας παρουσιάζει τη συχνότερη και μεγαλύτερη σύγκρουση από όλα τα κοινωνικά συστήματα. Η σύγκρουση στη συμβουλευτική διαδικασία θεωρείται καλή, αλλά και επικίνδυνη, όταν διαιωνίζεται. Αυτό που έχει σημασία για τα μέλη μιας οικογένειας δεν είναι να αποφεύγουν τη σύγκρουση, αλλά να γνωρίζουν τους τρόπους διευθέτησής της. Μάλιστα, η σύγκρουση είναι πιο συχνή μεταξύ αδελφών, ακόμη και από την προσχολική ηλικία. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό αποτελεί μια αναπτυξιακή προϋπόθεση, μέσα από την οποία εγκαθιδρύονται ιεραρχίες, ορίζονται πλαίσια συμπεριφοράς, τα οποία θα εμπλουτιστούν αργότερα στις εξωοικογενειακές σχέσεις. Όσο μεγαλύτερη είναι η επαφή των αδελφών μεταξύ τους τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα σύγκρουσης. Παρόλα αυτά, τα αδέλφια αξιολογούν τις μεταξύ τους διαμάχες ως λιγότερο σημαντικές από αυτές με φίλους. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι συχνότερες είναι οι συγκρούσεις μεταξύ αδελφών, έπονται οι διαμάχες γονέων-παιδιών, και τέλος, οι διαπληκτισμοί μεταξύ συζύγων. Οι στατιστικές αυτές δεν έχουν μεγάλη αξιοπιστία και αναφέρονται κυρίως στο δυτικό τύπο οικογένειας.
Η σύγκρουση στη συμβουλευτική μπορεί να εννοηθεί ως μια σειρά διαδοχικών εναντιωματικών συμπεριφορών ή λεκτικών σχημάτων. Στη σύγκρουση δεν περιλαμβάνονται οι μικροδιαφωνίες, οι οποίες έχουν μικρό χρόνο ζωής. Η συχνότητα της σύγκρουσης συσχετίζεται με την ποιότητα της επικοινωνίας. Οι οικογένειες με έντονο άγχος και μη παραγωγική επικοινωνία εμπλέκονται σε τουλάχιστον μια σοβαρή σύγκρουση την ημέρα. Ο μηχανισμός της πλημμελούς επικοινωνίας φαίνεται ότι χρησιμοποιείται, για να ενισχύει το πρόβλημα και να επικυρώνει τη δυσαρέσκεια των μελών της οικογένειας. Οι σύζυγοι δεν διαφέρουν στον αριθμό των μεταξύ τους συγκρούσεων, αλλά στον τρόπο που επικοινωνούν. Αυτό που έχει σημασία είναι η ένταση της σύγκρουσης και οι εμπεδωμένες μέθοδοι επικοινωνίας, που έχουν θεσπιστεί κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Σύζυγοι που έχουν μάθει να επικοινωνούν δημιουργικά προσδιορίζουν το πρόβλημα ως συμπεριφοριστικό. Αντίθετα, η πόλωση της επικοινωνίας νοηματοδοτεί το ίδιο πρόβλημα ως αρνητικό στοιχείο της προσωπικότητας. Επομένως, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν έχει σημασία το πρόβλημα αυτό καθαυτό, αλλά η αναπλαισίωσή του μέσα στο ευρύτερο επικοινωνιακό σύστημα της οικογένειας. Εξάλλου, αρκετές οικογένειες είναι λειτουργικές, ενώ παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα σύγκρουσης. Φαίνεται ότι έχουν αναπτύξει λεκτικούς και εξωλεκτικούς μηχανισμούς, αδιόρατους στον παρατηρητή , που εκτονώνουν την ενέργεια της σύγκρουσης. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα συγκρουσιακά σχήματα θεμελιώνονται κατά τα πρώτα χρόνια της συμβίωσης και κατά την απόκτηση παιδιών. Ακριβώς εκείνη την περίοδο εδραιώνονται και τα σχήματα επικοινωνίας, τα οποία, ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους, θα καθορίσουν την ικανοποίηση από την οικογενειακή ζωή. Οι συγκρούσεις, είτε έχουν λυθεί είτε όχι, τείνουν να αδρανοποιούνται με την πάροδο των ετών, χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική ερμηνεία γιατί αυτό να συμβαίνει. Ενδεχομένως, η ένταση των συγκρούσεων στα πρώιμα στάδια του γάμου να καταλήγει σε διαζύγιο, ενώ στα ζευγάρια που επιβιώνουν να μετασχηματίζεται σε παράλληλες ζωές ή σε αλληλοαποδοχή. Ενώ οι νέες οικογένειες βιώνουν έντονες περιόδους μετάβασης και αλλαγής των προσωπικών δεδομένων, οι παλαιότερες και σταθερότερες οικογένειες είχαν περισσότερο χρόνο, για να διαχειριστούν τα ζητήματα που ανέκυψαν. Εξάλλου, με την πάροδο των ετών σχηματίζονται ισχυροί δεσμοί και κοινώς αποδεκτά επικοινωνιακά πρότυπα, τα οποία μπορούν να αναιρεθούν σε φάση μετάβασης. Για παράδειγμα, η συνταξιοδότηση των συζύγων ή η απομάκρυνση των παιδιών από την οικογενειακή εστία μεγεθύνει το διαθέσιμο προσωπικό χρόνο, μεταβάλλει την επικοινωνία, ώστε να εσωτερικευθούν τα νέα δεδομένα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει νέες συγκρούσεις ή να απαλύνει τις σχέσεις.
Μια από τις βασικές δεξιότητες επικοινωνίας που πρέπει να κατακτηθεί από ένα ζευγάρι είναι η διαχείριση του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων, που μπορούν να νοηθούν ως υπολείμματα αρνητικής επικοινωνίας. Η οικοδόμηση ειλικρινούς επικοινωνίας κατά τη διάρκεια των ήρεμων περιόδων του γάμου μπορεί να βοηθήσει το ζευγάρι να επιβιώσει κατά τις αγχογόνες περιόδους.
Τα δύο συστατικά που καθορίζουν την επικοινωνία κατά τη σύγκρουση είναι η αμεσότητα σε αντίθεση με την απόκρυψη ή τον πλάγιο τρόπο εκφοράς των προθέσεων και των κινήτρων και η διάθεση για συνεργασία σε αντίθεση με την τάση για ανταγωνισμό. Οι συνήθεις αντιδράσεις μπορεί να αφορούν τη διαπραγμάτευση, την αποφυγή διαιώνισης της έντασης, την απευθείας επίθεση ή τη λανθάνουσα επίθεση. Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι η επιλογή κάποιου από τα παραπάνω σχήματα επικοινωνίας καθορίζεται και από διαπολιτισμικούς παράγοντες. Υπάρχουν κοινωνίες, όπου η σύζυγος έχει πολύ λίγες επιλογές στον τρόπο αντίδρασής της απέναντι στον άνδρα.
Η μελέτη της επικοινωνίας στα πλαίσια της οικογένειας είναι σημαντική, επειδή μπορεί να ερμηνεύσει ένα μεγάλο ποσοστό της οικογενειακής σύγκρουσης, η οποία αποτελεί και το πρότυπο για τις διαμάχες, που παρατηρούνται σε όλα τα κοινωνικά πλαίσια, είτε αυτά αναφέρονται σε κοινωνικές τάξεις είτε σε συλλογικές εκφράσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η κυρίαρχη θεωρία, που με συμπεριφοριστικό υπόβαθρο κέρδισε τους ερευνητές, είναι αυτή της συνδιαλλαγής, η οποία πρεσβεύει ότι οι άνθρωποι διαρκώς επιδιώκουν να αποφύγουν το κόστος-συναισθηματικό ή υλικό-και να αντλήσουν ευχαρίστηση. Είναι δεδομένο ότι στις δυτικού τύπου αστικές οικογένειες η τριάδα πατέρας-μητέρα-παιδί δημιουργούσε πάντοτε εντάσεις, επειδή οι σχέσεις αυτού του τύπου, επιτρέποντας τις συμμαχίες μεταξύ δύο μελών, μπορούν να περιθωριοποιήσουν το τρίτο. Οι συνδυασμοί είναι αρκετοί: Ο πατέρας-μητέρα, που με τη σύμπλευση αναλαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση και συμμόρφωση του παιδιού, μητέρα-παιδί, που ενδεχομένως να στραφούν ενάντια στην πατρική εξουσία κλπ. Τα περισσότερο πειστικά μηνύματα εκπέμπονται από αυτούς, που έχουν τη δύναμη να διανείμουν αμοιβές και ποινές. Φυσικά κατά τη διαδικασία της ενηλικίωσης η απαγκίστρωση του παιδιού από τους γονείς και η αυτονόμησή του συνεπάγεται ανατροπή στις σχέσεις των μελών, όχι όμως και στη δυναμική του συστήματος. Η γέννηση αδελφών περιπλέκει τις συσχετίσεις και προσομοιώνει περισσότερο την οικογένεια με μικρογραφία του κοινωνικού status quo. Η ασυμμετρία στη νομή της εξουσίας παράγει ανισορροπίες στην επικοινωνία. Σε μια υποθετική τριαδική σχέση τα δύο μέλη, που συμπράττουν, βρίσκονται σε ισορροπία, το τρίτο όμως μέλος διακυβεύει τη σταθερότητα του όλου συστήματος. Η εξάρτηση αποτελεί πάντοτε εφαλτήριο για τη σύγκρουση, ειδικά εάν τα μέρη, που εμπλέκονται δεν διαθέτουν ίσους πόρους. Η σταδιακή ενδυνάμωση και χειραφέτηση των παιδιών, αλλά και η μεταβολή της γυναικείας θέσης στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία, η μονογονεϊκότητα και οι νέες μορφές οικογένειας, επιβεβαιώνουν ότι η συνθετότητα των επικοινωνιακών σχημάτων θα αυξάνεται και η σύγκρουση θα διαιωνίζεται ες αεί. Πάντως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η σύγκρουση μπορεί να είναι παραγωγική (καταστάσεις win-win), στις οποίες αντλείται ικανοποίηση από τη λύση της έντασης-εξέλιξη που ενισχύει τους δεσμούς, αυξάνει την αυτοεκτίμηση, τη σταθερότητα και την αυτογνωσία ή φθοροποιός (καταστάσεις win-lose και lose-lose), στις οποίες επιχειρείται έλεγχος, απόλυτη επικράτηση, εκδίκηση και ψυχολογική εξουθένωση-στάδιο που αφήνει πολλά κατάλοιπα πικρίας, μίσους και διάθεσης για πλήρη απόσυρση ή και διάλυση. Ως επιτυχημένη επικοινωνία στα πλαίσια της οικογένειας μπορούν να οριστούν οι προσπάθειες των μελών να αναπτύξουν και να οργανώσουν ένα σύστημα αλληλεπίδρασης, που έχοντας επιβιώσει από τις συγκρούσεις, έχει καταστεί προβλέψιμο, λειτουργικό και ευέλικτο. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σύναψη συναισθηματικών – άτυπων συμφωνιών, την καθιέρωση ιεροτελεστιών και τελετουργικών επικοινωνίας και μέσω της αποδοχής ενός κοινού αξιακού και κανονιστικού πλαισίου, που επιτρέπει την προσωπική καλλιέργεια διά της συμβιωτικής σχέσης, των αλληλοσυμπληρούμενων προσδοκιών, στόχων και στάσεων ζωής. Οι μελετητές καταλήγουν ότι το διαλεκτικό ύφος επικοινωνίας, κατά το οποίο κάθε μέλος ενθαρρύνεται να συμμετέχει σε συζητήσεις και στη λήψη αποφάσεων, οι αντίθετες απόψεις τελικά συγκλίνουν στην ισχυροποίηση των σχεδίων δράσης και οι εντάσεις εκτονώνονται διαφυλάττοντας το αίσθημα δικαίου είναι αυτό, που θα διατηρήσει επιτυχέστερα τη συνοχή της οικογένειας. Οι οικογένειες που υιοθετούν αυτή την πολιτική περνούν πολύ χρόνο συζητώντας μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, τα οποία μπορεί να μην είναι κοινού ενδιαφέροντος αλλά η συμμετοχή όλων είναι ένδειξη ενσυναίσθησης. Τα παιδιά ενισχύονται από νωρίς να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους και η ποικιλία λεκτικών ερεθισμάτων αναπτύσσει τη συμμετοχικότητα.
Στο αντίθετο άκρο βρίσκονται οικογένειες των οποίων τα επικοινωνιακά σχήματα είναι συγκρουσιακά. Σε αυτές ο σύζυγος, η σύζυγος και τα παιδιά αποτελούν ξεχωριστούς πόλους εξουσίας και εξυφαίνεται μια διαρκής προσπάθεια για την τελική επικράτηση του ενός. Ενδεχομένως να επικρατούν άκαμπτοι κανόνες, των οποίων η παραβίαση είναι ένδειξη δύναμης. Οι αντίθετες απόψεις εκλαμβάνονται ως απειλή και δεν υπάρχει αίσθημα δικαιοσύνης. Τα λεκτικά σχήματα ενισχύουν την ατομικότητα και τον ανταγωνισμό. Μια παραλλαγή αυτού του μοτίβου αποτελούν οι προστατευτικές οικογένειες. Σε αυτές δεν υπάρχει αναγκαστικά σύγκρουση, αλλά ο διάλογος θεωρείται απλά ως μέσο διατήρησης των αξιακών αρχών που επιβάλλουν οι γονείς και δεν αφορά την αμφισβήτησή τους. Οι γονείς δεν εξηγούν στα τέκνα τους το σκοπό των αποφάσεών του και σταδιακά τα παιδιά απαξιώνουν το διάλογο, επειδή δεν διαβλέπουν κάποια αξία σ΄ αυτόν.
Στις πλουραλιστικές οικογένειες ο διάλογος και η συζήτηση των απόψεων είναι συχνός και έντονος αλλά δεν επιτυγχάνεται εύκολα η χάραξη κοινής στρατηγικής και επικρατεί έντονος λεκτικός ανταγωνισμός για τη διατήρηση ή την επέκταση των δικαιωμάτων. Οι αμοιβές κερδίζονται μέσω των ισχυρών επιχειρημάτων και όχι εξαιτίας της ιεραρχίας. Σε κάποιες άλλες οικογένειες ο διάλογος σταματά όταν οι γονείς αισθανθούν ότι απειλείται το σύστημα της οικογένειας. Οι γονείς αυτοί προσέχουν τα επιχειρήματα των παιδιών αλλά λαμβάνουν οι ίδιοι την τελική απόφαση και αφιερώνουν πολύ χρόνο για να την αιτιολογήσουν στα παιδιά τους. Τέλος υπάρχουν και οι αδιάφορες οικογένειες τόσο επικοινωνιακά, όσο και στον τομέα της συμμόρφωσης. Οι ρόλοι είναι δυσδιάκριτοι και τα μέλη αναζητούν λύσεις εκτός οικογενειακού πλαισίου.
Η ταξινόμηση των ειδών σύγκρουσης εξαρτάται από το θεωρητικό υπόβαθρο υπό το οποίο εξετάζονται. Μια διαφορετική προσέγγιση κατηγοριοποιεί τις οικογενειακές διαμάχες στις παρακάτω μορφές:
Αποφυγή σύγκρουσης: Ενώ υπάρχουν παράγοντες που αποτελούν αίτια σύγκρουσης τα μέλη της οικογένειας προσπαθούν να την αποφύγουν, επειδή πιστεύουν ότι θα είναι ολέθρια για τις σχέσεις τους. Η αντιμετώπιση αυτή δεν εκτονώνει τη συναισθηματική ενέργεια, η οποία διοχετεύεται σε μηχανισμούς άμυνας. Συνήθως τέτοιες σχέσεις κάνουν άτομα που προέρχονται από υπερπροστατευτικά περιβάλλοντα.
Αποφυγή σύγκρουσης και υποταγή στις επιθυμίες του άλλου: Οι σχέσεις αυτού του τύπου γίνονται από άτομα με υψηλό υπερεγώ, που για να αποφύγουν τις ενοχές, αδιαφορούν για τις δικές τους επιθυμίες και υποτάσσονται στις θελήσεις των υπολοίπων μελών. Παλιότερα η κοινωνική θέση της γυναίκας επέβαλλε αυτού του είδους την αντιμετώπιση. Εάν η οικογένεια καταγωγής δεν προάγει το διάλογο ή είναι υπερβολικά προστατευτική μπορεί να προπαρασκευάσει απογόνους, που παρουσιάζουν αυτόν τον τύπο αντίδρασης. Δεδομένου ότι κάθε πρόβλημα είναι συσσωρευμένη ενέργεια και ο τρόπος αυτός δεν διασφαλίζει την εκτόνωση, το κλίμα που αναπτύσσεται μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη ή ριζοσπαστικές λύσεις, που θα διακυβεύσουν τη συνοχή της οικογένειας.
Ανταγωνιστική σύγκρουση: Συνήθως παρουσιάζονται ανάμεσα σε συζύγους που διαθέτουν την ίδια ισχύ και προσπαθούν με δυναμικές στρατηγικές να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους με κάθε τίμημα. Ο άλλος θεωρείται αντίπαλος, που πρέπει να ηττηθεί με κάθε τρόπο, ακόμα και με απειλές εκβιασμούς και διαρκείς οχλήσεις. Στις συγκρούσεις αυτές δεν υπάρχει νικητής ή τουλάχιστον αναδεικνύεται ένας φαινομενικός τροπαιούχος και οι σύζυγοι καταλήγουν ηττημένοι ή διαλύουν τη σχέση τους. Στο είδος αυτό της σύγκρουσης συνήθως προσφεύγουν ανασφαλή άτομα, με έντονο εγωισμό, που προέρχονται από πλουραλιστικές οικογένειες, χωρίς αυστηρή γονεϊκή εξουσία, όπου κυριαρχούσε η ισχυρή επιχειρηματολογία αντί της γόνιμης συζήτησης.
Συγκρούσεις με αυξημένη έκφραση συναισθήματος: Αυτό που προέχει στα άτομα, που εμπλέκονται σε συγκρούσεις με υψηλή συναισθηματική φόρτιση είναι να εκφράσουν πάση θυσία όσα νιώθουν, ακόμα κι αν έτσι δεν πρόκειται να επιτευχθούν οι στόχοι τους ή να λυθούν τα προβλήματα της οικογένειας. Είναι συχνή επιλογή ατόμων, που χρήζουν φροντίδας και προσοχής και πολλές φορές εφευρίσκουν προβλήματα κυρίως για να εισακουστούν από τον σύντροφό τους και να εισπράξουν την επιμέλεια, που έχουν στερηθεί.
Συνθετική σύγκρουση: Στο είδος αυτό της σύγκρουσης τα μέλη ενδιαφέρονται για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών, αλλά ταυτόχρονα δεν κωφεύουν στις προτεραιότητες των υπολοίπων. Προέχει η ανοιχτή συζήτηση των προβλημάτων με απώτερο στόχο όχι τη νίκη ή την ήττα ενός εκ των μερών, αλλά η κατάληξη σε μία ικανοποιητική για όλους λύση. Οι συγκρούσεις στην περίπτωση αυτή είναι παραγωγικές και εμπλουτίζουν την οικογένεια με μηχανισμούς και εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων.
Συμβιβαστική σύγκρουση: Άτομα που επιδεικνύουν μέση φροντίδα για τις δικές τους ανάγκες , αλλά και για τις ανάγκες των υπολοίπων συνήθως συμβιβάζονται υιοθετώντας μια μέση λύση, που τελικά δεν ικανοποιεί απόλυτα κανέναν. Διαφαίνονται υψηλά επίπεδα διαλόγου και επικοινωνίας μέχρι να διατυπωθεί η μετριοπαθέστερη οδός, με την οποία θα συμφωνήσουν όλοι. Το ανησυχητικό είναι ότι η συστηματική επιλογή τέτοιων λύσεων μειώνει την ευχαρίστηση από τη συμβίωση και αλλοιώνει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Σύγκρουση μέσω αδιαφορίας: Ενώ τα μέλη φαινομενικά αποφεύγουν τη σύγκρουση, εντούτοις διατηρούν πολλά αρνητικά συναισθήματα για την προβληματική κατάσταση που επικρατεί, τα οποία εκφράζουν ακόμα και έξω από την οικογένεια, όταν δίνεται η ευκαιρία. Η σύγκρουση χαρακτηρίζεται από περιστασιακές επιθέσεις, που εναλλάσσονται με αδιαφορία. Για παράδειγμα μία σύζυγος, που δεν είναι ευχαριστημένη με τα επαγγελματικά και οικονομικά επιτεύγματα του άνδρα της, αλλά παράλληλα δεν επιχειρεί να τον μειώνει διαρκώς, μπορεί να προβαίνει σε ευκαιριακές φραστικές επιθέσεις ή παράπονα, τα οποία ενδεχομένως να εκφράζονται πιο έντονα σε φίλες ή σε συγγενείς της. Το πρόβλημα δεν τίθεται σοβαρά ποτέ επί τάπητος και διαιωνίζεται, επειδή έπονται περίοδοι αδιαφορίας.
Σύγκρουση με εμπλοκή τρίτων μερών: Αν τα μέλη έχουν υψηλή συναισθηματική φόρτιση, αλλά δεν επιτυγχάνεται λύση των προβλημάτων, μπορούν να καταφύγουν σε εξωτερική βοήθεια, για να δουν το πρόβλημά τους υπό διαφορετική προοπτική.
Αν τα χρόνια συμβίωσης συνεχιστούν, χωρίς να υπάρξει αλλαγή στον τρόπο επικοινωνίας, είτε εξαιτίας της ακλόνητης πεποίθησης των συντρόφων για βελτίωση είτε με παρέμβαση ειδικού, το συγκρουσιακό κλίμα μπορεί να μετατραπεί σε στάση και άκαμπτη συμπεριφορά. Τα ζευγάρια, που μετά από πολλές προσπάθειες συμφιλίωσης αποτυγχάνουν να βρουν το σημείο ισορροπίας, διδάσκονται, μέσω της αρνητικής ενίσχυσης, ότι κάθε εγχείρημα αποτροπής του πολεμικού σκηνικού είναι μάταιη, βραχυπρόθεσμη και τελικά μη ειλικρινής. Δυστυχώς, ανάμεσα στην πρόθεση για αλλαγή και στην de facto μεταστροφή παρεμβάλλονται τα συστατικά των στάσεων, που είναι δυσχερέστερο και περιπλοκότερο να αναπλαισιωθούν.
Η Ψυχολογία έχει εντατικά ασχοληθεί με την υφή των στάσεων, δηλαδή των πεποιθήσεων, που έχουν οι άνθρωποι, οι οποίες μπορούν να νοηθούν ως οργανωμένα γνωστικά ή συναισθηματικά ή συμπεριφοριστικά σχήματα, που διαθέτουν σταθερότητα, αντιστέκονται στην αλλαγή και, εάν νοηθούν ως σύνολα, μπορούν να απαρτίσουν τα στοιχεία των αξιών, της κοσμοθεωρίας και της φιλοσοφίας του ατόμου. Οι επιστήμονες γρήγορα κατάλαβαν ότι η διάκριση στον γνωσιακό – λογικό τομέα, στο συναισθηματικό και πραξιακό πεδίο ήταν αναγκαία, επειδή οι στάσεις δεν διαμορφόνονται όλες με τον ίδιο τρόπο. Κάποιες από αυτές στηρίζονται στη λογική π.χ. η αντίληψη που έχουμε για το επάγγελμα του παιδιού μας (θα εξασφαλίζει ένα ικανοποιητικό εισόδημα, θα παρέχει ευκαιρίες ανέλιξης κλπ), ενώ άλλες θεμελιώνονται με συναισθηματική φόρτιση (π.χ. η αγάπη μας για ένα παλιό αυτοκίνητο, το οποίο έχει συνδεθεί με όμορφες αναμήσεις). Το πραξιακό κομμάτι αφορά το παρατηρήσιμο μέρος των στάσων, για παράδειγμα η προτίμηση κάποιου για τα ποιήματα του Ελύτη μπορεί να τον οδηγήσει στην αγορά DVD με μελοποιημένα έργα του. Πολλοί πιστεύουν ότι ένα ικανό τμήμα των στάσεων διαμορφώνεται γενετικά (βλ. έρευνες σε μονοζυγωτικούς διδύμους) και πολλές φορές οι αρχικές γενετικές προδιαθέσεις (π.χ. μία χαλαρή, άνετη προσωπικότητα) ενδεχομένως να καθορίσει τις μελλοντικές αντιλήψεις για τις σχέσεις ή για την ανεκτικότητα απέναντι στο διαφορετικό. Στην πραγματικότητα, τόσο η κλασική εξαρτημένη, όσο και η μάθηση μέσω ενίσχυσης, μπορούν από μικρή ηλικία να ποδηγετήσουν τις αξίες και τα πιστεύω του ατόμου ως ενηλίκου: η συνεξάρτηση της μυρωδιάς των λουλουδιών με την επέτειο των γενεθλίων κατά την παιδική ανέμελη περίοδο, μπορεί να προκαλέσει αισθήματα γαλήνης και ευτυχίας, κάθε φορά που ο ενήλικος μυρίζει μια παρόμοια οσμή. Αντίθετα, οι διαρκείς προειδοποιήσεις των γονιών προς τα παιδιά τους να μην παίζουν με συμμαθητές από ξένες χώρες, μπορεί να είναι το αίτιο για γενικευμένη εχθρότητα προς τους αλλοδαπούς και το λανθάνον υπόστρωμα για μία ανάλογη πολιτική τοποθέτηση. Φυσικά, ακόμα και η αντίθετη τελική αντίδραση, δηλαδή η ανοιχτή αποδοχή κάθε τι διαφορετικού, απλά διατρανώνει τη συναισθηματική φόρτιση προς τον αρνητισμό των γονέων.
Το πρόβλημα με τις στάσεις είναι ότι αρκετές φορές η διατήρησή τους μπορεί να είναι αίτιο συναισθηματικών προβλημάτων, ενώ η συχνή μεταβολή τους προκαλεί γνωστικές ασυμφωνίες. Οι παγιωμένες στάσεις είτε διασφαλίζουν την ισορροπία στο σύστημα της προσωπικότητας είτε μετατρέπονται σε άκαμπτα σχήματα, που γίνονται αφορμή για ενδοπροσωπικά και διαπροσωπικά ζητήματα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι αντιλήψεις μας διαμορφώνονται και μετασχηματίζονται καθημερινά μέσω της κοινωνικής σύγκρισης και ελέγχου. Παράλληλα, τα μηνύματα που δέχεται το άτομο μέσω της επικοινωνίας, συνήθως στοχεύουν σε αυτό ακριβώς: την πειθώ.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν καταλήξει ότι μεγάλο ρόλο στην αλλαγή των πεποιθήσεων διαδραματίζει η πηγή του μηνύματος (κατα πόσο αυτός που το εκπέμπει είναι πρόσωπο κύρους ή θεωρείται αυθεντία ή έχει στενή σχέση με τον αποδέκτη του μηνύματος). Το ίδιο θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα φαίνεται να έχει η ελκυστικότητα του συνομιλητή αλλά και η θέση του ατόμου στην ομάδα στην οποία ανήκει.
Το περιεχόμενο του μηνύματος μπορεί να καθορίσει το αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διαδικασίας: οι άνθρωποι πείθονται περισσότερο εάν πιστεύουν ότι το εκπεμπόμενο μήνυμα δεν σχεδιάστηκε αλλά ούτε χρησιμοποιείται για να πείσει.
Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα με μέση αυτοεκτίμηση πείθονται ευκολότερα από άτομα με χαμηλή ή υψηλή αυτοεκτίμηση και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για το δείκτη ευφυίας. Oι στάσεις μεταβάλλονται ευκολότερα στις ηλικίες 18-25 ετών.
Η σύγχυση της ταυτότητας του φύλου ως πηγή σύγκρουσης
Η επικοινωνία στην οικογένεια δεν μπορεί να αποκλίνει ακόμα και στις μέρες μας από τις στάσεις και τα στερεότυπα για το φύλο και ειδικότερα για την αντίληψη της αρρενωπότητας και θηλυκότητας και του τρόπου, που αυτή επηρεάζει την αλληλεπίδραση. Τα στερεότυπα για το φύλο αναφέρονται στις στάσεις και τις αντιλήψεις σχετικά με την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Η διαμόρφωση των πεποιθήσεων αυτών ενέχει έντονα πολιτισμικά στοιχεία και εξελίσσεται διαχρονικά. Η ταυτότητα του βιολογικού, ψυχολογικού και κοινωνικού ρόλου εμφανίζεται στην ηλικία των δύο ετών, μετασχηματίζεται κατά τη λύση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και παγιώνεται κατά την εφηβεία. Οι διαφορές στα φύλα, παρά το δυναμισμό του κινήματος για τη γυναικεία χειραφέτηση, τις διακηρύξεις για την ισότητα και τις κοινωνικές αναπροσαρμογές του ρόλου της οικογένειας, έχουν μείζονα σημασία, τόσο στη διαμόρφωση του εγώ, όσο και στις αιτιακές αποδόσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών.
Διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ότι τα κορίτσια – είτε εκ φύσεως είτε ως επίκτητη ιδιότητα- ωριμάζουν νωρίτερα σε σύγκριση με τα αγόρια, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, είναι υγιέστερα, υπερτερούν στην ανάπτυξη του γλωσσικού κώδικα, αντιλαμβάνονται επιτυχέστερα τα συναισθήματα. Τα αγόρια συνήθως επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αυτονομία, εμπλέκονται σε πιο έντονες μορφές παιχνιδιού, είναι περισσότερο διεκδικητικά και πιο δημιουργικά.
Ήδη από το 1962 ο McKinnon παρατήρησε ότι άνδρες και γυναίκες, που θεωρούνταν δημιουργικοί διέθεταν στοιχεία προσωπικότητας, που τυπικά αποδίδονταν στο αντίθετο φύλο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τον Torrance το 1963. Σε έρευνα του Helson (1967) επιτυχημένες γυναίκες μαθηματικοί (επαγγελματική ιδιότητα στην οποία κατά κύριο λόγο διαπρέπουν άνδρες) βαθμολογήθηκαν όσον αφορούσε γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους. Τα χαρακτηριστικά, που τους αποδόθηκαν και εξηγούσαν την έφεσή τους στα Μαθηματικά, αναφέρονται κυρίως σε άντρες: φιλοδοξία, αυθορμητισμός, αυθεντικότητα, επιμονή, ψυχικό σθένος, διεκδικητικότητα, αυτονομία, τάση για επίτευξη, αυτοεκτίμηση.
Είναι γεγονός ότι πέρα από τα βιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τα οποία ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, οι ενήλικες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα αγόρια και τα κορίτσια σε όλα τα στάδια της εξέλιξης: Επιτρέπουν στα αρσενικά βρέφη να απομακρύνονται περισσότερο, ακόμα και εκτός οπτικού τους πεδίου, τους παρέχουν αμοιβές καθώς εξερευνούν το χώρο και τα αντικείμενα, προσεγγίζουν με μεγαλύτερη τρυφερότητα τα κορίτσια και τους φέρονται σα να ήταν εύθραυστα, δίνουν περισσότερες λεκτικές οδηγίες στα θηλυκά παιδιά, ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις παρέες των αγοριών, καθορίζουν το ντύσιμο και τη φροντίδα του σώματος, επιτρέποντας περισσότερα ναρκισσιστικά στοιχεία στα κορίτσια.
Αν και η ρήση ‘ Η ανατομία είναι μοίρα’ αμφισβητήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα, εντούτοις εκπρόσωποί του, όπως η Chodorow, θεώρησαν ότι ουσιαστικά τα κορίτσια αντιγράφουν και αναπαράγουν το ρόλο της μητέρας, που στις περισσότερες κοινωνίες έχει συναρτηθεί με τη στοργή, τη μέριμνα, την καρτερία και τη δυνατότητα σύναψης άρρηκτων συναισθηματικών δεσμών. Αντίθετα, η εσωτερίκευση της πατρικής φιγούρας οδηγεί σε ιδιότητες, όπως η ανεξαρτησία και ο δυναμισμός.
Μεγάλη επίδραση στις περί φύλου θεωρίες άσκησε η άποψη του Kohlberg (1927-1987), ο οποίος εισήγαγε την έννοια της σταθερότητας στην αντίληψη της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας. Ο μελετητής αυτός διαπίστωσε ότι τα παιδιά, αν και κατανοούν το φύλο τους και διακρίνουν το φύλο των άλλων από την ηλικία των τριών ετών, δεν αποδίδουν σε αυτό συγκεκριμένες συμπεριφορές και σταθερά χαρακτηριστικά παρά μόνο από την ηλικία των επτά ετών, οπότε εσωτερικεύουν τη μονιμότητα του φύλου, ταυτιζόμενα με το γονέα του ίδιου φύλου. Κατά την ηλικία αυτή υιοθετούν την κουλτούρα και τις αξίες του φύλου, προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτές και αντλούν αυτοεκτίμηση, εφόσον η αυτοεικόνα τους συνάδει με την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότητα μέσω και της κοινωνικής σύγκρισης.
Ο ίδιος έκανε λόγο για τις διαταραχές στην ταυτότητα φύλου, γνωστές και ως σύγχυση φύλου, που εμφανίζονται σε μία περίπτωση ανά 20.000 ανδρών και 50.000 γυναικών, και καταλήγουν στον τρανσεξουαλισμό. Έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρόωρη κοινωνικοποίηση του παιδιού, η κατά λάθος ταύτιση με το γονέα του αντιθέτου φύλου και ορμονικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αμφίρροπη αυτή αντίληψη του φύλου.
Σε γενικές γραμμές οι διεθνείς έρευνες συγκλίνουν στο ότι τα ανδρικά στερεότυπα εγκαθιδρύουν την εικόνα ενός ατόμου προσανατολισμένου προς το έργο, λογικού και ικανού στην επίλυση προβλημάτων και σε ένα γυναικείο πρότυπο πιο επικοινωνιακού, με ενδιαφέρον για το κοινωνικοσυναισθηματικό κλίμα και περισσότερο παθητικού.
Οι Ragins & Sundstorm (1989), διαπίστωσαν ότι τα χαρακτηριστικά του φύλου επηρεάζουν την επιλογή του προσωπικού, δεδομένου ότι σε πολλές κοινωνίες τα ανδρικά γνωρίσματα έχουν ταυτιστεί με την αποτελεσματικότητα, την ηγεσία, τη διοίκηση, τη δύναμη και τον οραματισμό για το μέλλον. Αντίθετα, ο κόσμος των επιχειρήσεων μέχρι πρότινος απαξίωνε γυναικείες ιδιότητες, όπως συνεργατικότητα, υποστήριξη, ενόραση και διαίσθηση (Deal & Stevenson, 1988, Dubno, 1985, Haslett et al., 1992, Hellman et al., 1989, Shein, 1973, 1975). Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι έρευνα των Kunkel & Burleson (1999) δεν κατέγραψε στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επικοινωνιακές δεξιότητες ανδρών-γυναικών ούτε αποκλίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, όσον αφορά την αντίληψη των συναισθημάτων.
Σε έρευνα των Βίκη και Παπάνη σε 2500 μαθητές ελληνικών σχολείων (2006) οι διαφοροποιήσεις στην επαγγελματική απόφαση και στους επαγγελματικούς τύπους των μαθητών επηρεάζονταν άμεσα από τον παράγοντα φύλο. Τα αγόρια υπερτερούσαν στη διαμόρφωση του «ρεαλιστικού-πρακτικού» τύπου και στον «ερευνητικό-διανοητικό», ενώ τα κορίτσια έχουν σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Μικρότερες διαφοροποιήσεις υπέρ των κοριτσιών παρουσιάστηκαν στον «επιχειρηματικό» και «συμβατικό» τύπο. Τέλος σχεδόν ίσους μέσους όρους εμφάνισαν αγόρια και κορίτσια στον «συμβατικό» τύπο. Αυτό που παραμένει αμετάβλητο είναι η επίδραση του φύλου στη διαμόρφωση επαγγελματικών τύπων, που επιτείνει το διαχωρισμό των επαγγελμάτων σε «ανδρικά και γυναικεία», παρά την κοινωνική αναβάθμιση του γυναικείου ρόλου κατά τα τελευταία χρόνια. Τα αγόρια εξακολουθούν να τείνουν προς το «ρεαλιστικό-πρακτικό» επαγγελματικό τύπο, ειδικά σε χωριά και πόλεις μέχρι 50.000 κατοίκους, όπου το αίτημα για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση σε αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες ή σε απλά επιτηδεύματα είναι πιεστικότερο. Ταυτόχρονα, οι μαθητές παρουσιάζουν υψηλότερες βαθμολογίες στον «ερευνητικό-διανοητικό» επαγγελματικό τύπο, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τα συντριπτικά μεγαλύτερα ποσοστά των ανδρών σε διευθυντικές θέσεις και επαγγέλματα κύρους. Η γυναικεία χειραφέτηση αντικατοπτρίζεται στην εξίσωση των δύο φύλων, όσον αφορά τις βαθμολογίες στο «συμβατικό» επαγγελματικό τύπο. Οι μαθήτριες διαιωνίζοντας τα στερεότυπα του γυναικείου ρόλου ρέπουν προς τον «καλλιτεχνικό» και «κοινωνικό» επαγγελματικό τύπο. Αλλά και οι Creed και Patton (2003), διατείνονται ότι τα κορίτσια ωριμάζουν γρηγορότερα όσον αφορά τις επαγγελματικές τους κλίσεις. Ο Wilgosh (2002), πιστεύει ότι τα στερεότυπα του φύλου επηρεάζουν ευκολότερα γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και διαμορφώνουν τις προσδοκίες για τις κόρες τους. Οι Miller et al. (2002), απέδειξαν ότι κορίτσια από οικογένειες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου σπανίως ασχολούνται με θετικές επιστήμες, σαφώς επηρεασμένα από τις στάσεις των γονέων.
Πολλές έρευνες επικεντρώθηκαν στις γνωστικές διαφορές ανδρών και γυναικών. Δεδομένου ότι τα δύο φύλα μοιράζονται ίδιο γενετικό υλικό στο μεγαλύτερο μέρος του (με κύρια διαφοροποίηση τα χρωμοσώματα που καθορίζουν το φύλο) οι διαπιστωμένες αποκλίσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν με απόλυτα βιολογικούς όρους. Ενδεχομένως, περισσότερο επηρεάζουν οι διαφορές στα επίπεδα ορμονών στον εγκέφαλο. Πραγματικά, ο χειρισμός των ορμονών του φύλου (τεστοστερόνη-οιστρογόνα) οδηγεί σε διαφοροποιήσεις στην επιθετικότητα (McEwen, Davis, Parsons & Pfaff, 1979), στον τρόπο επίλυσης προβλημάτων (McLusky & McEwen, 1980), στην αναπαράσταση χωρικών σχέσεων (Resnick, Berenbaum,Gottesman & Bouchard, 1986), στη χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου και στη νοητική περιστροφή αντικειμένων. Όμως η Nash (1979) διαπίστωσε ότι οι γνωστικές αυτές διαφορές ήταν εμφανείς μόνο όταν τα άτομα, στα οποία καταμετρούνταν αυτές οι ικανότητες, είχαν πλήρως ταυτιστεί με το στερεοτυπικό ρόλο του φύλου τους. Αυτή η κοινωνιολογική προσέγγιση ερμηνείας των διαφυλικών διαφορών πρεσβεύει ότι τα άτομα ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά της ομάδας, στην οποία ανήκουν, τα θεωρούν περισσότερο επιθυμητά και συντονίζουν τη συμπεριφορά τους, άρα και τις προτιμώμενες δεξιότητες, προς αυτά. Επομένως, η χαμηλότερη απόδοση των γυναικών σε δραστηριότητες, που απαιτούν αναγνώριση σχημάτων και αντίληψη του χώρου, αλλά και σε καταστάσεις που χρήζουν διεκδικητικότητας και ηγεσίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά και τις προσδοκίες για το φύλο τους. Αναλογικά το ίδιο συμβαίνει και στους άνδρες, στους οποίους η απόκλιση προς γυναικεία γνωρίσματα ισοδυναμεί με ελλιπή αρρενωπότητα και κατ’ επέκταση ομοφυλοφιλία. Ο κοινωνικός έλεγχος, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του φύλου, ακόμα και σήμερα, είναι εντονότερος στους άντρες απ’ ότι στις γυναίκες. Ερευνητές όπως οι (Brosman, 1988, Serbin & Connor, 1979, Tracy, 1987), κατέδειξαν ότι οι διαφορές των δύο φύλων στις γνωστικές ικανότητες μπορούν να αποδοθούν στη φύση και τις απαιτήσεις των παιχνιδιών, που ενθαρρύνονται να παίζουν αγόρια και κορίτσια.: Τα παιχνίδια με αυτοκινητάκια, όπλα, Lego, κλπ. ενδυναμώνουν τα αγόρια στην αντίληψη του χώρου, στις κατασκευές, στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων, ενώ τα παιχνίδια με κούκλες ενισχύουν το λόγο, την αφήγηση ιστοριών, τη φροντίδα και την έκφραση συναισθήματος.
Παλαιότερες έρευνες στην Ελλάδα διαπίστωναν ότι η αντίληψη του φύλου είναι πολύ ισχυρή και ότι η απόκλιση από τα στερεότυπα οδηγούσε σε κοινωνικό στιγματισμό. Η χειραφέτηση της γυναίκας καθυστέρησε σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και κατοχυρώθηκε περισσότερο νομοθετικά, παρά ως αντανάκλαση κοινωνικής προόδου, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων. Η οικογένεια, που συνεπικουρούμενη από το σχολείο, αποτελεί τον κυριότερο κοινωνικοποιητικό θεσμό, δέχεται ισχυρά πλήγματα, με τη συχνότητα των διαζυγίων να αυξάνεται κατακόρυφα, η μονογονεικότητα επεκτείνεται και σε μη αστικές περιοχές ως αποδεκτή μορφή οικογένειας και η συμβίωση αναγνωρίζεται θεσμικά. Παράλληλα, γίνεται λόγος για γάμους ομοφυλοφίλων με όσα αδιευκρίνιστα ακόμα ζητήματα θα προξενήσουν στην ψυχοσύνθεση παιδιών, που θα υιοθετηθούν από αυτούς. Παρόλα αυτά, οι έρευνες για τις αξίες της νεολαίας (Παπάνης, 2007) καταγράφουν τη στροφή των νέων προς παραδοσιακές αντιλήψεις, επειδή αυτές εξασφαλίζουν τη σταθερότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επαναστατικότητα και η αμφισβήτηση των νέων της δεκαετίας του ’80 και του ’70 δίνει τη θέση της σε μια πιο χαλαρή αντιμετώπιση, σε μια αναδιατύπωση των κατεστημένων αντιλήψεων και σε μια πιο κριτική, αλλά μετριοπαθέστερη αποδοχή των κοινωνικών εξελίξεων. Οι Έλληνες νέοι, ακόμα κι αν προέρχονται από διαζευγμένους γονείς, οραματίζονται τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας, η οποία αναπαράγει τα στερεότυπα του φύλου, αντλούν συναισθηματική πληρότητα από αυτήν (σε ποσοστό 60%), περισσότερο από ότι από τους φίλους ή τους ερωτικούς συντρόφους.
Στην παρούσα έρευνα υποθέτουμε ότι τα στερεότυπα του φύλου στην Ελλάδα, παρά την κοινωνική μεταβολή, την μεταλαμπάδευση των ευρωπαϊκών προτύπων και τη νομοθετική αλλαγή υπέρ των γυναικών, δεν έχουν μεταβληθεί με αποτέλεσμα οι άνδρες να διατηρούν ανέπαφα τα γνωρίσματα της αρρενωπότητας και οι γυναίκες αυτά της θηλυκότητας. Αυτό μάλιστα μπορεί να ισχύει και στο πιο προοδευτικό τμήμα της νεολαίας, τους φοιτητές, η οποίοι συνειδητά απαρνούνται τη σύγχυση του ανδρικού και γυναικείου ρόλου, στρεφόμενοι, όμως σε πιο παραδοσιακές αντιλήψεις για το φύλο.
· Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι κοινωνικές κατασκευές του φύλου και τα παραδοσιακά στερεότυπα για το φύλο, διατηρούνται στις απόψεις των φοιτητών.
· Η θεωρία της Bem (1974) κάνει λόγο για την αντίληψη της αρρενωπότητας και θηλυκότητας ως ψυχολογικές και κοινωνικές κατασκευές. Καταγράφει τα χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο συνθέτουν τους κοινωνικούς προσδιορισμούς του φύλου.
· Η Bem έχει υποστηρίξει ότι η ανδρική και γυναικεία διάσταση θα μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της βαθμολογίας στην κλίμακα αρρενωπότητας –θηλυκότητας
· Παράλληλα, η Bem εισήγαγε δύο άλλες διαστάσεις στους προσδιορισμούς του φύλου:
Τον «ανδρόγυνο» τύπο: υψηλή βαθμολογία και στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
Τον «αδιαφοροποίητο» τύπο: χαμηλή βαθμολογία στην κλίμακα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας.
:
Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά για άνδρες και γυναίκες σύμφωνα με την Bem
Ο όρος βιολογικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις βιολογικές κατηγορίες του άνδρα και της γυναίκας, ενώ ο όρος κοινωνικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις κοινωνικές κατηγορίες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, δηλαδή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που αποδίδονται στο καθένα από τα δύο φύλα και προσδιορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες.
Τρόπος συλλογής δεδομένων: προσαρμογή του ερωτηματολογίου της Bem στα Ελληνικά. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε 58 επίθετα, εκ των οποίων τα 19 αναπαρήγαγαν τα παραδοσιακά στερεότυπα της αρρενωπότητας και άλλα 19 τα παραδοσιακά στερεότυπα της θηλυκότητας. Κάθε επίθετο συνοδευόταν από μια 5βάθμια κλίμακα Likert:, όπου: 1= πολύ λίγο, 2= λίγο, 3= αρκετά, 4= πολύ και 5= πάρα πολύ. Οι φοιτητές καλούνταν να βαθμολογήσουν κατά πόσο η ιδιότητα που εξέφραζε το κάθε επίθετο, άρμοζε περισσότερο σε γυναίκα ή σε άνδρα.
· Δείγμα: 350 φοιτητές (ηλικίας 18-25), από σχολές της Ελλάδας και της Κύπρου, οι οποίοι κατάγονταν από αγροτικές, ημιαστικές και αστικές περιοχές.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των ανδρών και των γυναικών στα διάφορα χαρακτηριστικά του ερωτηματολογίου. Το α και το γ δίπλα σε κάθε επίθετο ή φράση αναφέρεται στο εάν αυτό το χαρακτηριστικό αποδίδεται σε άνδρα ή σε γυναίκα. Όσο μεγαλύτερος είναι ο μέσος όρος τόσο περισσότερο το χαρακτηριστικό αυτό αποδίδεται σε άνδρα ή γυναίκα. Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα παραδοσιακά χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας και δύναμης αποδίδονται σε άντρες, ενώ τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τρυφερότητας, γοητείας κλπ. στις γυναίκες.
Πίνακας 1. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις για την απόδοση των επιθέτων από φοιτητές σε άνδρες (α) και γυναίκες (γ)
Μέσος Όρος | Τυπική Απόκλιση | |
βασίζεται στον εαυτό του α | 3,80 | ,949 |
βασίζεται στον εαυτό της γ | 3,41 | ,968 |
παραγωγικός α | 3,74 | ,863 |
παραγωγική γ | 3,81 | ,903 |
εξυπηρετικός α | 3,36 | 1,011 |
εξυπηρετική γ | 3,62 | ,950 |
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις του α | 4,03 | ,936 |
υπερασπίζεται της πεποιθήσεις της γ | 3,78 | ,914 |
εύθυμος α | 3,68 | ,863 |
εύθυμη γ | 3,62 | ,890 |
κακόκεφος α | 2,84 | 1,057 |
κακόκεφη γ | 2,91 | 1,003 |
ανεξάρτητος α | 3,98 | 1,060 |
ανεξάρτητη γ | 3,42 | ,951 |
ντροπαλός α | 2,48 | 1,160 |
ντροπαλή γ | 3,12 | 1,032 |
ευσυνείδητος α | 3,15 | 1,011 |
ευσυνείδητη γ | 3,80 | ,937 |
αθλητικός α | 3,90 | ,998 |
αθλητική γ | 2,98 | ,894 |
στοργικός α | 2,99 | ,899 |
στοργική γ | 4,16 | ,937 |
υποκριτής α | 3,08 | 1,217 |
υποκρίτρια γ | 3,20 | 1,197 |
διεκδικητικός α | 3,80 | 1,013 |
διεκδικητική γ | 3,65 | 1,032 |
γοητευτικός α | 3,72 | ,891 |
γοητευτική γ | 4,06 | ,936 |
ευτυχής α | 3,49 | ,895 |
ευτυχισμένη γ | 3,46 | ,913 |
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα α | 3,93 | ,923 |
διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα γ | 3,55 | 1,002 |
πιστός α | 2,58 | 1,051 |
πιστή γ | 3,30 | 1,023 |
απρόβλεπτος α | 3,54 | 2,996 |
απρόβλεπτη γ | 3,43 | 1,117 |
ισχυρός α | 3,92 | ,935 |
ισχυρή γ | 3,21 | ,984 |
διαθέτει θηλυκά στοιχεία α | 1,73 | ,962 |
διαθέτει θηλυκά στοιχεία γ | 4,62 | ,758 |
αξιόπιστος α | 3,25 | ,977 |
αξιόπιστη γ | 3,38 | ,928 |
διαθέτει αναλυτική σκέψη α | 3,14 | 1,162 |
διαθέτει αναλυτική σκέψη γ | 3,75 | 1,068 |
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου α | 2,65 | ,998 |
μπορεί να μπαίνει στη θέση του άλλου γ | 3,79 | ,993 |
ζηλιάρης α | 3,54 | 1,109 |
ζηλιάρα γ | 3,92 | 1,036 |
ηγετική προσωπικότητα α | 4,02 | ,960 |
ηγετική προσωπικότητα γ | 3,10 | 1,017 |
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου α | 2,85 | ,917 |
κατανοεί τις ανάγκες του άλλου γ | 3,95 | 2,907 |
φιλαλήθης α | 3,08 | 1,129 |
φιλαλήθης γ | 3,15 | 1,067 |
ριψοκίνδυνος α | 3,99 | 1,036 |
ριψοκίνδυνη γ | 2,75 | 1,078 |
διαθέτει κατανόηση α | 2,92 | ,897 |
διαθέτει κατανόηση γ | 3,77 | 1,003 |
μυστικοπαθής α | 3,08 | 1,194 |
μυστικοπαθής γ | 3,47 | 1,177 |
· ΑΝΔΡΑΣ: Βασίζεται στον εαυτό του, υπερασπίζεται τις πεποιθήσεις του, ανεξάρτητος, αθλητικός, διεκδικητικός, ισχυρός, αναλυτικός, ριψοκίνδυνος, κυριαρχικός, αρρενωπός, επιθετικός, ατομιστής, ανταγωνιστικός, φιλόδοξος κ.ά
· ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραγωγική, εύθυμη, ντροπαλή, στοργική, γοητευτική, πιστή, θηλυκή, διαθέτει κατανόηση, συμπονετική, γλυκομίλητη, τρυφερή, φιλική, εύπιστη, ευγενική, αγαπάει τα παιδιά, ευχάριστη κ.ά
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι μέσοι όροι αρρενωπότητας και θηλυκότητας για τα δύο φύλα, σύμφωνα με τις απόψεις των φοιτητών. Παρατηρούμε ότι οι άνδρες σκοράρουν περισσότερο στην αρρενωπότητα από ότι στη θηλυκότητα ( 3,95 και 3,55 αντίστοιχα), ενώ οι γυναίκες περισσότερο στη θηλυκότητα σε σύγκριση με την αρρενωπότητα. Παρόλα αυτά οι διαφορές στις βαθμολογίες των γυναικών είναι μικρές ( 3,76 για τη θηλυκότητα σε σύγκριση με το 3,75 για την αρρενωπότητα), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν περισσότερα ανδρικά στοιχεία, ενώ οι άνδρες διατηρούν τα χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά είχαν.
φύλο | Αρρενωπότητα | Θηλυκότητα | |
άνδρας | Μέσος Όρος | 3,9504 | 3,5537 |
Τυπική Απόκλιση | ,49121 | ,51196 | |
γυναίκα | Μέσος Όρος | 3,7527 | 3,7681 |
Τυπική Απόκλιση | ,49476 | ,46145 |
Η σύγχυση στην ταυτότητα του φύλου έχει προκαλέσει κλυδωνισμούς στην ερωτική και σεξουαλική ζωή, ειδικότερα των νέων. Πριν μερικές δεκαετίες η στυτική δυσλειτουργία ήταν ένα φαινόμενο που εμφανιζόταν συχνότερα στους άνδρες μετά την ηλικία των 40 ή 50 ετών. Συνήθως αποδιδόταν τόσο σε ψυχολογικούς παράγοντες, όπως το άγχος και την κατάθλιψη, όσο και στην εμφάνιση προβλημάτων υγείας, τη βουλιμία, την αύξηση βάρους, την πίεση, το κάπνισμα, την πίεση, τα καρδιακά νοσήματα και την κατανάλωση αλκοόλ. Ακόμα και κάποιες θεραπείες φαίνεται πως τελικά εμπόδιζαν τη φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία.
Δυστυχώς, σήμερα τα προβλήματα στύσης απασχολούν νέους άνδρες ακόμα και από τα είκοσί τους χρόνια. Αμερικανικές στατιστικές ανεβάζουν το ποσοστό των νέων με προβλήματα στύσης στο 13%. Μάλιστα τα ανάλογα ιατρικά κέντρα αναφέρουν ότι οι άρρενες πελάτες τους με ηλικία κάτω από σαράντα έτη έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Πολλοί αποδίδουν το γεγονός στη σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών, οι οποίες απαιτούν περισσότερο σεξ, είναι πιο διαθέσιμες και επιθετικές, αλλά και πιο ευαισθητοποιημένες σχετικά με την ηδονή και τον οργασμό. Ουσιαστικά μεταθέτουν την ευθύνη για την ερωτική απόλαυση στον άνδρα, συζητούν πιο άνετα τις εμπειρίες τους, έχουν πιο πολλούς ερωτικούς συντρόφους, προσθέτοντας έτσι άγχος στους νεαρούς άνδρες, οι οποίοι αποδείχτηκαν ανέτοιμοι να χειριστούν μια τέτοια εξέλιξη. Μάλιστα σε σχετική έρευνα σε πληθυσμό φοιτητών, τα κορίτσια προσδοκούσαν από τα αγόρια να είναι πιο αποφασιστικά, να παίρνουν περισσότερες πρωτοβουλίες και αποφάσεις και να υιοθετήσουν το ρόλο του κυνηγού, που πλέον έχουν σε μεγάλο βαθμό απολέσει. Αντίθετα, οι φοιτητές ζητούσαν από τις γυναίκες να είναι λιγότερο διεκδικητικές, πιο θηλυπρεπείς και να συγκλίνουν στα παραδοσιακά πρότυπα, στα οποία είχαν συνηθίσει.
Τα σεξουαλικά προβλήματα των νέων ανδρών επικαλύπτονται πολλές φορές είτε γιατί τα αγόρια αρνούνται να επισκεφθούν ειδικούς είτε γιατί έχουν πρόσβαση σε φάρμακα, που υποβοηθούν τη στυτική λειτουργία. 54% των νέων δήλωσαν ότι προμηθεύτηκαν Viagra και άλλα σκευάσματα μέσα από το διαδίκτυο ή από φίλους και μάλιστα αρκετοί από αυτούς τα συνδύασαν με αλκοόλ ή άλλες διεγερτικές ουσίες. Η ερωτική ταυτότητα ενός άνδρα επηρεάζεται περισσότερο ακόμα και σήμερα από τα καθιερωμένα στερεότυπα για τον ανδρισμό, ενώ η σεξουαλική αποτελεσματικότητα είναι πιο εμφανής, μετρήσιμη και υποκείμενη σε κριτική και ειρωνεία. Πολλοί έχουν παγιώσει μια αλλοτριωμένη εικόνα για το σεξ, επειδή αντλούν τα πρότυπά και τις εμπειρίες τους, όχι μέσα από μια φυσιολογική ερωτική ζωή, αλλά από ιστοσελίδες με περιεχόμενο πορνείας, η συχνή έκθεση στις οποίες μπορεί να προκαλέσει σταδιακά ανηδονία ή να εγκαθιδρύσει συγκεκριμένες τελετουργίες και προδιαθέσεις για την αφύπνιση του πόθου. Η σεξουαλική αγωγή στα σχολεία και στην οικογένεια αποτελεί ανέκδοτο ή ταμπού, ενώ η ευδαιμονιστική κοινωνία προτείνει μια τεράστια ποικιλία σεξουαλικής ικανοποίησης, μεγάλο μέρος της οποίας θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως απόκλιση.
Πολλοί ειδικοί συμφωνούν ότι, εφόσον αποκλειστούν άλλοι παράγοντες υγείας, οι βασικότεροι λόγοι που επιτείνουν τα σεξουαλικά προβλήματα σε νεαρή ηλικία αφορούν τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των νέων. Αυτές τους ωθούν στην υιοθέτηση ενός μη ισορροπημένου διαιτολογίου, στην υπέρμετρη κατανάλωση έτοιμων τροφών από fast food, στην ανυπαρξία ή κατάχρηση φυσικής άσκησης, στη συχνή έκθεση στο αλκοόλ και άλλες εξαρτητικές ουσίες, στην υπερκατανάλωση καφεΐνης και ζάχαρης, στην ακτινοβολία από κινητά, στην προσκόλληση στον υπολογιστή, η οποία κάνει το διαδίκτυο να φαντάζει πιο θελκτικό από τη διακινδύνευση μιας πραγματικής ερωτικής σχέσης, στο άγχος και στα φρενήρη ιδεώδη της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, στην επιδίωξη γρήγορου πλουτισμού ή απόκτησης φήμης, στα ινδάλματα ευκαιριακού έρωτα που προβάλλονται από την τηλεόραση, στην υποτίμηση του ρομαντισμού, στην έλλειψη φαντασίας, στην αγωνία για την εξεύρεση εργασίας και πόρων για την επιβίωση και στη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν τα ολοένα αυξανόμενα ποσοστά εφηβικής και νεανικής κατάθλιψης, που ταλανίζουν τη νέα γενιά, η οποία έχει εκτεθεί από πολύ νωρίς κατά την παιδική ηλικία σε τόσα ερεθίσματα και επιλογές, που είναι δύσκολο να τα ταξινομήσει και να αποφασίσει τι θέλει. Τα σεξουαλικά προβλήματα σχετίζονται άρρηκτα με την απώλεια ταυτότητας, αλλά και με το οξύμωρο φαινόμενο ότι οι νέοι σήμερα σε κάποιους τομείς ωριμάζουν πρόωρα και σε κάποιους άλλους παραμένουν ψυχολογικά καθηλωμένοι ή ανέτοιμοι για πολύ καιρό. Στην Ελλάδα τα οικονομικά προβλήματα έχουν αναγκάσει πολλούς να συγκατοικούν με τους γονείς τους μέχρι τα τριάντα, παρατείνοντας μια παιδική ηλικία και στερώντας τους την υπευθυνότητα στο χειρισμό σχέσεων και καταστάσεων.
Οι φαρμακευτικές αγωγές συνήθως βοηθούν στη διατήρηση της στύσης, αλλά δεν μπορούν να προκαλέσουν πόθο, απαραίτητο συστατικό για τον έρωτα, ο οποίος βασίζεται στην έλλειψη, το παιχνίδι και τη φαντασία. Σε μια εποχή που όλοι υπολογίζουν με λογικό τρόπο δεδομένα και με ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που έχει εκδιώξει το μύθο, την ιστορία και τη λογοτεχνία, η παραχάραξη και στρέβλωση του ερωτισμού προκύπτει ως φυσιολογική συνέπεια.
Η απώλεια της ερωτικής ζωής είναι μία από τις κύριες πηγές σύγκρουσης σε μία σχέση, επειδή δεν επιτρέπει την εκτόνωση των αρνητικών συναισθημάτων και τη διασφάλιση της πολυπόθητης αρμονίας. Τις περισσότερες φορές οδηγεί σε διάλυση της σχέσης ή στην αναζήτηση εναλλακτικών έξω από αυτή.
Η ρήξη της επικοινωνίας και η ενδοικογενειακή βία
Η σύγκρουση προκύπτει από τη συχνή επαφή ατόμων με αλλότριες ανάγκες, αξίες ή ρυθμό ανάπτυξης, τα οποία συνήθως δεν αντιλαμβάνονται ότι αργά ή γρήγορα η διαφορετικότητα θα ενσκήψει στην αρχή ως διαφωνία απόψεων και αργότερα πόλεμος φιλοσοφιών ζωής. Το πιο κοινό στερεότυπο είναι ότι η σύγκρουση πρέπει να αποφεύγεται. 'Ομως τα ζευγάρια πρέπει να αναλογιστούν ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται αλλαγή, περιορίζεται η αυτογνωσία και η ικανότητα λύσης προβλημάτων ή ακόμα εξαντλούνται οι εναλλακτικές προοπτικές ενός προβλήματος.
Σε τελική ανάλυση οι διαφωνίες μπορούν να θεωρηθούν ως ανόμοιες προοπτικές του ιδίου αντικειμένου, που συνήθως είναι οι ανάγκες των ανθρώπων. Τα ζευγάρια δεν διαφέρουν ως προς τις ανάγκες (ανάγκη για ασφάλεια, αναγνώριση, στοργή κ.λπ.) αλλά δεν μπορούν να συνταιριάξουν τις χρονικές περιόδους κάλυψης των αναγκών αυτών ή αποξενώνονται επειδή χρησιμοποιούν άλλους τρόπους επίτευξης τους. Οι συγκρούσεις αναδεικνύουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου όταν δρα υπό πίεση. Επομένως, εφόσον το ζευγάρι έχει πάρει απόφαση να διατηρήσει τη σχέση του η σύγκρουση μπορεί να θεωρηθεί ως ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό. Η προαναφερθείσα διάσταση στις προσδοκίες, τις αξίες και τους στόχους οδηγεί σε σύγκρουση αν οι σύντροφοι θεωρήσουν πως οι βουλήσεις του άλλου στέκονται εμπόδιο στην ικανοποίηση των συγκεκριμένων αναγκών. Συνήθως οι συγκρουσιακοί τύποι επιχειρούν να επιβληθούν των αντιπάλων επιβάλλοντας τη δική τους λύση. Θεωρούν ότι οι στόχοι τους πρέπει να επιτευχθούν με κάθε κόστος, πιστεύουν ότι η λύση μιας σύγκρουσης συνεπάγεται τη νίκη ή την ήττα, δεν ικανοποιούνται με συμβιβασμούς, ενώ θεωρούν ότι η σχέση πρέπει να αποτελεί εφαλτήριο και όχι εμπόδιο για τα σχέδιά τους. Εξίσου συγκρουσιακά είναι τα άτομα, που οπισθοχωρούν, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του άλλου. Αν και ακούγεται παράδοξο, εντούτοις δικαιολογείται, επειδή η συσσωρευμένη ματαίωση οδηγεί κάποτε σε ριζοσπαστικές λύσεις και συγκρούσεις. Εξάλλου η θυσία των προσωπικών στόχων για χάρη της σχέσης οδηγεί σε απόγνωση ή κατάθλιψη. Τα άτομα αυτά κατά βάθος πιστεύουν ότι οι συγκρούσεις δεν αίρονται παρά μόνο με τη δική τους υποχώρηση και επομένως δεν επιχειρούν καν να επιλύσουν δημιουργικά την αντίθεση. Πέρα από τα άτομα που επιλέγουν τη σύγκρουση επειδή πιστεύουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα υπάρχουν ανθρώπινοι τύποι, που χρησιμοποιούν τη διαπραγμάτευση και το φαινομενικό συμβιβασμό για να κερδίσουν μακροπρόθεσμα οφέλη. Πιστεύουν ότι το να χάσεις ή να υποχωρήσεις σε μια μάχη δε σημαίνει και απώλεια του πολέμου. Ο σύντροφος που θα επιλέξει αυτή την οδό σύγκρουσης δεν θα επιχειρήσει να καταγάγει περίτρανη νίκη, αλλά θα αφήσει μια αίσθηση ισοπαλίας ή μερικής οπισθοχώρησης του. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι κάποιος τελικά δεν μένει ικανοποιημένος. Δεν είναι σπάνιοι οι τύποι συντρόφων που, για να μη χάσουν την προσοχή και την φροντίδα του άλλου επίσης αποφεύγουν τη σύγκρουση χάνοντας όμως τελικά την εκτίμηση του συντρόφου. Πρέπει να τονιστεί ότι τα στυλ σύγκρουσης είναι κάποιες φορές συμπληρωματικά ή μερικές άλλες παντελώς εναντιωματικά. Για παράδειγμα δυο σύντροφοι που προτιμούν την απευθείας επίθεση θα εμπλακούν σε εντονότατες, αλλά πρόσκαιρες συγκρούσεις, από τις οποίες θα κερδίσουν σε πάθος και πρόκληση. Αν όμως κάποιος που προτιμά την κατά μέτωπο επίθεση έχει να κάνει με ένα σύντροφο που εσωτερικεύει τα συναισθήματά του και αξιολογεί με πιο ευαίσθητο τρόπο τους διαπληκτισμούς, τότε θα διακυβευτεί η συνοχή της οικογένειας. Τα συγκρουσιακά στυλ μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τη χρονική περίοδο της ιδιωτικής σχέσης ή να αναφέρονται αποκλειστικά στο γάμο, ενώ διαφέρουν σε άλλα πεδία δραστηριοτήτων, όπως η εργασία. Κάποιος μπορεί να είναι υποχωρητικός απέναντι στο διευθυντή του και επιθετικός στην οικογένειά του. Άτομα με υψηλά επίπεδα αυτογνωσίας προσπαθούν να κατανοήσουν τις ανάγκες του άλλου και με αξιοπρέπεια και συνετή επιμονή να αρθρώσουν τα δικά τους πιστεύω.
Σε ακραίες περιπτώσεις το συγκρουσιακό σκηνικό εμπλουτίζεται με ψυχολογική βία και αυτό είναι ένα φαινόμενο, στο οποίο μετέχουν αποφασιστικά και τα δύο φύλα. Η συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση των ανδρών αναφέρεται σε συμπεριφορές που έχουν ως σκοπό να ταπεινώσουν, να εξευτελίσουν και να ντροπιάσουν τον άνδρα, να τον κάνουν να νιώσει ανίκανος, άχρηστος, ένοχος και τελικά να του μειώσουν το αυτοσυναίσθημα. Τέτοιες συμπεριφορές εκ μέρους των γυναικών είναι οι φωνές, η διαρκής γκρίνια, οι τσιρίδες, οι προσβολές, οι ειρωνείες και ο σαρκασμός,ι η γελοιοποίηση μπροστά σε άλλους, ο οικονομικός έλεγχος, η αποκοπή του άνδρα από συγγενείς και φίλους, η εσκεμμένη διακοπή της λεκτικής επικοινωνίας από τη σύζυγο, η άσκηση ελέγχου σε κάθε πτυχή της ζωής του άνδρα, η διαρκής αρνητική κριτική κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις η ψυχολογική κακοποίηση μπορεί να συνυπάρχει με τη φυσική. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανδρών θα βιώσει σε κάποια στιγμή της ζωής του συναισθηματική βία από τη σύντροφό του, αλλά σπάνια ή ποτέ δεν θα το αναφέρει στους φίλους και πολύ περισσότερο στις αρχές. Κι όμως οι συνέπειές της θα είναι καθοριστικές, δεδομένου ότι θα επηρεαστεί αρνητικά η αυτοεκτίμησή του, η εργασιακή του απόδοση, η κοινωνική του ζωή και η προσωπική και πνευματική του εξέλιξη. Οι νεαροί άνδρες διατρέχουν πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν ψυχολογική κακοποίηση σε σύγκριση με τους μεγαλυτέρους και κρίσιμες φάσεις της ζωής του ζευγαριού (πχ. συνταξιοδότηση, αλλαγή επαγγέλματος, απώλεια δουλειάς, χαμηλό εισόδημα, υπερωρίες, γέννηση παιδιών) θα επιτείνουν το φαινόμενο. Έχει πλέον διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες που βιώνουν οι ίδιες έντονες κοινωνικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, διαθέτουν μεταιχμιακή προσωπικότητα, καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, πάσχουν από κατάθλιψη ή κυκλοθυμίες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ασκήσουν ψυχολογική κακοποίηση στους συντρόφους τους. Η συμπεριφορά αυτή κατά κανόνα αντανακλά δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις, παιδικά τραύματα ή ανασφάλειες. Φωνάζουν στους άντρες τους θεωρώντας τους υπεύθυνους για οτιδήποτε αρνητικό συμβαίνει, αντί να παραδεχτούν το πρόβλημά τους, έχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες και απαιτήσεις από αυτούς, τους θεωρούν ένοχους για τα δικά τους συναισθήματα και τους κατηγορούν ότι αυτοί δεν κάνουν κάτι για να τα αλλάξουν. Διαβλέπουν κακή πρόθεση σε κάθε τους ενέργεια και φροντίζουν να τους μειώνουν σε κάθε περίσταση. Συχνά ενδύονται την εικόνα του θύματος και πολλές φορές κερδίζουν την υποστήριξη φίλων που δεν γνωρίζουν ποια ακριβώς είναι η αλήθεια. Το ανδρικό στερεότυπο, που θέλει τον άνδρα ισχυρό, σίγουρο, ανεξάρτητο, αυτάρκη πλήττεται και αυτό προκαλεί έντονα συναισθήματα στον κακοποιημένο σύντροφο, ο οποίος, εάν το αναφέρει, θα αντιμετωπίσει σκεπτικισμό, έκπληξη και ειρωνεία. Η εσωτερίκευση του γεγονότος, όμως, θα προκαλέσει συναισθηματική ανισορροπία και θα καταρρακώσει το αυτοσυναίσθημα του άντρα, που αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση που διαρκώς επιδεινώνεται. Πολλά θύματα ψυχολογικής κακοποίησης δήλωσαν ότι η γελοιοποίηση μπροστά σε φίλους προκαλούσε πιο οδυνηρά συναισθήματα ακόμα και από τη φυσική βία εκ μέρους των γυναικών. Η πορεία της ψυχολογικής κακοποίησης μερικές φορές ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία: Αρχικά η γυναίκα είναι εκνευρισμένη για κάποια αιτία που δεν αποκαλύπτει στο σύντροφό της. Ο άνδρας διαπιστώνει τη δυσθυμία της και φοβούμενος έκρηξη θυμού αρχίζει να τη ρωτά τι έχει, υποψιαζόμενος ότι κάτι έχει κάνει που την ενόχλησε. Η γυναίκα θέλει να του μιλήσει, ώστε να αισθανθεί λιγότερη μοναξιά. Αρχικά αποδίδει τη σύγκρουση στον άνδρα και αυτός σε αντίδραση απομονώνεται συναισθηματικά και επιχειρεί να της εξηγήσει με λογικά πλέον επιχειρήματα. Η γυναίκα τότε, που περιμένει συναισθηματική υποστήριξη, νιώθει αγνοημένη, βιώνει έλλειψη συναισθηματικής στήριξης, δεν κατανοεί κανένα από τα λογικά του επιχειρήματα ή διαστρεβλώνει συναισηματικά το λογικό μήνυμά τους, οργίζεται εναντίον ενός άντρα που δεν διαβλέπει κάποιο σημαντικό πρόβλημα, που για εκείνη είναι βασικό. Η γυναίκα οργίζεται και αρχίζει να αποδίδει σε αυτόν τις αιτίες όλων των προβλημάτων στη σχέση τους. Αναρωτιέται εάν ο άντρας της έχει καθόλου συναισθήματα ή γιατί δεν της τα αποκαλύπτει. Τελικά επιτίθεται σε αυτόν, τον χαρακτηρίζει ψεύτη και εμπλέκει στο λόγο της και πρόσωπα του συγγενικού ή φιλικού του περιβάλλοντος. Τον αποκαλεί ανίκανο και άχρηστο. Απομονώνεται στο δωμάτιό της και καταφεύγει σε ψυχολογικό πόλεμο. Η κατάσταση αυτή μπορεί να κρατήσει για εβδομάδες και να καταλήξει στην πλήρη απαξίωση του άνδρα. Ο σύντροφος τότε ενοχοποιεί τον εαυτό του, νιώθει ανίκανος να την καταλάβει και απομακρύνεται ακόμα περισσότερο. Ο κίνδυνος για ψυχολογική βία αυξάνεται όταν μπροστά στο σκηνικό βρίσκονται παιδιά, στα οποία η γυναίκα κοινοποιεί πόσο φαύλος είναι ο πατέρας τους. Αυτό ολοκληρώνει τη συναισθηματική συντριβή του άνδρα. Σε κάποια στιγμή ο άνδρας φτάνει στα όριά του, σπάει κάτι, χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι, για να της δείξει ότι αυτό είναι το τελευταίο που μπορεί να δεχτεί, ότι και αυτός είναι εξοργισμένος. Επιτυγχάνει, όμως, το ακριβώς αντίθετο. Τόσο καιρό δεν της έδειχνε τα συναισθήματά του. Ποτέ δεν της έδωσε να καταλάβει ότι μπορεί να ελέγξει την κατάσταση. Πάντα υποχωρούσε ή αντιδρούσε παθητικά στην ποικιλία ψυχολογικής βία, που του εξασκούσε. Άρα ο θυμός του είναι εύκολα διαχειρίσιμος. Αντί να καταλάβει ότι η κατάσταση έχει βγει εκτός ελέγχου, τον προκαλεί λέγοντάς του ' Τι θα κάνεις, θα με χτυπήσεις. Κάντο και θα σε καταστρέψω οικονομικά. Δεν θα δεις ποτέ ξανά τα παιδιά σου.' Ο άνδρας αποχωρεί και αυτό την εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Ο κύκλος της ψυχολογικής βίας έχει διαιωνιστεί, αλλά αυτό ήταν εκείνο που η ίδια επεδίωκε υποσυνείδητα. Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί οι σύντροφοι επιλέγουν να μείνουν με κάποιον που τους κακοποιεί σωματικά ή συναισθηματικά.
Εξίσου ολέθρια είναι η επικοινωνιακή σχέση σε οικογένειες, που κακοποιείται σωματικά ή ψυχολογικά η γυναίκα. Πολλοί είναι οι μύθοι που αφορούν τόσο την προσωπικότητα του συζύγου που βιαιοπραγεί, όσο και της συζύγου πάνω στην οποία ασκείται φυσική και ψυχολογική βία. Το συνηθέστερο στερεότυπο σκιαγραφεί μία ευαίσθητη, ευάλωτη, ντροπαλή, αδύναμη, παθητική, εξαρτημένη και καταθλιπτική σύζυγο (Harrison & Willis Esqueda, 1997) με μαζοχιστικά στοιχεία (Walker, 1979) και συναισθηματική διαταραχή (Ewing & Aubrey, 1987). Στις άτυπες διαδόσεις περί κακοποιημένων γυναικών αναφέρεται ότι οι περισσότερες από αυτές άξιζαν είτε προκαλούσαν την κακοποίησή τους ή στην χειρότερη περίπτωση αντλούσαν ευχαρίστηση από αυτή (Ewing & Aubrey, 1987, Hart, 1993, Walker, 1979). Έρευνα του Rigakos (1995) σε Καναδούς αστυνομικούς αποκάλυψε ότι μέμφονταν τις συζύγους για την κακοποίησή τους, εκδήλωναν φαλλοκρατικές απόψεις, αναπαρήγαγαν πατριαρχικά στερεότυπα και θεωρούσαν τις κακοποιημένες γυναίκες χειριστικές και αφερέγγυες. Παράλληλα, απέδιδαν τα αίτια της άσκησης βίας εκ μέρους των ανδρών σε αγχογόνους παράγοντες και στο φόρτο εργασίας. Κατά τους Browne (1987) και Summers & Feldman (1984), η φυσική βία λογίζεται από πολλούς ως ενδοοικογενεικό ζήτημα, σχετίζεται με τις δυναμικές της συμβίωσης και δεν αφορά τον νόμο. Οι Harrison & Willis Esqueda (1996) καταγράφουν την κρατούσα άποψη ότι οι σύζυγοι ασκούν βία μόνο στη γυναίκα τους, ενώ δεν εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά προς άλλα άτομα. Αντίθετα, η άσκηση βίας σε σχέση συμβίωσης ή μη νομιμοποιημένης σχέσης γενικεύεται ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του δράστη. Γενικά, υπάρχει το αίτημα για περισσότερη ανοχή εκ μέρους των γυναικών μέσα στα πλαίσια του γάμου, χωρίς να ισχύει το ίδιο στις υπόλοιπες διαφυλικές σχέσεις (Bachman & Coker, 1995, Buzawa & Buzawa, 1993). Το αρνητικό κλίμα για τα δικαιώματα των γυναικών παρουσιάζεται από τους Branscombe και Weir (1992), οι οποίοι κατέγραψαν την αντίληψη ότι οι σύζυγοι που αντιστέκονται σε επεισόδια βίας δυναμικά αντιμετωπίζονται με περισσότερη αυστηρότητα σε σύγκριση με αυτές που παθητικά υφίστανται κακοποίηση. Επιπλέον, ακόμη και η λεκτική αντίσταση θυματοποιεί τις κακοποιημένες γυναίκες, επειδή πολλές φορές εκλαμβάνεται ως ελαφρυντικό για το δράστη (Pierce & Harris, 1993, Ferraro, 1989). Τέλος, η αντίσταση θεωρείται ως διαιώνιση του συγκρουσιακού κλίματος στο σπίτι (Hamberger & Potente, 1994, Hart, 1993, Kristiansen & Giulietti, 1990) και ως σύμπτωμα συναισθηματικής αστάθειας (Sculler & Hastings, 1996). Τα στερεότυπα αυτά επιτείνονται όταν αναφέρονται σε μειονοτικούς πληθυσμούς (Harrison & Willis Esqueda, 1996). Οι κοινωνικές νόρμες επιτάσσουν την υποταγή, το συμβιβαστικό χαρακτήρα και την παθητικότητα (Deaux & Lewis, 1984) ως αποδεκτές ή και θελκτικές γυναικείες συμπεριφορές. Όσες παραβίαζαν αυτή την εικόνα αποκλίνουν, ειδικά εάν προβαίνουν σε πράξεις αντεκδίκησης προς το σύζυγο που τις κακοποίησε. Έτσι, κατά την εκδίκαση τέτοιων περιπτώσεων αναμένεται απ’ αυτές να δείξουν μεταμέλεια, οδύνη, θρήνο, εφόσον θέλουν να αντιμετωπίσουν ελαφρύτερη ποινή. Αυτές που θα αποδώσουν την πράξη τους στο δικαίωμα της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης θα κριθούν αυστηρότερα (Jenkins & Davidson, 1990). Η επιθετικότητα είναι χαρακτηριστικό των ανδρών στις περισσότερες από ρις σημερινές κοινωνίες. Αυτό δικαιολογεί πολλές πράξεις βίας εκ μέρους τους και αποκλείει κάθε γυναικεία αντίδραση. Πολλοί είναί οι κοινωνικο-δημογραφικοί παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας. Οι διάφορες έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς επικεντρώνονται στην ηλικία, το εισόδημα, την οικογενειακή κατάσταση και τη φυλή/εθνικότητα. Σύμφωνα με τους Straus & Gelles (1986) και Stets & Straus (1989), υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ ηλικίας και εκδήλωσης βίας, ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση του ζευγαριού, ενώ όλες οι έρευνες τείνουν να συμφωνήσουν ότι οι νεαροί άνδρες είναι περισσότερο επιρρεπείς στη βίαιη συμπεριφορά. Δεύτερος ενισχυτικός παράγοντας είναι η χαμηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, αφού παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες των χαμηλών και εργατικών κοινωνικών τάξεων υφίστανται κακοποίηση σε μεγαλύτερο βαθμό από τις γυναίκες των άλλων τάξεων (McLaughlin et al., 1992). Παρόλα αυτά, το χαμηλό εισόδημα δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς από την πλευρά του άνδρα (Brinkerhoff & Lupri, 1988, Kaufman-Kantor et al., 1994), αν και τα οικονομικά άγχη και η ανεργία αποτελούν σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης ή ακόμη και δικαιολογία για την εκδήλωση βίας (Neff, Holaman & Schluter, 1995, Hampton & Gelles, 1994). Κατά τους Hotaling και Sugarman (1986), η άσκηση βίας είναι περισσότερο χαρακτηριστικό των ζευγαριών που συμβιώνουν παρά των παντρεμένων. Οι Stets και Straus (1989) θεωρούν ότι αυτό μπορεί να αποδοθεί στα δυσδιάκριτα όρια της σχέσης και στις λιγότερες συναισθηματικές επενδύσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη συμβίωση. Πέρα όμως από τους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες, ορισμένοι ερευνητές θεώρησαν σκόπιμο να μελετήσουν τη συμπεριφορά ζευγαριών στα οποία ο άνδρας βιαιοπραγούσε εις βάρος της γυναίκας με ζευγάρια που δεν αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους πρόβλημα. Βρέθηκε ότι οι άνδρες που εκδήλωναν βίαιη συμπεριφορά ήταν περισσότερο επιθετικοί, ευέξαπτοι και αρνητικοί όταν καλούνταν να συζητήσουν για τη σχέση τους (Margolin, John & Gleberman, 1988) και να αναζητήσουν λύσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων με τη σύζυγό τους. Γενικά, τα ζευγάρια με προβλήματα βίας δείχνουν να εκδηλώνουν υψηλότερα επίπεδα οργής, περιφρόνησης και απαξίωσης προς τον/τη σύντροφό τους και αδυνατούν να βγουν από τον αρνητικό κύκλο βίας στον οποίο έχουν εμπλακεί (Burman et al., 1993). Οι Sugarman και Hotaling (1989) βρήκαν ότι το συγκρουσιακό κλίμα και η έλλειψη επικοινωνίας και συναίνεσης μεταξύ των δύο συντρόφων οδηγεί σε φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, γεγονός που επιτείνεται όταν το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας είναι υψηλότερο από του άνδρα (Hotaling και Sugarman, 1990).Η κακοποίηση των γυναικών δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μία διαδικασία με διακριτές φάσεις. Κατά το πρώτο στάδιο, ο άνδρας γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός προς τη σύζυγό του, προκαλεί συγκρουσιακές καταστάσεις, ενώ εκείνη προσπαθεί να είναι συμβιβαστική, να τον ηρεμήσει, να τον φροντίσει ή να τον αποφύγει (Walker, 1984). Η βία που ασκείται είναι μικρής έντασης και μεμονωμένη.Κατά τη δεύτερη φάση, η βία εντείνεται ψυχολογικά και φυσικά. Ο άνδρας επιτίθεται στη σύντροφό του χωρίς καμία συστολή ή ενδοιασμοί, σαν να επρόκειτο να χτυπήσει άλλον άνδρα. Η κακοποιημένη γυναίκα αισθάνεται πλέον φόβο, καταιγιστική απειλή και οι ενέργειές της αφορούν την αυτοάμυνα και επιβίωση (Saunders-Robinson, 1991). Στην Τρίτη φάση («του μέλιτος», όπως συχνά αναφέρεται) ο δράστης ζητά συγχώρεση, εκδηλώνει μεταμέλεια και υπόσχεται ότι η βίαιη συμπεριφορά δεν θα επαναληφθεί. Κατά τους Bokunewicz και Copel (1992), η γυναίκα θέλει ολόψυχα να τον πιστέψει, να τον αλλάξει, να διαλύσει τη βία, αλλά όχι και τη σχέση (Walker, 1979). Η κακοποιημένη γυναίκα επιστρέφει στη σχέση όχι επειδή επιδιώκει την κακομεταχείριση, αλλά επειδή έχει επενδύσει στο σύντροφό της. Οι κακοποιημένες γυναίκες συνήθως εκδηλώνουν μεγάλη εξάρτηση από τον άνδρα, αρνείται ότι κακοποιήθηκε, ότι ο σύζυγος είναι βίαιος, δεν παραδέχεται άλλες εναλλακτικές εκτός από το γάμο της, επικαλείται θρησκευτικούς και ηθικούς λόγους για να μην χωρίσει. Οι Ferraro και Johnson (1983) αναφέρουν το «σύνδρομο του σωτήρα» για τις γυναίκες που έχουν υποστεί βιαιοπραγία, νιώθουν υπεύθυνες για το σύντροφό τους, είναι καχύποπτες προς τους ψυχολόγους και εμφανίζουν συμπτώματα ενοχής και χαμηλής αυτοεκτίμησης.Σύμφωνα με τη θεωρία της αιτιακής απόδοσης ευθυνών, οι γυναίκες εσωτερικεύουν το ζήτημα της κακοποίησης ως πολύ πιο σοβαρό και επώδυνο σε σύγκριση με τους άνδρες, επειδή υποσυνείδητα ταυτίζονται με τα θύματα. Οι άνδρες υποβαθμίζουν το γεγονός ή το αποδίδουν σε περιστασιακούς παράγοντες. Πάντως, η κοινωνική αυτοεκπληρούμενη προφητεια προδικάζει την επιθυμητή γυναικεία συμπεριφορά και καταδικάζει την οποιαδήποτε απόκλιση από αυτήν. Επειδή η χειραφέτηση των γυναικών έχει απαξιώσει τους παραδοσιακούς κοινωνικούς ρόλους και έχει στρέψει τις γυναίκες στην αμφισβήτηση των πατριαρχικών αξιών, τα φαινόμενα κακοποίησης είτε εντείνονται είτε απλώς καταγγέλλονται συχνότερα από ό,τι παλαιότερα (Shaver, 1985).
Αν και πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι κακοποιημένες γυναίκες περνούν από φάσεις «μαθημένης αδράνειας», υπό την έννοια ότι δεν αντιδρούν στα βίαια επεισόδια, αλλά δέχονται παθητικά την επιθετικότητα, η Curnow (1997) υποστηρίζει ότι υπάρχει το στάδιο του «ανοιχτού παραθύρου», κατά το οποίο συνειδητοποιείται η πραγματικότητα της θυματοποίησης και αυτοθυματοποίησης της γυναίκας και γίνεται έκκληση για βοήθεια. Στην πραγματικότητα, μόλις αρθούν οι ενδοιασμοί, οι φόβοι, οι προκαταλήψεις και η αναποφασιστικότητα, η κακοποιημένη γυναίκα στρέφεται προς πάσα κατεύθυνση για βοήθεια και πολλές φορές την εξασφαλίζει όχι από επίσημους φορείς, αλλά από τα κοινωνικά υποστηρικτικά της δίκτυα. Κατά την περίοδο αυτή, το πιο βασικό στοιχείο είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει ή να βελτιωθεί ο σύντροφος που την κακοποιεί. Η σχέση της μαζί του είναι καταδικασμένη. Κατά την Ulrich (1991), η γνωστική αυτή αλλαγή των αντιλήψεων είναι εμφανής στις συνεντεύξεις με κακοποιημένες γυναίκες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται φράσεις όπως: «ξαφνικά έλαμψε κάτι μες το μυαλό μου», «κατάλαβα ότι», «συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται τίποτα», «ο άντρας μου έχει ψυχολογικό πρόβλημα».Η Curnow (1997) θεωρεί ότι αυτό το στάδιο επέρχεται ξαφνικά, διακόπτει το φαύλο κύκλο της βίας και περιλαμβάνει τη γνώση ότι η γυναίκα έχει πέσει θύμα κακοποίησης, ότι ο άνδρας της πάσχει ψυχικά, ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις διευθέτησης των προβλημάτων της συμβίωσης, εκτός από τη βία, ότι μόνη της δεν μπορεί να ξεφύγει και ότι χρειάζεται τη βοήθεια ειδικών.
Αν και πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι κακοποιημένες γυναίκες περνούν από φάσεις «μαθημένης αδράνειας», υπό την έννοια ότι δεν αντιδρούν στα βίαια επεισόδια, αλλά δέχονται παθητικά την επιθετικότητα, η Curnow (1997) υποστηρίζει ότι υπάρχει το στάδιο του «ανοιχτού παραθύρου», κατά το οποίο συνειδητοποιείται η πραγματικότητα της θυματοποίησης και αυτοθυματοποίησης της γυναίκας και γίνεται έκκληση για βοήθεια. Στην πραγματικότητα, μόλις αρθούν οι ενδοιασμοί, οι φόβοι, οι προκαταλήψεις και η αναποφασιστικότητα, η κακοποιημένη γυναίκα στρέφεται προς πάσα κατεύθυνση για βοήθεια και πολλές φορές την εξασφαλίζει όχι από επίσημους φορείς, αλλά από τα κοινωνικά υποστηρικτικά της δίκτυα. Κατά την περίοδο αυτή, το πιο βασικό στοιχείο είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει ή να βελτιωθεί ο σύντροφος που την κακοποιεί. Η σχέση της μαζί του είναι καταδικασμένη. Κατά την Ulrich (1991), η γνωστική αυτή αλλαγή των αντιλήψεων είναι εμφανής στις συνεντεύξεις με κακοποιημένες γυναίκες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται φράσεις όπως: «ξαφνικά έλαμψε κάτι μες το μυαλό μου», «κατάλαβα ότι», «συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται τίποτα», «ο άντρας μου έχει ψυχολογικό πρόβλημα».Η Curnow (1997) θεωρεί ότι αυτό το στάδιο επέρχεται ξαφνικά, διακόπτει το φαύλο κύκλο της βίας και περιλαμβάνει τη γνώση ότι η γυναίκα έχει πέσει θύμα κακοποίησης, ότι ο άνδρας της πάσχει ψυχικά, ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις διευθέτησης των προβλημάτων της συμβίωσης, εκτός από τη βία, ότι μόνη της δεν μπορεί να ξεφύγει και ότι χρειάζεται τη βοήθεια ειδικών.
Ο ρόλος της συμβουλευτικής
Η συμβουλευτική ακολουθεί συγκεκριμένα βήματα για την επίλυση των συγκρούσεων: Όλα ξεκινούν από τη συμπεριφοριστική διατύπωση του προβλήματος, απαλλαγμένο από προσωπικούς χαρακτηρισμούς και επικριτικές εκφράσεις. Ο σύμβουλος πρέπει να πληροφορηθεί για τη συχνότητα, την ένταση και τη χρονική οριοθέτηση των συγκρούσεων και να διακριβώσει κατά πόσο εμπλέκονται τρίτα πρόσωπα σε αυτήν. Ένα καλώς διατυπωμένο πρόβλημα είναι ένα μισολυμένο πρόβλημα. Ο θεραπευτής επιδιώκει να διαχωρίσει τα αντικειμενικά στοιχεία της εντάσεως από τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν. Σε πολλά ζευγάρια το πρόβλημα δεν υφίσταται αυτό καθαυτό, αλλά εδράζεται στα συναισθήματα ματαίωσης και αδικίας που το συνοδεύουν. Ο θεραπευόμενος πρέπει να αναρωτηθεί χωρίς άκαιρα να του προσφερθούν λύσεις αν αποτελεί μέρος του προβλήματος, αν η κατάσταση που περιγράφει στο θεραπευτή αποτελεί πρόβλημα ή οι αντιδράσεις των άλλων στην κατάσταση αυτή είναι το πραγματικό αίτιο, ποιοι εμπλέκονται (τα περισσότερα προβλήματα στο γάμο δημιουργούνται από τα τρίτα πρόσωπα) ποιες αξίες και προτεραιότητες θα ικανοποιηθούν με την επίλυση του προβλήματος. Στη συνέχεια πρέπει να αναδειχθούν μέσω ιδεοθύελλας πολλές πιθανές ερμηνείες και λύσεις και να αξιοποιηθούν τα οφέλη και τα μειονεκτήματα από κάθε μία. Ο σύμβουλος θα βοηθήσει το θεραπευόμενο να ιεραρχήσει τις λύσεις αυτές και να φανταστεί πως η κάθε μια τους θα ικανοποιήσει ή θα δυσαρεστήσει τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Επίσης, πρέπει να βοηθήσει το ζευγάρι να κατανοήσει γιατί οι μέχρι τώρα λύσεις δεν απέδωσαν, ποια ήταν τα πραγματικά εμπόδια, ποιες προσδοκίες δεν ικανοποιήθηκαν και ποια λύση δεν θα ματαιώσει την προσωπικότητα και των δυο. Κατόπιν θα πρέπει να τους διδάξει τεχνικές εφαρμογής των πιθανών λύσεων, αρχικά σε καθημερινές μη απειλητικές καταστάσεις και αργότερα στην ουσία της σύγκρουσης. Ο θεραπευτής γνωρίζει ότι υπάρχουν περίοδοι που το ζευγάρι είναι πιο ευάλωτο, κατά τις οποίες μπορούν να αναζητηθούν λύσεις εκτός γάμου. Προϋπόθεση εφαρμογής των ανωτέρω είναι η ακλόνητη θέληση του ζευγαριού να συμπορευτεί προς τη λύση του. Η καταλληλότερη χρονική στιγμή είναι όταν και τα δύο μέρη διαθέτουν υψηλά κίνητρα και ενέργεια για να υπερκεράσουν τα εμπόδια. Το πρόβλημα περιγράφεται συγχρονικά και αποφεύγονται οι περιγραφές περιστατικών και διαπληκτισμών του παρελθόντος. Τα ζευγάρια έχουν την τάση να ανακαλούν σε κάθε διαπληκτισμό τις πικρές στιγμές από την αρχή του γάμου και έτσι η παραμικρότερη αφορμή εξελίσσεται σε μια γενικευμένη σύγκρουση και αναδρομή στη δύσβατη μέχρι τώρα πορεία. Οι κακές αυτές στιγμές χρησιμεύουν ως επιχειρήματα για να αποδείξουν την κακία του συντρόφου και το μέγεθος της αδικίας που έχουν υποστεί. Ο σύμβουλος πρέπει να οριοθετεί τις διηγήσεις αυτές και να τις εντάσσει σε πλαίσιο λύσης και σε τρόπους διαφυγής ή αναίρεσης των αρνητικών σημείων. Γι' αυτό χρησιμοποιεί διαλείμματα εκτόνωσης στη θεραπεία. Η σύγκρουση είναι παραγωγική όταν μετά το πέρας της και οι δύο εμπλεκόμενοι αισθάνονται καλύτερα μετά από αυτήν, αν γνωρίζουν περισσότερα για τον εαυτό τους και τον άλλον, εάν έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα διαχείρισης μελλοντικών παρόμοιων καταστάσεων.
Το πρόβλημα με τις συγκρούσεις είναι ότι η μη επίλυσή τους κατά τα πρώτα στάδια οδηγεί στην ιεραρχική επιδείνωσή τους, η οποία τείνει να συμπεριλάβει και άλλα ζητήματα, που απασχολούν το ζευγάρι και τα οποία δεν ανήκουν στις βασικές αιτίες της διαμάχης. Η έλλειψη επικοινωνίας δημιουργεί χάσμα πληροφόρησης, όσον αφορά τα δεδομένα μιας κατάστασης, ενισχύει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις και επιτείνει την απροσδιοριστία. Ο εγωκεντρισμός οδηγεί σε επιλεκτική αντίληψη των δεδομένων, σε συναισθηματική πόλωση και τελικά σε διαφορετικές νοηματοδοτήσεις και ερμηνείες, που τείνουν να περιλάβουν το σύνολο της συντροφικής ζωής. Παράλληλα, ενισχύουν το θυμό, ο οποίος ανατροφοδοτείται από την ανικανότητα επίλυσης του προβλήματος και κατευθύνει τη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία. Σε γενικές γραμμές, κάθε σύγκρουση εδράζεται είτε σε οικονομικούς λόγους είτε σε ασυμβατότητα ιδανικών και αξιών ή σε διαμάχες για την εξουσία, ενώ τις περισσότερες φορές τα αίτια αυτά συμφύρονται. Η αντίδραση οδηγεί σε πολλαπλές αντίθετες διαντιδράσεις και σε κάθε επόμενο επίπεδο της σύγκρουσης τα εμπλεκόμενα μέρη τείνουν να διακυβεύουν ολοένα και περισσότερα θεμελιώδη στοιχεία της σχέσης τους. Ο ανταγωνισμός γεννά ανταγωνισμό και στο τέλος η αυτοεκπληρούμενη προφητεία ολοκληρώνει το συναισθηματικό όλεθρο. Σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας , όσο ισχυρότερη είναι η πίεση που θα δεχθεί ένας από τους δυο συντρόφους, τόσο θα αυξάνεται και η αντίστασή του σε αυτή. Η σύγκρουση στα ζευγάρια μοιάζει με ελατήριο στο οποίο η πόλωση αυξάνεται σε κάθε επόμενη συστάδα του. Αν δεν επιτευχθεί άμεση και δραστική λύση οι γενεσιουργές αιτίες παραμένουν και ανακυκλώνονται με την παραμικρότερη αφορμή. Οι σύντροφοι αυτοπαγιδεύονται στον κύκλο αυτό της σύγκρουσης και μόνο η επέμβαση τρίτου μπορεί να διασώσει την κατάσταση. Η κατάρρευση της επικοινωνίας μπορεί να αναδεικνύει τις αντιθέσεις στις ανάγκες και τις προσδοκίες του ζευγαριού, αλλά κατά τα τελικά στάδια αντικατοπτρίζει το ψυχικό άλγος της αδυναμίας δημιουργικής αλληλεπίδρασης. Επιχειρήματα που επαναλαμβάνονται, αιτιάσεις και κρίσεις που δεν ευσταθούν, φράσεις που διατυπώνονται απλά για να πληγώσουν τον άλλο, αρνητική αναφορά σε άλλα πρόσωπα, που αρχικά δεν εμπλέκονταν στη σύγκρουση και, τέλος, επιστράτευση κάθε διαθέσιμου μέσου για τη διασφράγιση μιας πύρρειας νίκης. Η σύγκρουση που προέρχεται από διαφορές στην προσωπικότητα αφορά αντιθέσεις στα κίνητρα, στις αξίες και στο στυλ συμπεριφοράς. Το ίδιο, βέβαια, μπορεί να προκύψει εξαιτίας παρόμοιων στόχων: δυο άτομα που επιθυμούν την εξουσία εξίσου παράφορα θα μετέλθουν των ίδιων στρατηγικών, όπως παραπλάνηση, απειλή, ψυχολογική τρομοκρατία, κολακεία, για να κυριαρχήσουν. Σε κάθε συντροφικό ή οικογενειακό πλαίσιο, που οι ρόλοι δεν είναι διακριτοί, μπορεί να προκύψει διαμάχη εξαιτίας της ασάφειας. Στην παλαιότερη εκτεταμένη και πυρηνική οικογένεια η κοινωνική διακριτότητα των ρόλων διασφάλιζε ένα είδος ισορροπίας, άσχετα αν κατοχύρωνε ή όχι την ευτυχία των μελών. Η εισαγωγή, όμως, νέων προτύπων, η αναβάθμιση της γυναικείας ταυτότητας και οι διαφορετικοί τρόποι ανατροφής των παιδιών οδήγησαν σε αλληλεπικαλυπτόμενες ευθύνες και δυσδιάκριτα όρια. Οι αλλαγές αυτές συντελούνται πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εσωτερικευθούν με ομαλότητα και γι’ αυτό ευθύνονται τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και το διαδίκτυο, καθώς και οι οικονομικές μεταβολές. Τα άτομα διδάσκονται τις μεθόδους της αυτοκαταστροφικής επικοινωνίας πολύ νωρίς στη ζωή τους. Ο αγώνας για επικράτηση είναι πολυεπίπεδος: στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία. Ολόκληρο το σύστημα της εκπαίδευσης βασίζεται στον ανταγωνισμό και στην επιβίωση του νικητή. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι το μοτίβο νίκη-ήττα είναι το επικρατέστερο. Μερικές φορές αυτό γίνεται με κοινωνικά επιθυμητό τρόπο. Η πλειοψηφία κερδίζει και η μειοψηφία χάνει. Ένας υποψήφιος αποκτά μια θέση εργασίας και οι υπόλοιποι υπόκεινται τις συνέπειες της απώλειας. Ένας γονιός παίρνει την επιμέλεια των παιδιών και ο άλλος αρκείται σε ελλειμματικούς γονεϊκούς ρόλους. Η αρχή του ενός νικητή είναι τόσο εμπεδωμένη σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα που είναι απίθανο να μην επαναλαμβάνεται στη συντροφικότητα. Ο συμβιβασμός, αν και θεμελιώνεται ως κοινωνικά αποδεκτός, στην πραγματικότητα αποτελεί κατάσταση «ήττας-ήττας». Τα δύο μέρη, επειδή δε διαθέτουν τις κατάλληλες επικοινωνιακές τεχνικές, επιλέγουν το συμβιβασμό, θυσιάζοντας την ικανοποίηση.
Η εκπαίδευση των ζευγαριών στη λύση προβλημάτων και στις τεχνικές εποικοδομητικής επικοινωνίας θα οδηγούσε σε καταστάσεις νίκης για όλα τα μέρη. Η συμβίωση δεν είναι πόλεμος, αρκεί τα επικοινωνιακά σχήματα να συντελούν στο αίσθημα δικαιοσύνης και στη μείωση της αμφιβολίας. Η ανοιχτή επικοινωνία φαίνεται πως αποτελεί τη βάση που χρειάζεται η σύγχρονη ελληνική οικογένεια για να αντέξει τους μετασχηματισμούς της.
Διαζύγιο και κρίση
Αν και τα περισσότερα ζευγάρια θεωρούν ότι η κρίση που περνά ό γάμος τους οφείλεται σε μοναδικές για αυτά ιδιοσυγκρασιακές αιτίες, εδώ και καιρό η ψυχολογία έχει δείξει ότι οι λόγοι διαζυγίου μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ορισμένους βασικούς παράγοντες έλλειψης επικοινωνίας. Μερικοί πιστεύουν ότι οι άνθρωποι χωρίζουν για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους οδηγήθηκαν στη συντροφικότητα: το καλό χιούμορ που διακρίνει η υποψήφια σύζυγος στο μελλοντικό άντρα της, μετατρέπεται σε σαρκασμό και ειρωνεία αργότερα. Ο ‘χαλαρός και άνετος’ χαρακτήρας προ του γάμου, ξαφνικά μεταμορφώνεται σε επιπολαιότητα αργότερα, ενώ μία δυναμική γυναίκα εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ανάλγητη και ανέτοιμη για να κρατήσει το σπίτι της.
Πώς γίνεται αυτή η μετάλλαξη; Οι ειδικοί συμφωνούν ότι πρόκειται για λάθος στην επικοινωνία, στη μεταβίβαση του μηνύματος, στις προσδοκίες και στην προβολή των δικών μας ελλείψεων στον άλλο. Εξάλλου, ο πόθος είναι έλλειψη και η εκπλήρωση του αναστέλλει τον ίμερο. Οι ερευνητές πιστεύουν πως αναλύοντας τη δυναμική της επικοινωνίας ενός ζευγαριού, μπορούν να διακρίνουν τα παθογόνα στοιχεία και να προβλέψουν, εάν οι δύο σύνευνοι πρόκειται σύντομα να επισκεφτούν το δικηγόρο τους. Εάν σε κάθε καυγά οι σύντροφοι ανακαλούν και επικαλούνται παλιές, πικρές αναμνήσεις, όταν αντί να εκφράζουν τα συναισθήματα τους προτιμούν να αλληλοκατηγορούνται, εάν ξεκινούν κάθε συζήτηση έντονα και με επικριτικό ύφος, τότε η σχέση τους αρχίζει να περνά το σημείο χωρίς γυρισμό. Αν επιτεθείς λεκτικά σε κάποιον θα αντιδράσει αμυντικά και όλοι γνωρίζουν πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Φαίνεται ότι τα προβλήματα εκδηλώνονται μόλις η σχέση γίνει διεκπεραιωτική, όταν δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό των συζητήσεων αφορούν ζητήματα της καθημερινότητας, πολλές φορές δυσεπίλυτα, όπως τα οικονομικά, οι σχέσεις με τους συγγενείς και οι διαφορές στις απόψεις για την ανατροφή των παιδιών. Η απιστία που συνήθως προβάλλεται ως η κυριότερη αιτία διαζυγίου, συνήθως είναι το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Οι σύμβουλοι γάμου, συχνά παροτρύνουν τα ζευγάρια να αλλάξουν τον τρόπο έκφρασής τους, πχ, αντί να χαρακτηρίσεις τον άλλο εγωιστή είναι καλύτερο να πεις ότι η τάδε συμπεριφορά με πλήγωσε ή με έφερε σε αμηχανία. Ο χρυσός κανόνας λέει ότι κρίνουμε συμπεριφορές και όχι τους ανθρώπους. Ο σύντροφος μας είναι 'γίγνεσθαι' και όχι είναι, που σημαίνει ότι δεν είναι στατικός, αλλά μια προσωπικότητα που εξελίσσεται, που δεν δρα για παράδειγμα εγωιστικά σε κάθε περίσταση, αλλά όταν εμφανίζονται ορισμένοι εκλυτικοί παράγοντες.
Ο γάμος παλαιότερα διατηρούσε την κοινωνική συνοχή, ήλεγχε τη μεταβίβαση της κληρονομιάς στους απογόνους και διασφάλιζε ότι η ασθενέστερη γυναίκα δεν θα εγκαταλείπετο στην τύχη της. Η κοινωνία έκτοτε έχει αλλάξει δραματικά και η μονογονεϊκότητα πλέον δεν είναι καταστροφική. Φυσικά, κάθε διαζύγιο, για τα παιδιά είναι πένθος, όχι όμως κοινωνικό στίγμα. Και ο αποχωρισμός προτιμότερος από μια τοξική σχέση.
Η οικονομική κρίση παραδόξως, επηρέασε τη φρενήρη αύξηση των επίσημων διαζυγίων στη χώρα μας: τα ζευγάρια δεν διαθέτουν αρκετά χρήματα για να επωμιστούν τα έξοδα των δικηγόρων. Αποκύημα αυτού είναι οι παρατεταμένες περίοδοι σε οιονεί διάσταση: σύντροφοι που ζουν μαζί και χωριστά, που αποτελούν και δεν αποτελούν οικογένεια. Επειδή όμως αυτό επιτείνει την κατάσταση ρευστότητας και η δραστική-τελική λύση του χωρισμού δεν επέρχεται, ενώ καμία προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου δεν καταβάλλεται, οι συνέπειες του συγκρουσιακού κλίματος βαραίνουν περισσότερο τα παιδιά.
Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι τα αποτελέσματα των διαπληκτισμών τους δρουν πολλαπλασιαστικά στην ψυχοσύνθεση των τέκνων τους και κάθε λέξη ή φράση μπορεί να μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη τους. Μερικές φορές για να επιτευχθεί η υπέρβαση των κλυδωνισμών πρέπει όλο το σύστημα της οικογένειας να δράσει θετικά, δηλαδή συγγενείς, φίλοι και πρόσωπα βαρύνουσας σημασίας να αποτρέψουν τους συντρόφους από την τελεσίδικη πράξη. Παράλληλα, κάποιος ειδικός πρέπει να εκπαιδεύσει το ζευγάρι στην ορθή επικοινωνία, στην επίλυση προβλημάτων και στην οριοθέτηση ρεαλιστικών στόχων. Η παρατεταμένη ρευστότητα, η αναπαραγωγή των ίδιων μοτίβων και σχημάτων σύγκρουσης, οι ατελέσφορες προσπάθειες επανένωσης διδάσκουν τους υπό διάσταση συζύγους, ότι κάθε αναπνοή που ξοδεύεται για τη διάσωση του γάμου είναι μάταιη. Συνήθως είναι οι γυναίκες, αυτές που έχουν προαποφασίσει το διαζύγιο πολύ πριν εκδηλώσουν την επιθυμία τους για αυτό, ίσως επειδή η κοινωνία δεν τους παρέχει τα εχέγγυα και τις δεξιότητες για αρμονική αντιμετώπιση του Γολγοθά της μονογονεικότητας. Τασσόμεθα υπέρ της καταβολής κάθε δυνατής προσπάθειας για να μη διαλυθεί ένας γάμος. Όμως, η παράταση της σύγκρουσης έχει ολέθρια αποτελέσματα, ειδικά για τα παιδιά, τα οποία ενδεχομένως αργότερα να εξωτερικεύσουν το θυμό με επιθετικότητα, μαθησιακές δυσκολίες κατάθλιψη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Το να είναι κάποιος γονιός μπορεί να διδαχθεί και για αυτό η ανάγκη για συμβουλευτική στις μέρες μας γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Η οικονομική κρίση εισήλασε βρυχώμενη σε κάθε πτυχή της ζωής, ακόμη και τη συντροφική, και είναι καιρός να βρούμε την εναλλακτική που θα την αντισταθμίσει. Φτιάξτε, λοιπόν τους ‘νοητικούς χάρτες αγάπης’, του Gottman, αποθηκεύστε στο μυαλό το μικρόκοσμο, τις ελπίδες, τις αδυναμίες και τα πάθη του συντρόφου σας, συμφιλιωθείτε με τις διαφορές σας, θαυμάστε τον για τις καθημερινές του συνήθειες, αφήστε τον να σας επηρεάσει, να συν-διαμορφώσει το χαρακτήρα σας, επικοινωνήστε, ώστε να λύσετε πρώτα όσα προβλήματα ξεπερνιούνται ανώδυνα, αποδεχθείτε πως μερικά από αυτά δεν μπορείτε μόνοι σας να τα ξεπεράσετε και συμβουλευθείτε κάποιον ειδικό, εντάξτε τον στην καθημερινότητα και στις φαντασιώσεις σας, λειάνετε το λόγο σας και εμπλουτίστε τον με τα θετικά του συνοδοιπόρου σας στη ζωή, κατασκευάστε ένα κοινό αξιακό σύστημα, κρυφούς κοινούς κώδικες, ιεροτελεστίες, αγαπημένα μέρη και καταλάβετε πως το διαζύγιο είναι η εύκολη λύση μιας ευδαιμονιστικής ηθικής.
Σχόλια